Η Εργατική Τάξη και το Σπίτι: αποκλεισμός και ενσωμάτωση μέσω της πρόσβασης στην κατοικία στην Ελλάδα

ergatiki-taksiκατεβάστε το pdf εδώ

Θα μπορούσε κανείς να γράψει μία ιστορία του καπιταλισμού μέσα από την προσπάθειά του να αποικιοποιήσει όλο και περισσότερες ανθρώπινες ανάγκες. Πράγμα που σημαίνει, αναγκαστικά, να τις εμπορευματοποιήσει. Στη σύνθετη αυτή διαδικασία αποικιοποίησης και εμπορευματοποίησης θα έπρεπε κανείς να συμπεριλάβει όλες τις διευρυνόμενες ανάγκες οι οποίες δημιουργούνται ιστορικά σε κάθε φάση ανάπτυξης της κοινωνίας, δηλαδή και τις ανάγκες που δημιουργεί ο ίδιος ο καπιταλισμός.

Σε αυτή την πορεία δημιουργίας νέων πεδίων αξιοποίησης του κεφαλαίου υπάρχουν κάποια εμπορεύματα που, λόγω του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσής τους, λειτουργούν καταλυτικά, με μια έννοια κεντρικά, ως προς τις συνέπειές τους στην ενσωμάτωση των εργαζόμενων με καθορισμένο ιστορικά τρόπο στον καπιταλισμό. Ταυτόχρονα, τα εμπορεύματα αυτά, έχουν αλλάξει ριζικά τη μορφή των πόλεων παγκόσμια. Ένα τέτοιο εμπόρευμα-οδηγός μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε το αυτοκίνητο. Ένα άλλο ο ηλεκτρονικός υπολογιστής (και ακόμη περισσότερο σε συνδυασμό με το internet). Στην παραγωγή αυτοκινήτων εφαρμόστηκε για πρώτη φορά η φορντική αλυσίδα παραγωγής μέσα από την οποία γενικεύτηκε η φιγούρα του εργάτη-μάζα και ταυτόχρονα τα μεγάλα συνδικάτα˙ με την κατανάλωσή του προωθήθηκε η εξατομίκευση στις μετακινήσεις και η μαζική καταναλωτική κουλτούρα, ενώ με τις υποδομές που το υπηρετούσαν, τους μεγάλους δρόμους, διαλύθηκαν οι γειτονιές και εξερράγησαν οι πόλεις με τη δημιουργία απομακρυσμένων προαστίων. Με τον Η/Υ και το internet έγινε δυνατή η αποκέντρωση της παραγωγής, η κονιορτοποίηση του εργάτη-μάζα στον πρώτο κόσμο, η επέκταση της τριτογενούς παραγωγής και της χρηματιστικοποίησης. Την ίδια στιγμή διαδόθηκαν οι εξατομικευμένες καταναλωτικές κουλτούρες και τα αντίστοιχα lifestyle, ενώ στο επίπεδο των πόλεων, αναδύθηκαν παγκόσμιες πόλεις, τα επιχειρηματικά κέντρα των οποίων ενορχηστρώνουν τις ροές του κεφαλαίου παγκόσμια.

Εδώ θέλουμε να διερευνήσουμε ένα άλλο «κεντρικό» εμπόρευμα και τη σχέση του με την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης ιστορικά – την κατοικία. Από τη μία, η παραγωγή κατοικιών έχει λίγα να δείξει ως προς την συμβολή της στην αναδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας και συνεπώς στην ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στη σφαίρα της παραγωγής (στους χώρους του εργοστασίου και του γραφείου-σε αυτή την περίπτωση  και του γιαπιού). Η οικοδομή παραμένει έως σήμερα ένας κλάδος με χαμηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και όπου μικρές τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες έχουν γίνει ως σήμερα (αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην Ελλάδα). Από την άλλη, η συνολική μάζα του κεφαλαίου και της εργασίας που απασχολείται στον κλάδο -και άρα η συνολική υπεραξία που αποσπάται- είναι τόσο μεγάλη που τον κάνει εξαιρετικά σημαντικό για τον καπιταλισμό παγκόσμια. Ταυτόχρονα, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε, πως ο τρόπος με τον οποίο εξασφαλίζει η εργατική τάξη την πρόσβασή της στο εμπόρευμα-κατοικία μπορεί να φωτίσει το πώς σε κάθε φάση του καπιταλισμού αυτή ενσωματώνεται (ή όχι) οικονομικά, ιδεολογικά και πολιτικά.

Δεν θα μιλήσουμε μόνο γενικά για τον καπιταλισμό. Θα δούμε πώς λειτούργησαν και λειτουργούν τα παραπάνω συγκεκριμένα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, οπότε θα κάνουμε μια αναδρομή στους σημαντικούς σταθμούς της οικιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε αυτά που υπαινισσόμαστε παραπάνω. Τέλος, θα προσπαθήσουμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα για τη γενικότερη σημερινή συγκυρία της κρίσης και της κρίσης της κατοικίας ειδικότερα.

*

Ποια είναι η λειτουργία της κατοικίας σε μια καπιταλιστική κοινωνία; Θα μπορούσε κανείς να διακρίνει τρεις διαφορετικές. Κατ’ αρχήν είναι ένα εμπόρευμα σαν όλα τα άλλα. Δηλαδή, κεφάλαια διαφόρων μεγεθών επενδύονται στην παραγωγή κατοικιών οι οποίες πωλούνται με σκοπό το κέρδος. Από την άλλη, μέσα στις πόλεις είναι μια χρήση γης η οποία βρίσκεται σε ανταγωνισμό με άλλες, πιθανώς πιο κερδοφόρες τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, χρήσεις. Τέλος, είναι ίσως το σημαντικότερο μετά την τροφή και την ένδυση απαραίτητο στοιχείο της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης. Οι εργαζόμενοι πρέπει κάπου να στεγαστούν τη νύχτα (ή τη μέρα) για να είναι σε θέση να πάνε στην δουλειά την επόμενη μέρα (ή νύχτα). Όλες οι λειτουργίες μας φέρνουν αντιμέτωπους και με την έννοια της γαιοπροσόδου[1]. Όλα τα παραπάνω τα θεωρούμε αναλλοίωτα, δομικά χαρακτηριστικά της κατοικίας σε όλες τις καπιταλιστικές κοινωνίες, από ένα στάδιο ανάπτυξής τους και μετά. Έτσι, αποτελούν, κατά τη γνώμη μας καλά εννοιολογικά εργαλεία για να αρχίσει να εξετάζει κανείς το ερώτημά μας ιστορικά.

*

Θα αρχίσουμε το ξεδίπλωμα της ελληνικής ιστορίας της οικιστικής ανάπτυξης από το 1922 και την έλευση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, για το μοναδικό λόγο ότι αυτό είναι το χρονικό σημείο όπου η εργατική τάξη μαζικοποιείται σημαντικά και μια πολύπλευρη κρίση αρχίζει να εκτυλίσσεται. Μέρος αυτής της κρίσης αποτελεί και η κρίση κατοικίας. Η άφιξη των προσφύγων και η εγκατάστασή τους έθεσε επιτακτικά το πρόβλημα της στέγασής τους. Ενδεικτικό του ρόλου της προσφυγικής εγκατάστασης στην επέκταση του οικιστικού χώρου είναι το ότι μετά το 1928 (που σταματούν οι εσωτερικές μετακινήσεις πληθυσμών), στις πόλεις της χώρας κατοικούν μόλις 39% ντόπιοι, 27,7% πρόσφυγες και 33,3% εσωτερικοί μετανάστες. Στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη τα ποσοστά των προσφύγων είναι 41%, 74% και 67% αντίστοιχα. Η κρίση κατοικίας σε αυτή τη φάση τα αμέσως επόμενα χρόνια (μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο) παίρνει τη μορφή της έλλειψης του αναγκαίου οικιστικού αποθέματος, δηλαδή διαθέσιμων σπιτιών.

Με την άφιξη των προσφύγων υπήρξε μεγάλη κινητοποίηση του κράτους και των διεθνών οργανισμών για την εξασφάλιση της στέγης τους. Παρ’ όλη όμως την αρχική κινητοποίηση, η συνολική κρατική συνεισφορά σε σπίτια ήταν ιδιαίτερα μικρή και η σχετική οικοδομική δραστηριότητα κράτησε μόλις τρία χρόνια, ως το 1925. Κύριοι φορείς υπήρξαν το Ταμείο Περίθαλψης Προσφύγων, που φρόντισε για την άμεση στέγασή τους σε καλύβες, σκηνές και παράγκες τον πρώτο καιρό της άφιξης, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ), που ήταν υπερεθνικός οργανισμός εποπτευόμενος από την Κοινωνία των Εθνών, το Υπουργείο Πρόνοιας, η Υπηρεσία Δημοσίων Κτημάτων και φυσικά η Βουλή με το σχετικό νομοθετικό έργο. Ειδικά η ΕΑΠ δεν λειτουργούσε ως οργανισμός δωρεάν παροχής κατοικίας, αλλά έχτιζε κατοικίες τις οποίες οι πρόσφυγες έπρεπε να αγοράσουν με δικά τους χρήματα ή με δάνεια που τους χορηγούνταν. Τέτοιες κατοικίες χτίστηκαν σε περιοχές γύρω και σε απόσταση από την Αθήνα και τον Πειραιά, σε περιοχές όπως: Καισαριανή, Βύρωνας, Νέα Ιωνία, Υμηττός, Παγκράτι, Καλλιθέα, Κοκκινιά. Γενικά, δεν υπήρξε κάποιο συνολικό σχέδιο για τον τρόπο με τον οποίο θα γινόταν ο εποικισμός του περιαστικού χώρου. Θα λέγαμε με ασφάλεια πως οι μόνες πολιτικές επιλογές που έγιναν σε αυτή την πρώτη φάση ήταν η θέση των οικισμών, η χωροθέτησή τους σε σχέση με την υφιστάμενη πόλη και η μορφή της νομής της κατοικίας. Σε αυτές τις γραμμές, οι βασικές επιλογές του σχεδιασμού ήταν δύο: ο αποκλεισμός των προσφύγων μέσω του χωρικού διαχωρισμού[2] και η στέγασή τους σε ιδιόκτητες κατοικίες. Οι νέοι οικισμοί χτίστηκαν σε απόσταση από τα τότε όρια της πόλης με τη δικαιολογία ότι δεν πρέπει να διαταραχτεί η ζωή των ντόπιων, αλλά και ότι οι πρόσφυγες πρέπει να κατοικήσουν σε ένα ομοιογενές και οικείο κοινωνικό περιβάλλον.

Ο τύπος της ιδιοκτησίας της γης δεν υπήρξε σημαντικός παράγοντας στη λήψη των σχετικών αποφάσεων, αφού οι απαλλοτριώσεις προχώρησαν ανεξάρτητα από το αν τα κτήματα ήταν ιδιωτικά ή εκκλησιαστικά. Ο καθοριστικός παράγοντας δεν ήταν ο οικονομικός, αλλά η πολιτική απόφαση για εγκατάσταση των προσφύγων σε αραιοκατοικημένες περιοχές στις παρυφές των πόλεων και επίσης, πράγμα ακόμα πιο σημαντικό, σε ιδιόκτητες κατοικίες.

Οι φτωχοί πρόσφυγες, από τη δική τους μεριά, φυσικά και δεν περίμεναν μέχρι να καλυφθούν οι στεγαστικές τους ανάγκες μέσω της, ούτως ή άλλως ελλιπούς, κρατικής πολιτικής παροχής κατοικίας. Με το που έφτασαν στις πόλεις, κατέλαβαν οποιαδήποτε κτίρια και γη για να στεγαστούν… Θέατρα, εκκλησίες, βαγόνια, οτιδήποτε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως στέγη καταλήφθηκε, ενώ συγκρούσεις με την αστυνομία για κατάληψη περιαστικής γης αναφέρονται από το καλοκαίρι του 1926. Τα αμέσως επόμενα χρόνια, μετά την αποπεράτωση των κατοικιών της ΕΑΠ, οι πρόσφυγες σε πολλές περιπτώσεις καταλάμβαναν τα σπίτια αυτά. Έτσι συνέβη στους οικισμούς της Νέας Ιωνίας και του Βύρωνα από όπου στη συνέχεια εκδιώχθηκαν ή στον οικισμό της Καισαριανής όπου το κράτος δεν κατάφερε να επιβάλλει εξώσεις και τα σπίτια έμειναν κατειλημμένα.  Άλλοι οι οποίοι είχαν εξασφαλίσει τις κατοικίες αυτές από την ΕΑΠ, με την προϋπόθεση φυσικά να τις πληρώσουν, απέφευγαν την εξόφλησή τους. Τα σχετικά χρέη διαγράφηκαν το 1944.

Ο βασικός όμως τρόπος με τον οποίο η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στεγάστηκαν ήταν ο εξής: σε περιοχές γύρω από τους οικισμούς που ανέπτυξε η ΕΑΠ (αλλά και αλλού) γαιοκτήμονες[3] οικοπεδοποιούσαν τη γη τους και πουλούσαν τα μικρά οικόπεδα˙ οι πρόσφυγες έχτιζαν εδώ παράνομα[4], μόνοι τους ή με αλληλοβοήθεια, κυρίως νύχτα και τμηματικά, αψηφώντας την πολεοδομική νομοθεσία και τους οικοδομικούς κανονισμούς. Πρόκειται για τη διαδικασία της αυθαίρετης δόμησης η οποία μετά τη δεκαετία του ’30, με τη συγχώνευση εσωτερικών μεταναστών και προσφύγων, ακολουθήθηκε και από τους ντόπιους πληθυσμούς. Η κατάσταση, ήδη από το 1925, είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο της κυβέρνησης και της ΕΑΠ, οι οποίες τελικά είχαν καθορίσει μόνο το προς τα πού θα επεκτείνονταν η πόλη. Ο μεγάλος όγκος των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων θα αυτοστεγάζονται[5] για κάποιες δεκαετίες με αυτόν τον τρόπο. Η οικιστική εξάπλωση προχωρά ταχύτατα.

Γιατί όμως το κράτος δεν έκανε τίποτα για να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη; Στην ουσία η σχετική απραξία του αντανακλά μια ισορροπία, στην οποία συναινούσαν σχεδόν όλες οι μερίδες των κυρίαρχων τάξεων. Κατ’ αρχήν, η βιομηχανική αστική τάξη εξασφάλιζε χαμηλό κόστος αναπαραγωγής (και άρα χαμηλούς μισθούς) λόγω της αυτοστέγασης και της ιδιοκατοίκησης της εργατικής τάξης, καθώς αυτή δεν πλήρωνε νοίκια. Επιπλέον, η γεωγραφική καθήλωση του προλεταριάτου, αύξανε την εξάρτησή του από το συγκεκριμένο κάθε φορά αφεντικό και μείωνε τη διεκδικητική του δύναμη, τουλάχιστον θεωρητικά. Εκτός όμως από τα παραπάνω, οι βιομήχανοι ευνοήθηκαν και από το γενικό πλαίσιο αναδασμού, αφού θεσμοθετήθηκε η απαλλοτρίωση γης από το κράτος και η δωρεάν παραχώρησή της για ίδρυση βιομηχανιών, απαλλάσσοντας τους από ένα σημαντικό κόστος. Οι γαιοκτήμονες, από τη μεριά τους ευνοήθηκαν από την αύξηση της ζήτησης και άρα της τιμής της περιαστικής γης και αποκόμισαν μεγάλα κέρδη πουλώντας χωράφια ως οικόπεδα. Το κατασκευαστικό κεφάλαιο, που αποτελείται τότε κυρίως από μικρούς και μεσαίους εργολάβους ευνοήθηκε επίσης, μέσω της χαλαρότητας της πολεοδομικής νομοθεσίας. Εξάλλου, βρισκόταν έτσι κι αλλιώς σε πολύ καλή θέση λόγω της γενικότερης αστικοποίησης της δεκαετίας του ’20. Τέλος, το κράτος, σαν ο γενικός εκφραστής των συμφερόντων όλων των παραπάνω, προσπαθούσε να εξασφαλίσει τη συναίνεση της εργατικής τάξης μέσω με της ανοχής και την μετέπειτα νομιμοποίησης της αυθαίρετης οικοδόμησης.

Συνοψίζοντας τα χαρακτηριστικά του τρόπου στέγασης της εργατικής τάξης σε αυτή τη φάση ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, μπορούμε να πούμε ότι είναι τα παρακάτω: η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα γενικότερα στεγάζονται σε ιδιόκτητη γη και σε κατοικίες που χτίζουν παράνομα μόνοι τους. Πρόκειται δηλαδή για παράνομη χρήση αλλά με νόμιμη κατοχή της γης, που γενικά δεν αμφισβητεί το θεσμό της ιδιοκτησίας. Το χαμηλό ποσοστό της ενοικίασης (υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης) σπιτιών στην Ελλάδα έχει τις ρίζες του σε εκείνη ακριβώς την εποχή. «Στα αστικά κέντρα δεν επρόκειτο για μικροϊδιοκτησία μέσα στην κυρίαρχη αγορά, αλλά για τρόπο εναλλακτικό που αναπτύχθηκε παρά την εμπορευματοποίηση της γης και της κατοικίας»[6]. Στη φάση αυτή, για τα λαϊκά στρώματα η αξία χρήσης της κατοικίας επικρατεί της ανταλλακτικής της αξίας, καθώς η κατοικία δεν εισέρχεται στην αγορά ως εμπόρευμα και αφού σημασία είχε η κάλυψη της ανάγκης σε στέγη, την οποία κανείς μέσα στην εργατική τάξη δεν έβλεπε σαν εμπόρευμα ή επένδυση.

Η εξάπλωση της μικροϊδιοκτησίας της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, όπως είπαμε προηγουμένως, ήταν επιλογή των κυρίαρχων τάξεων. Όπως δική τους επιλογή ήταν και ο χωρικός διαχωρισμός τους. Οι επιλογές αυτές δείχνουν, από την πλευρά του κράτους, μια ένταση ανάμεσα στην προσπάθεια για ενσωμάτωση και σε ένα φόβο για τις επικίνδυνες τάξεις που οδηγεί στον αποκλεισμό με σκοπό τον έλεγχό τους. Τελικά, αυτό που κατάφερε η επαμφοτερίζουσα αυτή πολιτική ήταν να δημιουργήσει εκτεταμένες περιοχές στις μεγάλες πόλεις οι οποίες ελέγχονταν από αυτές τις τάξεις[7]. Στις περιοχές αυτές η εργατική τάξη απέκτησε ανεξαρτησία και συνοχή, που σφυρηλατήθηκαν κατά τη διάρκεια του ίδιου του χτισίματός των σπιτιών αλλά και με την αλληλέγγυα ζωή της γειτονιάς. Οι περιοχές του αποκλεισμού μετατράπηκαν σε βάσεις του ταξικού αγώνα ήδη από τη δεκαετία του ’30 και φυσικά κατά τη διάρκεια της Κατοχής αλλά και μετέπειτα.

*

Όπως είπαμε ήδη, την περίοδο μετά τη λήξη του Εμφυλίου, η κρίση της κατοικίας συνεχίζει να έχει τη μορφή της έλλειψης διαθέσιμων σπιτιών. Αυτή τη φορά όμως αυτή λαμβάνει χώρα μέσα στο γενικότερο εκρηκτικό πλαίσιο της κρίσης που προκάλεσε η κοινωνική σύγκρουση της προηγούμενης δεκαετίας. H κατοχή και ο εμφύλιος, με την αποδιάρθρωση της αγροτικής οικονομίας που προκάλεσαν και την τρομοκρατία που τους ακολούθησε, οδήγησαν πολύ μεγάλες μάζες να εγκαταλείψουν την ύπαιθρο και να εγκατασταθούν στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στην Αθήνα. Η έλλειψη προσφοράς κατοικίας που υπάρχει από το μεσοπόλεμο, έχει ήδη επιδεινωθεί από τις καταστροφές του πολέμου και γίνεται τόσο άσχημη που το 1945 επιβάλλεται ενοικιοστάσιο[8]. Η άφιξη των εσωτερικών μεταναστών, οι οποίοι αναζητούν καταφύγιο στην ανωνυμία των πόλεων και ευκαιρίες για απασχόληση στην οικονομία τους, κάνει την κατάσταση ακόμα χειρότερη μετά το ’50.

Την περίοδο από το ’40 ως το ’61, ο πληθυσμός του Λεκανοπεδίου αυξάνεται περίπου 65% και ξεπερνάει τα 1,8 εκατομμύρια. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι νέοι κάτοικοι εντάσσονται στην εργατική τάξη της πόλης. Εγκαθίστανται κυρίως στη δυτική πλευρά του λεκανοπεδίου, σε περιοχές εκτός σχεδίου τις οποίες χτίζουν αυθαίρετα, με τον ίδιο τρόπο που έκαναν οι πρόσφυγες και οι εσωτερικοί μετανάστες στο μεσοπόλεμο. Αυτή τη φορά όμως, το ξάφνιασμα και η ανοχή του κράτους της προηγούμενης περιόδου έχουν μετατραπεί σε κανονική «συνενοχή» (με άτυπο φυσικά τρόπο)˙ τις παράνομες πωλήσεις οικοπέδων και το αυθαίρετο χτίσιμο ενθάρρυναν και υποστήριζαν τα δίκτυα των τοπικών εξουσιών (βουλευτής της περιοχής, τοπικός χωροφύλακας) σε άρθρωση με κυκλώματα οικοπεδεμπόρων, δικηγόρων, συμβολαιογράφων, τεχνικών, μικροεργολάβων, εμπόρων οικοδομικών υλικών κλπ.

Ας ξεκινήσουμε όμως να κοιτάμε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το ελληνικό κράτος τη δεκαετία μετά τον πόλεμο. Αφού συνοψίσουμε την πολιτική του για την κατοικία, θα βγάλουμε αρκετά χρήσιμα συμπεράσματα για το μετασχηματισμό της εργατικής τάξης από το ’50 ως τα μέσα της δεκαετίας του ’70 περίπου. Η διαρκής διαπλοκή οικονομίας και πολιτικής, η οποία θα εμφανίζεται στην ανάλυση αυτής της περιόδου, δεν προκύπτει από κάποια μεθοδολογική αβλεψία, αλλά από την πραγματικότητα της εποχής, καθώς το καθεστώς, του οποίου η εξουσία είχε απειληθεί την προηγούμενη δεκαετία, προσπαθούσε μέσα από οικονομικά μέτρα να πετύχει πολιτικούς στόχους, δηλαδή, την αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής. Βέβαια, αφού εξασφαλιστεί μια κάποια κοινωνική συναίνεση, στόχος είναι πάντα η προώθηση των διαδικασιών ανάπτυξης και συσσώρευσης του κεφαλαίου.

Το 1950 βρίσκει, λοιπόν, το μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος με μια μεγάλη μάζα ηττημένων μεν, υπαρκτών δε, αντιπάλων του να ζουν στις μεγάλες πόλεις. Σπίτια για να στεγαστούν αυτοί αξιοπρεπώς δεν υπάρχουν αρκετά και το κράτος δεν έχει σοβαρά κεφάλαια για να τα χτίσει[9]. Επίσης, στις ίδιες πόλεις ζουν και οι άλλοι, αυτοί που συνεργάστηκαν με το κράτος στην Κατοχή και τον Εμφύλιο, συνήθως (αλλά όχι πάντα) σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από τους πρώτους. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η κρατική στρατηγική στόχευε στη φυσική και ιδεολογική συντριβή των πρώτων και στη σταθεροποίηση της συμμαχίας του με τους δεύτερους. Σταδιακά όμως και όλοι έπρεπε να ενσωματωθούν, για νε εξασφαλιστεί μέσω της πολιτικής συναίνεσης η αναπαραγωγή του καπιταλισμού. Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων η πολιτική κατοικίας υπήρξε κρίσιμης σημασίας.

Η ανοικοδόμηση επιλέχθηκε σαν στρατηγικός τομέας της οικονομίας για μια σειρά από λόγους: προκαλούσε αύξηση της βιομηχανικής δραστηριότητας και αύξανε την αγοραστική δύναμη σημαντικού τμήματος του πληθυσμού˙ εξασφαλιζόταν η κατανάλωση γεωργικών και βιομηχανικών προϊόντων˙ κυρίως, όμως[10], δημιουργούσε πολλές θέσεις εργασίας και με την ταυτόχρονη βελτίωση των συνθηκών στέγασης καταπολεμούσε τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Όπως, όμως, είπαμε παραπάνω, κρατικά χρήματα για να ξεκινήσει η ανοικοδόμηση δεν υπήρχαν, οπότε αυτό έπρεπε να γίνει με ιδιωτικά κεφάλαια.

Ποια ήταν αυτά τα ιδιωτικά κεφάλαια που μπορούσαν να κινητοποιηθούν; Σε πρώτο χρόνο ήταν οι μικρές και μεγάλες περιουσίες που κάποιοι κατάφεραν να κάνουν κατά τη διάρκεια του πολέμου (φανταζόμαστε με τα εντιμότερα μέσα). Τα κεφάλαια αυτά, συνήθως στα χέρια μικροαστών και μεσοαστών δεν μπορούσαν να βρουν επενδυτική διέξοδο σε άλλες παραγωγικές (βιομηχανικές) δραστηριότητες, οι οποίες κυριαρχούνταν από την μεγαλοαστική τάξη. Στη βάση μιας νομοθετικής ρύθμισης και κάποιων οικονομικών συγκυριών[11], μεγάλο τμήμα των κεφαλαίων αυτών οδηγήθηκε (και αυγάτισε) στην οικοδομή και συγκεκριμένα στο χτίσιμο πολυκατοικιών με αντιπαροχή. Η διαδικασία αυτή αφορά βέβαια τα μικρο-μεσοαστικά στρώματα με τα οποία το κράτος ήθελε να παγιώσει τη συμμαχία του. Στις νέες πολυκατοικίες που χτίζονται κατοικούν οι ίδιες κοινωνικές τάξεις, καθώς και κάποιοι εσωτερικοί μετανάστες από την ύπαιθρο. Αυτοί, αφού ρευστοποίησαν μια περιουσία κατέβηκαν στην πόλη να αγοράσουν ένα σύγχρονο διαμέρισμα. Η εργατική τάξη σε αυτή την περίοδο εμφανίζεται αρχικά μόνο ως παραγωγός, ως οικοδόμος. Και είναι ευχαριστημένη όταν υπάρχει οικοδομική δραστηριότητα, άρα δουλειά. Στο βαθμό που λόγω της μαχητικότητάς της αυξάνει τα μεροκάματα, είναι ακόμα πιο ευχαριστημένη. Η μέθοδος, όμως, της αντιπαροχής σε συνδυασμό με τις διαδοχικές νομιμοποιήσεις παράνομων σπιτιών και αυθαίρετων οικισμών, δρομολόγησαν οικονομικές διεργασίες που πλέον ενέπλεξαν την εργατική τάξη διαφορετικά, σαν ιδιοκτήτρια τάξη.

Όπως είπαμε παραπάνω, οι νέοι φτωχοί μετανάστες από την ύπαιθρο συνέχισαν να χτίζουν αυθαίρετα γύρω από τους παλιούς οικισμούς, με την εμπλοκή και την ενθάρρυνση τμημάτων του κρατικού μηχανισμού. Αυτό γινόταν μέχρι σχεδόν τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Το 1955 όμως, γίνεται η αρχή για έναν σημαντικό μετασχηματισμό. Όλα τα αυθαίρετα που είχαν χτιστεί ως τότε εντάσσονται στο σχέδιο πόλης, γίνονται δηλαδή νόμιμα. Οι παλιοί πρόσφυγες που είχαν αγοράσει ένα «αγροτεμάχιο» σε τιμή λίγο πάνω από αυτή της αγροτικής γης στο μεσοπόλεμο, βρέθηκαν με αστική γη στα χέρια τους, με γη δηλαδή πολλαπλάσιας αξίας. Στην ουσία το κράτος κάνει την πρώτη μεγάλη χειρονομία προσεταιρισμού και εξαγοράς της συναίνεσης της εργατικής τάξης. Αυτή η μεταφορά κοινωνικού κεφαλαίου προς τα λαϊκά στρώματα δεν προκαλεί άμεσα ορατά αποτελέσματα στις γειτονιές τους (δεν χτίζονται νέα σπίτια στη θέση των παλιών) που συνεχίζουν να επεκτείνονται ανεξέλεγκτα όπως γινόταν μέχρι τότε. Ούτε μεταφράζεται άμεσα σε χρήμα-κέρδος. Αποτελεί όμως μια υπόσχεση.

Η οικοδομή, (τόσο η μικροοικοδόμηση των λαϊκών στρωμάτων όσο και η αντιπαροχή) έγινε σταδιακά μοχλός της αναπτυξιακής διαδικασίας στον ελληνικό καπιταλισμό, λόγω του τεράστιου όγκου της. Η ζήτηση για οικοδομικά υλικά και προϊόντα ήταν τόσο μεγάλη που το σχετικό βιομηχανικό κεφάλαιο συσσωρεύτηκε σε βαθμό που εξελίχθηκε σε ολιγοπώλιο και μάλιστα προχώρησε σε σημαντικές εξαγωγές. Επίσης, η ζήτηση για καταναλωτικά προϊόντα που σχετίζονταν με τους νέους τρόπους ζωής που υπαγόρευε ο νέος τρόπος κατοίκησης στα διαμερίσματα, οδήγησε σε μεγάλη ανάπτυξη τη βιομηχανία οικιακών ειδών για κατανάλωση. Τέλος, το πρόβλημα της έλλειψης κατοικίας λύθηκε σε μεγάλο βαθμό[12]. Είχαμε στην Ελλάδα, συνεπώς, μια διαδικασία αντίστροφη με αυτή των πιο ανεπτυγμένων καπιταλισμών του βορρά της Ευρώπης, όπου η εκβιομηχάνιση οδήγησε στην αστικοποίηση. Εδώ, μια αρχική μάζα αποθησαυρισμένου κεφαλαίου οδηγείται απ’ ευθείας στην οικοδομή (επειδή δεν μπορεί να πάει αλλού, εκτός φυσικά από την κατανάλωσή του) και η οικοδομική δραστηριότητα πυροδοτεί τη βιομηχανική παραγωγή[13]. Η συνολική οικονομική δραστηριότητα σε συνδυασμό με τους ταξικούς αγώνες, οδηγούν στη συνεχή άνοδο του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης ως και το ’70. Οι ταξικοί αγώνες είναι τόσο έντονοι που η αντίδραση που έρχεται ως απάντηση είναι η επιβολή της χούντας.

Σε όλη αυτή την περίοδο οι λαϊκές οικογένειες κάνουν σκληρές οικονομίες και οδηγούν οποιεσδήποτε αποταμιεύσεις έχουν στην απόκτηση οικοπέδου και κατοικίας. Στις συνθήκες γενικευμένης εργασιακής επισφάλειας, το ιδιόκτητο σπίτι θεωρούνταν ως μια βάση για να στηριχθεί ο καθημερινός αγώνας για άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Το ιδιόκτητο σπίτι και όχι η εξασφαλισμένη στέγη π.χ. από το κράτος. Βάσει αυτών των αντιλήψεων και της πολιτικής του κράτους που διευκόλυνε και μετέπειτα πριμοδοτούσε την αυθαίρετη δόμηση, οδηγήθηκε μεγάλο μέρος της λαϊκής αποταμίευσης, που έγινε εφικτή λόγω της ανόδου του βιοτικού επιπέδου, προς την αγορά γης και την οικοδομή. Έτσι, η όλη δυναμική του κλάδου και της συνολικής αναπτυξιακής διαδικασίας συνέχισε να εξελίσσεται.

Η αυθαίρετη δόμηση με τις διαδοχικές εντάξεις στο σχέδιο πόλης και η αντιπαροχή με τις σχετικές νομοθετικές, φορολογικές κλπ. διευκολύνσεις, ήταν οι δύο αλληλοσυμπληρούμενοι τρόποι με τους οποίους λύθηκε σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα της στέγης στις μεταπολεμικές δεκαετίες. Φορέας της πρώτης ήταν η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, ενώ της δεύτερης τα μικρά και μεσαία αστικά στρώματα. Από τις δύο παράλληλες διαδικασίες προέκυψε γενική μεγάλη αύξηση της τιμής της γης. Έτσι, ενώ οι μικρο-μεσοαστοί κερδίζουν πολλά με την αντιπαροχή, όλοι οι ιδιοκτήτες γης επωφελούνται, ανεξαρτήτως της ταξικής τους θέσης. Αρχικά, η εργατική τάξη αντιμετωπίζει το ιδιόκτητο οικόπεδο και το αυθαίρετο σαν καταφύγιο από την επισφάλεια. Σαν αξία χρήσης. Σταδιακά, όμως, και μετά την πρώτη νομιμοποίηση και ένταξη στο σχέδιο πόλης των παλιών αυθαιρέτων, η αγορά οικοπέδου και το αυθαίρετο αρχίζουν να αντιμετωπίζονται σαν επένδυση, σαν ανταλλακτική αξία. Η υπόσχεση που είχε δώσει  το κράτος ήταν υπόσχεση μικροαστικοποίησης.

Το ’68, θέλοντας η χούντα να δώσει ώθηση στην οικοδομική δραστηριότητα, που έδειχνε σημάδια κάμψης, αύξησε του συντελεστές δόμησης[14] σε όλη την επικράτεια, ενώ χτυπούσε τα συνδικάτα και τους ταξικούς αγώνες στην οικοδομή. Ταυτόχρονα, νομιμοποίησε τα αυθαίρετα που είχαν χτιστεί ως τότε, αλλά με εισφορά των ιδιοκτητών (άλλωστε το σπίτι είχε ήδη αρχίζει να λογίζεται σαν ανταλλακτική αξία). Αυτό το χτύπημα διέλυσε τις εργατικές συνοικίες, όπως είχαν αναπτυχθεί από το μεσοπόλεμο ως τότε, χωρικά και κοινωνικά. Τα σπιτάκια των παλιών οικισμών γκρεμίστηκαν και στη θέση τους χτίστηκαν πολυκατοικίες με αντιπαροχή, η οποία βγήκε από τα όρια των κεντρικών περιοχών όπου είχε αναπτυχθεί τα προηγούμενα χρόνια. Παλιοί αυθαίρετοι οικιστές επωφελούνται της διαδικασίας και βρίσκονται με περισσότερες από μία ιδιοκτησίες στις νεόδμητες πολυκατοικίες. Έτσι, μετατρέπονται και τυπικά σε μικροαστούς.

Όσο για τη συγκρότηση της γενικής πολιτικής συναίνεσης, μπορούμε να συνοψίσουμε κάποια πράγματα. Η κυρίαρχη μεγαλοαστική τάξη εμπλέκεται στη διαδικασία κυρίως αρνητικά και έμμεσα. Αρνητικά γιατί τα κατεστημένα στη βιομηχανία κεφάλαια (είτε εγχώρια, είτε ξένα), αμέσως μετά τον πόλεμο απέτρεψαν την είσοδο νέων, αφήνοντας σχετική διέξοδο στην «παρθένα» ήπειρο της οικοδομής. Στη συνέχεια, η οικοδομή, δημιούργησε νέα ζήτηση για βιομηχανικά (οικοδομικά και καταναλωτικά) προϊόντα και νέες ευκαιρίες για αντίστοιχα κέρδη. Έμμεσα, γιατί η γενικότερη κοινωνική ειρήνη που εξασφαλίστηκε ευνοούσε την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του κεφαλαίου στο εργοστάσιο. Για τους εργολάβους και γενικά για τις εμπλεκόμενες στην οικοδομή επιχειρήσεις, δεν χρειάζεται να πούμε σχεδόν τίποτα αφού η περίοδος αποτέλεσε «χρυσή εποχή». Για τους ιδιοκτήτες γης, οι οποίοι, όπως συμπεραίνεται από τα παραπάνω, ήταν είτε ιδιοκτήτες (ή καταπατητές) εκτάσεων στις παρυφές των υφιστάμενων οικισμών, είτε μικροϊδιοκτήτες που είχαν αποκτήσει τα οικόπεδά τους στην προηγούμενη φάση, η άνοδος της τιμής της γης που παρήγαγε η διπλή διαδικασία αυθαίρετης δόμησης-ένταξης στο σχέδιο πόλης/αντιπαροχής αποτέλεσε ένα σημαντικότατο οικονομικό όφελος και σε πολλές περιπτώσεις μια κλωτσιά προς τα πάνω στην κοινωνική ιεραρχία. Τέλος, το κράτος κατάφερε να πετύχει τον βασικό πολιτικό του στόχο της μετεμφυλιακής περιόδου, την εξάλειψη του «κομμουνιστικού κινδύνου» και την εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και της συναίνεσης των λαϊκών στρωμάτων, μέσα από τις διαδικασίες αστικοποίησης και τις πολιτικές κατοικίας.

Η κρατική πολιτική, περνώντας από διάφορα στάδια, κατάφερε μάλιστα πολύ περισσότερα πράγματα από μια απλή συναίνεση. Σε πρώτη φάση, δημιουργώντας τις συνθήκες για εξασφάλιση δουλειάς και σπιτιού εξασφάλισε μια βραχυπρόθεσμη σταθερότητα. Εκτός από το καρότο όμως, χρησιμοποίησε και το μαστίγιο της απειλής κατεδάφισης για να εξασφαλίσει με τη βία την πολιτική στήριξη. Την ίδια περίοδο φρόντισε να παγιώσει τη συμμαχία με το δικό της στρατόπεδο, τους «εθνικόφρονες» και «νομιμόφρονες» πριμοδοτώντας τη μικροϊδιοκτησία τους και βοηθώντας τους ουσιαστικά να αποκομίσουν σημαντικά κέρδη από τις διαδικασίες αστικοποίησης[15]. Στη συνέχεια, διέχυσε σταδιακά τα οφέλη από τις διαδικασίες αστικοποίησης, υποσχέθηκε στην εργατική τάξη μικροαστικοποίηση. Οι κάτοικοι των λαϊκών αραιοδομημένων γειτονιών διεκδίκησαν και για τις περιοχές τους όρους για πολυκατοικιοποίησή τους, και ενεπλάκησαν σε συνδιαλλαγή με τους κρατικούς φορείς για να το καταφέρουν. Πρόκειται για μια από τις διαδικασίες που εκλαΐκευσαν την αντίληψη ότι όσο πιο κοντά σε μια καίρια κρατική θέση βρίσκεται κάποιος, όσο πιο στενή επαφή με τον κρατικό μηχανισμό έχει, τόσο μεγαλύτερα οφέλη μπορεί να αποκομίσει. Αντίληψη (και πρακτική) που γενικεύτηκε στα ‘80s. Οι διαδικασίες αστικοποίησης, αναδείχθηκαν σε σημαντικότατους τόπους εμπλοκής και διαπραγμάτευσης με τον κρατικό μηχανισμό μεγάλου τμήματος του πληθυσμού. Και το κράτος, όπως και κατά το 19ο αι., μετά την επανάσταση του ’21, επανέλαβε αυτό που ήξερε καλά να κάνει: όπως και τότε, η γη χρησιμοποιήθηκε στρατηγικά για την εξασφάλιση της συναίνεσης. Μεγάλο μέρος της διανομής έγινε μέσα από ένα άτυπο σύστημα επιλεκτικών ρυθμίσεων και παράνομων πρακτικών και διαδόθηκε πλατιά η αντίληψη ότι η μικροϊδιοκτησία γης είναι κοινωνικό δικαίωμα[16]. Το ελληνικό κράτος φαίνεται ότι ξέρει από παλιά να εκμεταλλεύεται καλά ότι πολυτιμότερο έχει – το οικόπεδό του.

Για την εργατική τάξη, η όλη διαδικασία, είχε και ευρύτατες ιδεολογικές συνέπειες. Όπως, είπαμε, επειδή η ιδιόκτητη αυθαίρετη κατοικία υπήρξε αρχικά η μόνη εφικτή λύση για την εξασφάλιση του δικαιώματος στην κατοικία, η αυθαίρετη δόμηση δεν γινόταν αρχικά αντιληπτή σαν μια ατομικιστική, αντικοινωνική δραστηριότητα. Και αρχικά δεν ήταν τέτοια. Με τους μετασχηματισμούς όμως των μεταπολεμικών δεκαετιών και τη μεταστροφή της αντίληψης για την κατοικία από αξία χρήσης σε ανταλλακτική αξία και επένδυση, τελικά έγινε. Ολόκληρη η γη της πόλης και της επικράτειας έγινε αντιληπτή σαν πεδίο εκμετάλλευσης και λεηλασίας. Η ανάπτυξη έγινε ταυτόσημη της οικοδόμησης και κανένας συλλογικός στόχος δεν διαμορφώθηκε για τη στοιχειώδη έστω προστασία του οικιστικού και φυσικού περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα, αναγνωρίστηκε σχεδόν καθολικά η αξία της ιδιόκτητης κατοικίας˙ σαν τέτοιας, σαν ιδιόκτητης.

Από την άλλη, μετά την ήττα της εργατικής τάξης στον εμφύλιο, αρχίζουν να κυριαρχούν ιδεολογικά ο ατομικισμός και η φροντίδα για το στενό κύκλο της οικογένειας. Οι διαδικασίες εκμετάλλευσης της ιδιόκτητης γης εντείνουν αυτόν τον ατομικισμό και τον ανταγωνισμό. Η συλλογική διεκδίκηση από μια συνοικία των διαμεσολαβήσεων για να μπορέσει να πολυκατοικιοποιηθεί προφανώς και δεν έχει καμία σχέση με τους αγώνες των κοινοτήτων την περίοδο του μεσοπολέμου και της κατοχής. Οι στόχοι περιστρέφονται πλέον γύρω από την ατομική ιδιοκτησία και την προσπάθεια αυτή να μεγαλώσει. Επίσης, προάγεται ο ατομικισμός και η συσπείρωση γύρω από το σκληρό οικογενειακό πυρήνα. Τελικά, μέσα από τη διάλυση των παλιών γειτονιών, προωθείται ο νέος τρόπος κατοίκησης στις πολυκατοικίες, ο ασπασμός των κυρίαρχων καταναλωτικών προτύπων και η νέα καθημερινότητα.

Τέλος, η εργατική τάξη, βρέθηκε εμπλεκόμενη σε κάθε είδους διαπραγματεύσεις και αλισβερίσια με διάφορες βαθμίδες του κρατικού μηχανισμού. Μπλεγμένη έτσι στα δίχτυα του κράτους έχασε μεγάλο μέρος από την αυτονομία της προηγούμενης περιόδου. Το κράτος κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να την ενσωματώσει μέσα από τις διαδικασίες αστικοποίησης: μετέτρεψε μεγάλο μέρος της σε μικροαστούς και αλλοίωσε την κοινωνική της συνείδηση.

Όλα τα παραπάνω, δεν εξελίχθηκαν βέβαια χωρίς αντιφάσεις. Το πρόβλημα της κατοικίας που υποτίθεται ότι λύθηκε την περίοδο αυτή (με την έννοια ότι σχεδόν όλοι είχαν από ένα σπίτι για να μείνουν) είχε και την πίσω όψη του. Το 28% του πληθυσμού της χώρας, δηλαδή πάνω από 2.300.000 άτομα, ζούσε σε συνθήκες πυκνοκατοίκησης. Στην Αθήνα 90.000 άτομα ζούσαν σε σπίτια χωρίς ύδρευση, πάνω από 1.300.000 χωρίς αποχέτευση, 720.000 χωρίς μπάνιο και 585.000 χωρίς κουζίνα[17]. Το πρόβλημα της κατοικίας λύθηκε λοιπόν, όπως όπως. Ταυτόχρονα, στον κλάδο της οικοδομής, τον κεντρικότερο κλάδο της οικονομίας όπως είδαμε, αναδείχθηκε ένα από τα μαχητικότερα και μαζικότερα ταξικά υποκείμενα της μεταπολεμικής περιόδου, οι οικοδόμοι. Στεγασμένοι κυρίως στις γειτονιές που άργησαν να επηρεαστούν από την αντιπαροχή, στις γειτονιές των αυθαιρέτων, με πιο συνεκτική κοινωνική δομή, ήταν αυτοί που μέχρι και μετά τη μεταπολίτευση έπλεξαν το νήμα της συνέχειας των αγώνων του μεσοπολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου.

*

Οι διαδικασίες αυτοστέγασης άρχισαν να φθίνουν από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Σταδιακά, η εμπορευματοποίηση της κατοικίας κυριάρχησε επί των διαδικασιών παραγωγής της και η αντιπαροχή έγινε ο κυρίαρχος τρόπος επίλυσης του στεγαστικού για τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού (εκτός των μεγαλοαστικών και υψηλότερων μεσαίων τάξεων που μπορούσαν να χτίσουν το σπίτι τους κατά παραγγελία). Η μετατροπή της κατοικίας σε εμπόρευμα ολοκληρώνεται (και στις αντιλήψεις) και η πρόσβαση στην ιδιοκατοίκηση περνάει πλέον μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς.

Η δεκαετία του ’80 χαρακτηρίζεται από την αδράνεια των διαδικασιών των προηγούμενων δεκαετιών. Η ιδιοκατοίκηση, συμπεριλαμβανομένης και των εργατικών στρωμάτων, συνεχίζει να αυξάνεται, αφού οι αποταμιεύσεις συνεχίζουν να οδηγούνται προς την απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας[18]. Ο καθορισμός, όμως, της πρόσβασης στην κατοικία μόνο από τους μηχανισμούς της αγοράς θέτει και τα όρια μέσα στα οποία κινείται η ποιότητα της κατοικίας για την εργατική τάξη. Τα σπίτια που αγοράζονται δεν είναι καινούρια, είναι χαμηλής ποιότητας και σε προβληματικές θέσεις. Η ποιότητα της κατοικίας και όχι το καθεστώς ενοίκησης είναι αυτό που τη δεκαετία αυτή, αλλά και την επόμενη, υποδεικνύει τις ταξικές διαφορές. Βέβαια, για περίπου δύο δεκαετίες, τα σπίτια που είχαν αποκτηθεί στην προηγούμενη φάση και μέχρι τότε βελτιώνονταν ή μεγάλωναν, δεν άφηναν να φανούν οι ενυπάρχουσες τάσεις υποβάθμισης των στεγαστικών συνθηκών που κυοφορούνταν για την εργατική τάξη (τόσο ως προς την πρόσβαση όσο και ως προς την ποιότητα).

Ταυτόχρονα, φαίνεται ότι η εργατική τάξη καθηλώνεται χωρικά στις παραδοσιακές της συνοικίες, παρά την έντονη κινητικότητα των υπόλοιπων μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων προς τα νέα προάστια.

Ο τελευταίος, πριν ίσως από τον τρέχοντα, μετασχηματισμός στους μηχανισμούς πρόσβασης της εργατικής τάξης στην κατοικία, ακολουθεί τις κατακλυσμιαίες αλλαγές της ελληνικής κοινωνίας κατά τη δεκαετία του ’90. Οι βασικότερες από τις αλλαγές αυτές μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: μετακίνηση σημαντικού ποσοστού της νεότερης εργατικής τάξης προς τις (χαμηλές κυρίως αλλά και μεσαίες) θέσεις του τριτογενούς τομέα, είσοδος της χώρας στις διαδικασίες ένταξης στην ΟΝΕ, εισροή μεγάλου αριθμού μεταναστών/τριών εργατών/τριών από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ αρχικά και χωρών της Ασίας και της Αφρικής στη συνέχεια, επέκταση των καταναλωτικών lifestyles.

Από τη δεκαετία του ‘80 και μετά, η υπόσχεση κοινωνικής ανόδου, μέσα από την απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας, μετατοπίστηκε προς την εκπαίδευση των νεότερων μελών των εργατικών οικογενειών. Όσες από αυτές είχαν τη δυνατότητα, άρχισαν να διοχετεύουν πόρους που άλλοτε θα προορίζονταν στην κατοικία, προς τις σπουδές των παιδιών. Η πρόσβαση σημαντικού τμήματος των παιδιών της εργατικής τάξης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση,  παράλληλα με μια παραγωγική αναδιάρθρωση που δημιουργούσε νέες θέσεις στις υπηρεσίες παρά στη βιομηχανία, οδήγησε μέσα σε μια γενιά στη μετατόπιση μεγάλου ποσοστού της νεότερης εργατικής τάξης προς υπαλληλικές θέσεις του τριτογενούς τομέα αλλά και του κρατικού μηχανισμού. Η διαδικασία αυτή, χωρίς να σημαίνει πάντα και άνοδο του εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου σίγουρα ανανεώνει την υπόσχεση κοινωνικής ανόδου. Το κενό που δημιουργείται στην προσφορά εργατικού δυναμικού στο δευτερογενή τομέα έρχονται να καλύψουν οι μετανάστες.

Η άφιξη των μεταναστών άλλων εθνικοτήτων σήμανε τον, σημαντικότερο από το ’22 και μετά, μετασχηματισμό της εργατικής τάξης. Η Ελλάδα, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και στο εξής γίνεται πολυεθνική χώρα. Οι μετανάστες καταλαμβάνουν τις χαμηλότερες θέσεις της κοινωνικής και οικονομικής ιεραρχίας και αυτό αποτυπώνεται και στον τρόπο στέγασής τους. Ταυτόχρονα, δημιουργείται ένα ρήγμα μέσα στην εργατική τάξη, ένας διαχωρισμός με βάση την εθνικότητα, που ακόμα παραμένει σε μεγάλο βαθμό αγεφύρωτο.

Με την είσοδο της χώρας στις διαδικασίες ένταξης στην ΟΝΕ, δημιουργούνται νέα οικονομικά δεδομένα, με κυρίαρχο για το θέμα μας, τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού, τόσο για τα καταναλωτικά όσο και για τα στεγαστικά δάνεια. Η νέα αυτή εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα την αμεσότερη και μεγαλύτερη εμπλοκή των τραπεζών στην αγορά γης ακινήτων, οι συνέπειες της οποίας μόνο σήμερα φαίνεται ότι μπορούν ίσως να αποτιμηθούν, έπειτα από σχεδόν 20 χρόνια.

Όσον αφορά στις πολεοδομικές εξελίξεις αυτής της περιόδου, δύο είναι οι βασικές: η προαστιοποίηση των μεσαίων και υψηλών τάξεων και η άφιξη των μεταναστών/τριών εργατών/τριών, οι οποίοι στεγάζονται στο πιο απαξιωμένο οικιστικό απόθεμα, όπου αυτό τυχαίνει να βρίσκεται (στην Αθήνα τυχαίνει να βρίσκεται κυρίως στο κέντρο). Πρόκειται βασικά για ενοικιαστές που συνήθως ζουν σε συνθήκες πυκνοκατοίκησης. Η ντόπια εργατική τάξη χαρακτηρίζεται από οικιστική στασιμότητα. Δεν μετακινείται από τις παραδοσιακές περιοχές της, ενώ και η νεότερη εργατική τάξη του τριτογενούς τομέα, ακόμα κι αν βελτιώνει κάπως το βιοτικό της επίπεδο σε σχέση με την προηγούμενη γενιά, στη μεγάλη της πλειοψηφία δεν καταφέρνει να «ξεφύγει» προς περιοχές ανώτερης κοινωνικής σύνθεσης. Αυτό συμβαίνει επειδή η γειτνίαση με την οικογένεια συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό πόρο (π.χ. βοήθεια στη φύλαξη των παιδιών), που επιτρέπει μεν τη μετακόμιση σε πιο καινούργια διαμερίσματα αλλά όχι μακριά από τη γειτονιά των γονιών. Από τις κοινωνικές ομάδες αυτές, εκείνες που αποκτούν μεγαλύτερη οικονομική άνεση αγοράζουν σπίτια σε νεόκτιστους θύλακες μέσα ή στα όρια των παλιών περιοχών, ενώ εκείνες που μόλις και μετά βίας μπορούν να έχουν πρόσβαση στην ιδιοκατοίκηση αγοράζουν σπίτια μικρά και προβληματικά σε σχέση με το μέσο όρο. Οι υπόλοιποι σταδιακά και με αργούς ρυθμούς στρέφονται προς την ενοικίαση.

Όπως αναφέραμε και πριν, η κατοικία σε αυτή τη φάση έχει πλήρως εμπορευματοποιηθεί. Η πρόσβαση της εργατικής τάξης σε αυτή τείνει να έχει τα χαρακτηριστικά που έχει η πρόσβασή της σε οποιοδήποτε εμπόρευμα (λαμβάνοντας φυσικά υπόψη τις ιδιαιτερότητες της κατοικίας σαν εμπόρευμα – βασική ανάγκη, μεγάλο κόστος απόκτησης κλπ). Από τη δεκαετία του ’90 και μετά περνάμε σε μια περίοδο στασιμότητας των εισοδημάτων της. Ταυτόχρονα όμως περνάμε και σε μια φάση μεγάλης επέκτασης της κατανάλωσης. Ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό εφικτό ήταν ο τραπεζικός δανεισμός, η αύξηση του οποίου έγινε δυνατή μέσω της μείωσης των επιτοκίων. Μπορούμε να διακρίνουμε εδώ δύο φάσεις, η πρώτη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ως και το 2001 και η δεύτερη από την ένταξη στην ΟΝΕ ως και το ξέσπασμα της κρίσης το 2008. Κατά την πρώτη φάση ο στεγαστικός τραπεζικός δανεισμός επεκτείνεται, αλλά πρόσβαση σε αυτόν έχουν κυρίως τα μεσαία στρώματα και όχι η εργατική τάξη, η οποία αγοράζει σπίτια με δάνεια σε πολύ μικρότερο ποσοστό. Έτσι, με τα δανεικά αυτά χρήματα χρηματοδοτείται το δεύτερο κύμα προαστιοποίησης των μεσαίων στρωμάτων, αυτών που δεν είχαν τη δυνατότητα να μετακινηθούν προς τα προάστια σε προηγούμενη φάση, τη δεκαετία του ’80 και τις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Η εργατική τάξη, όταν μπορεί να έχει πρόσβαση στα δάνεια (τα κριτήρια για την παροχή δανείου είναι ακόμα αρκετά αυστηρά), αυτά είναι σημαντικά μικρότερα[19] από εκείνα των μεσαίων τάξεων και ως εκ τούτου τα σπίτια που μπορούν να αγοραστούν δεν έχουν ικανοποιητικά χαρακτηριστικά, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω. Ειδικά οι μετανάστες εργάτες, φυσικά, δεν έχουν σχεδόν καμία πρόσβαση σε όλα αυτά.

Από το την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ το 2001, η πολιτική παροχής στεγαστικών δανείων από τις τράπεζες γίνεται πολύ επιθετική και αρχίζουν να χορηγούνται δάνεια χωρίς να εξετάζονται ιδιαίτερα τα εισοδηματικά κριτήρια των δανειοληπτών, με φαινομενικά-αρχικά  πολύ ευνοϊκούς όρους και με υποθήκη το ακίνητο που θα αγοραστεί.  Αυτό σε κάποιο βαθμό θα οδήγησε μερίδα της εργατικής τάξης (κυρίως της ντόπιας αλλά και μικρής μερίδας μεταναστών, κυρίως του πρώτου κύματος) στο να πάρει δάνειο για να αγοράσει σπίτι. Βέβαια, σημαντικό ποσοστό των στεγαστικών δανείων «διέρρεε» προς την κατανάλωση, στην κουλτούρα της οποίας η εργατική τάξη συμμετείχε, βάσει φυσικά των δυνατοτήτων της (και των καταναλωτικών δανείων της). Παρ’ όλα αυτά, τα γενικά χαρακτηριστικά της χωροθέτησης και της κατοίκησής της παραμένουν σταθερά: «στασιμότητα» στις γειτονιές της, κατοίκηση σε σπίτια που γίνονται όλο και πιο παλιά, αγορά σπιτιών μικρών και χαμηλής ποιότητας όταν αυτή γίνεται με δάνειο, πυκνοκατοίκηση για τους μετανάστες.

Η τελευταία αυτή περίοδος, είναι η περίοδος της τροφοδότησης της «φούσκας» των ακινήτων. Λόγω της μεγάλης παροχής δανείων, η ζήτηση αρχίζει να γίνεται τόσο μεγάλη που η οικοδόμηση νέων κατοικιών, αν και ανθεί, δεν προλαβαίνει να καλύψει τη ζήτηση, με αποτέλεσμα οι τιμές των νέων ακινήτων (που συμπαρασύρουν και αυτές των παλιών) να σκαρφαλώνουν χρόνο με το χρόνο. Στην ουσία, η άνοδος των τιμών υπήρξε τέτοια που οι ευνοϊκές συνθήκες για αγορά κατοικίας που δημιουργήθηκαν προσωρινά λόγω των φτηνών δανείων, αναιρούνταν πλήρως από την αύξηση των τιμών. Και φυσικά, η άνοδος των αξιών γενικά, αυξάνει και τα ενοίκια, καταλήγοντας σε μια κατάσταση όπου η εργατική τάξη, έχοντας στάσιμο εισόδημα, να μην μπορεί να αγοράσει σπίτια της προκοπής και αν μένει στο ενοίκιο να πρέπει να πληρώνει ολοένα και παραπάνω. Παρ’ όλη λοιπόν τη γενική εφορία λόγω του φτηνού χρήματος που δίνεται από τις τράπεζες, υποβόσκει η χειροτέρευση του κόστους κατοίκησης για τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα.

Η συναίνεση που δημιουργείται αυτή την περίοδο, στηρίζεται, όπως είναι φανερό από τα παραπάνω, στην χρηματοπιστωτική επέκταση των 15 περίπου αυτών χρόνων. Οι τράπεζες είναι ο νέος παράγοντας που μπαίνει δυναμικά στο σύστημα παραγωγής κατοικίας, αφού τροφοδοτούν τη σχετική ζήτηση (και φυσικά καταγράφουν τεράστια μελλοντικά κέρδη στους ισολογισμούς τους). Οι παραδοσιακοί εργολάβοι συνεχίζουν να κυριαρχούν στην παραγωγή και το εμπόριο κατοικίας με το σύστημα της αντιπαροχής να παραμένει το κυρίαρχο, οπότε συνεχίζουν να είναι ευχαριστημένοι[20]. Οι ιδιοκτήτες γης και ακινήτων επωφελούνται από τη γενική αύξηση της γαιοπροσόδου (στις πωλήσεις και στα νοίκια) και συναινούν επίσης. Η εργατική τάξη, από την άλλη, εμφανίζεται εντελώς αποπροσανατολισμένη και ιδεολογικά κονιορτοποιημένη από την επέλαση του ατομικισμού και του καταναλωτισμού, στον οποίο προσπαθεί να συμμετέχει όπως μπορεί, (τουλάχιστον το ντόπιο τμήμα της). Έτσι, δεν αντιστέκεται με κάποιο ουσιαστικό τρόπο, πιστεύοντας πως η «γενική» οικονομική ευφορία θα συμπαρασύρει και την ίδια προς τα πάνω, παρόλο που αν κάποιος βγάλει από την εξίσωση τα δανεικά, η κατάστασή της χειροτερεύει.

Τα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού επέδρασαν διαλυτικά πάνω στην εργατική τάξη. Νέοι διαχωρισμοί εμφανίστηκαν, τόσο αυτοί που βασίζονται στον καταμερισμό εργασίας (χειρονακτική εργατική τάξη-εργατική τάξη στις υπηρεσίες) και στην οργάνωσή της (αποδιάρθρωση των μαζικών εργασιακών χώρων) όσο και αυτοί που βασίζονται στην εθνικότητα, αλλά και στα διάφορα καταναλωτικά lifestyle. Παρ’ όλο που φαίνεται πως η εμπορευματοποίηση της κατοικίας τα χρόνια από τα τέλη των ‘70s και μετά, οδηγεί σε όλο και πιο συμπαγείς κοινωνικά περιοχές, δηλαδή στην αναπαραγωγή και ενίσχυση των χωρικών διαχωρισμών[21], η εργατική τάξη εμφανίζεται ταυτόχρονα πιο διασπασμένη από ποτέ. Οι εργάτες ζουν περισσότερο ο ένας δίπλα στον άλλο, οι κοινότητές τους όμως, φαίνονται να είναι διαλυμένες.

Επιπλέον, ένα τμήμα της εργατικής τάξης (αν και όχι στον μεγαλύτερο βαθμό που το έκαναν τα μεσαία στρώματα) δέχθηκε να υποθηκεύσει τη μελλοντική της εργασία στις τράπεζες, παίρνοντας δάνεια για να αγοράσει σπίτι. Υπάρχει, λοιπόν, αλλαγή του παραδείγματος ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης τα χρόνια αυτά. Για το μικρό αυτό διάστημα δένεται χειροπόδαρα με τα δάνεια, που σήμερα έχουν μετατραπεί (από ρευστότητα) σε χρέος.  Και αφού προηγουμένως είχε δεχθεί να υπολογίζει το σπίτι για ανταλλακτική αξία και μετά να το υποθηκεύει κιόλας, φτάνει σήμερα να κινδυνεύει να χάσει και την αξία χρήσης του. Γιατί όταν το σπίτι έγινε δάνειο και χρέος, ρευστοποιήθηκε, έγινε χρήμα. Οι τράπεζες έχουν ήδη τα εργαλεία για να το καταφέρουν αυτό. Και όπως ρευστοποιήθηκε η κατοικία, τόσο ρευστοποιήθηκε και η κατάσταση της εργατικής τάξης.

*

Η οικονομική κρίση δείχνει τα πρώτα της σημάδια στην αγορά ακινήτων από το τέλος του 2007. Σταδιακά μειώνονται τα σπίτια που χτίζονται, τα δάνεια που χορηγούνται, οι αγοραπωλησίες. Το πάγωμα της παραγωγής και της αγοράς ακινήτων είναι άλλη μία πτυχή της ύφεσης της οικονομίας που προκαλεί η κρίση, η οικοδομή άλλος ένας παραγωγικός κλάδος που αδυνατεί να λειτουργήσει κερδοφόρα. Και η εργατική τάξη είναι η πρώτη που αισθάνεται στο πετσί της τις συνέπειες της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της επίθεσης στον μισθό. Ακολουθεί η μοσχαναθρεμμένη με δανεικά μεσαία τάξη. Η ανεργία και η πτώση, έως εξαφάνισης, του εισοδήματος, έχουν φυσικά συνέπειες και στις συνθήκες κατοίκησης.

Όλο και περισσότεροι νέοι εργαζόμενοι ή άνεργοι επιστρέφουν στα σπίτια των γονιών τους, όλο και περισσότερα νοικοκυριά συγχωνεύονται σε ένα σπίτι, οι μετανάστες εργάτες στοιβάζονται όλο και περισσότεροι σε όλο και παλιότερα διαμερίσματα, δηλαδή αυξάνεται το στρίμωγμα, χωρικό και ψυχολογικό. Η ντόπια εργατική τάξη εγκλωβίζεται στα οικογενειακά δίκτυα υποστήριξης και γίνεται λιγότερο κινητική. Η ξένη βασίζεται στα αντίστοιχα εθνικά δίκτυα για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα. Όλο και περισσότεροι δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τη θέρμανση το χειμώνα και κάποιοι ούτε καν το ηλεκτρικό ρεύμα, οπότε να μην αναφέρουμε καν τη συντήρηση και βελτίωση του σπιτιού. Χειροτερεύουν δηλαδή οι συνθήκες κατοίκησης. Πολλοί δεν μπορούν να πληρώσουν τα νοίκια και πετιούνται έξω από τα σπίτια. Άλλοι, ρευστοποιούν όσο όσο τη μοναδική κατοικία για κάλυψη των τρεχόντων εξόδων και άλλοι κινδυνεύουν να τη χάσουν λόγω χρεών στις τράπεζες, στην εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία. Οι άστεγοι αυξάνονται…

Από την άλλη μεριά, η κρίση αποκάλυψε την αδυναμία των ελληνικών τραπεζών που είχαν ανοιχτεί υπέρμετρα την προηγούμενη περίοδο της χρηματοπιστωτικής επέκτασης με τα καταναλωτικά και τα στεγαστικά δάνεια. Σημαντικό ποσοστό των δανείων αυτών δεν μπορούν πλέον να αποπληρωθούν όλο αυτό το διάστημα. Οι τράπεζες απειλούν με κατασχέσεις των υποθηκευμένων κατοικιών (ακόμη και της πρώτης κατοικίας). Η απειλή αυτή, όμως, μέχρι τώρα έδειχνε να είναι κούφια, αφού υπήρχε μεγάλος δισταγμός στο να προχωρήσουν σε μια τέτοια κίνηση. Γιατί όμως μέχρι τώρα οι τράπεζες δεν προχωρούσαν σε κατασχέσεις και πλειστηριασμούς της πρώτης κατοικίας; Η υπόθεση ότι δεν το κάνουν επειδή αναμένουν μεγάλες αντιδράσεις δεν μας φαινόταν πειστική λαμβάνοντας υπόψη τη γενική επίθεση στην εργασία και τη συνολική διάρρηξη του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου του οποίου η ιδιοκατοίκηση αποτελούσε σημαντικό κεφάλαιο, τουλάχιστον στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Οπότε υποθέταμε ότι δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο για λόγους που αφορούσαν τις ίδιες. Και όντως, μέχρι κάποια φάση αυτό πρέπει να ίσχυε. Η μαζική κατάσχεση και ο πλειστηριασμός κατοικιών των οποίων οι εμπορικές αξίες είναι σαφώς χαμηλότερες από τότε που υποθηκεύτηκαν[22] και από τα ποσά που δόθηκαν ως δάνεια (και άρα συνεχίζουν να εγγράφονται ως μελλοντικά προσδοκώμενα κέρδη στους ισολογισμούς) θα οδηγούσε, λόγω αυξημένης προσφοράς,  σε περαιτέρω πτώση των τιμών και διαγραφή των μελλοντικών κερδών από τους ισολογισμούς των τραπεζών. Αποτέλεσμα θα ήταν να δημιουργηθούν τεράστιες τρύπες στα ενεργητικά τους, που πιθανόν να μην μπορούσαν να καλυφθούν[23] από κάποιο μηχανισμό ανακεφαλαιοποίησης (δηλαδή παροχής ζεστού χρήματος). Οπότε, έπρεπε να βρεθεί άλλος τρόπος για να ξεφορτωθούν οι τράπεζες τα κόκκινα δάνεια.

Όταν άρχισε να διαφαίνεται ισχυρότερη πίεση των τραπεζών για άρση των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών και αφού αυτή η πίεση συνέπιπτε με τις διαδικασίες «αξιοποίησης» της δημόσιας περιουσίας, φαινόταν πως ήταν μια καλή ιδέα να ριχτεί μια μεγάλη μάζα ακινήτων (έστω χαμηλής αξίας) στην αγορά η οποία αναγκαστικά θα παρέσυρε και τις τιμές των καλύτερων ακινήτων, των φιλέτων που θα μπορούσαν να είναι στόχος κάποιων εγχώριων και εξωτερικών real estate  κεφαλαίων. Πάλι, βέβαια, θα δημιουργούνταν το πρόβλημα με την τρύπα στους ισολογισμούς των τραπεζών. Ακόμα και αν ήταν οι ίδιες που θα συγκέντρωναν τη δημόσια γη και τα ακίνητα, πληρώνοντας σε χαμηλές τιμές και αποκομίζοντας κέρδη από την αξιοποίηση, κάπως θα έπρεπε να καλυφθεί το ενδιάμεσο (χρονικά) κενό, αφού οι επενδύσεις και οι αποδόσεις στα ακίνητα χρειάζονται κάποιο χρόνο. Επίσης, μετά το ξεπούλημα του Ελληνικού, έγινε φανερό πως δεν είναι απαραίτητες σε αυτή τη χώρα τέτοιες περίπλοκες σκέψεις και συντονισμένες δράσεις από τη μεριά του real estate κεφαλαίου, στη σύμφυσή του με το τραπεζικό, για να αρπάξει τη δημόσια περιουσία.  Το κράτος μπορεί να εξυπηρετήσει άμεσα, απλά πουλώντας σε χαμηλές τιμές, επικαλούμενο το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που έχει κηρυχθεί για την αντιμετώπιση της κρίσης κρατικού χρέους – χρειαζόμαστε λεφτά και πουλάμε όσο όσο, τι θέλετε;

Συνεπώς, καταλήγουμε πως για να καταφέρουν οι τράπεζες να ξεφορτωθούν τα δάνεια χρειαζόταν νέα εργαλεία τα οποία είναι πλέον έτοιμα, και κατάλληλες συνθήκες που είναι τώρα ώριμες. Μην ξεχνάμε πως ανάλογα χρηματοπιστωτικά εργαλεία υπήρξαν πάντα σημαντικά για το προσωρινό ξεπέρασμα των καπιταλιστικών κρίσεων από πολύ παλιά. Για παράδειγμα, τα κρατικά δάνεια για χρηματοδότηση δημοσίων έργων στην κρίση του 1848 στη Γαλλία, τα ιδιωτικά χαμηλότοκα δάνεια με τα οποία προαστιοποιήθηκαν οι ΗΠΑ μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, τα ιδιωτικά καταναλωτικά δάνεια με τα οποία καλύφθηκε η συμπίεση των μισθών μετά την κρίση της δεκαετίας του ’70 κλπ. Και στην εποχή του ultra χρηματοπιστωτισμού η απάντηση δεν μπορεί να μην ήταν και αυτή χρηματοπιστωτική.

Ποιο είναι, λοιπόν, το νέο κόλπο; Μια πιθανή απάντηση έρχεται από την άλλη μεριά του Ατλαντικού. Όπως είναι γνωστό, πολλές τράπεζες στις ΗΠΑ, βρέθηκαν το 2008 ιδιαίτερα εκτεθειμένες σε κόκκινα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, σε βαθμό κατάρρευσης. Και αυτές έπρεπε να ξεφορτωθούν με κάποιο τρόπο τα κόκκινα δάνεια. Η αθρόα παροχή ρευστού από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα, τους έδωσε τη δυνατότητα και να μην καταρρεύσουν και να προχωρήσουν σε μαζικούς πλειστηριασμούς υποθηκευμένων κατοικιών, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την έξωση 10 εκ. αμερικανών από τα σπίτια τους. Στο πλαίσιο αρχικά αυτών των μαζικών πλειστηριασμών άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους επενδυτικά κεφάλαια (hedge funds) και εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία που αγόρασαν μαζικά φτηνές κατοικίες με σκοπό την ανακατασκευή και ενοικίασή τους. Σε δεύτερο χρόνο και επειδή οι μαζικές αγορές πλειστηριαζόμενων κατοικιών ανέβαζαν τις τιμές, οι εταιρείες αυτές άρχισαν να αγοράζουν απευθείας τα κόκκινα δάνεια (με τα υποθηκευμένα σπίτια τους) από τις τράπεζες. Στη συνέχεια, έχοντας αποκτήσει την κυριότητα του δανείου, είτε προχωρούσαν σε έξωση του δανειζόμενου, είτε μετέτρεπαν το δάνειο σε μίσθωση, δηλαδή σε ενοίκιο. Η μείωση της ιδιοκατοίκησης που προέκυψε με αυτό τον τρόπο, αύξησε τη ζήτηση για ενοικιαζόμενες κατοικίες και άρα και τα ενοίκια.

Ακόμα παραπέρα, οι εταιρείες αυτές, πακετάρουν το σύνολο των ενοικίων που εισπράττουν σε χρηματοοικονομικά παράγωγα (ομόλογα), τα οποία πωλούνται και έτσι συγκεντρώνονται επιπλέον κεφάλαια. Αυτοί που αγοράζουν τα παράγωγα, παίρνουν ως απόδοση ένα ποσοστό από τα ενοίκια που εισπράττονται μηνιαίως. Η πρώτη εταιρεία που εξέδωσε τέτοιο παράγωγο ήταν η Blackstone, που είχε ιδρυθεί ως τμήμα του ομίλου της Blackrock η οποία είχε αναλάβει να κάνει τα “stress test[24]” των ελληνικών τραπεζών. Μετά την επιτυχία του ομολόγου της, κι άλλες εταιρείες ανακοίνωσαν την έκδοση δικών τους αντίστοιχων.

Η δραστηριοποίηση πολλών τέτοιων εταιρειών στον ίδιο τομέα και η στόχευσή τους σε αγορές με παρόμοια χαρακτηριστικά (τιμές ακινήτων στον πάτο), οδηγούν σε κορεσμό τις τοπικές αγορές ακινήτων και σε αναζήτηση νέων περιοχών για αντίστοιχες επενδύσεις. Η τεράστια ευκολία κίνησης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου επιτρέπει οι περιοχές αυτές να είναι οπουδήποτε στον κόσμο. Έτσι, ήδη έχει υπάρξει κινητικότητα στην Ισπανία, ενώ και στην Ελλάδα έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον για την αγορά των κόκκινων δανείων των τραπεζών από διάφορες εταιρείες επενδύσεων. Οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου είναι από τις στεγαστικές αγορές που προσφέρονται για επενδύσεις, αφού οι τιμές των ακινήτων έχουν πέσει σημαντικά τα τελευταία χρόνια.

Και για να μη νομίσουμε ότι «έρχονται οι ξένοι να μας πάρουνε τα σπίτια», όλες οι ελληνικές τράπεζες έχουν πρόσφατα προχωρήσει στην ίδρυση Ανώνυμων Εταιρειών Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία (ΑΕΕΑΠ) στις οποίες πρόσφατα δόθηκε η νομοθετική δυνατότητα να εκμεταλλεύονται και κατοικίες. Φυσικά, οι εταιρείες αυτές μπορούν να κάνουν αντίστοιχα κόλπα με αυτά της Blackstone και άλλων αντίστοιχων.

Όπως είπαμε και προηγουμένως, η Blackrock έκανε τα stress test των ελληνικών τραπεζών οπότε είχε πλήρη εικόνα της κατάστασής τους, των κόκκινων δανείων τους κλπ. Φυσικά τις πληροφορίες αυτές δεν θα τις κρατούσε κρυφές από την Blackstone, η οποία είχε το πλεονέκτημα να ξέρει ακριβώς πότε να μπει στο σχετικό παιχνίδι της αγοράς κόκκινων δανείων. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες αυτοτσεκαρίστηκαν για τις δικές τους δυνατότητες. Όλα αυτά έγιναν τον φετινό Φλεβάρη – Μάρτη. Τον Ιούνιο, και αφού μετά από 4 χρόνια ταΐσματος των τραπεζών από το κράτος με τόνους ρευστού και εγγυήσεων, είχε εξασφαλιστεί μια κάποια σταθερότητα, δημοσιεύτηκε ο νόμος για τη διευθέτηση των κόκκινων δανείων. Ανάμεσα στους 22 τρόπους διευθέτησης των δανείων που προτείνονται, τρεις έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτά που συζητάμε εδώ. Ένας τρόπος είναι προφανώς η κατάσχεση και ο πλειστηριασμός του ακινήτου. Ένας άλλος είναι η εθελοντική παράδοση του υποθηκευμένου ακινήτου στην τράπεζα και η αποπληρωμή με ευνοϊκότερους όρους του υπολοίπου του δανείου (δηλαδή και δίνεις το σπίτι και δεν ξεχρεώνεις). Άλλος, είναι η πώληση από την τράπεζα του κόκκινου δανείου και της κυριότητας του υποθηκευμένου σπιτιού σε κάποιον τρίτο (π.χ. μια εταιρεία), και η μετατροπή του ιδιοκτήτη σε ενοικιαστή ώστε να αποπληρώνει έτσι το δάνειο.

Τα παραπάνω μπορεί να σημαίνουν ότι ετοιμάζονται big business στην ελληνική αγορά κατοικίας. Τα εργαλεία πάντως είναι έτοιμα για χρήση. Και παρότι μπορεί να μην ξέρουμε πόσο αφορούν οι πλειστηριασμοί την εργατική τάξη, δηλαδή πόσο εκτεθειμένη είναι σε δάνεια, αυτό που την αφορά σίγουρα είναι η διαφαινόμενη χρηματιστικοποίηση του ενοικίου. Πλέον, η ενοικίαση σπιτιών μπορεί να μην αποτελεί δραστηριότητα μικρονοικοκυραίων αλλά επιχειρηματική δραστηριότητα κεφαλαίων μεγάλου μεγέθους, με ότι συνέπειες μπορεί να έχει αυτό για τον ενοικιαστή, αν αναλογιστεί κανείς ποιον θα έχει να αντιμετωπίσει αν δεν πληρώνει τα νοίκια του. Ο έλεγχος μεγάλης μερίδας της αγοράς ενοικιαζόμενων σπιτιών μπορεί να οδηγήσει άνετα σε χειραγωγημένες αυξήσεις των ενοικίων. Επίσης, μπορεί αρχίσουν τα παιχνίδια της αντίστροφης κερδοσκοπίας με τα ομόλογα. Ποιος δεν θυμάται τις εξεγέρσεις σε πόλεις της Αφρικής και της Ασίας όταν άρχισαν οι τεχνητές ανατιμήσεις των τιμών των τροφίμων που ήταν συνδεδεμένες με χρηματοπιστωτικά παράγωγα; Μπορεί να ειπωθεί επιπλέον, πως με τα παραπάνω λύνεται και ο γόρδιος δεσμός της μικροϊδιοκτησίας στην Ελλάδα, αφού μέσω των μηχανισμών ρευστοποίησης της ακίνητης περιουσίας παίρνει μπροστά η συγκέντρωσή της με μεγάλη ταχύτητα. Ίσως πρόκειται, δηλαδή, για το μεγαλύτερο μετασχηματισμό στο σύστημα πρόσβασης στην κατοικία στην Ελλάδα από το ’22 και μετά.

Η εργατική τάξη τα επόμενα χρόνια θα δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να κατοικεί σε ιδιόκτητα σπίτια. Ήδη η δυνατότητα αγοράς σπιτιού στις σημερινές συνθήκες της υποαπασχόλησης, των εξευτελιστικών μισθών, της απληρωσιάς, της ανεργίας, και της μη πρόσβασης σε δάνεια, φαίνεται σαν μακρινό όνειρο του παρελθόντος. Επιπλέον, ακόμα και οι τωρινές ιδιοκτησίες κινδυνεύουν με κατάσχεση, είτε από τις τράπεζες, είτε από το κράτος λόγω χρεών στις εφορίες και τα ασφαλιστικά ταμεία. Το μέλλον της εργατικής τάξης είναι να είναι υποχρεωμένη να νοικιάζει τα σπίτια που θα μένει. Και ίσως να πρέπει να τα νοικιάζει από «τελευταίας τεχνολογίας» τεράστιους  χρηματοπιστωτικούς σπιτονοικοκύρηδες. Οι οποίοι για να παίρνουν τα νοίκια θα υποστηρίζονται από ποιον άλλο; Αυτόν που πάντα φροντίζει για τα συμφέροντά τους, το κράτος και την αστυνομία του.

*

Είπαμε παραπάνω πως όπως ρευστοποιήθηκε η κατοικία της εργατικής τάξης, έτσι ρευστοποιήθηκε και η κατάστασή της. Ισχύει φυσικά και το ανάποδο. Στα σχεδόν 100 χρόνια στα οποία ανατρέξαμε, είδαμε την εργατική τάξη να παλεύει ηρωικά για να μπορέσει να στεγαστεί κάπου, να εκποιεί το δικαίωμά της αυτό με μια υπόσχεση μικροαστικοποίησης, να βλέπει το σπίτι της σαν επένδυση και τελικά να φτάνει να κινδυνεύει να χάσει και την αξία χρήσης του. Η εργατική τάξη ηττήθηκε ιδεολογικά από τη στιγμή που έπαψε να αντιλαμβάνεται την κατοικία σαν αξία χρήσης έξω από το εμπόρευμα και την πρόσβαση σε αυτή σαν δικαίωμα που μπορεί να διεκδικηθεί συλλογικά. Η ιδεολογική ήττα οδήγησε σήμερα και στην υλική της υποβάθμιση. Η ενσωμάτωσή της, όπως φαίνεται από την πρόσβασή της στο εμπόρευμα-κατοικία, δεν θα είναι αυτή του προηγούμενου κοινωνικού συμβολαίου. Η ιδιόκτητη κατοικία αποτελούσε έναν από τους ουσιαστικότερους όρους του, ο οποίος φαίνεται ότι σταδιακά ή πιο απότομα θα αναιρεθεί. Η εργατική τάξη θα αποκλείεται ή θα υπόκειται σε μεγαλύτερη εκμετάλλευση όχι μόνο στην παραγωγή αλλά και στην αναπαραγωγή της. Το εργαλείο στα χέρια των κυρίαρχων τάξεων για την εκμετάλλευση στον τομέα της αναπαραγωγής θα είναι το ενοίκιο[25].

Σήμερα, βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου η εργατική τάξη αναγκάζεται να μένει άστεγη, να στριμώχνεται σε παλιά σπίτια, , να εγκλωβίζεται,  να καθηλώνεται, να μένει με τους γονείς και να παθαίνει κατάθλιψη. Ταυτόχρονα, υπάρχουν ήδη χιλιάδες σπίτια που μένουν άδεια, σπίτια καινούρια και παλιότερα, αλλά άδεια. Είναι προφανής η αποτυχία του καπιταλιστικού συστήματος να μπορέσει να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες όλων. Όταν έχεις άδεια σπίτια και άστεγους δίπλα-δίπλα πρόκειται για καθαρό παραλογισμό.

Τα σπίτια, όμως, δεν σαπίζουν αν δεν καταναλωθούν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Νέοι που εγκλωβίστηκαν με τον μπαμπά και τη μαμά, μετανάστες που ζουν δέκα-δέκα σε ένα δωμάτιο, 60άρηδες άνεργοι που δεν πρόλαβαν να βγουν στη σύνταξη και μένουν στο δρόμο, οικογένειες που τους φιλοξενούν οι συγγενείς τους, φοιτητές που δεν μπορούν να σπουδάσουν στην πόλη που πέρασαν γιατί δεν μπορούν να πληρώσουν το νοίκι, μπορούν να τα οικειοποιηθούν αν το θελήσουν και το παλέψουν συλλογικά.

Τι χωρίζει τις ανάγκες από την κάλυψη τους; Η συλλογική αποφασιστικότητα και η συνείδηση του γεγονότος ότι η εργατική τάξη πρέπει να καλύπτει τις σύγχρονες ανάγκες της επειδή το δικαιούται, επειδή έχει παράξει τα μέσα, τις αξίες χρήσεις εν προκειμένω, για την ικανοποίησή τους, είναι από τις ουσιαστικές προϋποθέσεις. Η μάχη ώστε να μη μείνει κάποιος άστεγος και να στεγαστούν οι άστεγοι θα ήταν μια καλή αρχή για να σφυρηλατηθεί η συνείδηση και η αποφασιστικότητα αυτή.

Η κάλυψη των σύγχρονων στεγαστικών αναγκών για όλους είναι κάτι που, όπως φάνηκε και φαίνεται όλο και περισσότερο σήμερα, ο καπιταλισμός δεν μπορεί να πραγματοποιήσει. Το να εξασφαλιστεί αξιοπρεπής κατοίκηση για όλους είναι προϋπόθεση μιας απελευθερωμένης κοινωνίας. Σε καμία περίπτωση δεν είναι ένας από τους σκοπούς της. Η ικανοποίηση των αναγκών μας, ανάμεσα σε αυτές και της στέγασης, δεν είναι ο σκοπός της απελευθέρωσης της κοινωνίας αλλά η αρχή της. Σκοπός είναι να ιδιοποιηθεί η κοινωνία όλο τον πλούτο που παράγει για να αλλάξει σύμφωνα με τις επιθυμίες της την κοινωνική και ατομική ζωή. Έτσι και η εξασφάλιση σπιτιού για όλους θα είναι ένα από τα μέσα για την αλλαγή της συλλογικής και ατομικής ζωής, στις απελευθερωμένες από το κεφάλαιο και την καταπίεση, πόλεις του μέλλοντος.

ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Φρίντριχ Ένγκελς, Για Το Ζήτημα της Κατοικίας, Σύγχρονη Εποχή, 1987

Λίλα Λεοντίδου, Πόλεις της Σιωπής, εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909-1940, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, 1989

Γεώργιος Μ. Σαρηγιάννης, Αθήνα 1830 – 2000, εξέλιξη – πολεοδομία – μεταφορές, Συμμετρία, 2000

Ντίνα Βαΐου, Μαρία Μαντουβάλου, Μαρία Μαυρίδου, Κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις της αστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα Διαχρονικές αναγνώσεις, στο http://courses.arch.ntua.gr/

Βάσω Καλαμά, Κρίση Κατοικίας στην Ελλάδα: παρελθόν και παρόν, οικιστικό απόθεμα και διαδικασίες πρόσβασης, στο akea2011.wordpress.com, 29-05-2014

Θ. Μαλούτας, Δ. Εμμανουήλ, Μ. Παντελίδου  – Μαλούτα, Αθήνα, κοινωνικές δομές, πρακτικές και αντιλήψεις, ΕΚΚΕ, 2006

Λεωνίδας Οικονόμου, «Οικόπεδα με δόσεις»: Η παραγωγή του χώρου στην αθηναϊκή περιφέρεια (1950-1960) στο Κώστας Γιαννακόπουλος, Γιάννης Γιαννιτσιώτης (επ.), Αμφισβητούμενοι Χώροι στην Πόλη, χωρικές προσεγγίσεις του πολιτισμού, Αλεξάνδρεια – Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 2010

Thomas Maloutas, The self-promoted housing solutions in post-war Athens, EKKE, Κείμενα Εργασίας 2003/8

Κώστας Βουρεκάς, Η Αυτοκρατορία των Ενοικίων, στο akea2011.wordpress.com, 02-07-2014

Κωστής Χατζημιχάλης, Γιατί η Τρόικα ενδιαφέρεται για τη Γη και τα Ακίνητα;, Ενθέματα, Εφ. Αυγή, 29-09-2013

Παναγιώτης Μαυροειδής, Θα μας πάρουν αλήθεια τα σπίτια οι τράπεζες; στο aristeroblog.gr

Θεοδόσιος Σαμπανιώτης, Γκίκας Χαρδούβελης, Η Ελληνική Αγορά Ακινήτων στα Χρόνια της Κρίσης, στο Η Αγορά Ακινήτων στην Πρόσφατη Χρηματοοικονομική Κρίση, Τράπεζα της Ελλάδος, Δεκέμβριος 2012

Θεόδωρος Μητράκος, Καλλιόπη Ακαντζιλιώτου, Πρόσφατες  εξελίξεις και προοπτικές της ελληνικής αγοράς ακινήτων και πρωτοβουλίες της Τράπεζας της Ελλάδος, στο Η Αγορά Ακινήτων στην Πρόσφατη Χρηματοοικονομική Κρίση, Τράπεζα της Ελλάδος, Δεκέμβριος 2012

Ν. Κολιού, Κ. Ακαντζιλιώτου, Η Αγορά των Στεγαστικών Δανείων και Οι Εξελίξεις της, παρουσίαση στην Ημερίδα Ελληνικού Ιστιτούτου Εκτιμητικής για την Κτηματαγορά και τις Προοπτικές της.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Όπως υπαινίσσεται και η λέξη, γαιοπρόσοδος είναι η πρόσοδος (ας πούμε ενοίκιο) που λαμβάνει ο ιδιοκτήτης γης ή ακινήτων για να νοικιάσει την περιουσία του προς χρήση ή εκμετάλλευση.

[2] Συμπεριλαμβανομένου του διαχωρισμού μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών προσφύγων. Π.χ. οι πιο εύποροι πρόσφυγες στην Αθήνα κατάφεραν να ιδρύσουν οικοδομικό συνεταιρισμό και να στεγαστούν χωριστά στη Νέα Σμύρνη.

[3] Οι οποίοι μπορεί να μην ήταν καν ιδιοκτήτες αλλά απατεώνες καταπατητές.

[4] Δεν είχαν το δικαίωμα επειδή τα οικόπεδά τους ήταν μικρά και εκτός σχεδίου.

[5] Αυτοστέγαση:  η στέγαση κάποιου ή η απόκτηση κατοικίας με φροντίδα του ίδιου και με δικά του μέσα. Ιδιοκατοίκηση: Η κατοίκηση σε ιδιόκτητο σπίτι.

[6] Λίλα Λεοντίδου, Πόλεις της Σιωπής, εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909-1940, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, 1989, σελ. 252

[7] Το 1940 αποτελούσαν τα 3/4 του πληθυσμού στην Αθήνα και έλεγχαν το 1/3 της οικοδομημένης περιοχής της.

[8] Ενοικιοστάσιο: η υποχρέωση του ιδιοκτήτη, από το κράτος, να διατηρεί σταθερό το ενοίκιο, χωρίς να το αυξάνει. Επιβάλλεται σε έκτακτες περιστάσεις. Εδώ ο λόγος ήταν η έλλειψη διαθέσιμων σπιτιών και άρα η απότομη άνοδος των ενοικίων η οποία θα πετούσε πολλούς έξω από τα σπίτια τους.

[9] Όπως συνέβη με τα προγράμματα κοινωνικής κατοικίας στη δυτική Ευρώπη. Εκεί, ήταν η κρατική πολιτική κατοικίας, (βασικό στοιχείο της κεϋνσιανής διαχείρισης) που δείχνει ένα διαφορετικό δρόμο απόπειρας ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης από αυτόν που εξετάζεται εδώ για την ελληνική περίπτωση.

[10] λόγω του ότι ήταν τομέας έντασης εργασίας

[11] Τον Αύγουστο του ’47 τίθεται σε ισχύ το «ΚΗ’ ψήφισμα» με το οποίο απαλλάσσονται από φόρους τα εισοδήματα από ακίνητα που χτίστηκαν ή αγοράστηκαν μετά το 1945. Ταυτόχρονα, το ενοικιοστάσιο δεν επέτρεπε αύξηση των ενοικίων στις παλιές μισθώσεις ως τη δεκαετία του ’60. Λόγω έλλειψης προσφοράς κατοικιών, τα ενοίκια (νέες μισθώσεις) εκτινάχθηκαν στα ύψη, τόσο πολύ που συνέφερε τους ιδιοκτήτες να πληρώσουν πολύ μεγάλες αποζημιώσεις για έξωση των παλιών ενοικιαστών, να γκρεμίσουν το παλιό κτίσμα και να χτίσουν καινούριο για εκμετάλλευση. Τέλος, το 1953, η δραχμή υποτιμήθηκε στο μισό, με αποτέλεσμα να διπλασιαστεί η αξία των αποθησαυρισμένων από τον πόλεμο και τον εμφύλιο λιρών και όλο αυτό το κεφάλαιο να ψάχνει διέξοδο˙ τη βρήκε στην αντιπαροχή η οποία μετά το ’53 δουλεύει με τις μηχανές στο full.

[12] Χωρίς όμως να εξασφαλίζονται, όπως θα φανεί και παρακάτω, καλές συνθήκες στέγασης για όλους.

[13] Φυσικά σημαντικότατο ρόλο έπαιξε η τεράστια διαθεσιμότητα εργατικού δυναμικού η οποία δεν έβρισκε διέξοδο προς τη βιομηχανία (αφού τέτοια δεν υπήρχε) και είχε φτάσει στις πόλεις όχι λόγω της εκβιομηχάνισης αλλά λόγω της τρομοκρατίας και της αποδιάρθρωσης της υπαίθρου.

[14] Συντελεστής δόμησης: Ένας αριθμός που ορίζεται στην πολεοδομική νομοθεσία και ο οποίος πολλαπλασιαζόμενος με την επιφάνεια του οικοπέδου δίνει τη συνολική επιφάνεια που μπορεί να χτιστεί. Π.χ. σε οικόπεδο 400 τ.μ. με συντελεστή δόμησης 1, μπορεί να χτιστεί κτίριο με συνολική επιφάνεια 400 τ.μ. Αν ο συντελεστής αυξηθεί σε 1,2 μπορούν να χτιστούν επιπλέον 80 τ.μ.

[15] Για παράδειγμα μέσω των οικοδομικών συνεταιρισμών. Ήταν σύνηθες τις δεκαετίες που συζητάμε, διάφοροι με άκρες στον κρατικό μηχανισμό να αγοράζουν αγροτική γη, να φτιάχνουν στο πόδι ένα σχέδιο πόλης και να πουλάνε οικόπεδα (με δόσεις) με την υπόσχεση στους αγοραστές ότι αυτά στο μέλλον θα ενταχθούν στο σχέδιο πόλης και θα αποκτήσουν αξία αστικής γης και οικοδομησιμότητα. Πολλές φορές αυτό γινόταν (μέσω παραβλέψεων, ειδικών ρυθμίσεων, ρουσφετιών κλπ) από την πλευρά του κράτους. Την πίεση προς το κράτος αναλάμβαναν αυτοί που είχαν τις άκρες, αλλά στη διαδικασία εμπλέκονταν και οι αγοραστές των οικοπέδων. Σε πολλές περιπτώσεις όλοι αυτοί προέβαλαν την εθνικονομιμοφροσύνη τους και ζητούσαν από το κράτος να τους ανταμείψει για αυτά που είχαν περάσει λόγω της εθνικής τους δράσης(!). Και το κράτος, φυσικά, το έκανε.

[16] Λεωνίδας Οικονόμου, «Οικόπεδα με δόσεις»: Η παραγωγή του χώρου στην αθηναϊκή περιφέρεια (1950-1960) στο Κώστας Γιαννακόπουλος, Γιάννης Γιαννιτσιώτης (επ.), Αμφισβητούμενοι Χώροι στην Πόλη, χωρικές προσεγγίσεις του πολιτισμού, Αλεξάνδρεια – Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 2010, σελ. 108.

[17] Στοιχεία της απογραφής του 1971 από: Βάσω Καλαμά, Κρίση Κατοικίας στην Ελλάδα: παρελθόν και παρόν, οικιστικό απόθεμα και διαδικασίες πρόσβασης, στο akea2011.wordpress.com, 29-05-2014.

[18] Επίσης, πλήθυνε το φαινόμενο του «πανωσηκώματος», του χτισίματος, δηλαδή ενός – δύο ορόφων πάνω από τις παλιές μονοκατοικίες για την εξασφάλιση ενός σπιτιού για τα παιδιά, εκεί που το επέτρεπαν οι συντελεστές δόμησης, δηλαδή σχεδόν παντού.

[19] Και σε συνδυασμό με την εξάλειψη της αποταμίευσης που έφερε η στασιμότητα των εισοδημάτων και η σταδιακή υιοθέτηση της καταναλωτικής κουλτούρας.

[20] Ταυτόχρονα, αυτή την περίοδο και ίσως και λίγο πιο πριν (από το ‘97 που η Ελλάδα ανέλαβε τη διοργάνωση των ολυμπιακών αγώνων του 2004) εκτυλίσσεται μια διαδικασία συγχωνεύσεων εταιρειών και γενικά συγκεντροποίησης κεφαλαίων στο χώρο της κατασκευής, με τη δημιουργία των πολύ μεγάλων κατασκευαστικών εταιρειών που αναλαμβάνουν μεγάλα έργα υποδομής. Οι εταιρείες αυτές όμως, συνεχίζουν να είναι περιθωριακοί παίχτες στην παραγωγή κατοικίας με μεμονωμένες, ίσως, εξαιρέσεις.

[21] Π.χ. στην Αθήνα υπάρχουν μεγαλοαστικά και μεσοαστικά προάστια, και η εργατική τάξη συνεχίζει να κατοικεί στο δυτικό Λεκανοπέδιο. Ακόμα, στο κέντρο της πόλης όταν έγινε πολυεθνική. Υπάρχουν βέβαια και περιοχές με μεγαλύτερη κοινωνική ανάμιξη, στις οποίες οι ταξικές διαφορές φαίνονται μόνο σε μικρότερη κλίμακα (μετανάστες στα υπόγεια και ισόγεια, ντόπιοι εργάτες και φοιτητές στους χαμηλούς ορόφους, μεσοαστοί στους ψηλούς της ίδιας πολυκατοικίας).

[22] Οι εμπορικές αξίες των κατοικιών έχουν πέσει από το 2008 ως το 2013 περίπου κατά 38%.

[23] Τον Ιανουάριο του 2014 τα στεγαστικά δάνεια ήταν περίπου 70,4 δις ευρώ, από τα οποία το 26% (περίπου 18,3 δις) ήταν κόκκινα, μη εξυπηρετούμενα, δηλαδή δεν πληρώνονταν οι δόσεις τους.

[24] Το στρες-τεστ είναι μια ανάλυση βάσει σεναρίων που γίνεται για να εξακριβωθεί αν μια τράπεζα μπορεί να αντέξει σε κάποια δυσμενή εξέλιξη, με τα κεφάλαια που διαθέτει. Εντοπίζονται οι αδυναμίες που μπορεί να υπάρχουν ώστε να αντιμετωπιστούν έγκαιρα.

[25] Ας μην παραβλέπουμε το γεγονός πως το να πληρώνεις μια ιδιωτικοποιημένη εταιρεία ύδρευσης ή ηλεκτρικού ρεύματος αποτελεί μια μορφή ενοικίου.

Δημοσιεύθηκε στην Τεύχος 6 και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *