Για μια χωρική κοινωνιολογία των κοινωνικών κινημάτων

του Κωστή Πλεύρη

Η κατανόηση της χωρικής κοινωνιολογίας των κινημάτων είναι μία διαδικασία που συνδέεται με την κατανόηση των ίδιων των κοινωνικών διαδικασιών. Η υπόθεση αυτή όμως δεν προκύπτει πάντα αβίαστα από την ριζοσπαστική θεωρητική σκέψη. Ακόμα και αν οριοθετηθούμε από εκείνα τα ρεύματα σκέψης που ισχυρίζονται μια οντολογική διαφορά για το πως εκτυλίσσονται τα κοινωνικά κινήματα στην εποχή του σύγχρονου καπιταλισμού, η αναζήτηση της δικής μας χωρικής κοινωνιολογίας συχνά εκκινεί από ένα θεωρητικό έλλειμμα. Δηλαδή, από μία έμμεση παραδοχή ότι υπάρχουν συλλογικές διεκδικήσεις που συναρτήθηκαν με χωρικά ζητήματα τις οποίες δεν καταφέραμε, σαν ριζοσπαστική αριστερά, να τις εντάξουμε σε μία ενιαία αφήγηση. Βρεθήκαμε μπροστά σε αυτό που έγραφε ο Μαρξ, στην αναγκαιότητα η σκέψη να ωθεί στην πραγματικότητα και η πραγματικότητα στη σκέψη1. Σε αυτή τη σχέση η ουσία της σκέψης μας, η διαλεκτική, αναδεικνύεται μέσα από την πορεία της οποίας το κεντρικό πρόβλημα είναι η μετατροπή της πραγματικότητας. Η μελέτη του χώρου, δηλαδή, αναδεικνύεται για εμάς ως αναγκαία για τη σχέση της συνείδησης με την πραγματικότητα.

Έτσι, προκύπτει ως εμπειρικά απτό, ότι έχουμε καταγεγραμμένες κοινωνικές διεκδικήσεις και ανταγωνισμούς όπου ο χώρος έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο και δεν ήταν απλός υποδοχέας κοινωνικών δράσεων: Ο Δεκέμβρης του ’08 και η δολοφονία του Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια, η σημασία της Νίκαιας στον αντιφασιστικό αγώνα, η πλατεία Συντάγματος μπροστά από τη Βουλή, αλλά και πιο παλιά, η απόπειρα για κατάληψη του χώρου μπροστά από τον άγνωστο στρατιώτη στο φοιτητικό κίνημα του 2007, οι κόκκινες ζώνες της Θεσσαλονίκης του 2003, το ζήτημα της μεταφοράς σε κάθε φοιτητικό κίνημα του “κέντρου αγώνα” στο “Κάτω Πολυτεχνείο”, όλα μαρτυρούν μία αντίστροφη επίδραση του χωρικού επί των κοινωνικών διαδικασιών. Η σχέση αυτή επεκτείνεται από τους υλικούς και συμβολικούς δεσμούς και στο συλλογικό ή ιδιαίτερο φαντασιακό των κοινωνικών υποκειμένων· όποιος/α μόλις διάβασε τους πιο πάνω τόπους θα ένοιωσε σίγουρα συνειρμικά προσδοκίες ή διαψεύσεις, ένταση ή άγχος, πάθος ή φόβο κ.ο.κ. Επομένως, ούτε και το φαντασιακό είναι α-χωρικό. Παράλληλα, νέοι τόποι συγκροτούνται ως αποκρυστάλλωμα κοινωνικών αγώνων και επιδρούν πάνω στα κοινωνικά κινήματα, όπως για παράδειγμα η Κερατέα ή οι χώρες της Αραβικής Άνοιξης.

Ο χώρος δεν προϋποτίθεται, αλλά παράγεται

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με την ακόλουθη υπόθεση· ότι οι άνθρωποι φτιάχνουν τη χωρικότητα τους, στα πλαίσια του πως φτιάχνουν την ιστορία τους, με δυνατότητες και με όρια. Συνεπώς η χωρικότητα είναι ένα κοινωνικό προϊόν, άρα μέσο και αποτέλεσμα και μάλιστα καθώς κοινωνικοποιείται μετασχηματίζεται, παράγοντας ιδιαίτερες παραμορφώσεις της σχέσης σκέψη-πραγματικότητα. Πίσω από χωρικά ανάλογα παρατίθεται λοιπόν όχι μόνο μία αμοιβαία σχέση αλληλεπίδρασης με το κοινωνικό, αλλά και η αμοιβαία παραμόρφωση τους.

Από τη μια μεριά, για παράδειγμα, ο εξευγενισμός περιοχών όπως το Μεταξουργείο, του Ψυρρή ή τα Λαδάδικα αποτελούν έναν χώρο υπό παραγωγή μιας ιδιαίτερης συσσώρευσης κεφαλαίου, αλλά και μία προσομοίωση ενός δημόσιου χώρου, μία μικρή αυτοτελής πόλη εμφωλιασμένη μέσα στην πόλη, με απών τον κοινωνικό ανταγωνισμό. Τα σχέδια για την ανάπλαση του κέντρου της Αθήνας της ομάδας RethinkAthens, με έμφαση στις πεζοδρομήσεις, αποτελούν μία τόνωση της επιλεκτικής καταναλωτικής δραστηριότητας, μια συμβολική επανακέντρωση της εξουσίας στο διεκδικούμενο κέντρο, μια περιοχή φαντασιακού καταναλωτικού παιχνιδιού ή φαντασιακών συνόρων για τους αποκλεισμένους, αλλά και κάτι παραπάνω: από τη συνολική σχέση κοινωνικού-χωρικού εξάγεται ο αμοιβαίος αποξενωτικός χαρακτήρας τους· ο νέος χώρος υπό μελέτη είναι μία προσομοίωση ενός κόσμου χωρίς κινδύνους2, ενός κόσμου όπου οι συμπεριφορές των πεζών έχουν προεπιλεχθεί έξω από τον κοινωνικό ανταγωνισμό και εντός της αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Αλλάζοντας κλίμακα, δεν μπορούμε να δούμε το στρατηγικό σχεδιασμό των “οικονομικών πόλων” της ΕΕ έξω από τον ειδικό τύπο της συσσώρευσης και της αναπαραγωγής των παραγωγικών σχέσεων σε ανταγωνισμό με τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, ενώ παράλληλα διαμορφώνεται (ή γκρεμίζεται σήμερα) ένας ιδιαίτερος φετιχιστικός χώρος των “Ευρωπαίων”. Αλλάζοντας ξανά κλίμακα, δεν μπορούμε να δούμε το χώρο που συχνάζουν μόνο ανδρικά ή ετερόφυλα σώματα ανεξάρτητα από της αναπαραγωγή της εργασίας, αλλά και έναν αλλοτριωμένο χώρο “των παιδιών που γεννιούνται, ερωτεύονται και πεθαίνουν κανονικά3, όπου το βλέμμα δρα επιτελεστικά στην εμπέδωση του κυρίαρχου σεξουαλικού προσανατολισμού.

Ο χώρος λοιπόν παράγεται, γι’ αυτό και παραμορφώνεται, καθώς εμπίπτει στο φετιχιστικό χαρακτήρα της ανταλλακτικής αξίας, εκεί όπου το μέρος μπορεί να συγκροτεί ένα ψευδές όλον και οι πραγματικές σχέσεις να μεταφέρονται σε μία παραγμένη κοινωνική μορφή. Διαβάζοντας κανείς οθωμανικά συμβόλαια σε λαογραφικά μουσεία4, μπορεί να δει εκφράσεις που αντιστοιχούν σε άλλες κοινωνικές σχέσεις, όπως: ένα χωράφι έκτασης 100 οκάδων στάρι ή ένα χωράφι έκτασης όσο εκεί που φτάνει το πέταγμα μιας πέτρας. Κοιτάζοντας έναν αραβικό πίνακα μπορεί κανείς να δει συγχρονικά (και “συγχωρικά”, αν επιτραπεί) έναν καβαλάρη να πίνει νερό το άλογο του, να περνάει την πύλη μιας πόλης και να δίνει μια μάχη. Ακόμα πιο παλιά, η θεσμική οργάνωση της κοινωνίας στην αρχαιότητα έδωσε την ετυμολογική συγγένεια της λέξης “νέμω” (διαιρώ) με τον “νόμο”, ενώ η “μοιρασιά” και η “μοίρα” ενός ανθρώπου είχαν κοινή ρίζα, συνδέοντας τη χωρική και χρονική εμπειρία τους. Που θέλουμε να καταλήξουμε; Η έννοια του καρτεσιανού απόλυτου σημείου της ατομικής ιδιοκτησίας ή της νευτώνειας σχετικής απόστασης δύο σημείων της εμπορευματικής κίνησης δεν προϋποτίθεται των κοινωνικών σχέσεων, αλλά παράχθηκε. Άρα, είναι προϊόν των κοινωνικών σχέσεων, το οποίο συμβάλλει παράλληλα στην παραγωγή και την αναπαραγωγή τους, αποτελώντας δηλαδή και μέσο. Ακόμα περισσότερο, ως κοινωνική έννοια στο περιεχόμενο της, αλλοτριώνεται. Ο καπιταλιστικός χώρος που παράγεται από την πρωταρχική συσσώρευση και έπειτα, είναι ένας χώρος που επιβάλλει μία συγκεκριμένη σχέση Σκέψης και Πραγματικότητας.

Για να μη μιλήσουμε φυσικά για τις μη-πόλεις που “οι αστοί τρομάξανε και φτιάξανε”5, νησίδες ζωής που δεν επιζητούν καμιά οργανική ένταξη στην πόλη, μη-τόποι μιας μόνιμης ξενότητας και αποξένωσης, χωρίς κοινωνική ταυτότητα και χωρίς εσωτερικούς ανταγωνισμούς. Την ίδια στιγμή βέβαια, αντιλαμβάνονται τη χωρικότητα στη διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής κοινωνικών σχέσεων. Αν το αρχετυπικό BladeRunner του RidleyScott μπορεί να προσομοιάζει περισσότερο στο σημερινό LosAngeles, οι εξευγενισμοί της Αθήνας σίγουρα δείχνουν μια τάση προς την εμπέδωση παρόμοιων κοινωνικών σχέσεων. Πρόκειται για μία αντι-κοινωνία, τον αυθεντικό χώρο της αναπαραγωγής του κεφαλαίου.6

Φυσικά πρωθύστεροι τρόποι κοινωνικής οργάνωσης της ζωής δεν χάνονται, αλλά -κυριαρχούμενοι- εγγράφονται σε ένα αστικό παλίμψηστο. Παρατηρώντας -και όχι βιώνοντας- την αστική μορφή των αιγαιοπελαγίτικων χωριών αντιλαμβανόμαστε ότι είναι προϊόν των συγκαιρινών κοινωνικών τους σχέσεων, της πειρατείας, της συντεχνιακής οργάνωσης των συναφιών και της αλληλοβοήθειας. Αλλά είναι παράλληλα και ένας χώρος που νοιώθουμε ότι συγκροτούσε την αλληλεγγύη, τον κοινωνικό έλεγχο και μια πολυσχιδή προσπελασιμότητα. Τώρα ασφυκτιά κάτω από την επέκταση της ανταλλακτικής αξίας στις δραστηριότητες μεταξύ των ανθρώπων και στις σχέσεις ανταλλαγής της ύλης μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης. Καθώς μάλιστα υπάρχει ανταγωνιστικά με υπολειπόμενες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, συγκροτημένες γύρω από την αξία χρήσης, σχηματίζει ένα μοτίβο διαπλεκόμενων σχέσεων που κυμαίνονται από το τουριστικό κιτς μέχρι την απόπειρα για πλήρη επανοηματοδότηση του χωρικού συνόλου.

Παρατηρώντας, επίσης, τον τρόπο δόμησης της λαϊκής “αυθαίρετης” κατοικίας της εσωτερικής μετανάστευσης στο Πέραμα και τη Δραπετσώνα θα βρει κανείς στις χωρικές της μορφές τις κοινωνικές σχέσεις γύρω από την αλληλοβοήθεια και το έκτακτο: η δόμηση έπρεπε να ολοκληρωθεί “μέσα σε ένα βράδυ”, για να αποφευχθεί ο έλεγχος της πολεοδομίας και της αστυνομίας. Αλλά και η χωρική γειτνίαση επέτρεπε τη συμμετοχή όλης της γειτονιάς στη διαδικασία δόμησης ενός σπιτιού, μέχρι να πάρει σειρά ο επόμενος γείτονας ή η επόμενη γειτόνισσα. Η “Μαγική πόλη” του Ν. Κούνδουρου (1954) αναπαράγει όλα τα ρεπερτόρια της γιατί έχει μία μορφή που μπορεί να ευνοήσει το περιεχόμενο αυτών των κοινωνικών σχέσεων: αλληλοβοήθεια, φιλία, συντροφιά, παράνομος έρωτας, επιτήρηση και αντίσταση δεν μπορούν να νοηθούν στον μοντερνισμό του ιδιωτικού διαμερίσματος της αντιπαροχής και φυσικά ποτέ στη διαφεύγουσα και παντοτινά ξένη “Μάζικ Σίτυ” του θεάματος. Το αντάρτικο του 1946-49 και η κρατική και παρακρατική τρομοκρατία που ακολούθησε δεν μπορεί να νοηθεί εκτός των 800.000 μετατοπίσεων της εσωτερικής μετανάστευσης στις πόλεις. Ο χώρος που στερήθηκαν αυτοί οι άνθρωποι είναι και ο χώρος που μετέφεραν στα αστικά κέντρα, ο καταπιεστικός χώρος των πόλεων ήταν και ο ασφαλής από τον χωροφύλακα χώρος, ο απέραντος σε σχέση με το χωριό χώρος ήταν και ο χώρος των ορίων τους. Η σύγχρονη κατάσταση της υπαίθρου δεν μπορεί να νοηθεί εκτός αυτής της αφετηριακής μετατόπισης πληθυσμού, με όρους ιδεολογικής πρωτοπορίας, νεανικότητας και δυναμικότητας. Όπως επίσης δεν μπορεί να νοηθεί η σύγχρονη κατάσταση των πόλεων εκτός των σταδιακών ιδεολογικών συμβιβασμών, αλλά και τις νησίδες μια διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης. Πίσω από τον έντονα χωρικό ρομαντισμό του βασιλικού και του ασβέστη, υπάρχει η κρυμμένη αλληγορία από την αναπαράσταση του καθημερινού μόχθου του “πάει και απόψε το όμορφο τ’ απόβραδο”, της χειραφέτησης “που δε θαργήσει κοντά σου ναρθει μια χαραυγή” ή της καταστολής από τις “άπονες εξουσίες” που ξεκληρήσαν τη μάνα και ανάγκασαν τον ένα της γιο να φύγει “μακριά από τη Μεθώνη … γιατί ήταν γιος του Αντώνη”. Οι πόλεις αποτέλεσαν πεδίο φυγής για τους ηττημένους, χώρο μιας ιδιαίτερης κοινωνικότητας, αλλά -αλίμονο- και χώρο κοινωνικής ενσωμάτωσης, δηλαδή αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Θα άξιζε εδώ να σημειώσουμε ότι η χωροθέτηση των λαϊκών προσφυγικών και εργατικών γειτονιών στο αστικό σύνολο και η συγκρότηση της εσωτερικής αστικής ζωής τους, είχαν μια υψηλή συσχέτιση με την ψήφο στην ΕΔΑ και το ΚΚΕ μεταπολιτευτικά, που συγκροτούνταν και χωρικά7. Στο σήμερα, η απόληξη της απώλειας αυτών των δικτύων, όταν συμπίπτει με την ανεργία, τη γενίκευση του θεάματος και διάφορες μορφές κοινωνικής παθογένειας, οδηγεί σε εκλογικά φαινόμενα που πρέπει να παρατηρηθούν και στη βάση των τελευταίων εκλογών, συνδυάζοντας μία κληρονομούμενη ριζοσπαστική ιδεολογική συνάφεια, αλλά και αντιδιαμετρικές, φασιστικές επιλογές.

Σε άλλες περιπτώσεις, εκεί όπου το αστικό παλίμψηστο σβήστηκε βίαια, το ιστορικό και χωρικό κενό εγγράφεται στην ατέλεια του σημερινού νοήματος: η Θεσσαλονίκη μετά την πυρκαγιά του 1917 ξανασχεδιάστηκε σε γαλλικά σχέδια8 στη βάση της κίνησης των εμπορευμάτων (συμπεριλαμβανομένης της εργατικής δύναμης) πάνω από εκεί όπου εβραϊκές γειτονιές οργανώνονταν γύρω από τσαρσιά και θρησκευτικούς χώρους. Η κατάληψη του εβραϊκού νεκροταφείου από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο ολοκλήρωσε την αίσθηση απώλειας προσανατολισμού μιας πόλης όπου σήμερα ο εθνικισμός συμβάλλει στη γενναία απόσπαση υπεραξίας από τους κυριαρχούμενους. Εκεί δηλαδή που πολλοί από τους κατοίκους της παράλληλα καταφεύγουν για να επιλύσουν το άγχος ενός συλλογικού φαντασιακού, ότι ζουν σε μία πόλη που δεν “απελευθερώθηκε” ακριβώς. Περνώντας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κάθε πόλη εγγράφει παλίμψηστα και εγγράφεται στη βάση τους. Το συγκεντρωτικό και υπερτροφικό Παρίσι φέρει όλη τη βία της Γαλλικής Επανάστασης και της Τρομοκρατίας, κάτι που δεν αποδίδει χωρικά ο Πόλεμος των Ρόδων του Λονδίνου, ενώ αμφότερα ριζώνουν σε παλαιότερες κοινωνικές συσσωρεύσεις, αλλά και υπαγόρευσαν τη μετέπειτα πορεία τους: ο συγκεντρωτισμός του 1789 επαναβεβαιώθηκε το 1830, στα Ιουλιανά του 1848 και στα κατοπινά σχέδια του νομάρχη Ωσμάν. Φυσικά το 1871 η πορεία αυτή αντιστράφηκε: η γαλλική Κομμούνα είναι η κάθοδος των προλεταρίων στον ζωτικό τους χώρο, το κέντρο, η επαναβεβαίωση του δικαιώματος τους στην πόλη και η οργάνωση της δικής τους συγκέντρωσης. Η μάχη για το κέντρο εγγράφεται σε μία συνέχεια κοινωνικών διαδικασιών και αποτελεί το χωρικό στήριγμα της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων. Άλλωστε, αυτό αποδεικνύει και η λυσσαλέα επιστροφή της αστικής τάξης στο εν λόγω κέντρο: η Ματωμένη Εβδομάδα του Μαΐου του 1871 είχε περισσότερους νεκρούς προλετάριους από την κινητοποίηση ολόκληρου του έθνους στο γαλλο-πρωσικό πόλεμο του 1870.

Ιδιαίτερα για τον ελλαδικό χώρο, πρέπει να έχουμε κατά νου τον τεράστιο ρόλο της παραγωγής του αστικού χώρου για τη διαμόρφωση της συσσώρευσης και της συνείδησης των υποκειμένων του. Εδώ ο χώρος παρήχθη με την ευρεία συμμετοχή των πολιτών, με τη γη να θεωρείται ως κοινωνικό δικαίωμα και τη μικροϊδιοκτησία να κατακτά ένα αξιακό βάρος που οφείλει να εξασφαλίσει το κράτος, έστω και παραβιάζοντας τη νομιμότητα, και φυσικά ενάντια στη φύση.9

Η ανάδειξη του χωρικού ως πολιτικού

 

Αν όμως διεκδικούμε για το χώρο μία τέτοια θέση στις αφαιρέσεις για την κατάκτηση της ουσίας των κοινωνικών διαδικασιών, τι συνέβη και καθυστέρησε η ανάπτυξη μιας επιστημολογίας του χωρικού και γιατί παρέμεινε υποτιμημένος στα επαναστατικά καθήκοντα των ριζοσπαστικών θεωρητικών αναλύσεων;

Ακολουθώντας λοιπόν την κριτική σκέψη10 μπορούμε να δούμε ότι, πρώτον, η μελέτη του Κεφαλαίου έγινε σε α-χωρικά πλαίσια. Βέβαια, ο Μαρξ είχε την πρόθεση να μελετήσει την αναπαραγωγή του κεφαλαίου σε πλαίσια χωρικά, αλλά αυτό έγινε κατανοητό μόνο με την καθυστερημένη εμφάνιση των Grundrisse, τα οποία εκδόθηκαν μόλις το 1939 από το Ινστιτούτο Μαρξ-Λένιν της ΕΣΣΔ. Εκεί ο Μαρξ θέτει ένα ανεπτυγμένο προσχέδιο για τη μελέτη του κεφαλαίου, συμπεριλαμβάνοντας χωρικές κλίμακες παραγωγής και αναπαραγωγής. Εδώ δεν πρόκειται σαφώς για κάποια ιδιαίτερη ενότητα αφιερωμένη στο χώρο, αλλά για τη μελέτη της επίδρασης του στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, κάτι που απασχόλησε εξάλλου τη σκέψη του Λένιν, του Μπουχάριν και της Ρόζας Λουξεμπουργκ στις αναλύσεις τους για τον ιμπεριαλισμό. Αντίθετα, μπορούμε να πούμε ότι οι “α-χωρικές” αναλύσεις του Μαρξ στην ανάπτυξη του καπιταλισμού υπάρχουν μόνο στο επίπεδο των αφαιρέσεων του μεγάλου του έργου. Είναι δηλαδή η ίδια η πορεία της σκέψης που αναδεικνύει τις αναγκαίες αφαιρέσεις, εμφανίζοντας τις χωρικές, εν προκειμένω, σχέσεις στην πορεία της ανάλυσης που ερμηνεύει την κίνηση του κεφαλαίου.  Έτσι, για παράδειγμα, ο πρώτος τόμος του έργου του αν διαβαστεί έξω από αυτό το πλαίσιο, δεν αποδίδει τις αρνήσεις στην απρόσκοπτη αύξηση της παραγωγής που ο δεύτερος θέτει στην κυκλοφορία του κεφαλαίου κ.ο.κ.

Ο δεύτερος λόγος της καθυστέρησης της ριζοσπαστικής σκέψης να ερμηνεύσει τις εμπειρικές της παρατηρήσεις για το χώρο, έχει να κάνει με μία παλαιότερη από τους Μαρξ και Ένγκελς παράδοση της γερμανικής φιλοσοφίας, όπου ο χρόνος νοούνταν ως παγωμένος μέσα στο χώρο. Εδώ η χωρικότητα της ιδέας του κράτους εγγυούνταν την κίνηση της σκέψης, ενώ η επαναστατική χρονικότητα της προλεταριακής επανάστασης απελευθερώθηκε μόνο μετά τη ριζοσπαστική σκέψη των τελευταίων. Η χωρική σκέψη, πέρα από την ιδιαίτερη σκέψη των Kant και Hegel, ταυτίστηκε γενικά με το συντηρητισμό και το κυρίαρχο.

Ο τρίτος λόγος της καθυστέρησης σχετίζεται με τον τύπο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Είναι αλήθεια ότι τα χωρικά ζητήματα κατά την εποχή μετά την κρίση της δεκαετίας του 1970, είναι πολύ πιο ζωτικά για την αναπαραγωγή του καπιταλισμού, από όσο ήταν μία προηγούμενη εποχή, όπου η καπιταλιστική παραγωγή κατακτούσε νέους τομείς και, φυσικά, τόπους. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν καθόριζε ο χώρος την κίνηση του κεφαλαίου, όπως εξάλλου αναφέραμε ότι εντοπιζόταν στη σκέψη των Ρώσων επαναστατών και της Ρόζας Λούξεμπουργκ, αλλά ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού απαιτούσε πρώτιστα τους όρους εκμετάλλευσης και αναπαραγωγής της εργασίας στο έδαφος της συγκεντρωμένης παραγωγής.

Φυσικά οι παραπάνω λόγοι απευθύνονται στο επίπεδο τη σκέψης και όχι της πραγματικότητας. Έπεται λοιπόν να αποκαταστήσουμε παράλληλα τα ρεύματα εκείνα τα οποία συνέβαλλαν σε μία άρση του δυϊσμού θεωρίας και πράξης. Οι παρακάτω αναφορές έχουν τον κίνδυνο να γίνουν εκλεκτικές, καθώς θα ήταν αδύνατο να θίξουμε εδώ κάθε συμβολή· για αυτό θα περιοριστούμε σε κάποιες κορυφαίες μορφές της σύγχρονης σκέψης. Αρχικά θα μιλήσουμε για τον ιταλό μαρξιστή AntonioGramsci, έναν επαναστάτη ο οποίος ήρθε αντιμέτωπος με ένα ζήτημα που ευνοούσε το στοχασμό επί του χώρου.  Ο Gramsci είχε επαφή με μια διαφορετική απτή πραγματικότητα από αυτή της βόρειας Ευρώπης· πρώτον, η ενοποίηση της ιταλικής χερσονήσου γύρω από το Πεδεμόντιο έθετε βασικά ζητήματα πόλωσης τόπων, κουλτούρων, παραδόσεων κ.ο.κ. στο ανερχόμενο ιταλικό έθνος κράτος. Δεύτερον, ο ιταλικός ιστορικός σχηματισμός των πόλεων δεν προέκυψε ως ανάλογος της ανόδου της βιομηχανίας, αλλά στις πόλεις ήταν ήδη εγκατεστημένο το υποκείμενα της καθυπόταξης της υπαίθρου. Επομένως εδώ δεν εμφανίστηκε η λαϊκή ενότητα της γαλλικής επανάστασης, ούτε η πολιτική κινητοποίηση του ιακωβινισμού. Μέσα από αυτές τις ιδιαιτερότητες, ο Gramsci ήρθε σε επαφή με ζητήματα διαφορετικής χωρικής κλίμακας και μελέτησε τη δυνατότητα της ηγεμονίας των καπιταλιστικών σχέσεων εκμεταλλευόμενες διαφορές σε επίπεδο τόπου μέχρι και σε επίπεδο χώρα, αλλά. και για εμφωλιασμό διαφορετικών κλιμάκων που εγγυούνται τη συνολική ισορροπία του καπιταλιστικού συστήματος. Έχει ενδιαφέρον ότι ο Gramsci σημειώνει τους μετασχηματισμούς που η παγκοσμιοποίηση καταφέρνει επί του κράτους, καθώς το τελευταίο γίνεται ένα πρόσκαιρο πεδίο άρθρωσης σχέσεων τοπικού, εθνικού και παγκόσμιου χαρακτήρα11. Εμφάνισε δηλαδή την πολύπλοκη σχέση κράτους-πολιτικής κοινωνίας-ιδιωτικής κοινωνίας με χωρικούς (εθνικούς) όρους. Αν μάλιστα μείνουμε πιστοί στο έργο του, όπου συνδέει στενά την πολιτική ηγεμονία με την κουλτούρα, τότε η τελευταία αρθρώνεται επίσης χωρικά. Ο Gramsci έριξε την προσοχή πάνω στον τόπο ως συγκροτητικό της συνολικής αναπαραγωγής των παραγωγικών σχέσεων και όχι απλά ως ένα επίπεδο αφαίρεσης όπου αντικειμενοποιείται ένα γενικό σχήμα.

Αυτό που ίσως είναι λιγότερο γνωστό για τον Gramsci, είναι ότι οδηγήθηκε στα πολιτικά καθήκοντα του “σύγχρονου ηγεμόνα”, μέσα από μία κυρίαρχη θέση των χωρικών ζητημάτων. Ο Gramsci ξαναδιαβάζει στην ιταλική περίπτωση τη σχέση πόλης-υπαίθρου, μετατοπισμένης σε επίπεδο κλίμακας και αντιθετικότητας. Πιο ιδιαίτερα, αντιστοιχίζει αυτές τις δύο κατηγορίες με τη σχέση Βορρά – Νότου, ολοκληρώνοντας τις έννοιες αυτές στην περιφερειακή εξέλιξη τους, αλλά και βρίσκει επιπλέον την υπέρβαση της ιστορική τους αντίθεσης στον ιστορικό ρόλο του προλεταριάτου12. Με άλλα λόγια, η αντίθεση πόλης-υπαίθρου, για τον Gramsci, με τον κατ’ εξοχήν ρόλο της πόλης ως ιστορικού υποκειμένου μέχρι και τον 18ο αιώνα, μεταφέρεται στον ιστορικό ρόλο του προλεταριάτου, πλέον στο σύνολο του.  Μάλιστα, ο Gramsci επισείει ότι ο χαρακτήρας της πολιτικής δράσης του προλεταριάτου θα είναι ηγεμονικός όταν θα μπορέσει να διακρίνει το διεθνές και ενοποιητικό που ενυπάρχει μέσα στο εθνικό και το τοπικό.13 Διακρίνει λοιπόν με χωρικούς όρους μία σχέση του μερικού ως εάν να περιέχει το όλον, κάτι που θα αναπτύξουμε παρακάτω.

Στη συνέχεια, η μεταπολεμική άνθηση του δυτικού μαρξισμού και ιδιαίτερα του έργου του γάλλου μαρξιστή LouisAlthusser, επέτρεψε ένα τρόπο δόμησης της διαμεσολάβησης, ο οποίος ευνόησε την εξάλειψη της ιστορικότητας και της ένταξης στην ανάλυση, ανάμεσα σε άλλα, ζητημάτων χώρου. Μπορούμε φερ’ ειπείν να αναφερθούμε στον κατεξοχήν χωρικό περιεχόμενο της επαναστατικής πολιτικής του πολιτικού υποκειμένου, το οποίο εντάσσεται με σχέσεις “εξαίρεσης και ανταγωνισμού” στον πολιτική ιδεολογικό μηχανισμό.14 Η συμβολή του δομισμού είναι καθοριστική στην επανεκκίνηση της σύγχρονης ριζοσπαστικής σκέψης και η όποια κριτική, αντικείμενο ενός άλλου διαλόγου, αφορά τον τρόπο δόμησης αυτής της διαμεσολάβησης15 και φυσικά ποτέ τη συμβολή του στο κομβικό ζήτημα της σχέσης Σκέψης και Πραγματικού. Άλλωστε, τα σχήματα του Althusser του επέτρεψαν να αποφύγει τα δίπολα αληθούς/ψευδούς ή τη μηχανιστική αντανάκλαση της υλικής βάσης επί των κοινωνικών σχέσεων, αλλά και την εσσενσιαλιστική επιστημολογία του εμπειρισμού,όπου η γνώση ταυτίζεται με τη διαδικασία πρόσβασης στην ουσία του αντικειμένου, ανανεώνοντας συνολικά τη μαρξιστική σκέψη.

Ένας άλλος θεωρητικός του ΚΚ Γαλλίας θα συγκροτήσει μία σφαιρική κοινωνιολογία του χώρου. Ο HenriLefebvre κατέχει ο ίδιος μία ιδιαίτερη θέση, παράλληλα με τα ρεύματα που συγκρότησαν τον σύγχρονο χωρικό τρόπο σκέψης. Η πορεία του είναι πολυσχιδής, συμπυκνώνοντας ιδέες της λετριστικής και καταστασιακής διεθνούς, των αντιφάσεων του ΚΚ Γαλλίας και των εκρήξεων του Μάη του ’68.16 Ο Lefebvre, πέρα από τα μεθοδολογικά και επιστημολογικά του σχήματα, που δεν είναι της παρούσης, συνέλαβε τη σύγχρονη αστικοποίηση της υπαίθρου και την περιφερειοποίηση στο εσωτερικό των μητροπόλεων, συνεχίζοντας και ολοκληρώνοντας μια σκέψη που υπάρχει εν σπέρματι στους Μαρξ και Ένγκελς στη Γερμανική Ιδεολογία. Από τη μια μεριά, οι σύγχρονες παραγκουπόλεις, με την απουσία της κρατικής παρέμβασης και την αλληλοβοήθεια, με αντιπαραγωγικες χωρικές μορφές που απαιτούν σε κάποιες περιπτώσεις έως και 8 ώρες μετακίνησης μέχρι τη δουλειά στα όρια της ίδια πόλης17 και με γκετοποιημένους πληθυσμούς στη βάση φυλής, εθνότητας, φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού που συγκροτούν “σχέσεις ισχύος”. Οι τελευταίες, πέρα από το πολιτιστικό ανάλογο που συχνά αναλώνει το σύνολο της πολιτικής ανάλυσης, δεν παύουν να αποτελούν αφετηριακά τη βάση της σύγχρονης απόσπασης υπεραξίας μέσω της κατάτμησης της εργατικής τάξης. Από την άλλη μεριά, έχουμε την ύπαιθρο, όπου ο ορθολογισμός κυριαρχεί επί της φύσης, στερώντας τον προαιώνιο δεσμό τους. Πρόκειται για την ύπαιθρο της μελετημένης εκμηχανισμένης αγροτικής παραγωγής, των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, και επί του ελληνικότερου, των μεταναστών της Μανωλάδας, των δήμων του Καλλικράτη και της κονσομασιόν των εθνικών. Ο Lefebvre πρότεινε ότι καθώς ο καπιταλισμός μπαίνει σε μία νέα φάση (με την κρίση του 1973 να θεωρείται γενικά το λάκτισμα της), με το παραδοσιακό φορντικό κράτος πρόνοιας να εγκαταλείπεται, η αναπαραγωγή της εργασίας ξεφεύγει ολοένα και περισσότερο από τους παραδοσιακούς χώρους εργασίας και γίνεται αντιληπτή στην ολότητα της μόνο σε επίπεδο πόλης. Αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση κάποια φυγή σε νέα ιστορικά υποκείμενα: ο Lefebvre στην ουσία αντιλαμβάνεται την οργάνωση για τη διαπραγμάτευση της εργατικής δύναμης πέρα από την ειδική της μορφή στα πλαίσια του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας.

Ο λόγος που του αποδίδουμε μία τέτοια διακριτή θέση είναι, επιπλέον, ότι η παραμέληση της επαναστατικής ουσίας του έργου του σε ιστορικά πλαίσια, παραπέμπει συχνά στην κατηγοριοποίηση του στα “μεταμοντέρνα” ρεύματα. Ο Lefebvre δούλεψε με θραύσματα της καθημερινής ζωής, μελέτησε δραστηριότητες και κουλτούρες, μόνο για να τις ολοκληρώσει σε ένα ανώτερο επίπεδο. Αναζήτησε έτσι μία πορεία από τα επί μέρους στο όλον, αναζωπυρώνοντας τον χεγκελιανό διάλογο, μια πορεία που αναζητά σε επίπεδο πόλης μία συνεκτική άρθρωση. Η σχέση του με το όλον και με το πραγματικό είναι ο πνευματικός κόπος που καταβάλει στο σύνολο του έργου του. Πολύ συχνά όμως η ανάγνωση του γίνεται από το έδαφος μιας παραγμένης “μεταμοντέρνας” σκέψης, που διόλου πρωτότυπη δεν είναι. Ο επαγωγικός τρόπος σκέψης, η αποκατάσταση των θραυσμάτων της αλλοτριωμένης πραγματικότητας που “σαν καθρέφτης”, όπως λέει ο Μαρξ, στέκεται απέναντι στους ανθρώπους ως προϊόν τους και, παράλληλα, ως κάτι ξένο, υπάρχει ήδη από την αρχή της νεωτερικότητας. Αφορά μαρξιστές και μη-μαρξιστές διαννοούμενους, όπως ο Baudelaire, o Simmel, o Benjamin, η Καταστασιακή Διεθνής και, φυσικά, ο Lefebvre. Η “πρωτοτυπία” των μεταμοντέρνων είναι βασικά η εγκατάλειψη αυτής της φιλοσοφικής ολοκλήρωσης.

Τέλος, η χωρική κοινωνιολογία απέκτησε μια στέρεα βάση στα πλαίσια του ιστορικού υλισμού, μέσα από το έργο του ErnestMandel, “Ο Ύστερος Καπιταλισμός”. Ο Mandel θεμελιώνει την ουσία του καπιταλισμού στην άνιση και συνδυασμένη ανάπτυξη, είτε οργανώνοντας τον παγκόσμιο χώρο, είτε εκμεταλλευόμενος την εργασία στον ίδιο τόπο. Η ανάπτυξη και η από-ανάπτυξη είναι αμοιβαίες στιγμές της ίδιας της καπιταλιστικής συσσώρευσης, η οποία εκμεταλλεύεται τις γεωγραφικές διαφοροποιήσεις της παραγωγικότητας, του μέσου ποσοστού κέρδους, των ημερομισθίων, του κόστους των πρώτων υλών, της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, αλλά και του επιπέδου ανάπτυξης της ταξικής πάλης. Αυτό δηλαδή που θέτει ο Mandel είναι μία συνεχής διαδικασία ομογενοποίησης και διαφοροποίησης που εξελίσσεται στην βάση της ανταλλακτικής αξίας. Ο καπιταλισμός διαφοροποιεί γειτονιές, τόπους, χώρες, σε όλες τις χωρικές κλίμακες, για να εκμεταλλευθεί τις παραπάνω διαφορές, μόνο για να τις ομογενοποιήσει εκφραζόμενες τις με όρους ανταλλακτικής αξίας. Μία διαρκής “πρωταρχική συσσώρευση”, αντλώντας από τη σκέψη της Ρόζα Λούξεμπουργκ18, αποσπά υπεραξία από κοινωνίες που δεν ρύθμιζαν το σύνολο των κοινωνικών δραστηριοτήτων τους και της ανταλλαγής της ύλης με τη φύση στη βάση του εμπορεύματος, συμπεριλαμβανομένου πρώην σοσιαλιστικές χώρες, περιοχές της Ανατολικής Ασίας και της υποσαχάριας Αφρικής, αλλά και χωριά και γειτονιές με δίκτυα αλληλοβοήθειας στον ανεπτυγμένο κόσμο. Ο Mandel συναντά τη σκέψη του Μαρξ στα Grundrisse, εκεί όπου το κεφάλαιο εμφανίζεται (και) με καθαρά χωρικούς όρους, καθώς αυτό “δε δημιουργεί τους όρους παραγωγής, αλλά τους φέρνει κοντά”.19 Το ρόλο της χωρικής δομής στην ανάπτυξη του καπιταλισμού αναζήτησαν και άλλοι διανοητές, σύγχρονοι του Mandel, όπως ο ImmanuelWallerstein, o AndréGuterFrank και ο SamirAmin, αλλά και άλλοι/ες που επηρεάστηκαν από το έργο του, όπως ο DavidHarvey και ο EmmanuelCastells.

Το βασικό αποτέλεσμα της ανώτερης διανόησης, όπως την είδαμε μέσα από τους βασικούς εκφραστές της, ήταν ότι το ζήτημα της αναπαραγωγής των παραγωγικών σχέσεων αναδείχτηκε ως το κομβικό ζήτημα που ο σύγχρονος καπιταλισμός πρέπει συνεχώς να επιλύει. Ενώ ένας τύπος κοινωνικής οργάνωσης γύρω από το κράτος πρόνοιας αντιμετώπισε βασικά το ζήτημα της αναπαραγωγής της εργασίας ως θεμέλιο λίθο της συσσώρευσης και ενέγραψε ιδιαίτερες εξεγέρσεις, όπως ο Μάης του 68 και η Ιταλική Άνοιξη, από τη δεκαετία του 1970 οι κρίσεις υπερσυσσώρευσης του καπιταλισμού έρχονται να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της αναπαραγωγής της κοινωνικής οργάνωσης. Η ενίσχυση του κράτους και των μηχανισμών καταστολής, το μπλοκάρισμα της πραγματοποίησης της αξίας στον τόπο παραγωγής της και η μεταφορά της σε “παγκόσμιες πόλεις”, η γκετοποίηση περιοχών δίπλα στον εξεζητημένο εξευγενισμό και οι στρατηγικοί σχεδιασμοί της Δύσης αποκτούν μία κοινή ερμηνεία σε αυτά τα πλαίσια.

Έχουμε να κάνουμε ταυτόχρονα με την ουσία της καπιταλιστικής συσσώρευσης που χαρακτηρίζεται φαινομενολογικά από: πρώτον, μία αυξημένη συσσώρευση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, δια μέσω διεθνικών εταιρειών των οποίων οι μάνατζερς εκμεταλλεύονται χωρικές διαφορές, κατακερματίζοντας τις φάσεις παραγωγής και κυκλοφορίας. Δεύτερον, από την ανάπτυξη των υπηρεσιών προς παραγωγούς (πίστη, ασφάλειες, realestate), της έρευνας, της εστίασης, της καθαριότητας, της ασφάλειας (σεκιούριτι) και της φροντίδας, δημιουργώντας ένα κατακερματισμένο προλεταριάτο που προστίθεται σε φθηνούς/ες χειρώνακτες. Τρίτον, έναν παγκόσμιο ανταγωνισμό, σε όλες τις κλίμακες, από το επίπεδο των στρατηγικών χωρικών συνασπισμών, μέχρι το επίπεδο της ίδιας της πόλης. Και τέλος, το ρόλο του πιστωτικού κεφαλαίου ως πλασματικό κεφάλαιο προκαταβλητέας εργασίας, το οποίο έρχεται να εγγυηθεί την ενεργό ζήτηση και την πραγματοποίηση της υπεραξίας. Το πιστωτικό κεφάλαιο απελευθερώνεται φαινομενικά από τους περιορισμούς της παραγωγής και της κατανάλωσης στη βάση της αξίας της εργασίας και κυκλοφορεί παντού και ελεύθερα.20 Αυτός είναι ο χώρος της μετανεωτερικότητας, ένας χώρος σε συνεχή κίνηση, ένας χώρος εικονικής πραγματικότητας· ο χώρος των γιάπις, των χίπστερς και των χρυσών αγοριών και κοριτσιών, όχι ως νέο ιστορικό υποκείμενο, αλλά ως κυρίαρχη πολιτιστική ομάδα που επιβεβαιώνει τον εαυτό της και χωρικά. Γεννάει χωρικά θραύσματα που προσπαθούν να περικλείουν ένα συνολικό νόημα, ενώ παράλληλα έρχονται σε ρήξη με την πόλη. Έτσι δημιουργούν, στην ελληνική περίπτωση, την αισθητική έκρηξη του ετερογενή αυτοαναφορικού χώρου21 των Mall, του ολυμπιακού χωριού, του Αεροδρομίου των Σπάτων, της Πειραιώς στο ύψος του Γκαζιού, της Κηφισίας, των Εθνικών Οδών και των μακετών του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού. Παράλληλα γεννούν τη φετιχοποίηση τους, τον κοινό τους παρανομαστή τους, την αντι-κοινωνία της ανταλλακτικής αξίας.

Για μια κοινωνιολογία των κινημάτων που θα εμπλέκει το χωρικό

 

Ο χώρος και ο χρόνος αποτελούν αφαιρέσεις για την κατανόηση των σχέσεων μεταξύ της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αποτελούν αφετηρίες μιας παραγωγικής σκέψης που θα επιτρέπει τη σχετική απόσταση από το άμεσα αλλοτριωμένο, τον “καθρέφτη” του Μαρξ ή το “πραγμοποιημένο” του Λούκατς, έτσι ώστε τα άμεσα να αναδειχθούν στη διαλεκτική τους αφηρημένη κοινωνικά αντίθεση. Με άλλα λόγια πρέπει να αναλύσουμε τη διαδικασία παραγωγής του χώρου, να τη συγκρίνουμε με παλαιότερες χωρικές μορφές, αντιλήψεις επί του χώρου και βιωματικές εμπειρίες του χώρου, για να εντοπίσουμε πώς συγκροτούνται κοινωνικές σχέσεις, πώς αποξενώνονται, αλλά και πώς μία επαναστατική αλλαγή θα παράξει και το χώρο. Όχι μόνο μέχρι το σημείο που τον οραματίστηκαν οι μεγάλοι ουτοπιστές, από τον Fourier, τον Owen και τον Saint-Simon μέχρι τους ρώσους κονστρουκτιβιστές (Lissitsky, Tatlin, Vesnin), πολεοδομιστές και α-πολεοδομιστές22, αλλά μέχρι εκεί που ο χώρος δεν θα παράγεται από ειδικούς, αλλά από τους ίδιους τους χρήστες του.

Μία τέτοια πορεία της σκέψης δε χάνει τη σύνδεση με το όλον, αλλά ούτε και με την πράξη της επαναστατικής αλλαγής. Αντίθετα, η αυτονόμηση του χώρου, η αποθέωση του μνημειακού, του σημειακού ή του θεαματικού, έστω και από ριζοσπαστικά ρεύματα -όπως κάποια ρεύματα του α/α χώρου- φετιχοποιεί νησίδες ζωής έξω από το κοινωνικό σύνολο. Απομονώνει θραύσματα της κοινωνικής εμπειρίας και στο όνομα της ηδονής, του παιχνιδιού, της απόλαυσης, της έντονης ζωής, του ελιτισμού, του δηθενισμού, του απομονωτισμού, αισθητικοποιεί την αλλοτριωμένη κοινωνική εμπειρία. Το κατά πόσο αυτή η αισθητικοποίηση μπορεί να αποτελέσει διέξοδο από την κυρίαρχη αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος, όπως τόσοι μεταμοντέρνοι/ες ακαδημαϊκοί αλλά και κοινωνικοί αγωνιστές/ριες εκθείασαν, δε φαίνεται να επαληθεύεται από την ταχεία ενσωμάτωση, και μάλιστα με “θεαματικούς” όρους των παραπάνω εγχειρημάτων. Εμείς πρέπει να εκκινούμε από τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής και να στοχαστούμε πάνω σε αυτό που είπε ο Lefebvre, ότι είτε θα υπάρχουν χωρικά ή δε θα υπάρχουν καθόλου. Στο σύγχρονο καπιταλισμό αυτό οδηγεί, όπως είπαμε, στο ότι η οργάνωση του χώρου αποτελεί την πρωτεύουσα βάση για την επίλυση των κρίσεων και τη συνέχιση της παραγωγής.

Στα επαναστατικά μας καθήκοντα, αυτό σημαίνει ότι κατά τη διαδικασία παραγωγής του χώρου διεξάγεται μία κατ’ εξοχήν ταξική πάλη, την οποία πρέπει να αναγνωρίσουμε στις χωρικές δομές της εκμετάλλευσης. Εξάλλου, η πόλη δεν είναι απλά το κέντρο της παραγωγής, αλλά και βασικός κόμβος της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, όσον αφορά την ανταλλαγή της εργατικής δύναμης και της κατανάλωσης23. Τα γκέτο και γενικότερα η διαίρεση του κόσμου της εργασίας είναι αλληλένδετα με το χώρο της εκθαμβωτικής κατανάλωσης των malls και των businessparks. Είναι όμως και ο τόπος, όπως ο Foucault μας έδειξε, η κεντρικότητα του οποίου συγκρατεί τα διάφορα θραύσματα ενωμένα. Η πολιτική αυτή δύναμη δρα επιτελεστικά, επιβεβαιώνει δηλαδή του όρους ηγεμονίας και κυριαρχίας της καθημερινά. Αυτό έδειξαν και τα πρώτα βράδια του Δεκέμβρη του ’08, όταν δηλαδή η θεσπισμένη “κανονικότητα” έχασε την επιτελεστικότητα της και η πλατιά ηγεμονία αντικαταστήθηκε από τη προάσπιση ελάχιστων κτηρίων από όλη την πραιτοριανή δύναμη. Αυτό είναι ιδιαίτερα αισιόδοξο για τις δυνάμεις που μπορούν να απελευθερωθούν, όταν η επανάσταση επιβεβαιωθεί ως κοινωνική πραγματικότητα (ή, αντίθετα, ο κοινωνικός κανιβαλισμός που θα απελευθερωθεί αν αυτή αποτύχει). Εκείνες οι δυνάμεις θα επιχειρήσουν τότε να παράξουν και τη δικιά τους ουσία του χώρου· δηλαδή σχέσεις και τάξη μεταξύ των πραγμάτων και μεταξύ των ανθρώπων. Θα φτιάξουν ένα χώρο που θα είναι διαφορετικός στη εμπειρία του, και την σύλληψη του, σε όλες τις διαστάσεις του· διαφορετικός από τις σχετικές αποστάσεις της κυκλοφορίας, τις απόλυτες αποστάσεις της ιδιοκτησίας και τις σχεσιακές αποστάσεις των “οικονομικών δυνατοτήτων”24. Θα παράξουν ακόμα μία διαφορετική βίωση του χώρου, που δεν μπορεί να υπαγορευθεί από τα σημερινά δεδομένα, της κυριαρχίας, του άγχους και της κατασκευασμένης επιθυμίας25, αλλά από την ουσία των νέων κοινωνικών σχέσεων που θα οδηγήσουν στην άρση του διαχωρισμού υποκειμένου/αντικειμένου.

Εν είδει ιστορικής εμπειρίας, θα πρέπει εδώ να θυμίσουμε ότι ένα χαρακτηριστικό της σταλινικής αντεπανάστασης ήταν και ο περιορισμός μιας διαφορετικής χωροταξικής κοινωνιολογίας από τα υποκείμενα της επανάστασης. Μετά το 1928 έρχονται τα πεντάχρονα πλάνα, η θέση ότι η σοσιαλιστική πόλη “ήδη υπάρχει”, η υιοθέτηση ενός μοναδικού σχεδίου για την κατοικία (από το 1932) και η αντικατάσταση όλων των διαφορετικών σχολών τέχνης, αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας από ένα φορέα και αυτόν βέβαια, υπό κρατικό έλεγχο. Όλα αυτά διακόπτουν τον πυρετό σκέψης και πράξης που απελευθερώθηκε απότομα το 1917. Το πρότυπο για τον πολεοδομικό σχεδιασμό τώρα αποτελεί η γραμμική πόλη του Milyoutin, το οποίο αναλαμβάνουν να υλοποιήσουν οι υπηρεσίες της ARU και της VOPRA. Πρόκειται για μία γραμμική πόλη που μπορεί να επεκτείνεται απείρως προς μία διάσταση, προεκτείνοντας παράλληλα τις ζώνες κατοίκησης, εργοστασιακής εργασίας, πρασίνου και τους σιδηροδρομικούς και οδικούς άξονες. Είναι μια πόλη εμπνευσμένη από την ταιηλορική γραμμή παραγωγής. Αλλά αυτός ο “συμβιβασμός” της επαναστατικής σκέψης είναι και συμβολικά φορτισμένος: το μοντέρνο κίνημα, που θα σχεδίαζε εξ’ αρχής και εξ’ ολοκλήρου τις σοβιετικές πόλεις, υιοθετεί τώρα ελληνικές, ρομανικές, φλωρεντίνικες και ψευδο-ρώσικες δομικές μορφές, σηματοδοτώντας την αρχή της “ρεαλιστικής” αρχιτεκτονικής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού26. Η επαναφορά του συμβολικού του σοσιαλιστικού ρεαλισμού θα κορυφωθεί στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εκεί όπου για πολεμικούς σκοπούς και την κινητοποίηση του ρώσικου προλεταριάτου πλέον και στη βάση του έθνους, θα ανεγερθούν αγάλματα του Μεγάλου Πέτρου και της Αικατερίνης, θα αναστηλωθούν τα παλάτια του Λένινγκραντ, του Παβλόφσκ και του Πούσκιν και σχεδόν το σύνολο των μοσχοβίτικων εκκλησιών27. Ας διδαχτούμε: Ένας χώρος που δεν παράγεται από τους χρήστες του, με τα δικά τους σύμβολα και τις εμπειρίες του, θα δομηθεί ψευδώς από μια ανώτερη τάξη, η οποία θα συντηρήσει τους δυϊσμούς σκέψης/πραγματικότητας, μορφής/περιεχομένου, υποκειμένου/αντικειμένου και ειδικού επί του χώρου (ακαδημαϊκοί, πολεοδόμοι)/χρήστη του χώρου.

Επιστρέφοντας όμως στο σήμερα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι παράλληλα με μία παραγωγική προσέγγιση του χώρου, όπως την αναπτύξαμε παραπάνω, η επαναστατική κοινωνιολογία των κοινωνικών κινημάτων πρέπει να στήνεται και επαγωγικά. Αυτό θα λέγαμε ότι σημαίνει, όχι μόνο να συμμετέχουμε στα κοινωνικά κινήματα, αλλά και να μορφώνουμε τη θεωρία μας μέσα από τη συμμετοχή μας σε αυτά και όχι απλά να γειώνουμε τη θεωρία μας σε αυτά. Πρέπει δηλαδή να τα αντιμετωπίζουμε, ως εάν το όλον της κοινωνικής χειραφέτησης να περιέχεται στις επί μέρους πράξεις αντίστασης. Ο Lefebvre28 επέμεινε στην διπλή αυτή προσέγγιση του πραγματικού, επαγωγικά και αφαιρετικά, συνδέοντας ίσως τη σκέψη του με αυτή του Μαρξ29, όταν τόνιζε ότι “το συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο γιατί αποτελεί τη συγκέντρωση πολλών καθορισμών, επομένως αποτελεί ενότητα μέσα στη διαφορετικότητα”.

Αυτό είναι διαφορετικό από τον τρόπο που συχνά η ριζοσπαστική αριστερά περιφρονεί και μειώνει σε “δευτερεύουσες” διάφορες κοινωνικές αντιστάσεις, όπως είναι φυσικά εκ διαμέτρου αντίθετο από τον κοσμοπολιτισμό (άρα στα πλαίσια της άμεσης, αλλοτριωμένης εμπειρίας) που βασικά η ρεφορμιστική αριστερά αντιμετωπίζει τα κοινωνικά κινήματα, πασχίζοντας να τα συγκρατήσει στο να κατέχουν μια μερικότητα της κοινωνικής εμπειρίας. Απαιτείται η συγκρότηση μιας εμπειρίας στα πλαίσια μιας διαφορετικής θεώρησης.

Η επαγωγική πορεία από το επί μέρους δεν είναι ποτέ μερική. Ταξική πάλη θα υπάρχει όσο η ανταλλακτική αξία θα συγκρούεται με την αξία χρήσης, ενώ η πρώτη θα έχει ήδη γίνει γενική κοινωνική συνθήκη. Αυτή η αντίθεση ξέρουμε ότι συμπυκνώνεται στη μορφή του εμπορεύματος. Δεν είναι τυχαίο που ο Μαρξ ξεκινάει το Κεφάλαιο από το σημείο αυτό. Αυτό δεν αποτελεί μία απλή αφαίρεση, αλλά αποκρυσταλλώνει μία πορεία της σκέψης για την κατάκτηση της κοινωνικής εμπειρίας. Ακόμα και αν και ο Μαρξ δε μας άφησε μία λογική για το πως να μελετάμε το έργο του, “μας άφησε τη λογική του Κεφαλαίου”.30 Ο Μαρξ ξεκινάει λοιπόν το έργο του με το εμπόρευμα και μόνο στο 8ο κεφάλαιο, στην “εργάσιμη ημέρα”, παρουσιάζει την ταξική πάλη με τους “παραδοσιακούς” της όρους, στο χώρο εργασίας. Προηγείται ένας ταξικός ανταγωνισμός στο προτσές ανταλλαγής, στην κυκλοφορία του εμπορεύματος, στη μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο, στο προτσές αξιοποίησης και εργασίας και στη σχέση σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου. Η απλή εμπορευματική σχέση για τον Μαρξ εμφανίζεται ως εάν να εμπεριέχει το σύνολο των καπιταλιστικών σχέσεων, γι’ αυτό άλλωστε και επιμένει στο να αντιληφθεί ο εργάτης και η εργάτρια ότι αποτελούν αποξενωμένα αντικείμενα ενός προϊόντος που παράγουν οι ίδιοι.

Πως μεταφράζεται λοιπόν αυτό για εμάς; Η ριζοσπαστική θεωρία των κοινωνικών κινημάτων οφείλει να ξεκινάει από την κατηγορία “εμπόρευμα” και να αποσπάει από εδώ κάθε κοινωνική δραστηριότητα μεταξύ ανθρώπων ή ανταλλαγής ύλης με τη φύση. Η απόσπαση από το σωρευτικό και φετιχιστικό περιεχόμενο του εμπορεύματος αποτελεί δηλαδή μία πορεία συγκρότησης μιας επαναστατικής ουσίας που έχει συλληφθεί παράλληλα σε αφαιρετικό επίπεδο. Στην καθημερινή πρακτική, αυτό μπορεί να μεταφραστεί ως το ζήτημα της αυτοοργάνωσης των ζωών μας. Έμπρακτες απολήξεις του, αποτελούν μορφές κοινωνικών εγχειρημάτων που αρθρώνουν ένα ριζοσπαστικό λόγο για το πως κινείται η γνώση (“αντι”-μαθήματα γειτονιάς, θεωρητικά “αντί”-σχολεία), η διατροφή (συλλογικές κουζίνες), η διασκέδαση (μη εμπορευματικές συναυλίες), η υγεία (κοινωνικά ιατρεία), η αλληλεγγύη (στέκια γειτονιάς) και η ενημέρωση ως εάν να εμπεριέχουν το όλον μιας άλλης κοινωνίας που θα ρυθμίζεται στη βάση των αξιών χρήσης. Οι εμπειρίες αυτές μπορούν και πρέπει να στέκουν παράλληλα ως ένα θετικό πρόταγμα συνολικής οργάνωσης της καθημερινής ζωής· διατηρούν με δυαδικούς όρους τη σύνδεση της σημερινής πάλης μέσα από την πολλαπλότητα των αντιστάσεων στους χώρους της αστικής κυριαρχίας με την προοπτική μιας γενικής επαναστατικής οργάνωσης του καθημερινού.

Ο χώρος αποτελεί εδώ ένα κομβικό σημείο στη επαγωγική διαδικασία συγκρότησης των κοινωνικών διαδικασιών, καθώς ο τόπος γύρω από τον οποίο εξελίσσεται μία δράση συμπυκνώνει και ταυτόχρονα επενεργεί στις διαδικασίες. Ας αναφερθούμε πρώτα σε περιπτώσεις που χωρικά ζητήματα δυσχεραίνουν την επαναστατική δράση· οι φασίστες του Άγιου Παντελεήμονα δεν βρέθηκαν απλά πολλοί μέσα σε ένα υποβαθμισμένο “κούγκι”, ακόμα και αν ευθύνεται η υποδεέστερη δράση της Αριστεράς, αλλά στήθηκαν ποσοτικά και συμβολικά στη βάση αυτού του τόπου. Έφτιαξαν την αναπαραστατική εικόνα ενός άντρου, στη βάση μιας υλικής νίκης επί της χωρικής κυριαρχίας, όπου μπορεί να συγκροτείται φαντασιακά η φαλλική οργάνωση μιας στρατιωτικής ομάδας. Μάλιστα εδραιώθηκαν καθώς χρησιμοποίησαν κοινωνικές μορφές οργάνωσης σε επίπεδο χώρου, ομάδες γειτονιάς, αποκλειστικά μέχρι τότε όπλα μιας επαναστατικής κουλτούρας. Φυσικά, η κοινωνική πραγματικότητα δεν προσεγγίζεται στο σύνολο της μέσα από το χωρικό, αλλά το τελευταίο αποτελεί, όπως επιμείναμε, συγκροτητικό κομμάτι της. Έτσι, ακόμα και ένα σύνθημα στους τοίχους αποτελεί από μόνο του έναν κατ’ εξοχήν χώρο, ο οποίος παράγει επίσης έναν αντίστοιχο χώρο, επιβεβαιώνοντας σχέσεις κυριαρχίας και αποτελώντας ένα βήμα επικοινωνίας· για αυτό και η πρακτική των σ/σ από των α/α χώρο να σβήνουν τα φασιστικά συνθήματα (ή να γράφουν τακτικά σε τοίχους) είναι σημαντική για τη συγκρότηση ανταγωνιστικών κοινωνικών διαδικασιών. Ομοίως, σε κάθε γειτονιά, τα ανθρώπινα σώματα παράγουν χώρο γιατί αποτελούν τα ίδια έναν χώρο· ο ελεύθερος σεξουαλικός προσανατολισμός του ανθρώπου μπορεί να λαμβάνει χώρα μόνο σε τόπους όπου οι χειρονομίες και τα βλέμματα δεν θα επιβεβαιώνουν την ετερόφυλη χρήση του χώρου. Η απελευθέρωση της γυναίκας είναι και απελευθέρωση του γυναικείου σώματος μέσα στο χώρο· ένας τόπος στρατιωτικά οπαδικών κινήσεων και επιθετικά λάγνων παραστάσεων επικοινωνίας, όπως και ένας επαρχιακός τόπος εποπτείας, είναι ένας ιεραρχημένος φαλλικός τόπος.

Η χωρική συγκρότηση των κινημάτων όμως, αν ληφθεί υπόψιν, θα επιτρέψει το ξεδίπλωμα της ριζοσπαστικής παρέμβασης. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινείται έμπρακτα, η στήριξη κοινωνικών στεκιών, ο εν-τοπισμός των λαϊκών συνελεύσεων σε σταθερούς τόπους γειτονιάς και το άνοιγμα νέων κοινωνικών κέντρων. Αλλά και πέρα από τη σημαντικότητα των σταθερών τόπων στο χώρο, πρέπει να ληφθεί υπόψιν η ρήξη με το χώρο του ορθολογισμού, ο οποίος περιορίζει και οριοθετεί τη δράση σε κράτη, πόλεις και γειτονιές. Αυτό συνδέεται με την υπέρβαση των “παραδοσιακών” χωρικών συνόρων και τη γενίκευση της επαναστατικής δράσης, παράγοντας νέους ανταγωνιστικούς χώρους. Αυτοί οι χώροι θα αμφισβητήσουν τα αδιαπέρατα, ιεραρχικά όρια της κυρίαρχης κοινωνικής οργάνωσης -από την περίφραξη της ιδιοκτησίας μέχρι τα σύνορα του έθνους κράτους, από την “άγια οικογένεια” μέχρι το “σωτήριο έθνος”, από την “ατομική κατανάλωση” μέχρι το “ακαθάριστο εθνικό προϊόν”- αλλά και κάθε όριο που γεννά η ανταλλακτική αξία, προς νέους τρόπους βίωσης του χώρου. Τότε, ο χώρος της θεσπισμένης εθνικής, φυλετικής και ταξικής κανονικότητας θα πάψε να είναι ένας μνημειοποημένος χώρος31 και θα διαρραγεί η ψευδής συνοχή που αναπαράγεται και η πολιτική κυρίαρχη ταυτότητα,32 για να διέλθει από μέσα τους το γίγνεσθαι της ιστορικής διαδικασίας και η μνήμη του υποκειμένου της, της εργατικής τάξης. Η μνήμη και όχι το μνημείο· ως πραγματική ανθρώπινη εμπειρία και όχι ως αλλοτριωμένη διαμεσολάβηση.33

 Σημείωση: Η εισήγηση αυτή “έλαβε χώρα” στο 9ο πολιτικό-πολιτιστικό κάμπινγκ της Αριστερής Ανασύνθεσης, στη θεματική ενότητα “Πόλη και εξέγερση”, την 1/8/12. Καθώς αυτή ξαναγράφτηκε σε σχέση με την πρώτη, προφορική της μορφή, θέλω να ευχαριστήσω τους σ/σ, που χωρίς να γνωρίζω προσωπικά στο σύνολο τους, έτσι ώστε να τους αναφέρω ιδιαιτέρως, με τις τοποθετήσεις τους εμπλούτισαν το παρόν κείμενο και τη σκέψη μου.

 Υποσημειώσεις

 

  1. Μαρξ, Καρλ και Ενγκελς, Φρίντριχ. Συμβολή στην Κριτική της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ. Μετάφραση Γιάννη Βιστάκη. Αθήνα: Αναγνωστίδης
  2. Σταυρίδης, Σταύρος. 2010. “Οι δρόμοι της μεγαλούπολης ως αμφισβητούμενοι χώροι”στοΑμφισβητούμενοι χώροι στην πόλη, επιμ. Κ. Γιαννακόπουλος – Γ. Γιαννιτσιώτης. Αθήνα: Αλεξάνδρεια
  3. Από το τραγούδι “Τα κανονικά παιδιά” από τις “Τρύπες”, σε στίχους Γ. Αγγελάκα.
  4. πρβλ. επίσης και το βιβλίο του Ν.Todorov “Η βαλκανική πόλη”, εκδ. Θεμέλιο.
  5. Αποτελεί τον τίτλο της εκδήλωση για την οποία προετοιμάστηκε αυτή η παρουσίαση.
  6. Jameson, Fredric. 1998. The cultural turn: selected writings on the postmodern, 1983-1998. London: Verso. (σελ.38)
  7. πρβλ. Leontidou, Lila. 1990. The Mediterranean city in transition: social change and urban development. Cambridge: CambridgeUniversityPress.
  8. Σε σχέδια του ErnestHébrard.
  9. Οικονόμου, Λεωνίδας. 2010, Οικόπεδα με δόσεις: Η παραγωγή του χώρου στην αθηναϊκή περιφέρεια (1950-1960) στο Αμφισβητούμενοι χώροι στην πόλη, επιμ. Κ. Γιαννακόπουλος – Γ. Γιαννιτσιώτης. Αθήνα: Αλεξάνδρεια
  10. Ο εντοπισμός των τριών αιτιών που ακολουθούν, σχετικά με την καθυστέρηση της ανάπτυξης της ριζοσπαστικής σκέψης, είναι του Soja, Edward W. 1989. Postmodern geographies: the reassertion of space in critical social theory. London: Verso.
  11. Βούλγαρης, Γιάννης. 2007. “Αναγνώσεις” του Γκράμσι. Μια αναδρομή από την οπτική της παγκοσμιοποίησης. Ο Πολίτης. 160. Νοέμβριος 2007.
  12. Χαστάογλου, Βίλμα. 1982. Η σχέση πόλης/υπαίθρου στον Γκράμσι: μια απογραφή των κυριότερων θεμάτων. Πόλη και περιφέρεια. 3. Ιανουάριος-Απρίλιος 1982.
  13. Βούλγαρης, Γιάννης, ό.π.
  14. πρβλ. Μπετζέλος, Τάσος. 2012. “Κράτος Μάζες και Πολιτική”. Εκτός Γραμμής. τ.30. Αύγουστος 2012.
  15. Ας φέρουμε για παράδειγμα, ένα ζήτημα που αφορά και τον χώρο, σχετικά με το ρόλο της επιστήμης στο μετασχηματισμό του θεωρητικού/ιδεολογικού αντικειμένου σε “θεωρητική πρακτική” -αντί για γνωσιακή πράξη-, εργαζόμενη επί ιδεολογικών αντικειμένων και συγκροτώντας θεωρητικές ιδεολογίες.
  16. Το εργαστήριο του Lefebvre στο Πανεπιστήμιο Paris X στη Ναντέρ του Παρισιού διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στην κοινωνική έκρηξη και τον ίδιο τον αγώνα του Μάη του 1968.
  17. Smith, Neil. 2002. New Globalism, New Urbanism: Gentrification as Global Urban Strategy. Antipode. 34 (3): 427-450.
  18. Ιδιαίτερα από τη “Συσσώρευση του Κεφαλαίου” της Ρόζα Λούξεμπουργκ. Μετάφραση Θέμη Μιχαήλ. Αθήνα: Διεθνής Βιβλιοθήκη
  19. Marx, Karl, and Martin Nicolaus. 1993. Grundrisse: foundations of the critique of political economy. London: Penguin Books in association with New Left Review. (σελ.506-8)
  20. Jameson, Fredric. 1998. The cultural turn: selected writings on the postmodern, 1983-1998. London: Verso. (σελ.160-1)
  21. Ομοίως.
  22. Ενδεικτικά για τη ρώσικη πρωτοπορία των πολεδομιστών (Sabsovich, Viktor, Vesnin, Panteleymon, Golosov) και των α-πολεοδομιστών (Okhitovic).
  23. Soja, Edward W. 1989. Postmodern geographies: the reassertion of space in critical social theory. London: Verso.  (σελ.95)
  24. Harvey, David. 2005. Spaces of neoliberalization: towards a theory of uneven geographical development : Hettner-Lecture 2004 with David Harvey. Stuttgart: FranzSteinerVerlag.
  25. Ομοίως.
  26. Kopp, Anatole. 1976. Πόλη και Επανάσταση: η Σοβιετική αρχιτεκτονική και πολεοδομία στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. μετ. Π.Γ. Λαζαρίδη. Αθήνα: Νέα Σύνορα.
  27. Ομοίως
  28. πρβλ. Lefebvre, Henri. 1991. The production of space. Oxford, OX, UK: Blackwell.
  29. Marx, Karl, and Martin Nicolaus. 1993. Grundrisse: foundations of the critique of political economy. London: Penguin Books in association with New Left Review. (σελ.101)
  30. Για αυτή τη φράση του Λένιν, ευχαριστώ το Δημ. Δημητούλη που μου επέστησε την προσοχή.
  31. Αθανασίου, Αθηνά. 2010, “Το μαύρο στην πλατεία: Χαρτογραφώντας την απαγορευμένη μνήμη” στο Αμφισβητούμενοι χώροι στην πόλη, επιμ. Κ. Γιαννακόπουλος – Γ. Γιαννιτσιώτης. Αθήνα: Αλεξάνδρεια
  32. Γιαννιτσιώτης, Γιάννης. 2010. “Ο Άρης Βελουχιώτης επιστρέφει στη Λαμία: Χωρικές διαμάχες γύρω από έναν μνημονικό τόπο” στο Αμφισβητούμενοι χώροι στην πόλη, επιμ. Κ. Γιαννακόπουλος – Γ. Γιαννιτσιώτης. Αθήνα: Αλεξάνδρεια
  33. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έδειξε αριστουργηματικά στην ταινία “Μεγαλέξαντρος” (1980) το πως ακόμα και η μνήμη μιας επαναστατικής διαδικασίας, εμπλουτισμένης με πολλά ανορθολογικά και ορθολογικά περιεχόμενα, όταν ηττάται, γίνεται ένα αλλοτριωμένο από την αρχική του ουσία μνημείο που “έτσι μπαίνει στις πόλεις”. Η μάχη για την βιωμένη πόλη των σημερινών κυριαρχούμενων, είναι η μάχη για το δικαίωμα στην πόλη, είναι μία συνεχής, αλλά και νικηφόρα μάχη για τη μνήμη και είναι, εν τέλει, μάχη του πραγματικού ενάντια στο αλλοτριωμένο.

Δημοσιεύθηκε στην Αναδημοσιεύσεις και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *