Οι γειτονιές των κολασμένων: Η χωροθέτηση της κατοικίας στη σύγχρονη μητροπολιτική Αθήνα

geitonies-kolasmenonκατεβάστε το pdf εδώ

Η Αθήνα, ή καλύτερα η μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, παρουσιάζει ακραίες αντιθέσεις. Μακριά από ένα οργανικό σύνολο με ομοιόμορφα κατανεμημένο  τον πλούτο, τις οικονομικές δραστηριότητες και τους τόπους εξουσίας, η πόλη αναπτύσσεται άνισα -και μάλιστα αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να συνεχίσει να  υπάρχει, καθώς οι λίγοι πρέπει να επιβάλλονται στους πολλούς. Ανάμεσα στις μορφές  που παίρνει η άνιση αυτή ανάπτυξη στο χώρο, επιλέξαμε εδώ να ασχοληθούμε με  το πού κατοικούν οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες. Υπάρχει άραγε μια ανάμιξη τόπων  ανώτερων και κατώτερων στρωμάτων ή έχουμε χωρικές συγκεντρώσεις της  φτώχειας; Συνδέονται οι περιοχές των από κάτω μεταξύ τους ή είναι σκόπιμα χωρικά  απομονωμένες; Ευνοεί η χωροθέτηση αυτή τη διάχυση των εξεγέρσεων παντού στην  πόλη ή είναι καταδικασμένες οι τελευταίες να λαμβάνουν χώρα μόνο στο κέντρο;  Από όσο μπορούμε να ξέρουμε, μια τέτοια μελέτη για τη σύγχρονη Αθήνα από τη  σκοπιά του κοινωνικού ανταγωνισμού δεν έχει γίνει επαρκώς. Αν και στο φαντασιακό  των κατοίκων της διαιωνίζονται χωρικοί διαχωρισμοί -από την ευρύτερη κλίμακα (βόρεια/δυτικά προάστια) μέχρι και το επίπεδο των γειτονιών ακόμα και στον ίδιο δήμο-, ωστόσο δεν έχει γίνει ακόμα μια συστηματική προσέγγιση που να εξετάζει το ζήτημα επιστημονικά και ριζοσπαστικά. Όμως, αν όλες οι διαδικασίες ανάπτυξης των κινημάτων δεν μπορεί παρά να είναι και διαδικασίες αλλαγής του χώρου, τότε η γειτονιά και οι σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε αυτή είναι κομβικές για τη διάχυση της εξέγερσης σε όλο το χώρο και την πλήρωσή του με ανταγωνιστικές, ως προς τις κυρίαρχες, κοινωνικές σχέσεις. Για αυτό και το βρίσκουμε χρήσιμο να προχωρήσουμε σε αυτήν τη διερεύνηση.

Η διαμόρφωση της θεωρίας για την πόλη

Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα η θέση των “επικίνδυνων τάξεων” στην πόλη μελετήθηκε από πολλούς θεωρητικούς και από τις δυο μεριές του οδοφράγματος. Από τη μια μεριά, κυβερνήσεις, στρατιωτικά επιτελεία, αστοί  διανοούμενοι και ιδιώτες επενδυτές αγωνιούσαν για τις συνθήκες εκείνες που θα εξασφάλιζαν την κοινωνική συνοχή, ειδικά όσο η πόλωση μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων οξυνόταν. Από την άλλη μεριά, επαναστάτες και θεωρητικοί της κοινωνικής απελευθέρωσης, αλλά και πιο μετριοπαθείς επιστήμονες όπως γιατροί, φιλελεύθεροι αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι, ανθρωπιστές συγγραφείς και άλλοι, αναδείκνυαν τον ρόλο της δομής της πόλης στις κοινωνικές συγκρούσεις. Και αν από τη μια μεριά οι τελευταίοι -κυρίως μεσοαστοί διανοούμενοι, πολύ συχνά με αγνή πίστη στα ανθρώπινα ιδανικά- επιθυμούσαν βασικά την “επούλωση” των παθογενειών του συστήματος και πρότειναν καινοτόμες παρεμβάσεις στην πολεοδομία, από την άλλη οι επαναστάτες καταλάβαιναν ότι στο χώρο αντανακλάται μια ανισότητα, η οποία είναι γραμμένη στον σκληρό πυρήνα του καπιταλισμού.

Ανάμεσα σε αυτούς και τα έργα τους που καθόρισαν την κατοπινή προσέγγιση της πόλης, πρέπει να σημειώσουμε αρχικά τη μελέτη του Friedrich Engels, “Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία” (1845). Ο Engels εδώ αμφισβήτησε μια από τις σημαντικότερες προσεγγίσεις της ανερχόμενης αστικής τάξης, η οποία παραβλέποντας τον ιστορικά καθορισμένο τρόπο σχηματισμού κάθε τόπου, ήθελε να παρουσιάζει την πόλη σαν ένα “φυσικό” σύνολο στο οποίο κάθε κοινωνική ομάδα έπρεπε να λαμβάνει το χώρο που της αντιστοιχούσε. Μαζί με τον Engels, η μελέτη του Pyotr Kropotkin, “Αγροί, Εργοστάσια και Εργαστήρια” (1898) στέκεται επίσης ως ένα ορόσημο στη μελέτη της πόλης. Ο Kropotkin, αν και καταλήγοντας σε διαφορετικά συμπεράσματα από τον Engels -καλώντας στον συνεταιρισμό των ανεξάρτητων μικρών ιδιωτών-, προσέφερε σπουδαίες οπτικές στο πώς η εξουσία κατάφερνε να αποσπά απλήρωτη εργασία μέσω των θέσεων κάθε τάξης στο χώρο.

Τον επόμενο αιώνα, η μορφή της πόλης σε σύνδεση με το κοινωνικό της περιεχόμενο μελετήθηκε εντατικά, κυρίως δια μέσω της θεωρητικής ορμής που προσέφερε ο κονστρουκτιβισμός στη Σοβιετική Ένωση και το μοντέρνο κίνημα στη Δύση. Οι προσεγγίσεις τους, ακόμα και αν διαφοροποιήθηκαν εσωτερικά ως προς το γενικό κοινωνικό τους πρόταγμα, βασίστηκαν σε μια συνολική εποπτεία του χώρου, η οποία θα οδηγούσε στην υπέρβαση των διαχωρισμών του και την ίση πρόσβαση στην πόλη σε όλους/ες μέσα από την αναδημιουργία του χώρου[1]. Τέλος, συζητώντας πάντα για τα παγκόσμια θεωρητικά ρεύματα που καθόρισαν τη σκέψη για τη χωροθέτηση και την πόλη, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι μελέτες του Henri Lefebvre για την παραγωγή του χώρου και των Καταστασιακών για το ρόλο του τυχαίου και της συνάντησης στη δομή των πόλεων, έδωσαν νέα ώθηση στη ριζοσπαστική σκέψη που κατόπιν υιοθετήθηκε και εδραιώθηκε με τα παγκόσμια κινήματα που ξέσπασαν τη δεκαετία του 1960.

Στην Ελλάδα τώρα, πέρα από τις δεκάδες λαογραφικές μελέτες που μπορεί κανείς να βρει για τις καταβολές των πόλεων και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των γειτονιών τους, οι μητροπόλεις μελετήθηκαν συστηματικά όσον αφορά στη διαδικασία γένεσης τους. Μια σημαντική μερίδα μελετητών/τριών μάλιστα συνέδεσε στενά την ιστορική τους εξέλιξη με τις κυρίαρχες παραγωγικές σχέσεις· πρόχειρα, μπορούμε να αναφέρουμε τα έργα των Σαρηγιάννη (Αθήνα 1830-2000), Λεοντίδου (Πόλεις της Σιωπής) και Γκιζελή (Κοινωνικοί Μετασχηματισμοί και Προέλευση της Κοινωνικής Κατοικίας 1920-1930), τα οποία αναφέρονται  ιδιαίτερα στη διαμόρφωση της μητροπολιτικής Αθήνας. Μπορούμε  να πούμε ότι αυτά τα έργα καλύπτουν μεθοδολογικά μια εποχή που τελειώνει στα τέλη του 20ου αιώνα· ο ύστερος καπιταλισμός της ακραίας έντασης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ο ανταγωνισμός μεταξύ των πόλεων και η ερήμωση της περιφέρειας, τα μεταναστευτικά ρεύματα, η κατάλυση του κράτους πρόνοιας και των εργατικών δικαιωμάτων, όλα οδήγησαν στην ανάγκη εκσυγχρονισμού έως και επανακαθορισμού του μεθοδολογικού πλαισίου. Οι μητροπόλεις και,  εν προκειμένω, η Αθήνα, άλλαξαν ραγδαία. Νέοι “πόλοι ανάπτυξης” ανεγέρθηκαν, ενώ αστικοί θύλακες που χαρακτηρίζονται από υποβάθμιση και φτώχεια τώρα καλύπτουν μεγάλα τμήματα τους, τόσο στην περιφέρεια όσο και στον πυρήνα τους.

Τα παραπάνω φυσικά είναι υπόθεση μιας ξεχωριστής ευρύτερης έρευνας που θα αγκαλιάσει τη σύγχρονη παραγωγή του χώρου της μητροπολιτικής Αθήνας. Εμείς όμως εδώ θα προσπαθήσουμε να περιοριστούμε στο ζήτημα της κατοικίας: πού μένουν τα κατώτερα στρώματα, πώς επιλύουν το ζήτημα της στέγης τους, ποιά είναι η σχέση τους με την υπόλοιπη πόλη και μέσα από ποιές διαδικασίες κατανέμεται η κατοικία τους στον αστικό χώρο.

Μια μεθοδολογική παρέκκλιση· για ποιές γειτονιές θα μιλήσουμε

Καθώς η κατοικία είναι μια μονάδα που δεν συνιστά πάντα χωρικά σύνολα, θα μας βοηθήσει πολύ να αναλύσουμε τις χωρικές διαστάσεις της στη βάση της γειτονιάς. Η γειτονιά είναι ένας όρος που μάλλον χρειάζεται περισσότερη αποσαφήνιση: για εμάς αποτελεί μια ιδιαίτερη κατηγορία τόπου, η οποία στον καπιταλισμό είναι βασικά στραμμένη προς την αναπαραγωγή των υποκειμένων που φιλοξενεί. Η γειτονιά είναι δηλαδή πρώτιστα μια μορφή που παίρνουν οι παραγωγικές σχέσεις στην μικρή τους κλίμακα. Φυσικά, όπως όλες οι μορφές που παίρνουν οι παραγωγικές σχέσεις, οι τόποι εγγράφουν και μια χρονικότητα: στους τοίχους μιας γειτονιάς μπορεί κανείς/μία να διαβάσει τους ρυθμούς της ζωής, την ένταση του καπιταλισμού, τις γενιές που την κατοικούν. Πάνω σε αυτή τη χωρικότητα και χρονικότητα των παραγωγικών σχέσεων του παρόντος και του παρελθόντος ανεγείρονται και ιδιαίτερα πολιτιστικά ή φαντασιακά μοτίβα και ρυθμοί της καθημερινής ζωής, τα οποία συμπληρώνουν την “ξύλινη” πραγματικότητα των παραγωγικών σχέσεων.

Από πού θα αντλήσουμε λοιπόν στοιχεία για αυτούς τους τόπους στο σήμερα; Το 2012 κυκλοφόρησε σχετικά περιορισμένα στον τύπο μια αρθρογραφία σχετικά με τα πλούσια και φτωχά προάστια της Αθήνας. Ανατρέξαμε στις πηγές της, που βασικά αναφερόταν σε στοιχεία των οικονομικών υπηρεσιών (ΔΟΥ), τα οποία είχαν συλλεχθεί για να υπολογιστούν οι μνημονιακές υποχρεώσεις των “έκτακτων εισφορών”. Με βάση αυτήν την πηγή προσπαθήσαμε να δούμε πού κατοικούν οι φτωχότεροι κάτοικοι στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας.

“Φτωχοί” είναι μια κατηγορία που φυσικά δεν καταδεικνύει τη σχέση εκμετάλλευσης μεταξύ των ατόμων· έτσι αρχίσαμε ήδη με μια επιπλέον παραδοχή. Άλλο τόσο αλήθεια είναι όμως, ότι σε μια εποχή κρίσης, όπου αφενός προλεταριοποιούνται ενδιάμεσα στρώματα, αφετέρου ένα μεγάλο μερίδιο που εκτελεί εποχιακές και ευκαιριακές δραστηριότητες κατατάσσεται στατιστικά ως “ελεύθεροι επαγγελματίες”, ενώ ένα επιπλέον στρώμα μεταπίπτει στην ανεργία και τείνει να αγγίζει ιλιγγιώδη επίπεδα, τα παλιά μεθοδολογικά εργαλεία που αναφέρονται στην τυπική θέση στην παραγωγική διαδικασία δεν φτάνουν. Φυσικά λοιπόν και η κατηγορία “φτωχοί” παρουσιάζει μεθοδολογικές ελλείψεις που οδηγούν σε μερικές στρεβλώσεις, αλλά σίγουρα περιέχει άτομα και κοινωνικές κατηγορίες των οποίων η θέση στην παραγωγική διαδικασία είναι από τη σκοπιά των εκμεταλλευομένων.

Άλλωστε, ο σημερινός συλλογικός εργαζόμενος ολοένα και τείνει να διαχυθεί στο σύνολο της πόλης και όχι να περιοριστεί στο κατ’ εξοχήν εργοστάσιο· αφού η καπιταλιστική παραγωγή κατακερματίζει τη διαδικασία παραγωγής εμπορευμάτων χρονικά και χωρικά, η θεωρία μας πρέπει να περιλάβει όλους όσους εργάζονται για την παραγωγή της καπιταλιστικής κερδοφορίας: από τον εργαζόμενο της κάθετης επιχείρησης μέχρι τους τεχνικούς στα υπόγεια, τους προγραμματιστές σε φασόν δουλειά από το σπίτι, τους ντελιβεράδες ή τις καθαρίστριες που δουλεύουν σε ανεξάρτητους ανάδοχους κ.λπ.

Επιστρέφοντας στα στοιχεία μας, οι εν λόγω εισφορές βασίζονταν στο δηλωθέν εισόδημα κάθε νοικοκυριού το έτος 2011. Εδώ έχουμε μία ακόμα παραδοχή· δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσοι και πώς φοροδιαφεύγουν. Αυτό βέβαια είναι ένα φαινόμενο που αφορά σχετικά περισσότερο τα υψηλότερα εισοδήματα, άρα τα συμπεράσματα μας θα μπορούσαν ίσως να αναθεωρηθούν στην ακόμα πιο οξεία ύπαρξη του χάσματος πλουσίων-φτωχών.

Από την άλλη, η οργάνωση των εν λόγω στοιχείων φορολογικής εισφοράς στη βάση του νοικοκυριού -και όχι του ατόμου- προσιδιάζει πολύ καλά στην εικόνα της κατοικίας. Επίσης, η οργάνωση του δείγματος με βάση τον ταχυδρομικό κώδικα (ΤΚ) όπου εδρεύουν τα νοικοκυριά που δήλωσαν το εισόδημα τους, προσφέρεται για τη μελέτη της πόλης σε μικρή κλίμακα, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντιστοιχεί στο επίπεδο μιας διευρυμένης γειτονιάς -την έκταση δηλαδή που καλύπτει ένας ΤΚ.

geitonies-kolasmenon1Εικόνα 1: Κατανομή των χαμηλότερων εισοδημάτων στη μητροπολιτική Αθήνα και ομαδοποίηση τους

Έτσι, αφού κατατάξαμε σε φθίνουσα σειρά το δείγμα μας, αφαιρέσαμε τους ΤΚ εκείνους που φιλοξενούσαν λίγα νοικοκυριά (κάτω των 500), γιατί δημιουργούσαν πολύ μικρές “γειτονιές” που μάλλον διαστρέβλωναν τη χωρική τους έννοια, όπως και τους ΤΚ εκείνους που αντιστοιχούσαν σε περιοχές της Αττικής έξω από το μητροπολιτικό συγκρότημα (όπως Πόρος, Αίγινα κ.λπ.· πρόκειται για το 4% των νοικοκυριών). Στη συνέχεια επιλέξαμε το φτωχότερο 20% του πληθυσμού που προέκυψε ότι κατοικούσε σε γειτονιές με μέσο οικογενειακό εισόδημα χαμηλότερο από 19.500 ευρώ. Οι γειτονιές αυτές διαμοιράζονταν μόνο το 13% του συνολικού εισοδήματος της Αθήνας, κάτι που δείχνει εμφανώς μια πρώτη Κάτι που είναι άμεσα εμφανές από αυτόν το χάρτη, είναι ότι σχεδόν το σύνολο των φτωχότερων γειτονιών σχηματίζουν έναν δίδυμο άξονα εκατέρωθεν του Κηφισού και της Εθνικής Οδού Αθηνών-Λαρίσης, με διεύθυνση νοτιοδυτική-βορειοανατολική. Δεύτερον, προκύπτει ότι μπορούμε να ομαδοποιήσουμε αυτές τις περιοχές, εκεί  όπου εμφανίζονται σχετικές πυκνώσεις.

Σε αυτήν την κατανομή βλέπουμε να συμμετέχει πολύ αναβαθμισμένα το κέντρο της Αθήνας βόρεια της Ομόνοιας μέχρι τον Κολωνό και το Μεταξουργείο. Λίγο βρίσκουμε τις ευρύτερες περιοχές των Κάτω Πατησίων και του Αγίου Νικολάου. Ο Πειραιάς συμμετέχει με την περιοχή της Δραπετσώνας και το βόρειο του τμήμα κάτω από τη Λ. Θηβών. Τα δυτικά προάστια εμφανίζουν κάποιες από τις φτωχότερες γειτονιές στον Κορυδαλλό, στην Αγ. Βαρβάρα, στο Αιγάλεω και στο Ίλιον. Ένας ακόμα πόλος βρίσκεται ακόμα βορειανατολικότερα, περιέχοντας γειτονιές από το Μενίδι, τα Άνω Λιόσια και το Ζεφύρι. Σκιάσαμε αυτές τις γειτονιές με ένα μοτίβο που να ταιριάζει σε κάθε μια από τις έξι ξεχωριστές ομάδες που μόλις αναφέραμε. Τέλος, θεωρήσαμε ότι κάποιες γειτονιές δεν θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν, είτε γιατί είναι απομονωμένες από τις γύρω τους (π.χ. Ασπρόπυργος, Πέραμα), είτε γιατί εμφανίζουν μεγάλη ετερογένεια με τις γύρω γειτονιές τους (π.χ. εργατικές κατοικίες Καλλιθέας και Πετράλωνα), είτε γιατί αποκόπτονταν βίαια από μεγάλους άξονες, είτε τέλος γιατί περιείχαν μία μόνο φτωχή γειτονιά σε μια κατά τα άλλα πυκνοκατοικημένη περιοχή. Τις περιοχές αυτές τις σημειώσαμε, αλλά δεν τις ομαδοποιήσαμε, και εμφανίζονται στο χάρτη με άσπρο χρώμα.

Τώρα, μια άλλη εντύπωση που προκαλείται, ιδιαίτερα μετά την ομαδοποίηση των περιοχών, είναι ότι η κατανομή αυτή εμφανίζεται σχετικά μεταλλαγμένη σε σχέση με τις ιστορικές εντυπώσεις που έχουμε για τη λαϊκή και φτωχική κατοικία της Αθήνας. Φυσικά υπάρχουν συνέχειες, όπως τα προάστια “δυτικά απ’ το ποτάμι”, όμως η παρουσία της παράλληλης γραμμής από την άλλη μεριά του Κηφισού και ειδικά βορειοδυτικά της Ομόνοιας κατά μήκος της Αχαρνών, αντικατοπτρίζει έμπρακτα τις τεράστιες αλλαγές που έχουν συμβεί στην ανθρωπογεωγραφία της πρωτεύουσας. Η πυκνότητα αυτή της συγκέντρωσης μαρτυρά την έντονη διαφοροποίηση που έλαβε χώρα τα τελευταία χρόνια στην περιοχή αυτή. Τέλος, η συγκέντρωση των φτωχότερων γειτονιών πρέπει να θεωρήσουμε ότι είναι πυκνή και στην ευρύτερη περιοχή του Μενιδίου, όπου πρέπει να συνυπολογίσουμε την πιο αραιή δόμηση, νόμιμη ή αυθαίρετη.

Τι ρόλος επιφυλάσσεται για αυτές τις γειτονιές

Τώρα, ο εντοπισμός αυτών των γειτονιών μας παρακίνησε να τις δούμε μέσα στη  γενικότερη χωροταξική πολιτική του κράτους. Ελπίζουμε μέσα από αυτή τη σύγκριση να βγάλουμε κάποια ποιοτικά συμπεράσματα για το ρόλο που οι περιοχές αυτές παίζουν στις ευρύτερες χωρικές σχέσεις της μητρόπολης.

Θα χρησιμοποιήσουμε λοιπόν σαν επιπλέον μεθοδολογικό εργαλείο τις προτάσεις του -προσφάτως καταργηθέντος- Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας. Οι προτάσεις αυτές συνοδεύονται και από χάρτες που δείχνουν πώς διαμορφώνεται ο χώρος της Αθήνας σε σχέση με την εγγύτητα σε κοινωνικές παροχές και τις δυνατότητες ανάπτυξης που φιλοξενεί. Η λογική πίσω από εδώ είναι παρόμοια με αυτή του τελευταίου ψηφισμένου νόμου για το ρυθμιστικό σχέδιο της Αθήνας.  Στην παραπάνω αναπτυξιακή στρατηγική (Εικόνα 2) το βασικό μέτρο οργάνωσης του χώρου είναι τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα και η ανταγωνιστικότητα του κάθε επί μέρους τόπου[2]. Ελάχιστες περιοχές αναβαθμίζονται έναντι άλλων στη βάση του τι μπορούν να προσφέρουν στην οικονομία της μητρόπολης. Το ΑΕΠ της πόλης καθορίζεται ολοένα και περισσότερο από δραστηριότητες γύρω από τη χρηματοπιστωτική σφαίρα, οι οποίες είναι εξαιρετικά επιλεκτικές, συγκεντρωμένες και φευγαλέες. Έτσι, είναι αναπόφευκτη μια ιδιαίτερη πριμοδότηση εκείνων των περιοχών που έχουν ένα εμπορευματικό προϊόν να ανταλλάξουν –συμπεριλαμβανομένου των «πολιτιστικών»- και η de facto υποβάθμιση όλων των υπόλοιπων.

geitonies-kolasmenon2Εικόνα 2: Αναπτυξιακές δραστηριότητες στη μητροπολιτική Αθήνα [Πηγή: ΟΡΣΑ]

Μάλιστα, ο τρόπος που χαράζονται οι νέοι οδικοί άξονες είναι μάρτυρας του παραπάνω: καθώς οι μεταφορές συντομεύουν τον χρόνο κύκλισης του εμπορεύματος, είναι κομβικός ο σχεδιασμός τους έτσι ώστε αυτό να μην βρίσκεται εκτός της αγοράς παρά για ένα σύντομο διάστημα. Οι επενδύσεις στο σταθερό κεφάλαιο των μεταφορών επιτυγχάνουν αυτό το στόχο. Οι γειτονιές για τις οποίες γίνεται λόγος εδώ, στην ουσία προσφέρουν το χώρο τους στη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου που τώρα παίρνει στα επίσημα έγγραφα το όνομα «αναπτυξιακοί άξονες», «πόλοι ανάπτυξης», «υπερεθνικά κέντρα», «πολυκεντρικότητα» κ.λπ. Τα παραπάνω αποκρύπτουν κάτω από αυτούς τους όρους μια ουσιαστική ανισότητα που υπάρχει και διευρύνεται στην πόλη. Μάλιστα, η χρήση αυτών των όρων διαστρεβλώνει παράλληλα αυτήν την πραγματικότητα, αφού υιοθετεί ένα νέο λεξιλόγιο και μια νέα διάκριση μεταξύ των περιοχών, τα οποία δεν αγγίζουν τους λόγους αναπαραγωγής της φτώχειας και της ευμάρειας.

Για εμάς λοιπόν οι περιοχές αυτές πρώτιστα –δηλαδή με βάση το ρόλο τους στη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου- αποτελούν χώρους παραγωγής συγκεκριμένων εμπορευμάτων και διέλευσης του κεφαλαίου. Όπως βλέπουμε στην εικόνα 3, οι περιοχές αυτές προβλέπεται να χωροθετηθούν σε συγκεκριμένα μέρη: κατά μήκος της  Αττικής οδού, γύρω από την Ελευσίνα και τη Ραφήνα, στο παραλιακό μέτωπο, ενώ λίγες μεταποιητικές δραστηριότητες προβλέπονται και εκατέρωθεν της Εθνικής Οδού Αθηνών-Θεσσαλονίκης. Αυτό που είναι όμως ακόμα πιο σημαντικό και αποτυπώνεται πολύ έντονα στο χάρτη είναι ότι η πόλη μετατρέπεται σε μια πλατιά λωρίδα για τη διέλευση εμπορευμάτων και προσωπικού, ιδίως προς τις παραπάνω περιοχές ή σε άλλους (παγκόσμιους ή περιφερειακούς) κόμβους.

geitonies-kolasmenon3Εικόνα 3: Αναπτυξιακές δραστηριότητες στη μητροπολιτική Αθήνα  Πηγή: ΟΡΣΑ

Για αυτές τις μητροπολιτικές περιοχές δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να πούμε ότι πρόκειται για “στοχευμένες” παρεμβάσεις με σκοπό την αποκατάσταση μιας ισότητας. Πρόκειται για επιλεγμένη τόνωση συγκεκριμένων τόπων που ευνοούν την καπιταλιστική συσσώρευση. Και αν η παραγωγή είναι κατανεμημένη άνισα στο χώρο, η διανομή της -ανάμεσα της και η κατοικία- ακολουθεί.

Αφού είδαμε λοιπόν δύο συγκεκριμένες κατανομές σχετικά με τα φτωχά στρώματα και τον τύπο της στρατηγικής ανάπτυξης, θα εξετάσουμε γιατί πολώνεται η δομή της πόλης στον καπιταλισμό και πώς διαμορφώνεται η σύγχρονη μητρόπολη.

Η δομή της πόλης στον καπιταλισμό

Η δομή της πόλης είναι κομβική για την κατανόηση των καπιταλιστικών σχέσεων, δηλαδή των σχέσεων εκμετάλλευσης στην πιο ευρεία έννοιά τους: τόσο ως προς τη μορφή που παίρνουν στους εργασιακούς χώρους όπου αντλείται η υπεραξία, όσο και στους χώρους εκείνους που διασφαλίζουν την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων και δεν μπορούν να περιγραφούν απλά με όρους ποσοτικής κερδοφορίας.

Η δομή της πόλης αποτελεί στην ουσία μια σύνθετη μορφή που παίρνουν οι κοινωνικές σχέσεις στο χώρο. Αφορά την οργάνωση (ή το χάος) που υπηρετεί την ανταλλαγή εμπορευμάτων, εννοώντας φυσικά την κυκλοφορία των αγαθών, των υπηρεσιών, των ατόμων και του χρήματος. Η δομή της πόλης αποτυπώνει τον κατεξοχήν τρόπο με τον οποίο η αστική τάξη οργανώνει την διευρυμένη αναπαραγωγή της υπεραξίας της, αλλά και την αναπαραγωγή της ίδιας -ως κυρίαρχης τάξης. Για αυτό και πάνω στον αστικό ιστό μπορούμε να αναγνώσουμε τόπους παραγωγής και εξόρυξης υπεραξίας, τόπους κατανάλωσης και διαμοιρασμού υπεραξίας, τόπους άσκησης της ηγεμονίας, τόπους ασφαλών καταφυγίων από τις “επικίνδυνες τάξεις”, αλλά και τα αντίθετα όλων των παραπάνω: λεηλατημένους αστικούς τόπους ή φυσικά τοπία, εγκαταλελειμμένους τόπους, τόπους αμφισβήτησης της εξουσίας και τόπους εναλλακτικής οργάνωσης της ζωής.

Φυσικά κάθε αστική τάξη δεν αντλεί τα συμφέροντα της με τον ίδιο τρόπο και έτσι δεν οργανώνει και τον χώρο με τον ίδιο τρόπο. Άλλες απαιτήσεις αναμένεται να έχει μια βιομηχανική αστική τάξη, που πιέζει τις πολεοδομικές υπηρεσίες για τη δημιουργία υποδομών, τις κεντρικές τράπεζες για δάνεια προς τις επιχειρήσεις για επενδύσεις, τους οργανισμούς εργατικής εστίας για κτίσιμο εργατικών κατοικιών για τους εργάτες κ.λπ., και άλλες απαιτήσεις αναμένεται να έχει μια αστική τάξη που ζει από τη μεσίτευση ακινήτων, την παροχή τουριστικών υπηρεσιών κ.λπ.

Ειδικότερα για την περίπτωση της Αθήνας, δεν πρέπει να υποτιμούμε την ύπαρξη μεταποιητικών χρήσεων που βρίσκονται πλέον κυρίως έξω από το λεκανοπέδιο -στο Θριάσιο, στη Βοιωτία, στην Εθνική Οδό προς Κόρινθο-, αλλά ούτε και τη γενικότερη στροφή της οικονομίας της μητρόπολης προς την κατασκευή και μεσίτευση ακινήτων, τη χορήγηση δανείων (μέχρι την κρίση) σε μη-παραγωγικές δραστηριότητες, τον τουρισμό και την πρακτόρευση υπηρεσιών.

Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί η στροφή ενός σημαντικού κομματιού της  οικονομίας προς τις μεταφορές, ο ρόλος των οποίων στα πλαίσια της «παγκοσμιοποίησης» είναι κομβικός για την κύκλιση του κεφαλαίου: η Αθήνα αποτελεί πλέον διεθνές κέντρο για την είσοδο των εμπορευμάτων στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια, ενώ ακόμα και στα εθνικά πλαίσια η πλειοψηφία των προϊόντων περνάει από την μητρόπολη, ακόμα και αν πρόκειται να φτάσουν σε άλλο προορισμό.

Δεύτερον, η δομή της πόλης αντανακλά με έναν πολύ σαφή τρόπο μια εγγενή τάση του καπιταλισμού να αναπτύσσεται άνισα. Ο καπιταλισμός οδηγεί τόσο τους ανθρώπους όσο και τις πόλεις να πολώνονται. Μάλιστα, είναι αναγκαίο να υπάρχουν υπο-αναπτυγμένες περιοχές, αλλιώς δεν θα υπήρχαν ανεπτυγμένες[3]. Η άνιση ανάπτυξη αφορά όλες τις κλίμακες του χώρου: διεθνή, περιφερειακή και ενδο-αστική· τα κράτη εκμεταλλεύονται άλλα κράτη, οι μητροπόλεις την περιφέρεια τους, και λίγα προάστια τις υπόλοιπες μητροπολιτικές περιοχές. Η διάρθρωση της χωρικής κλίμακας γίνεται για καθαρά μεθοδολογικούς λόγους· στην πραγματικότητα πρόκειται για μία και μοναδική κυκλοφορία του κεφαλαίου που λαμβάνει χώρα σε διάφορες κλίμακες. Αυτή η κυκλοφορία συγκεντρώνει άνισα τις αξίες σε κάποιες περιοχές εις βάρος άλλων. Στην περίπτωση όμως των πόλεων, η κλίμακα των οποίων προσεγγίζει τις ανθρώπινες διαστάσεις και τις αντιληπτικές μας ικανότητες, η άνιση ανάπτυξη μπορεί να βιωθεί σχετικά άμεσα. Ένα ταξίδι με τον ηλεκτρικό από άκρη σε άκρη, η οδήγηση κατά μήκος κάποιων μεγάλων διαμήκων αξόνων, ή μία απλή βόλτα από το Ζάππειο ως το σταθμό Λαρίσης μπορούν να πείσουν ότι η πόλη «εξυφαίνεται» σαν πολλαπλά «ρετάλια» που εναλλάσσονται μεταξύ τους. Η μεταφορά αυτή θα ήταν εξόχως ποιητική, αν η άνιση ανάπτυξη δεν ήταν ένας γενικός κοινωνικός νόμος που συμπαρασύρει πολώσεις όσον αφορά το εισόδημα, τις παροχές, τις ευκαιρίες, την ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος κ.λπ.

Στην περίπτωση μας, οι τόποι που φιλοξενούν τους φτωχούς στην πόλη πρέπει να ειδωθούν ως το έδαφος που κατοικούν οι άνθρωποι που εξασφαλίζουν την ευημερία κάποιων άλλων γειτονιών. Για να υπάρχουν πλούσιοι πρέπει να υπάρχουν και φτωχοί ή, πιο ορθά, για να έχουν κάποιοι κέρδη πρέπει να δρέπουν την υπεραξία της ανθρώπινης εργασίας άλλων.

Η διαπίστωση αυτή είναι σημαντική γιατί οι θεωρίες ότι οι φτωχοί φτιάχνουν τις γειτονιές τους άθλιες γιατί αυτό είναι εγγενές στοιχείο της μιζέριας τους ακόμα ανθίστανται. Ο «φυσικός» αυτός τρόπος εξήγησης του αστικού περιβάλλοντος αποτελεί μια θεωρία με μακριά παράδοση, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι να βλέπει αποκομμένες τις κοινωνικές σχέσεις της πόλης -όχι βέβαια χωρίς ιδιαίτερο συμφέρον.

Τρίτον, η δομή της πόλης συμβάλλει στην αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων, στην επιβίωση δηλαδή του καπιταλισμού, όπως έγραφε ο Ανρί Λεφέβρ[4]. Εκτός από τόπος άνισης παραγωγής και πολωμένης αναπαραγωγής των τάξεων, η δομή της πόλης εγγυάται ότι οι από κάτω δεν θα απειλήσουν ποτέ ζωτικά τους από πάνω. Η πόλη εξασφαλίζει μια ηγεμονία στα κυρίαρχα στρώματα: οι (χωρικές) δυνατότητες γρήγορης και αποτελεσματικής πρόσβασης των δυνάμεων καταστολής, ο κοινωνικός έλεγχος δια μέσω της χωροθέτησης της κατοικίας και φυσικά, ο διαλυτικός ρόλος του εμπορεύματος (και θεάματος) στη συλλογική αναπαράσταση και δράση βάζουν φρένο σε όποιες απόπειρες μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Ο ρόλος της ηγεμονίας είναι πολύ σημαντικός στην καπιταλιστική διαδικασία, γιατί το εμπόρευμα έχει μια διπλή ιδιότητα: να κατακερματίζει και να ομογενοποιεί το χώρο, ή με άλλα λόγια να μετατρέπει κάθε στοιχείο του χώρου σε μετρήσιμο “φετιχοποιημένο” στοιχείο που να μπορεί να φέρει ανταλλακτική αξία ή ακόμα και να ανταλλάζεται το ίδιο (τουρισμός, real-estate)[5]. Η διαδικασία αυτή αναπτύσσει φυγόκεντρες τάσεις στην πόλη –τόσο από τη σκοπιά του κεφαλαίου αλλά και των εξεγερμένων που αντιδρούν σε αυτό- οι οποίες πρέπει να τιθασευτούν, αλλιώς οι από πάνω θα χάσουν την εξουσία τους.

Στην περίπτωση μας, η χωρική συγκέντρωση των καταπιεσμένων βασικά κατά μήκος ενός δίδυμου άξονα εκατέρωθεν της Εθνικής Οδού προσφέρει αξιόλογα πλεονεκτήματα στην αστική τάξη: αποκόπτει τις γειτονιές από κέντρα εμπορίου, τουρισμού και γενικά επιχειρηματικής δράσης χωρίς να βάζει σοβαρά προσκόμματα στην μετακίνηση των εργαζομένων που κινούνται μέσα από τους μεγάλους άξονες (ΠΑΘΕ, Αττική Οδός, λ. Θηβών, λ. Αθηνών, ΗΣΑΠ, γραμμή 2 ΜΕΤΡΟ, ΟΣΕ Προαστιακός προς Χαλκίδα και Κόρινθο). Ευνοεί τη μετακίνηση των δυνάμεων καταστολής γρήγορα και ανεμπόδιστα, κάτι που μπορεί να είναι εξαιρετικά χρήσιμο αν στο μέλλον οι συγκρούσεις γενικευτούν και ξεφύγουν από το κέντρο (όπως το Δεκέμβρη του 2008 που έφτασαν μέχρι το Ζεφύρι). Διασπάει τις γειτονιές των καταπιεσμένων εμπεδώνοντας τον ιδεολογικό διαχωρισμό σε ντόπιους και ξένους, τόσο στο εσωτερικό των γειτονιών όσο και μεταξύ διαφορετικών τόπων. Επιπλέον, διασπάει τις γειτονιές με την παρεμβολή μεγάλων οδικών αξόνων και της βιομηχανικής περιοχής του Ελαιώνα. Εξατομικεύει τη συνείδηση των εργαζομένων, καθώς οι παραπάνω χωρικοί διαχωρισμοί διεμβολίζουν τις ταξικές και τοπικές παραδόσεις που οι κάτοικοι της Αθήνας είχαν αναπτύξει ή έφεραν από τους τόπους καταγωγής τους –ιδίως στις γειτονιές για τις οποίες μιλάμε. Τη θέση τους καταλαμβάνει στη συνείδηση η ατομική διαχείριση της αστι(υ)κής ζωής, συνοδευομένη από την αξία του καταναλωτισμού. Το θέαμα λοιπόν, μπορεί να εντοπίζεται είτε εκτός των γειτονιών των φτωχότερων στρωμάτων (malls, εμπορικό τρίγωνο, κέντρα παραλιακής), είτε σε προσβάσιμη απόσταση από τα σπίτια τους (καταστήματα στον Κηφισό, λούνα παρκ, μα και η πληθώρα clubs-καφετεριών στους δήμους), αλλά σε κάθε περίπτωση καθορίζει τον τρόπο ζωής των από κάτω και τους τύπους καπιταλιστικής συσσώρευσης και ηγεμονίας των από πάνω.

Τώρα πια αντιλαμβανόμαστε γιατί η πόλη πολώνεται και μάλιστα γιατί το ένα άκρο με το άλλο είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένα. Μία μορφή που παίρνει η πόλωση αυτή αφορά και τους τόπους αναπαραγωγής των κατοίκων μιας πόλης, δηλαδή τους τόπους κατοικίας που εξετάζουμε εδώ. Φτωχοί και πλούσιοι κατοικούν σε διαφορετικές γειτονιές γιατί αυτό είναι εγγενές χαρακτηριστικό του καπιταλισμού και γιατί αυτό εξασφαλίζει στο κοινωνικό σύστημα ότι θα συνεχίζει απρόσκοπτα την ύπαρξη του. Έτσι, οι χωρικές συγκεντρώσεις που εντοπίσαμε από τις στατιστικές πηγές μας ερμηνεύονται στη γενική κίνηση του καπιταλισμού. Μένει τώρα να δούμε αν οι γειτονιές των κολασμένων είναι όμοιες μεταξύ τους ή αν η πόλωση είναι ένα πολύ πιο σύνθετο φαινόμενο που παίρνει μια πλειάδα από ιδιαίτερες μορφές στο χώρο.

Περπατώντας στις γειτονιές

Έτσι, το παραπάνω θεωρητικό πλαίσιο θα μπορούσε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα μόνο αν εμπλέκαμε εμπειρικά τις ίδιες τις γειτονιές που  αναφερόμαστε. Η προσωπική συμμετοχή του παρατηρητή θα πρέπει να νοηθεί ότι  έχει χαρακτήρα εμπλουτισμού της θεωρίας, αφορά δηλαδή την οικοδόμηση του αντικειμενικού σαν σύνολο συμπεριλαμβανομένων και των αναπαραστάσεων που η προσωπική παρατήρηση εκλαμβάνει με κατακερματισμένο τρόπο[6]. Η θεωρία μας μπορεί να είναι πλήρης μόνο αν διαπλέκει το αφηρημένο με το συγκεκριμένο, καθώς το ένα εμπλουτίζει το άλλο.

Οι φωτογραφίες 4-6 είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα γειτονιών βόρεια της Ομόνοιας: πρόκειται για τις οδούς Αλκαμένους, Μυλέρου και Δαγκλή που αντιστοιχούν στις ομαδοποιήσεις που έχουμε κάνει στο χάρτη της εικόνας 1, με σκίαση με μοτίβα κάθετα, σκακιέρας και συμπαγή αντίστοιχα. Ο τρόπος που το ζήτημα της κατοικίας επιλύθηκε εδώ είναι μέσα από την πυκνή δόμηση πολυκατοικιών. Στα περασμένα χρόνια σημειώθηκε μια φυγή των παλιών κατοίκων  προς τα προάστια. Το ενδιαφέρον είναι όμως ότι στο κενό αυτό αναπτύχθηκε μια άτυπη κοινωνική συγκατοίκηση – χωρίς αυτό να είναι συνειδητή επιδίωξη των κατοίκων φυσικά. Έτσι δημιουργήθηκε μια ιδιαίτερη κοινωνική και πολιτιστική ανάμιξη. Μάλιστα, στο υπάρχον στοκ ακινήτων τα πιο εύπορα στρώματα κατοικούν στους υψηλότερους ορόφους, ενώ οι μετανάστες διαμένουν στους πρώτους ορόφους και στα ημιυπόγεια.  Από τη άλλη μεριά, τη βίαιη παρουσία του στο χώρο κάνει ο ρατσισμός. Στις εικόνες που ακολουθούν αποτυπώνεται στους τοίχους της πόλης. Η αποσύνθεσης της οικονομικής ζωής της πόλης είναι επίσης εμφανής, αν και πολυάριθμα παλιά καταστήματα  τώρα δουλεύονται από μετανάστες/ριες, προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερές τους ανάγκες. Αυτό δίνει μια εντελώς νέα μορφή στο περιβάλλον της γειτονιάς, φτιάχνοντας αλυσιδωτά μοτίβα. Η κοινωνική ζωή αυτή είναι ορατή επίσης μέσα από τις συνευρέσεις των μεταναστών/ριών σε παραδοσιακά καφέ, πάρκα και πλατείες[7].

Οι παραπάνω γειτονιές διαφοροποιούνται περαιτέρω εσωτερικά: στο Μεταξουργείο Κολωνό μια προηγούμενη εργατική παράδοση και η ιδιαίτερη της αρχιτεκτονική παρέμεινε, αποδίνοντας μια αστική συνέχεια στη γειτονιά. Η παρουσία δεκάδων στεκιών της νεολαίας σε κάποια σημεία της περιοχής προσδίδει ένα χαρακτήρα έντονης ζωής, αν και παροδικής μετά τη νύκτα, που ασκεί βέβαια πιέσεις στις χρήσεις κατοικίας. Από την άλλη, η εγγύτητα της εθνικής οδού, της Πειραιώς, αλλά και των βιομηχανικών χρήσεων στο Βοτανικό και τον Ελαιώνα, κάνει τις γειτονιές του Μεταξουργείου και του Κολωνού το σπίτι πολλών εργατών και εργατριών που μετακινούνται καθημερινά στη δουλειά τους.

Ο αστικός ιστός στα Κάτω Πατήσια χαρακτηρίζεται γενικά από μια γραμμικότητα που ακολουθεί την διεύθυνση της Πατησίων και της Αχαρνών. Εδώ διατηρείται ένας χαρακτήρα αστικής ενότητας, κυρίως χάρη στις παραδόσεις και τα ρεπερτόρια των μεταναστών/ριων και της νεολαίας που μένουν εκεί. Άλλωστε η μεσοαστικός χαρακτήρας τους χάθηκε από καιρό με τη φυγή των παλιών κατοίκων στα προάστια. Αν και οι φασίστες καθώς στοχεύουν σε μετανάστες/ριες και αντιφασίστες/ριες, στοχεύουν στην ουσία και στην διάλυση των σχέσεων γειτονιάς, εδώ μπορεί να βρει κανείς εναλλακτικές κουλτούρες να ανθίστανται. Στη γενικότερη εικόνα τους όμως, ούτε εδώ η περιοχή ξεφεύγει από αυτό που ο στρατηγικός σχεδιασμός την άφησε να είναι: ένας χώρος με γρήγορη πρόσβαση σε οδικούς άξονες, όπου οι κολασμένοι οφείλουν να κοιμούνται στα ιδιωτικά τους διαμερίσματα μέχρι την επόμενη μέρα και κάτω από διαρκείς φόβους. Το κλείσιμο εκατοντάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στη γειτονιά οξύνει ακόμα περισσότερο το φυγόκεντρο χαρακτήρα της.

Τέλος, βόρεια της Ομόνοιας και μέχρι το σταθμό Λαρίσης, η εικόνα της διάρρηξης των κοινωνικών σχέσεων είναι πολύ πιο έντονη. Πορνεία και ναρκωτικά ολοκληρώνουν την κατάρρευση, δραστηριότητες που αποτελούν ένα πολύ σημαντικό τομέα κερδοφορίας για λίγους. Εδώ όμως πρέπει να προσθέσουμε και το real-estate κεφάλαιο που από χρόνια έχει σχεδιάσει να «αναπλάσει» την περιοχή γύρω από την Ομόνοια, αφού πρώτα αυτή φυσικά αρκούντως υποβαθμιστεί. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτήν την περιοχή -με την τόσο έντονη κατάρρευση των κοινωνικών σχέσεων- διάλεξαν οι φασίστες να ανοίξουν ένα από τα κεντρικότερά τους γραφεία, απέναντι από το σταθμό Λαρίσης.

Δυτικά του Κηφισού έχουμε μια διαφορετική εικόνα (εικόνες 7-8). Τα σημεία με σκίαση οριζόντιου μοτίβου του χάρτη ορθώνονται σε γειτονιές όπου προϋπήρχε αστική ζωή και εναλλακτικές εργατικές κουλτούρες γύρω από πυρήνες εσωτερικής μετανάστευσης ή κατοικίες της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων. Η χαμηλότερη ηγεμονία του κεφαλαίου και οι σαφείς ταυτότητες γύρω από τις οποίες οργανώθηκαν οι εργάτες, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, άρχισαν να αντιστρέφονται μόλις τις τελευταίες τρεις με τέσσερις δεκαετίες. Τα αποτυπώματα τους, παρότι δεν είναι κυρίαρχα, είναι ακόμα παρόντα στην πόλη: μικρές μονοκατοικίες με αυλή, χώροι συνάθροισης γύρω από πάρκα, πλατείες και εκκλησίες, καθημερινή συναναστροφή στους δρόμους των γειτονιών, μικρά μαγαζιά, μικροεπαγγέλματα, όπως τεχνίτες κ.λπ.

Φυσικά, η αντιπαροχή και η εμπορευματοποίηση του χώρου διεμβόλισε την πρωθύστερη κατάσταση. Η κατοικία έγινε πολύ συχνά μέσο ατομικής συσσώρευσης για τους εργολάβους ή ακόμα και για πολλούς εργάτες που γνώρισαν μια βασική κοινωνική κινητικότητα συγκεντρώνοντας κάποια χρήματα. Σε πολλές περιπτώσεις η εξασφάλιση ενός διαμερίσματος στην καινούργια οικογένεια που δημιουργούσαν τα παιδιά των πρώτων αυτών κατοίκων επίσης οδηγούσε στην ανέγερση πολυκατοικιών. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια άμεση επίπτωση των εσόδων από τη γαιοπρόσοδο στην εικόνα της πόλης. Στη δεύτερη έχουμε μια έμμεση επίπτωση της ίδιας αιτίας, μιας και το άγχος να ξεφύγει κανείς από την εργασιακή ανασφάλεια οδηγούσε στην επιθυμία της ιδιοκατοίκησης με τη μορφή της πολυκατοικίας. Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε τη “θεαματοποίηση” πολλών περιοχών, μέσα από την εισβολή του εμπορεύματος με χρήσεις διασκέδασης, εστίασης κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση, η εικόνα των γειτονιών άλλαξε· αυτές δεν μυρίζουν παντού πλέον “βασιλικό κι ασβέστη”, αλλά το παλιό μοτίβο εναλλάσσεται με δομημένες μορφές που απορρέουν από τη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ιδίως στη μορφή της γαιοπροσόδου (κυρίως ως απλή αναπαραγωγή και όχι ως διευρυμένη).

Ας περάσουμε τώρα στον Πειραιά, στις βόρειες και βορειοδυτικές συνοικίες του (εικόνες 9-10). Εδώ είναι σαφώς εγγεγραμμένο το παρελθόν. Η μαζική κατοικία, η κρατική πολεοδόμηση, οι δημόσιοι χώροι και η καθημερινή ζωή δίνουν όλα μαζί την εντύπωση ότι μια διαφορετική αστική ζωή οργανωνόταν σε αυτούς τους τόπους. Η γειτνίαση τους με τον Πειραιά τους προσδίδει σαφώς τον ιδιαίτερό τους χαρακτήρα, καθώς ήταν η εργασία στο λιμάνι ή οι μικρο-δραστηριότητες που απέρρεαν από αυτήν που έδιναν ζωή σε αυτές τις γειτονιές. Ακόμα και αν ένα πλήθος ανθρώπων στεγάστηκαν σε μικρές μονοκατοικίες (συχνά με μεγάλο αγώνα κατά την οικοδόμησή τους για να γλιτώσουν από τον έλεγχο της πολεοδομίας), είναι οι παραπάνω δομημένες μορφές που δίνουν στην περιοχή τον ιδιαίτερό της χαρακτήρα.

Φυσικά, η κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας στο λιμάνι και τις γύρω περιοχές, σε συνδυασμό με την υποχώρηση της εργατικής συνείδησης ή των δεσμών αλληλεγγύης του τόπου καταγωγής, συμπαρέσυραν και τον ίδιο το χώρο. Κτίρια σε εγκατάλειψη, αποτράβηγμα του κράτους πρόνοιας και κοινωνικά φαινόμενα που προέρχονται από την υψηλή ανεργία και τη φτώχεια δεν μπορούν να κρυφτούν από τις γειτονιές αυτές. Η έντονη παρουσία των φασιστών συνοδεύει  και εδώ όλα τα παραπάνω -απορρέει από την κρίση του χώρου, αλλά και την  ενισχύει.

Πάμε τώρα βόρεια της Αθήνας, στο Ζεφύρι και το Μενίδι, εκεί που καταλήγει ο δίδυμος άξονας που εντοπίσαμε (εικόνες 11-12). Αν εξαιρέσουμε τις κλειστές κοινότητες των Ρομά, οι οποίες είναι αποκομμένες εκτός των άλλων και «οικειοθελώς», εξαιτίας της επιθετικής χωροταξίας που δεν αποδέχεται διαφορετική οργάνωση του χώρου, στις άλλες περιπτώσεις μπορεί να δει κανείς μια απουσία κοινωνικών σχέσεων. Ενώ στην πρώτη περίπτωση έχουμε έναν κλειστό χώρο που διακατέχεται από μια ιδιαίτερη καθημερινή ζωή, στη δεύτερη βλέπουμε τη γενική απουσία εναλλακτικών (μη-κυρίαρχων) κοινωνικών σχέσεων από τη μεριά των κατοίκων. Σε αυτό συνέβαλλε το ότι αυτός ο χώρος χτίστηκε γρήγορα τις τελευταίες δεκαετίες και έτσι δεν μπόρεσε ποτέ να αναπτύξει ιστορικά κάποιες πρωθύστερες σχέσεις γειτονιάς. Εδώ ο αυθεντικός χαρακτήρας του καπιταλισμού φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στη μορφή της πόλης, καθώς «έφτιαξε» τις γειτονιές των φτωχών είτε ως παραγκουπόλεις, είτε χωρίς δομή προ-καπιταλιστικών σχέσεων ή εναλλακτικών κουλτούρων. Στην τελευταία περίπτωση, η οργάνωση του χώρου γίνεται με ατομική πρωτοβουλία και παίρνει καθαρά ιδιωτικές δομημένες μορφές –όχι μόνο η κατοικία, αλλά και η γειτονιά εν γένει. Αν δει κανείς τις παρακάτω φωτογραφίες από το Μενίδι και το Ζεφύρι, θα διαπιστώσει ότι υπάρχει ένα βασικό μοτίβο επανάληψης ιδιωτικών οικοπέδων, χωρίς κοινούς χώρους, ούτε καν δημόσια πεζοδρόμια. Μία οικία που πολύ συχνά ξεπερνά τους όρους δόμησης, ένα «πανωσήκωμα» στα μπετά, παρουσία βιομηχανικών χρήσεων, μικρά μαγαζιά στο όριο της αυτοσυντήρησης -να μερικές από τις χαρακτηριστικές εικόνες  αυτών των γειτονιών.

Η απουσία ενός πρωθύστερου πυρήνα γειτονιάς και ο ιδιωτικός τρόπος  παραγωγής εμπορευμάτων στον καπιταλισμό μετέφερε –τουλάχιστον μέχρι την  έκφραση της κρίσης- τον κυρίαρχο τρόπο οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων και στα κατώτερα στρώματα. Η πόλη το μαρτυράει αυτό: η υπέρβαση των πολεοδομικών όρων -που οδηγεί σε επιβάρυνση της αστικής ζωής- αποτέλεσε έναν από τους βασικούς τρόπους να εξασφαλίσουν τα κατώτερα στρώματα επιπλέον γη, χωρίς να την προμηθευτούν στην αγορά ακινήτων. Η παρουσία χρήσεων γης με αυξημένη όχληση μαρτυράει την απουσία κινημάτων γειτονιάς ή έστω συγκροτημένων πιέσεων για διαμεσολάβηση στις τοπικές αρχές. Στη θέση τους ανθούν οι εξατομικευμένες πιέσεις για περαιτέρω ανάπτυξη. Η απουσία κοινόχρηστων χώρων, πεζοδρομίων, πλατειών, ακόμα και δικτύων κοινής ωφέλειας δείχνει επίσης ότι το σύνολο της ζωής μιας πόλης τείνει να επιλυθεί ως άθροισμα επιμέρους διαπραγματεύσεων. Τα φτωχότερα οικονομικά επίπεδα των κατοίκων, όπως και τα έσοδα των δήμων, κάνουν ακόμα πιο οξεία την κατάσταση, όσο η γειτονιά δεν οργανώνεται συλλογικά.

Συμπεράσματα

Τι προκύπτει λοιπόν από τα παραπάνω; Ποιος είναι ο ρόλος της κατοικίας στον αστικό ιστό της Αθήνας σήμερα και, κυρίως -καθώς εδώ αναζητάμε μια πρακτική γνώση- πώς μπορεί να συμβάλλει η θέση της κατοικίας στο ξεδίπλωμα της επανάστασης ή στην καταστολή της;

Πρώτα πρώτα, είναι περισσότερο από εμφανές ότι ο πλούτος της μητροπολιτικής Αθήνας είναι άνισα μοιρασμένος. Οι φτωχοί είναι γενικά συγκεντρωμένοι χονδρικά στους επόμενους τόπους: στο τρίγωνο μεταξύ των εθνικών οδών (Κηφισός, λ. Αθηνών) και την Πειραιώς, στη λωρίδα μεταξύ Αχαρνών και Λένορμαν μέχρι τα Άνω Πατήσια και στους βορειοδυτικούς δήμους του Μενιδίου και του Ζεφυρίου.

Θα πρέπει να επαναλάβουμε εδώ βέβαια μια παραδοχή: θα ήταν πιο εύστοχο να μιλάμε όχι με όρους φτώχειας/ευμάρειας, αλλά με όρους ανάπτυξης/υπανάπτυξης, δηλαδή να μιλάμε από τη σκοπιά του κεφαλαίου, το οποίο διαμορφώνει τον χώρο στον καπιταλισμό. Ανάπτυξη σημαίνει παραγωγή εμπορευμάτων, εργασιακή απασχόληση, ιδιωτική κατανάλωση, κατασκευή ακινήτων κ.λπ. Υπο-ανάπτυξη σημαίνει απουσία κεφαλαίου: κλείσιμο επιχειρήσεων, ανεργία, υποτίμηση περιουσίας (ακίνητα, καταθέσεις) και παραίτηση του κράτους από τις κοινωνικές του υποχρεώσεις. Όλα τα τελευταία μπορούν υπό προϋποθέσεις να μεταφραστούν και ως «φτώχεια», την οποία μελετάμε εμείς εδώ, αλλά αυτό απαιτεί κάποιες παραδοχές. Δυστυχώς μια γενικότερη διερεύνηση των κινήσεων του κεφαλαίου δεν μπορεί να γίνει σε αυτό το περιορισμένο άρθρο και σίγουρα απαιτεί πολλά περισσότερα στοιχεία.

Δεύτερον, οι «κολασμένοι» είναι κατά κανόνα μακριά από τους κυρίαρχους πόλους ανάπτυξης της μητροπολιτικής Αθήνας, έτσι τουλάχιστον όπως χωροθετούνται από το ρυθμιστικό σχέδιο, το οποίο καθορίζει τις στρατηγικές επιδιώξεις της ανάπτυξης, άρα -σε μια καπιταλιστική κοινωνία- της μεγέθυνσης του κεφαλαίου· βρίσκονται μακριά από το φαληρικό δέλτα, το αεροδρόμιο, τη λ. Κηφισίας, το εμπορικό κέντρο, τα «ερευνητικά κέντρα» του Ζωγράφου και των Σπάτων, τα κέντρα logistics, όπως και τους σχεδιαζόμενους πόλους ανάπτυξης, όπως το Ελληνικό, ο Πειραιάς, η Ραφήνα και κατά μήκος της Αττικής Οδού. Επίσης βρίσκονται μακριά από τους πόλους «αστικών αναπλάσεων».

Είπαμε ήδη τα θετικά  που έχει αυτή η χωρική πύκνωση για το κράτος, όσον αφορά την καταστολή και την ηγεμονία του. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα που μαρτυράει αυτός ο «ευνουχισμός» των εν λόγω γειτονιών από τις επενδύσεις κεφαλαίου: ο ρόλος που σχεδιάζεται για αυτούς τους τόπους είναι να γίνουν αποκλειστικά κοιμητήρια του κόσμου της εργασίας, αποθετήρια των ανέργων και να προσφέρουν  το χώρο τους για τη γρήγορη μετακίνηση σε τρίτες περιοχές. Ο χώρος δηλαδή τείνει  να υπακούει στις ανάγκες διευρυμένης αναπαραγωγής του μεγάλου κεφαλαίου –και όχι του μικρού ή του μεσαίου. Η κατοικία χωροθετείται κοντά στους κυριότερους οδικούς άξονες, όπως η Αττική οδός, οι Εθνικές Οδοί, η Θηβών και η Πειραιώς.

Η πραγματικότητα αυτή διαμορφώνει τόσο την εικόνα διάλυσης του αστικού ιστού που μπορεί να βρει κανείς βόρεια της Ομόνοιας, όσο και τις θλιβερές περιοχές της αστικής διάχυσης, βόρεια της Αττικής Οδού. Θα λέγαμε μάλιστα ότι ο σύγχρονος «διαμετακομιστικός» ρόλος που καλείται να παίξει η γειτονιά είναι ακόμα πιο διαλυτικός από τη μετατροπή της σε ένα βιομηχανικό κέντρο «υψηλής όχλησης», κάτι που παλαιότερα προσέδιδε άλλωστε συχνά την αίσθηση αστικής ενότητας και κοινών αναπαραστάσεων (παράδοση, πολιτική πάλη, κοινές ανάγκες) στους κατοίκους-εργαζόμενους.

Ο νέος κάτοικος-εργαζόμενος τείνει να γίνει μια κατεξοχήν μονάδα εργατικής δύναμης, δηλαδή το αυθεντικό υποκείμενο που πλάθει ο καπιταλισμός. Μόνο μέσα από αυτήν την εξατομίκευση θα είναι ευέλικτος, προσαρμοστικός και θα αποτρέπεται να διαμορφώνει συλλογικά τις ανάγκες του. Ο τύπος αυτός ανθρώπου ταιριάζει με τον τύπο του χώρου όπως τον είδαμε: κενός από συλλογικές αναπαραστάσεις, έδαφος της εμπορευματικής παραγωγής, συνδετήριος άξονας της κυκλοφορίας και γρήγορα αναπροσαρμόσιμος ώστε να ικανοποιεί τις ανάγκες της αγοράς.

Τρίτον, η άνιση διανομή της κατοικίας δεν προϋποθέτει ότι οι φτωχοί θα είναι συγκεντρωμένοι πάντα στα ίδια σημεία. Οι αστικές αναπλάσεις, οι πολύ κερδοφόρες χρήσεις και οι νέοι πόλοι ανάπτυξης βοηθούν κάποιες περιοχές που είναι κοντά στους παραπάνω τόπους να γνωρίσουν μια ανατίμηση των αξιών γης. Στο ίδιο συντείνει και η οικονομική κρίση, η οποία οδηγεί στην αναζήτηση από τη μεριά των κεφαλαίων νέων τόπων για επένδυση. Σε αυτό το θέμα, είναι εμφανές από το χάρτη μας ότι η διαδικασία «αστικοποίησης του κεφαλαίου» στην Αθήνα θα περάσει μέσα από την εκδίωξη πληθυσμών που κατοικούν πολύ κοντά στο κέντρο, έναν κατ’ εξοχήν πόλο που γνωρίζει από απλή ανάπλαση έως υποτιθέμενα σενάρια gentrification[8].

Η γαιοπρόσοδος (και μάλιστα στη διευρυμένη της αναπαραγωγή) γίνεται λοιπόν ένας από τους πλέον βασικούς τύπους συσσώρευσης που καθορίζει τη μορφή των σύγχρονων πόλεων. Τα ενοίκια ή οι πωλήσεις από κατοικίες, τουριστικά  σημεία, κέντρα εμπορίου και γραφεία καθορίζουν τι θα ανοίξει και πού. Χρήσεις  γης οι οποίες δεν μπορούν να κάνουν ένα κύκλο εργασιών που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στα υψηλά ενοίκια εκδιώκονται. Φυσικά, η κατοικία είναι και η πιο ευάλωτη. Η γαιοπρόσοδος είναι ακόμα πιο σημαντική σε εποχές κρίσης, όπου τεράστια κεφάλαια αποτραβιούνται από την παραγωγή και οδεύουν προς το real-estate. Το αποτέλεσμα είναι ποιοτικά διαφορετικό από μια προηγούμενη εποχή, όπου η αντιπαροχή και η κλασσική πολυκατοικία γενίκευαν τις σχέσεις ενοικιαστή-ιδιοκτήτη (ή πωλητή-αγοραστή) σε όλη την πόλη. Τότε οι παραγωγικές δραστηριότητες καθόριζαν τον χαρακτήρα κάθε γειτονιάς, ακόμα και τις αναπαραστάσεις του. Τώρα, η πόλη υπακούει στις ορέξεις του κατασκευαστικού κεφαλαίου και της γαιοπροσόδου: επιλεγμένες νησίδες αναδεικνύονται και ένα πλήθος γειτονιών είτε αλλάζει χαρακτήρα -εφόσον αποτελεί στόχο του κεφαλαίου-, είτε ρημάζει καθώς δεν αποτελεί στόχο επενδύσεων κεφαλαίου.

Τέταρτον, η κατοικία των “κολασμένων” εδράζεται σε περιοχές με αξιόλογο φόρτο αναπαραστάσεων του χώρου. Ο Elisée Reclus έγραφε “η γεωγραφία δεν είναι παρά ιστορία στο χώρο”· πράγματι, η πυκνότητα των συμβολισμών και του φαντασιακού που έλαβαν χώρα στα δυτικά προάστια της Αθήνας είναι πολύ μεγάλη: ανταλλαγή πληθυσμών, εμφύλιος, εργατικές αφηγήσεις. Αλλά και η “κατάληψη” από φτωχά στρώματα ενός τμήματος της μητροπολιτικής περιοχής κατά μήκος της Αχαρνών, το οποίο ιστορικά διαμορφώθηκε και φιλοξένησε μεσαία και ανώτερα στρώματα της αστικής τάξης, ανανοηματοδοτεί μια περιοχή που παρείχε σημαντικό συμβολικό έδαφος για την αστική τάξη σαν σύνολο. Αυτό στερεί από την ηγεμονία των ανώτερων τάξεων τους αρχιτεκτονικούς συμβολισμούς και τους αποδίδει σε νέες κοινωνικές ομάδες που τις προσαρμόζουν στα συμφέροντα τους, κρατώντας -ή έστω στερώντας- το συμβολικό τους φορτίο προς τρίτους (βλέπε το πλήθος εξοχικών κατοικιών και μνημειακών κατασκευών στην περιοχή, όπου τώρα κατοικούν μετανάστες, αλλά και αυτές όπου εδράζονται καταλήψεις). Στις γειτονιές της πόλης μπορεί κανείς όχι μόνο να διαβάσει το παρελθόν, αλλά και να το επανοικειοποιηθεί.

Πέμπτο, οι κολασμένοι έχουν αποκτήσει στη σημερινή Αθήνα μια μοναδική θέση όσον αφορά τα δίκτυα κυκλοφορίας της υπεραξίας. Αν και είναι συγκεντρωμένοι στις γειτονιές του δίδυμου άξονα που είδαμε, μακριά από τους πόλους ανάπτυξης, ωστόσο κατοικούν σε περιοχές οι οποίες μπορούν να μπλοκάρουν την ομαλή  λειτουργία της καπιταλιστικής μηχανής[9].  Το γεγονός ότι είναι κοντά στους μεγάλους άξονες κυκλοφορίας των εμπορευμάτων είναι δίκοπο μαχαίρι για το κεφάλαιο, εφόσον φυσικά οργανωθούν. Επιπλέον, αν και δεν βρίσκονται, όπως είπαμε παραπάνω, κοντά σε άλλους πόλους ανάπτυξης, ωστόσο είναι κοντά στα λιμάνια του Πειραιά και του Ασπρόπυργου. Αυτό σημαίνει ότι εν δυνάμει μπορούν να ελέγξουν το μεγαλύτερο κομμάτι της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (πλην του αεροδρομίου) και άρα να βάλουν σοβαρά προσκόμματα στην πραγματοποίηση του κεφαλαίου.

Έτσι, πέρα από τους χώρους παραγωγής -κατακερματισμένους, συρρικνωμένους από την κρίση και αποκεντρωμένους- πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι σοβαρά προσκόμματα στην εκμετάλλευση μπορούν να μπουν μέσα από τον έλεγχο των κεφαλαιακών ροών. Έτσι, η ταξική πάλη παίρνει μια διαφορετική μορφή στη γειτονιά. Θα λέγαμε ότι η ταξική πάλη στους χώρους δουλειάς δεν είναι παρά μία από τις συγκρούσεις που επιφέρει η καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής, χωρίς να είναι η μόνη. Η ταξική πάλη παίρνει ιδιαίτερες μορφές, οπουδήποτε και αν επιχειρείται η απόσπαση της υπεραξίας και γεννώνται κοινωνικές τριβές, κάτι που όπως ξαναείπαμε δεν περιορίζεται στο κατ’εξοχήν εργοστάσιο. Σήμερα μάλιστα, όπου η δουλειά με το κομμάτι, το “μπλοκάκι”, το φασόν, η υπο-απασχόληση, κ.λπ. κατακερματίζουν την συγκεντρωμένη διαδικασία παραγωγής, η θεωρία πρέπει de facto να απλώνεται τόσο ώστε να χωρά όλα τα υποκείμενα τα οποία συμβάλλουν στην καπιταλιστική κερδοφορία. Έτσι, οι καπιταλιστικές σχέσεις μπορούν να νοηθούν μόνο στο σύνολο τους.

Πρακτικά, όλα τα παραπάνω βγάζουν συγκεκριμένα συμπεράσματα για την κοινωνική πάλη. Η παρενόχληση της ομαλής κυκλοφορίας του κεφαλαίου, μέχρι και ο φραγμός του, είναι ζητήματα που πρέπει να απασχολούν τους επαναστάτες/ριες παράλληλα με την δράση τους στους χώρους δουλειάς. Αυτό αφορά τόσο μπλοκαρίσματα των ροών σε εξεγερσιακές καταστάσεις, όσο και αντι-προτάσεις για την κοινωνική οργάνωση του χώρου σε καθημερινή βάση: η γειτονιά δεν πρέπει να υποπέφτει αποκλειστικά σε τόπο αναπαραγωγής και διέλευσης ψυχών, και αυτό αμφισβητείται με την κοινωνική δράση  στη γειτονιά.

Είναι σαφές πλέον ότι η αποδυνάμωση της ταξικής πάλης στους χώρους δουλειάς ήταν και παράλληλα αποδυνάμωση των αστι(υ)κών σχέσεων, της καθημερινής ζωής στη γειτονιά, της αλληλεγγύης, της συζήτησης κ.λπ. Μόνο όταν ξαναενωθεί ο χώρος των καταπιεσμένων θα ενδυναμωθεί και η πάλη σε όλα τα μέτωπα· για αυτό απαραίτητο είναι οι παλιότερες μεσοπολεμικές και μεταπολεμικές κουλτούρες των ντόπιων εργατικών στρωμάτων να συναντήσουν την παράδοση των εργατών/τριών μεταναστών/τριών. Σε αυτήν την κατεύθυνση θα βοηθούσε πολύ να προστεθούν όσοι τόποι ανανοηματοδοτήθηκαν γιατί εγκαταλείφθηκαν από τα μεσαία και ανώτερα στρώματα. Την επανένωση του χώρου θα ενίσχυαν επίσης οι εναλλακτικές κουλτούρες που γεννιόνται μέσα στις πόλεις κατά την διάρκεια της κρίσης, ώστε να γίνουν συστατικό στοιχείο ενός νέου αστι(υ)κού πολιτισμού.

Η ενότητα διαφορετικών βιωμάτων μπορεί να πραγματοποιηθεί αν οι άνθρωποι όλων αυτών των γειτονιών δράσουν συλλογικά. Γιατί τότε θα μπορέσουν να φτιάξουν μια δικιά τους αφήγηση και νέα συλλογικά βιώματα. Μία τέτοια ενότητα μπορεί να απειλήσει τους πόλους εξουσίας που βρίσκονται κατά κόρον στο κέντρο: από το χάρτη στην εικόνα 1, φαίνεται ως εάν μια σφήνα να έρχεται από το βορρά κατευθείαν προς την πλ. Συντάγματος. Μάλιστα, η διανομή των καταπιεσμένων κατά μήκος των δίδυμων αξόνων μαρτυράει την πολύ κεντρική τους θέση στην πόλη και όχι τον αποκλεισμό τους. Αυτό είναι διαφορετικό από τις περιπτώσεις των προαστίων της “τρίτης ζώνης”, τα οποία όταν εξεγέρθηκαν στο Λονδίνο το 2011 ή στο Παρίσι το 2005 μετέφεραν πολύ δύσκολα το μήνυμα τους στο κέντρο.

Αυτό σημαίνει βέβαια ότι και η καταστολή των μελλοντικών εξεγέρσεων στην Αθήνα θα είναι ακόμα πιο λυσσαλέα, γιατί αυτές οι εξεγέρσεις θα στοχεύσουν άμεσα στους διαύλους της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων. Μία τέτοια γεύση πήραμε το Δεκέμβρη του 2008, οπότε το γρήγορο άπλωμα της εξέγερσης σχεδόν σε όλα τα προάστια, κινητοποίησε δυνάμεις καταστολής, μηχανισμούς ηγεμονίας (ΜΜΕ, διανοούμενοι) και διαμεσολάβησης (αστικά και ρεφορμιστικά κόμματα, ΓΣΕΕ) σε πολύ γρήγορο διάστημα, έτσι ώστε να μην αποκτηθούν οργανικές σχέσεις μεταξύ των επί μέρους εξεγέρσεων και απειληθούν είτε οι θέσεις εξουσίας, είτε η κίνηση του κεφαλαίου.

Είναι λοιπόν σαφές ότι η κοινωνική πάλη πρέπει να επιχειρεί να συνδέει τις περιοχές ή, καλύτερα, να ενσαρκώνει αυτές τις περιοχές. Σίγουρα δεν πρέπει να θεωρεί ότι μόνο οτιδήποτε συμβαίνει στο κέντρο συμβαίνει και στην Αθήνα γενικά. Η πόλωση που δημιουργεί ο καπιταλισμός προκαλεί συγκρούσεις κοινωνικών συμφερόντων που δεν μπορεί παρά να είναι και χωρικές και άρα, στην περίπτωση μας, η γειτονιά δεν μπορεί παρά να παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο στην ταξική πάλη.

Τέλος, μέσα από τη γειτονιά θα δοθεί η πάλη να αναιρεθεί και ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας της πόλης, έτσι ώστε η ζωή του κάθε ανθρώπου να συμφωνεί με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του: το δικαίωμα στην πληροφορία, στο παιχνίδι, στον πολιτισμό, στην υγεία. Μόνο η επανάσταση μπορεί να καθορίσει ότι τα παραπάνω δεν θα είναι άνισα κατανεμημένα στο χώρο της πόλης, γιατί μόνο η επανάσταση θα στοχεύσει τόσο τις καπιταλιστικές σχέσεις, όσο και την ίδια την πόλη ως μια ιδιαίτερη ιδιότητα του χώρου που έρχεται σε αντίθεση με την περιφέρεια της. Αντίστροφα, θα πρέπει να αναλύουμε και να αλλάζουμε την δομή των πόλεων, γιατί μόνο τότε θα μπορούμε να λέμε ότι οι κοινωνικές σχέσεις όντως άλλαξαν γνήσια επαναστατικά.

Σημείωση: Οι φωτογραφίες της παραγράφου “Περπατώντας στις γειτονιές” είναι  από το Google Maps. Όλες οι υπόλοιπες είναι των Γιάννη Καρπούζη και Ηλία  Λιατσόπουλου  από το πρότζεκτ “Τα όρια της πόλης” (http://mikrotimes.wordpress.com/c-l/).

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Βλ. «Με τα φτερά μιας μεγάλης αρχιτεκτονικής!». Κομπρεσέρ Νο 5.

2. Ρ. Κλαμπατσέα, Π. Σαμαρίνης. 2009. «Χωρικές Ενότητες και Πολεοδομικά Κέντρα». Ημερίδα «Το ΡΣΑ 2009: κριτική αποτίμηση και προοπτικές». 22-6-2009. ΕΜΠ.

3. Μαντέλ, Έρνεστ. 2004. Ύστερος Καπιταλισμός. Αθήνας: Εργατική Πάλη (σελ. 61)

4. Lefebvre, Henri. 1976. The Survival of Capitalism. New York: St. Martin’s Press.

5. Lefebvre, Henri. 19991. The Production of Space. Oxford: Blackwell.

6. Ιωσηφίδης, Θ. 2006. Ποιοτική Κοινωνική Έρευνα και Κριτικός ρΡεαλισμός στο: Ιωσηφίδης Θ. και Σπυριδάκης, Μ. Ποιοτική Κοινωνική Έρευνα. Αθήνα: Κριτική.

7. Βλ. «Συναντήσεις στην πόλη. Μετανάστες και δημόσιος χώρος». Κομπρεσέρ Νο 2.

8. Βλ. «Rethink Gentrification: Φιλόδοξοι μεσίτες, ξεπεσμένοι μεσοαστοί και σύγχρονοι πληβείοι  στο κέντρο της Αθήνας». Κομπρεσέρ Νο 4.

9. Σε αυτό συνέβαλε ιστορικά και ο τρόπος καπιταλιστικής συσσώρευσης, πριν και μετά τον πόλεμο. Ακόμα και αν ιστορικά η διαδικασία χωροθέτησης των εργατικών και ιδίως των εργατικώνμεταναστευτικών γειτονιών στην πολύ πιο μικρή Αθήνα των αρχών του 20ου αιώνα προέβλεπε αποκλεισμούς των προσφυγικών και εργατικών στρωμάτων (βλ. Λεοντίδου, Λίλα. 2001. Πόλεις της Σιωπής. Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς), η συσσώρευση του μικρού ή μεσαίου κατασκευαστικού κεφαλαίου και η ταχεία εισροή εσωτερικών ή εξωτερικών μεταναστών για τις ανάγκες της διευρυμένης αναπαραγωγής, διασύνδεσαν τον μητροπολιτικό χώρο και μετέτρεψαν σε κεντρικές πολλές περιφερειακές περιοχές. Επιπλέον, πρέπει να θυμηθούμε και το ρόλο του κράτους σε αυτή τη διαδικασία σύνδεσης, μέσα από νομιμοποιήσεις πολλών αυθαιρέτων και καταπατημένων  περιοχών. Έτσι, η αθηναϊκή  εικόνα πάντα διέφερε από αυτήν των γκετοποιημένων γειτονιών που μπορεί να υπάρχουν στη δυτική Ευρώπη, στις ΗΠΑ, στην Λατινική Αμερική ή την Αφρική, αποκλεισμένες όσον αφορά το χώρο και την κινητικότητα (βλ. «Neil Smith – Ποια νέα πολεοδομία; Ο ρεβανσισμός των ’90s». Κομπρεσέρ Νο 3).

Δημοσιεύθηκε στην Τεύχος 6 και χαρακτηρίσθηκε , , , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *