από REBEL: Θεωρία και Ανάλυση για το ανταγωνιστικό κίνημα
κατεβάστε το pdf εδώ
Περίληψη
Βασισμένη στις πρόσφατες κριτικές μελέτες συγγραφέων στους οποίους περιλαμβάνονται οι Retort [Retort, 2005. Afflicted Powers: Capital and Spectacle in a New Age of War. Verso, London] και η Ferguson [Ferguson, J., 2006. Global Shadows: Africa in the Neoliberal World Order. Duke University Press, Durham, NC], αυτή η κριτική review θα εξερευνήσει την διάθρωση των φιλελεύθερων νορμών και την ανακάμπτουσα και βίαιη μορφή της γεωπολιτικής μέσω της οπτικής των «περιφράξεων». Εμείς πιστεύουμε ότι η «περίφραξη» χρησιμεύει ως μια κατάλληλη ευέλικτη έννοια που μιλάει όχι μόνο για τις ιδιοτροπίες της πρωταρχικής συσσώρευσης αλλά επίσης και για την πρόσφατη αναζωπύρωση του κύρους της κρατικής βίας. Εμείς υποστηρίζουμε ότι οι περιφράξεις λειτουργούν ενδεχομένως, προσωρινά και βιαία διαμέσω ένα φάσματος κλιμάκων, τόπων, δικτύων και σκιαγραφούν τέσσερις αρχικούς άξονες έρευνας: υποκειμενοποίηση, δίκαιο της βίας, τις σύγχρονες αποικίες και τις πολιτικές αντιπροσώπευσης. Το άρθρο προτείνει ένα σύνολο δεικτών μέσω των οποίων διευρύνεται η εννοιολογική και πολιτική περιοχή των περιφράξεων μέσω της γεωοικονομίας, γεωπολιτικής και βιοπολιτικής και αναδεικνύει τους διαφορετικούς χωρικούς σχηματισμούς, τρόπους υποκειμενοποίησης και τις τεχνολογίες ισχύς μέσω των οποίων λειτουργούν ποικιλοτρόπως οι περιφράξεις.
Τα ήθη
Είναι ξεθωριασμένα όλα –η ελπίδα που άνθισε ελεύθερη-
και υπήρξε κάποτε δεν θα τη συναντήσεις ποτέ ξανά
περιφράξεις ήρθαν και ποδοπάτησαν στον τάφο
των εργασιακών δικαιωμάτων και άφησαν τους φτωχούς σκλάβους
και οι αλλοτινές περήφανες μνήμες που υποκλίθηκαν στον πλούτο
είναι μαζί σκιά και υπόσταση τώρα
[. . .]
Αλλά τα μονοπάτια της ελευθερίας και της αγαπητής παιδικής ηλικίας
καλύπτονται με σανιδένιους τοίχους που ανακοινώνουν ότι «εδώ δεν υπάρχει δρόμος»
και στο δέντρο που στολίζεται με κισσό
το μισητό σημάδι με χυδαία γεύση κρέμεται
όπως τα πούλια πρέπει να μάθουν να γνωρίζουν
όταν πηγαίνουν εκεί δεν θα πρέπει να προχωράνε παραπέρα
έτσι, με τους φτωχούς, η φοβισμένη ελευθερία προστάζει αντίο
και όσο και εάν το νιώθουν τον πνιγμένο αναστεναγμό
και τα χωρίς όνομα πουλιά και δέντρα και λουλούδια
όλα αναστέναξαν όταν ήρθε ο άνομος νόμος των περιφράξεων
και τα όνειρα της λεηλασίας σε αυτά τα αντάρτικα σχήματα
ήταν αληθινά και όχι όνειρα
(John Clare, 2004 [1821–1824]: 168–169)
Ίσως δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ξεκινάμε με τα λόγια του John Clare. Ως ένας από τους σημαντικότερους στην Αγγλία «ποιητές των τόπων» (poets of place) (Helsinger, 1987: 509), τα γραπτά του έχουν ξεχωρίσει για την βαθιά προσήλωση σε μια συγκεκριμένη αγροτική τοπικότητα – στην περίπτωση του Northamptonshire των αρχών του 19ου αιώνα (Barrell, 1972; Robinson, 2000; Bate, 2004; Houghton, 2006). Εάν οι σκηνές της κοινωνικής σταθερότητας και αγροτικής αρμονίας ήτανε κοινές στην τέχνη και στην λογοτεχνία των δεκαετιών του 1820 και 1830 (Barrell, 1980; Helsinger, 1987), η ποίηση του Clare διαφέρει λόγω της ευαισθησίας στον πόνο του ξεριζωμού και της βίαιης απαλλοτρίωσης και εκδίωξης που αποδόθηκε και μνημονεύτηκε ως περίφραξη. Πράγματι ένα ποίημα όπως το «The Mores» εκφράζει έναν εναλλακτικό τρόπο να ειδωθούν αυτές οι διαφορές –τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο- σε σχέση με το «απρόσεκτο βλέμμα» του γραφικού θεατή που ασχολείται με την διαμόρφωση αγροτικών τοπίων και τοποθετεί τους κάτοικους τους εντός αυτών των αυστηρών και καθορισμών ορίων (Helsinger, 1987: 509, 514). Οι χώροι της κατασκευασμένης (constructed) ορατότητας ήταν, για τον Clare, χώροι της ασφυκτικά περιορισμένης (constricted) ορατότητας (see Barrel, 1980) και οι δικές του εμπειρίες των περιφράξεων στο αγροτικό Northamptonshire εξετάζονται με μια μορφή «αισθητικής και πολιτικής» στέρησης (Helsinger, 1987: 515). Με τις «περιφράξεις» αναφερόμαστε φυσικά στο μετασχηματισμό των κοινών γαιών σε αποκλειστικά οικόπεδα και τη συνακόλουθη εξαφάνιση των μακροχρόνιων δικαιωμάτων κοινών στο έδαφος, σε καυσόξυλα, σε ξυλεία και το σημαντικότερο σε βοσκότοπους (Blomley, 2007: 2) Ενώ οι περιφράξεις δεν ήταν μια νέα πρακτική στην Αγγλία τον 18ο και 19ο αιώνα, ωστόσο έλαβαν ποιοτικά νέα έκταση, η οποία εντάθηκε με τη βίαιη αρπαγή της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Για τον Thompson (1963: 237), οι περιφράξεις ήταν «μια αρκετά ξεκάθαρη περίπτωση ταξικής ληστείας» ενώ ο Marx (1976: 875) έγραψε ότι αυτή η ιστορία ήταν «γραμμένη με αίμα και φωτιά» επιχειρηματολογώντας ότι χωρίς τη γη «η παραγωγή με απλήρωτη εργασία θα ήταν αδύνατη και αυτό θα έπρεπε συνολικά να τελειώσει στην καπιταλιστική παραγωγή» (Marx, 1968: 43–44).
Η πρόγνωση αυτών των φράσεων πιστεύουμε ότι είναι αξιόλογη και θα επιδιώξουμε να ερμηνεύσουμε την έννοια της περίφραξης ως έναν τρόπο για τη διευθέτηση των μορφών και διαδικασιών του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού. Οι περιφράξεις αποτέλεσαν το αντικείμενο μακροχρόνιων εξονυχιστικών ερευνών (Blomley, 2007; Charlesworth, 1983; Thompson, 1991) και δεν είναι στόχος μας να προσθέσουμε αποδεικτικά στοιχεία στις διάφορες συζητήσεις και διαφωνίες (Neeson, 1993; Chambers, 1953; Chambers and Mingay, 1966). Οι προθέσεις μας είναι οι ιστορικές και ευρετικές (heuristic) απεικονίσεις ιδιαίτερα εμπνευσμένες από πρόσφατα σχόλια που έγινα από την συλλογικότητα Retort. «ακριβώς στην καρδιά της καπιταλιστικής νεωτερικότητας», σημείωσαν «έχει λάβει χώρα μια διαδικασία ατελείωτης περίφραξης» (2005: 193), μια διαδικασία «που έχει τις ρίζες τις στη διαρκή αποεμπέδωση – αποενσωμάτωση των βασικών στοιχείων των ειδών του ζωντανού κόσμου από τις εξαιρετικές μήτρες των κοινωνικών σχέσεων – περιορισμοί, κατανοήσεις, έλεγχοι και ισορροπίες, αλληλουχία κανόνων [και] είδη κοινοτικών-κομμουνιστικών κυρώσεων εναντίων των εκμεταλλευτών» (2005:194)[1].
Το ότι αυτή η διαδικασία της αποενσωμάτωσης δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια μορφή κοινωνικής βίας δεν χάθηκε στον John Clare και πολλών άλλων, των οποίων οι ορίζοντες των εμπειριών διαμορφώνονταν όλο και περισσότερο και δομούνταν από δυσάρεστες υλικότητες απαλλοτρίωσης, εκτόπισης και πειθαρχίας. Εάν τα σχόλια των Retort είναι με αυτήν την έννοια, σε μεγάλο βαθμό ιμπρεσσιονιστικά, εμείς πιστεύουμε ότι είναι πλέον καιρός να επανεξετάσουμε συστηματικά τη μελέτη των περιφράξεων ως ιστορικά πλούσια, τοπικά πολυποίκιλη και συχνά αντιφατική. Αλλά περισσότερο από αυτό, εμείς επίσης θέλουμε να αναγνωρίσουμε την διαρκή είσοδο των περιφράξεων στη σημερινή «δηλητηριασμένη εποχή» (Retort, 2005: 17). Ειδικότερα, επιδώσουμε να ξανασκεφτούμε τις εσωτερικές αρθρώσεις από τις νεοφιλελεύθερες νόρμες και την ανακάμπτουσα και βίαιη μορφή της γεωπολιτικής μέσα από την οπτική γωνία των «περιφράξεων». Εκεί όπου οι παραδοσιακοί λογαριασμοί των περιφράξεων αποτελούσαν συχνά αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο άκαμπτο και στενό πλαίσιο του διπόλου «περιφράξεις» εναντίων «κοινών», εμείς προτείνουμε ένα πιο ασταθή ιστορικό-γεωγραφικό σχηματισμό – μια περίπλοκη σύνθεση από λογικές ένταξης και αποκλεισμού που λειτουργούν μέσα από μια ποικιλία χωρικών περιοχών (territories – επικράτειες) και δικτύων- μέσω του οποίου οι τάσεις των περιφράξεων διαλεκτικά αντιπαραβάλλονται. Με αυτόν τον τρόπο, οι περιφράξεις μιλάνε όχι μόνο για τις ιδιοτροπίες της πρωταρχικής συσσώρευσης ή την πρόσφατη αναζωπύρωση των τρόπων της κρατικής και παρακρατικής βίας, αλλά επίσης, εμείς υποστηρίζουμε, την ανοργάνωτη ή και οργανωμένη σίγουρα εξαιρετικά αντιφατική επανοικειοποίηση των κοινών (reclaiming of the «commons»).
Παρατηρούμε τις περιφράξεις να λειτουργούν σε πολλές κλίμακες, τόπους και πρακτικές από την συσσώρευση της εδαφικής εκτόπισης μέχρι νέες μορφές σωματικής χειραγώγησης, όπως τη χρήση βιομετρικής διαχείρισης που ακολούθησε τις αποστολές καταστροφής στην Fallujah το 2004. Αυτή είναι μια απαραίτητη επέκταση της έννοιας των περιφράξεων που προσπαθεί να αποκαλύψει πως οι χωρικότητας της συμπερίληψης και του αποκλεισμού λειτουργούν εντός δικτύων και περιοχών (territories – επικράτειες) και ότι απαιτούν συνδετικές λογικές και διαδικασίες της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης, στρατιωτική βία και τρόπους πίστωσης, χειραγώγηση και εκμετάλλευση σε διαφορετικές κλίμακες συμπεριλαμβανόμενου αυτής του ανθρώπινου σώματος. Οι Retort συμβάλλουν στην ανάλυση μεταξύ βίας και συσσώρευσης με τον όρο «στρατιωτικός νεοφιλελευθερισμός» (2005: 15) και στο πλαίσιο αυτό αναλύουν τον πόλεμο και τον νεοφιλελευθερισμό μαζί. Αυτή η σύνδεση είναι σημαντική για το επιχείρημά τους ότι η αμερικανικής ηγεσίας εισβολή στο Ιράκ δεν ήταν απλώς για να περιφραχθούν τα ιρακινά αποθέματα πετρελαίου, αλλά γενικότερα, ένα σκόπιμο σχέδιο της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης. Με τον εν λόγω επιχείρημα οι Retort τοποθετούν το πετρέλαιο σε ένα μεγαλύτερο, μολονότι θραυσμένο καπιταλιστικό τοπίο, όπου ο πόλεμος προσπάθησε να ανοίξει το δρόμο για νέους υπό την αμερικανική ηγεσία κύκλους στέρησης και κεφαλαιακής συσσώρευσης (απο την κατασκευή και ανασυγκρότηση, μέχρι την οικονομική, μιντιακή και εμπορική συσσώρευση) λειτουργώντας μέσα από ένα ποικίλο σύνολο χωρικών λογικών, καταχωρήσεων και φαντασιακών.
Μερικοί γεωγράφοι έχουν με παρόμοιο τρόπο υποστηρίξει ότι η πρωταρχική συσσώρευση είναι μια «συνεχιζόμενη λειτουργία του καπιταλισμού παρά απλώς ένα προκαπιταλιστικό φαινόμενο» (Hartsock, 2006: 177; see Glassman, 2005, 2006; Hart, 2006; McCarthy, 2001, 2005; Prudham, 2007; Wolford, 2007). Ο David Harvey έχει προτείνει, για παράδειγμα, ότι σύγχρονες μορφές της παγκοσμιοποίησης έχουν πραγματικά χαρακτηριστεί απο «εντελώς νέους μηχανισμούς αποστέρησης -εκτόπισης» (Harvey, 2003: 147). Σε αντίθεση με τον Marx του οποίου η τελεολογική άποψη της πρωταρχικής συσσώρευσης εστιάστηκε στην συχνά βίαιη εξάλειψη των μη-καπιταλιστικών μορφών οικονομικής δραστηριότητας και την εμφάνιση της μισθωτής εργασίας ως τον κυρίαρχο τρόπο της καπιταλιστικής οικονομίας, ο Harvey μετατοπίζει την προσοχή πίσω στην σύμπτωση της πρωταρχικής συσσώρευσης ως μια μη ολοκληρωμένη και επαναλαμβανόμενη διαδικασία. Ενώ είμαστε σε ευρεία συμφωνία με αυτές τις προγνώσεις και τις μορφές του «καπιταλισμού της καταστροφής»(Klein, 2005, 2007) οι οποίες συστηματικά αμφισβητούνται, μας ενδιαφέρει λιγότερο από τον Harvey η αντιμετώπιση του «χρονικού προβλημάτων της υπερσυσσώρευσης που αναδύεται εντός της διευρυμένης αναπαραγωγής» (2003: 156). Εάν προσπαθούμε κάτι, είναι να διευρύνουμε το «κύκλο της γεωγραφικής αναφοράς» (Gregory, 2006a: 21) και να εστιάσουμε την προσοχή στους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους οι «περιφράξεις» έχουν γίνει και συνεχίζουν να εφαρμόζονται και να αντιστέκονται (see also Jeffrey et al., 2007). Για να γίνει αυτό, σκιαγραφούμε τέσσερις προκαταρκτικούς άξονες έρευνας της γεωγραφίας των περιφράξεων: υποκειμενοποίηση, δίκαιο της βία, συγχρονες αποικίες, πολιτικές αντιπροσώπευσης. Το σημείο εκκίνησής μας είναι η κατάσχεση των κοινών από διαφορετικούς παράγοντες μέσα στο χρόνο και εδώ τα κοινά γίνονται αντιληπτά σε μεγάλο εύρος, από την γη και την πρωταρχική συσσώρευση έως τα σώματα και τη βιομετρική. Σύμφωνα με τον Boal (2001), αναγνωρίζουμε τις περιφράξεις ως ένα ποικιλόμορφο σχέδιο που λειτουργεί σε διάφορα επίπεδα από τη παγκόσμιο έως το ανθρώπινο σώμα. Δεν είναι πρόθεσή μας, ωστόσο, να αναγάγουμε τις περιφράξεις στο πιο σημαίνον ή πιο ικανό θεωρητικό σχήμα που μπορεί να προβάλει στο προσκήνιο όλες τις πτυχές της σημερινής εποχής. Πιο συγκρατημένα, πιστεύουμε ότι οι περιφράξεις λειτουργούν -με ενδεχομενικότητα, προσωρινά και βιαία- σε μια σειρά από κλίμακες, τοποθεσίες και δίκτυα:
1) Περιφράξεις και υποκειμενοποίηση: Πολλοί επιστήμονες έχουν ήδη επιστήσει την προσοχή στην πρωταρχική συσσώρευση γενικά και ειδικότερα στις περιφράξεις ως «μια διαδικασία που χωρίζει τον εργάτη από την ιδιοκτησία των συνθηκών της δικιάς του [sic] εργασίας (Marx, 1976: 874; see Linebaugh, 2006; Perelman, 2000). Εμείς βασιζόμαστε σε αυτές τις τοποθετήσεις υποστηρίζοντας μια περαιτέρω προσέγγιση μεταξύ Marx και Foucault (Moore, 2005: 146), η οποία αναγνωρίζει την κοινή τους επίμονη σε μορφές υποταγής ως μορφές υποτακτικότητας. Αυτό που αναζητούμε είναι οι σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων, των περιοχών (territories) και μορφών υπαγωγής που παράγονται μέσω ιστορικά συγκεκριμένων μορφών περιφράξεων. Πως οι αφηγήσεις των περιφράξεων μας βοηθούν να φωτίσουμε (και να αλλάξουμε) τις μορφές εξαναγκασμού και επιβολής; Για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, θα αντλήσουμε από τις πρόσφατες προσεγγίσεις στο νεοφιλελευθερισμό οι οποίες τον εξετάζουν όχι μόνο ως μια μορφή ληστρικού καπιταλισμού αλλά περισσότερο και σημαντικότερο ως «μια νέα μορφή πολιτικής βελτιστοποίησης (optimization)» (Ong, 2006: 3; see Rose, 1999; Harvey, 2005). Ο Aihwa Ong και πολλοί άλλοι έχουν πειστικά προτείνει ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι «η αναμόρφωση των σχέσεων μεταξύ διακυβέρνησης (governing) και κυβερνητικότητας (governed), εξουσίας και γνώσης, κυριαρχίας και εδαφικότητας (territoriality)» (2006: 3). Η εμφάνιση διαφορετικών μορφών νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης και σχεδίων υποστηρίζουμε ότι αποτελούν μια ιστορική διαδικασία που άνισα παράγει και ρυθμίζει τους εγκαταστημένους πολιτικούς αστερισμούς, χωρικότητας και υποκειμενικότητας. Με αυτό κατά νου, εμείς ενδιαφερόμαστε ιδιαίτερα να εκτιμήσουμε τις ευθυγραμμίσεις μεταξύ των διαφόρων πολιτικών κυριαρχίας, οικονομικών κανόνων και τρόπων πολιτότητας. Ποιές είναι οι ενδεχόμενες εκβάσεις αυτών των διαδικασιών; Πως συγκεκριμένες μορφές υποκειμενοποίησης αρθρώνονται με τους νέους άξονες των κανονισμών εργασίας, πειθαρχίας και εγκλεισμού; Πως μπορεί να προκύψουν αντιστάσεις στις ρωγμές μεταξύ κυριαρχίας και υποκειμενοποίησης. Και πως μπορούν αυτές οι αντιστάσεις να εκφραστούν, καθώς κατά Polanyi (1946) – που πετυχημένα τις περιέγραψε ως «διπλή κίνηση» της νεοτερικότητας- οι διαδικασίες των περιφράξεων αναγκαστικά παράγουν μορφές αντίστασης ενάντια στις περιφράξεις; Ποια είναι τα λεξιλόγια των διαφωνιών και οι μορφές της «επαναστατικής υποκειμενικότητας» (Foucault, 2005: 208) που παράγουν και αναπαριστούν εναλλακτικές στις περιφράξεις; Θέτοντας αυτά τα ερώτημα, είναι σημαντικό να ανιχνευθούν οι διαφορετικές συνέπειες των περιφράξεων για κάθε διαφορετική κοινωνική ομάδα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο βιώσιμη – σταθερή συσχέτιση με τις πολιτικές των περιφράξεων και τους τρόπους μέσω των οποίων, για παράδειγμα, παράγεται συναίνεση, διατηρείται η προλεταριοποίηση ή διαμορφώνεται η αντίσταση. Ουσιαστικά, οι διαφορετικές συνέπειες των περιφράξεων μέσω, για παράδειγμα τάξης, φύλου, φυλής ή εθνικότητας, αποκαλύπτουν την μεταβαλλόμενη φύση και τις γεωγραφίες της πολιτότητας και ιθαγένειας ως ειδικούς τρόπους υποκειμενοποίησης. Εδώ είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στον ισχυρισμό των Retort (2005) ότι η σύγχρονη αγγλοσαξονική πολιτότητα εκδηλώνεται όλο και περισσότερο με γνώμονα τις κοινωνικές σχέσεις που βασίζονται στην κατανάλωση (Katz, 2008; and seeMazumdar, 2007, on contemporary urban India).
2) Περιφράξεις και Δίκαιο της Βίας: Οι νομικές κυρώσεις, πιστεύουμε, παραμένουν ένα από τα βασικά εργαλεία, μέσω των οποίων νομιμοποιούνται οι περιφράξεις και ποινικοποιούνται παραδοσιακά δικαιώματα. Υπάρχει, για να παραφράσουμε τον Nicholas Blomley, μιας εγγενής και παρεπόμενη γεωγραφία της του δικαίου της βίας που σχετίζεται με τις περιφράξεις και επιδιώκουμε να παραμένουμε σε εγρήγορση στις πληθυντικές χωρικότητας και υλικές τεχνολογίες μέσω των οποίων η κρατική νόμιμη βία παράγεται, διατηρείται και μάχεται για να επικρατήσει (Blomley, 2003: 121). Πράγματι η γεωγραφική ιστορία του δικαίου της βίας τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να υφίσταται έναν αυξημένο κριτικό έλεγχο (Gregory, 2004, 2006b) και θέλουμε να υπογραμμίσουμε τρεις περιοχές στις οποίες το δίκαιο μας ενδιαφέρει. Πρώτον, αυξάνονται τα ζητήματα διεθνούς δικαίου, ειδικά στα ζητήματα παγκόσμιου περιβάλλοντος παράγονται κανόνες που ευνοούν τη δημιουργία διεθνών κανόνων ιδιοκτησίας των πόρων. Οι πρόσφατες σημαντικές συζητήσεις κυμαίνονται γύρω από τη σύλληψη, τα βασανιστήρια, τις διώξεις μεχρι το διανοητικό εμπόριο και τα δικαιώματα ιδιοκτησίας συμπεριλαμβανομένου και της εμπορευματοποίησης των γνώσεων των ιθαγενών μεχρι συζητήσεις για την ασφάλεια κατοχής ακινήτων (Boyle, 2003).
Δεύτερον αυτή η τελευταία σχέση μεταξύ δικαίου, γης και στέγασης είναι αυτό που μας φαίνεται να έχει τη μεγαλύτερη σημασία, ιδιαίτερα σε σχέση με τους άτυπους οικισμούς και καταλήψεις. Για να δοθεί ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, πίσω από την ταρασσόμενη ιστορία της εκτόπισης των παλαιστινίων από τις εστίες τους, ο Weizman (2007) τοποθετεί ξεκάθαρα την ισραηλινή λογική των κατασχέσεων, η οποία έχει τις ρίζες της σε ένα περίπλοκο ιστό από νόμους, ρυθμίσεις, έντονη στρατιωτικοποίηση και την εισβολή εποικιστικών οικισμών. Σε μια διαφορετική προσέγγιση, το βάρος της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στον παγκόσμιο Νότο, οφείλεται στις μεταβαλλόμενες γεωγραφίες της κεφαλαιακής συσσώρευσης και των παγκόσμιων συνδέσεων και αποσυνδέσεων που έχουν οδηγήσει σε κατακερματισμό του αστικού ιστού, συμπεριλαμβανόμενου της γης, της στέγασης και των υποδομών (Chatterjee, 2004; Davis, 2006; Graham and Marvin, 2001). Αυτό που ο Verma (2002), έγραψε αναφερόμενος στο αστικό περιβάλλον στην Ινδία, έχει αναφερθεί ως «ληστεία μεγάλης έκτασης» έχει οδηγήσει σε μαζικές παραγκουπόλεις, δηλαδή στο στοίβαγμα της άτυπης οικονομίας των μεροκαματιάρηδων σε εξαθλιωμένες περιφερειακές εκτάσεις, αποθήκες φτωχών σε ένα χωρικά διαχυμένο (sprawling) «πλανήτη των παραγκουπόλεων» (Davis, 2006). Ενώ οι συζητήσεις για τη γη και τη στέγαση τείνουν να εστιάζουν στη νομιμοποίηση της άτυπης στέγασης και στην επαναφορά της άτυπης στέγασης στην τυπική αγορά (De Soto, 2001), υπάρχει συχνά μικρότερη εξέταση του τι διακυβεύεται με τη νομιμοποίηση αυτών των άτυπων μορφών σε διαφορετικά εμπειρικά περιεχόμενα (δες UN Habitat, 2003). Όπως ο Neuwirth (2006) προειδοποιεί, νομικοί τίτλοι ιδιοκτησίας – ατομικοί ή συλλογικοί – είναι πέρα από απλά αγαθά, και μπορεί να έχουν ως συνέπεια την αύξηση των τιμών της γης και στέγασης σε σημείο που να πετιούνται έξω οι φτωχοί. Κατά την επιχειρηματολογία για τα δικαιώματα των καταληψιών με βάση την κατοχή και όχι την ιδιοκτησία, αυτός επικαλείται την ρωμαϊκή έννοια της χρησικτησίας (usucapio) και την τοποθετεί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες είχε κάποια επιτυχία – αν και αργή και σπασμωδική- όπως στην εφαρμογή στο σύνταγμα της Βραζιλίας το 1988.
Τρίτον το δίκαιο έχει μια σύνθετη σχέση με την αντίσταση στις περιφράξεις. Υπενθυμίζουμε εδώ την επίκληση των Midnight Notes Collective’s (2001: 15) στο «Ιωβηλαίο» (jubilee) ως την μεγάλη αντοχή του αγώνα ενάντια στην δουλεία και στην αρπαγή της γης, έναν αγώνα που συχνά μάχονταν σε σχέση με το ρόλο του δικαίου. Παρά τη σχετική επιτυχία της καμπανιάς του Jubilee 2000 για την κατάργηση του διεθνούς χρέους, οι προοπτικές του jubilee όπως η κατάργηση της δουλείας, του χρέους και η επιστροφή των κοινών γαιών, μοιάζουν ζοφερές απέναντι στα παιδιά που ζουν ως οικονομικοί δουλοπάροικοι στις αστικές περιοχές της Νότιας Ασίας στην εμπορευματοποίηση και στρατιωτικοποίηση των κοινών γαιών, της στέγασης και των υποδομών (Davis, 2006). Οι υπολογισμοί του Weizman (2007: 171–173) για τις νομικές προκλήσεις της κατασκευής του ισραηλινού τείχους γύρω από παλαιστινιακές περιοχές της δυτικής όχθης υπογραμμίζουν την ασάφεια και αμφισημία των νομικών εργαλείων να αντισταθούν στις πράξεις περίφραξης. Αν και το ισραηλινό ανώτατο δικαστήριο αποφάνθηκε το 2004 ότι 30km από το τείχος πρέπει να κατεδαφιστούν από τη στιγμή που κατασκευάστηκαν σε γη που ανήκει σε παλαιστίνιους αγρότες, η απόφαση δεν αμφισβήτησε την ευρύτερη ηθική και δικαστική νομιμοποίηση του τείχους. Ο Weizman υποστηρίζει ότι χρειάζεται να είμαστε πιο προσεκτικοί όσον αφορά το συμβολισμό τέτοιων περιπτώσεων όπου οι λεπτομέρειες σχετικά με τα αποτελέσματα μπορεί να καλύψουν την υποκείμενη υποστήριξη των πράξεων περίφραξης. Αυτή η περίπτωση κλονίζει τη συμβατική γεωμετρία των περιφράξεων, καθώς εμπεριέχει την κατάληψη της γης των παλαιστίνιων κατόχων από το ισραηλινό κράτος και υπογραμμίζει την ανάγκη να είναι προσεκτικές όσον αφορά τις κρατικές περιφράξεις, όπου ο αποκλεισμός και η εκτόπιση εξυπηρετούν το ξεριζωμό των πληθυσμών.
3) Περιφράξεις και σύγχρονες αποικίες: Ο ίδιος ο Marx συνέλαβε την πρωταρχική συσσώρευση και τα μοτίβα της ως «επέκταση στις αποικίες» (Moore, 2005: 147). Αν και έχουν υπάρξει σημαντικές προσπάθειες καταγραφής της ιστορικής ανθρωπολογίας των αποικιακών περιφράξεων, από την προσπάθεια διάφορων «θεωρητικών την εξάρτησης» που θεωρούν την υπανάπτυξη σε σχέση με την αποικιοκρατία και την νεοαποικιοκρατία (π.χ. Amin, 1974, 1977, 2003), καθώς και μελετητές της αποικιοκρατίας και της αντιαποικιοκρατίας (συμπεριλαμβανομένου του Fanon, 2001[1961] Guha and Spivak, 1988), υπήρξαν λίγες πολύτιμες πρόσφατες παρεμβάσεις με βάση αυτές τις προσπάθειες. Θεωρούμε ότι είναι αξιοσημείωτη αυτή η παράλειψη, ανατρέχοντας στους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους οι βίαιες αποικιοκρατικές και νεοαποκιοκρατικές περιφράξεις καταχωρήθηκαν στην «επιδερμίδα της καθημερινής ζωής» (Gregory, 2006a: 23). Εμείς επίσης σε αυτό το πλαίσιο βασιζόμαστε σε αυτό που πρόσφατα η Ann Laura Stoler περιέγραψε ως την «κατά κόρον είσοδο της ιστορίας της αμερικανικής κυριαρχίας στην αναλυτική και πολιτική αντιπαράθεση στις imperial studies» (2006b: 8). Το πλέον γνωστό σχήμα του ενθαρρυμένου αμερικανικού Imperium έχει εγείρει νέα ερωτήματα σχετικά με την φύση της «παρούσας αποικιοποίησης» (Gregory, 2004) και της παρατηρούμενης «έξαρσης» του αμερικανικού Imperium. Αν και η μοναδικότητα της «Αμερικανικής Αυτοκρατορίας» αποτελεί για κάποιος ένα θέμα, εμείς επιδώσουμε, αντιθέτως, να αναγνωρίσουμε την αξία του να «εξετάζουμε συγκριτικά» τις τεχνολογίες περίφραξης οι οποίες είναι τόσο ιδιαίτερες στο χρόνο και το χώρο και «αντηχούνε με τις πρακτικές τους σε ένα ευρύτερο παγκόσμιο πεδίο» (Stoler, 2006c, 23, 24). Η δουλειά του James Ferguson εστιάζει για παράδειγμα στη σύγχρονη περίοδο του καπιταλισμού των περιφράξεων μέσω ιδιωτικοποίησης, παγκόσμιας εξόρυξης ορυκτών σε διάφορες περιοχές της νότιας Αφρικής (Ferguson, 2006). Οι μηχανισμοί ασφάλειας στις περιοχές εξόρυξης ορυκτών, συχνά αντικαθιστούν την πυκνή κοινωνικότητα των αστικών εργατικών περιοχών και καθοδηγούνται απο τον κινεζικό Imperium. Αυτό χρησιμεύει ως υπενθύμιση ότι στην εστίαση στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, χρειάζεται να είμαστε πολύ προσεκτικοί στα διαφορετικά ιστορικά και σύγχρονα παραδείγματα των ιμπεριαλιστικών περιφράξεων και να εργαστούμε για μια συγκριτική κατανόηση της ικανότητας της αυτοκρατορίας να αρπάζει στους διαφορετικούς βαθμούς της αυτοκρατορικής κυριαρχίας (Stoler, 2006a; Mawdsley, 2007). Σε ποιο βαθμό οι εν λόγω θραυσμένοι χώροι της εμπειρίας μιλούνε για την κατανόηση των «περιφράξεων» ως ενδεχόμενο και ασταθές σύνολο πρακτικών των οποίων η αποτελεσματικότητα εξαρτάται απο τις διάφορες μορφές αντίστασης;
Ανταποκρινόμενος σε αυτό, όπως αναφέρει ο Stoler, συνεπάγεται μια συγκριτική σκέψη στις χωρικές και χρονικές καταχωρήσεις. Για παράδειγμα, η ιστοριογραφία των αποικιών έχει υπογραμμίσει την σημαντικότητα της κατοχής γης, του χρέους, της εργασίας και του κεφαλαίου στην παραγωγή και αμφισβήτηση της κοινωνικής διαφοροποίησης και συνέλαβε την ιστορία των αγροτών ως πολύμορφη και σχεσιακή κοινωνική μορφή, απο τις φυλετικές πολιτικές και παραδοσιακές αντιστάσεις στους διαφοροποιημένους μικροιεραρχικούς σχηματισμούς των εθνικιστικών κινημάτων (Bose and Jalal, 1997; Rao, 2001). Αυτό αποκαλύπτει μια σύνθετη χωρικότητα που περιπλέκει τα συμβατικά αναγνώσματα των περιφράξεων και τη σχέση τους με τα κοινά και τους συνδέσμους μεταξύ περιφράξεων και αντίστασης. Για παράδειγμα αντιαποικιακά εθνικιστικά κόμματα όπως το ινδικό Congress Party υποστήριξε χωρικούς σε θέματα ιδιοκτησίας γης, ενοικίου, εσόδων, χρεών, αποδόσεις καλλιεργειών, άρδευση, βόσκηση και ούτω καθεξής, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις πήρε τις αποστάσεις του απο τις απαιτήσεις για κατάργηση για παράδειγμα της καταναγκαστικής εργασίας των αγροτών και επέλεξε αντι για μεταρρυθμίσεις να διατηρήσει τις κυρίαρχες σχέσεις με τις αποικιακές αρχές (Krishnan, 2005). Η σύγχρονη και ιστορική αποικιακή καταγραφή επιτρέπει την έρευνα του γιατί και πως διαφορετικές μορφές κινητοποιήσεων και αντίστασης εμφανίζονται σε διαφορετικές περιοχές. Ένα βασικό ερώτημα για εμάς είναι πως θα μπορούσε μια ιστορική γεωγραφική συγκριτική προσέγγιση να βοηθήσει να αντιληφθούμε τις σύγχρονες σχέσεις μεταξύ περιφράξεων, αντίστασης και κοινών.
4) Περιφράξεις και πολιτικές αντιπροσώπευσης: Συνειδητά επικαλούμαστε ένα γνωστό σλόγκαν με σκοπό να θέσουμε το ερώτημα για τον άκαμπτο διαχωρισμό της εργασίας μεταξύ της «αισθητικής» και της «πολιτικής» (Jeffrey et al., 2008; Clark, 2006). Ενώ οι περιφράξεις ορθώς θεωρούνται ως τεχνολογίες αποστέρησης και υποταγής, πιστεύουμε ότι επίσης μιλάνε, για τον αποκλεισμό των εναλλακτικών μορφών «κοινωνικότητας», οι οποίες προσπαθούν να φανταστούν και να αναπαραστήσουν αυτό που είναι τελικά κοινό. Διατηρούμε ακόμα την πεποίθηση ότι πολιτικές και αισθητική μπορούν να καταλάβουν ένα κοινό έδαφος, αυτό που διαφοροποιεί την τέχνη και την πολιτική «από την αυξητική τάση της “ηθική” ας σκεφτούμε ότι απειλούνται και τα δυο» (Ross, 2007: 255). Η χειραφετητική στιγμή παραμένει για εμάς η μη ταυτοποιημένη ύπαρξη ή συνθήκη, η άρνηση να αντιμετωπιστεί με αυστηρά όρια αυτό που για παράδειγμα ένας εργάτης μπορεί να κάνει, να είναι ή να πει. Ταυτόχρονα χρειάζεται να κατασκευάσουμε πολιτικές υποκειμενικότητες όπως υποστήριξε ο Simon Critchely «οι οποίες δεν θα είναι αυθαίρετες ή σχετικιστικές, αλλά θα αρθρώνονται σε (διαφορετικές) ηθικές απαιτήσεις των οποίων το πεδίο θα είναι καθολικό και οι αποδείξεις τους θα βασίζονται σε συγκεκριμένες καταστάσεις» (2007: 132). Οι μερικοί αγώνες που «μιλούνε για ένα ζήτημα» δεν θα πρέπει να διαχωριστούνε όπως ορθά το θέτει ο Spivak απο την ιστορία των αγώνων που μπορεί «να ακούει να βλέπει και να μιλάει» καθώς συντίθεται απο μερικούς αγώνες (Shohat, 1995: 173; see Spivak, 1988, 1999). Εστιάζοντας στις πολιτικές αντιπροσώπευσης αναγκαστικά προκύπτουν τα ζητήματα της φωνής, του κοινού και των δημοκρατικών διαδικασιών. Για αυτό το λόγο, ενδιαφερόμαστε να διερευνήσουμε τις σχέσεις μεταξύ περιφράξεων και των συζητήσεων για εκδημοκρατισμό, σε ένα γεωγραφικό σύνολο. Συγκεκριμένα, θα επιδιώξουμε να διερευνήσουμε πως η δημοκρατική ρητορική έχει χρησιμοποιηθεί για να νομιμοποιήσει πράξεις περίφραξης και στη συνέχεια να εντοπίσει πως τα άτομα έχουν αποκλειστεί από πολιτικά δικαιώματα και ευθύνες που συχνά θεωρούνται ότι είναι «κοινές». Με παρόμοιο τρόπο, εδώ διακυβεύονται απόπειρες αντιπροσώπευσης τοπικών και διεθνικών αγώνων για τα κοινά, όπως οι συζητήσεις γύρω από το «πλήθος» (Hardt and Negri, 2004), «νέα κοινωνικά κινήματα» (Eyerman and Jamison, 1991), «παγκόσμια κοινωνία των πολιτών» (Kaldor, 2003; Keck and Sikkink, 1998), και «μετα-καπιταλιστικές πολιτικές» (Gibson-Graham, 2006). Πως προσδιορίζεται ο αγώνας και οι φορείς του αγώνα; Ποιες νέες μορφές αλληλεγγύης αναδύονται μέσα από τις διαδικασίες των περιφράξεων; Υπάρχει μια καθολικότητα στα «κοινά»; Πως οι ιδέες της παγκόσμιας πολιτότητας και δημοκρατίας (Archibugi, 2003; Held and Archibugi, 1995) συσκοτίζουν τη μετατόπιση των πολιτικών δικαιωμάτων από τους πολλούς στους λίγους;
Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουν πιεστικά ερωτήματα και ο πρωταρχικός σκοπός αυτών των σχολίων είναι να προσφέρει μια σειρά από κριτικά σημεία γύρω από τα οποία μια νέα ερευνά μπορεί να οργανωθεί σχετικά με την ιστορική πορεία των περιφράξεων. Με εξαίρεση μερικά αξιοσημείωτα παραδείγματα (για παράδειγμα δες Harvey, 2005), έχουμε ακόμα έλλειψη από χωρικές ιστορίες του νεοφιλελευθερισμού, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τους το ευρύτερο πολιτικό-οικονομικό πλαίσιο που εδώ περιγράψαμε. Αυτό δεν είναι όπως έχουμε ήδη τονίσει, ένα κάλεσμα για μια αντίληψη των περιφράξεων που θα λειτουργήσει αθροιστικά, θα είναι πάντα αναγκαίο να διερευνούμε τις πολύπλοκες παραστάσεις που είναι αλληλένδετες μέσω των περιφράξεων και του νεοφιλελευθερισμού. Ποιά είναι για παράδειγμα η ιστορική ιδιαιτερότητα του νεοφιλελευθερισμού σε σχέση με τη στρατιωτικοποίηση και την ασφάλεια. Ποια είναι ακριβώς η σχέση μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και περιφράξεων; Με ποιους τρόπους σχετίζονται οι περιφράξεις με την αποπερίφραξη, την αντίσταση και την ετερότητα; Πως χαρακτηρίζουμε τις νέες τεχνολογίες περιφράξεων, από τις ειδικές χρήσεις του internet, στη γενετική τροποποίηση και στη χρήση βιομετρικών; Με αυτά κατά νου, έχουμε καταρτίσει τον παρακάτω πίνακα ως μια πρώτη νύξη σε αυτό που θεωρούμε ότι είναι το σύγχρονο τοπίο των περιφράξεων. Αυτό το σχέδιο τοποθετεί διάφορες αρθρώσεις των περιφράξεων εντός της μήτρας των χωρικών σχηματισμών, των υποκειμενικών επιδράσεων και των σχέσεων εξουσίας. Πρόκειται για μια αναπαράσταση που στοχεύει στην προσωρινή ανταπόκριση σε αυτό που βλέπουμε ότι χρειάζεται για μια διευρυμένη σύλληψη των περιφράξεων η οποία θα ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες. Κάτι τέτοιο απαιτεί μια έννοια περιφράξεων που περιλαμβάνει ένα σύνθετο σύνολο ενίοτε με επικαλύψεις, και μερικές φορές με διακριτές χωρικότητας συμπερίληψης και αποκλεισμού, τρόπους υποκειμενοποίησης και τεχνολογίες εξουσίας που καθοδηγούνται από οικονομικές, πολιτικές και βιοπολιτικές λογικές και διαδικασίες.
Αυτός ο πίνακας είναι φυσικά κυρίως σχεδιασμένος ως μια ευρετική συσκευή και είναι συχνές οι περιπτώσεις που διαφορετικές μορφές περιφράξεων επικαλύπτονται. Για παράδειγμα, οι γεωοικονομικές και γεωπολιτικές τέμνονται σε συγκεκριμένα σημεία, όπως στα νέα μέτρα ασφάλειας στα αεροδρόμια και στα λιμάνια, ή στην πώληση οπλών, ή στους κανονισμούς των νέων κύκλων του διεθνούς εμπορίου. Πράγματι, η θεώρηση των περιφράξεων όπως την έχουμε καθορίσει βρίσκεται ακριβώς στον εντοπισμό των τομών και των τεταμένων σχέσεων μεταξύ των διαφορετικών μορφών και διαδικασιών. Αντιλαμβανόμαστε ότι δεν έχουμε επιλύσει πλήρως σημαντικά ζητήματα σχετικά με τα εννοιολογικά όρια των περιφράξεων όπως τον αστερισμό των πολιτικών σχέσεων που παράγονται με διαφοροποιήσεις. Όμως δεν πρέπει να αποφύγουμε αυτή την πρόκληση. Πιστεύουμε ότι υπάρχει επιτακτική ανάγκη να χαρτογραφήσουμε τις συνθήκες του σύγχρονου κόσμου μας, ακόμα και εάν όπως οι Retort (2008) έχουν πρόσφατα γράψει, αυτές οι χαρτογραφήσεις πρέπει πάντα να είναι «προσωρινές, υποθετικές [και] αναγκαστικά ημιτελής»
Περιφράξεις | Χωρικοί Σχηματισμοί | Τρόποι υποκειμενοποίησης | Τύποι Εξουσίας |
Γεωοικονομία | Ειδικές οικονομικές Ζώνες | προλεταριοποίηση | Κυβερνητικότητα |
Γεωπολιτική | Ελαστικές επικράτειες, Φύλακες Παγκόσμιων Πόλεμων, Στρατόπεδα συγκέντρωσης | Υποδούλωση, απανθρωποίηση | Κυριαρχία |
Βιοπολιτική | Πληθυσμός, Σώμα | Κανονικοποίηση | Βιοεξουσία |
Acknowledgement
We thank Michael Samers, Stephen Legg and two anonymous referees for very helpful comments on an earlier version of this paper.
References
Amin, S., 1974. Accumulation on a World Scale: A Critique of the Theory of Underdevelopment. Monthly Review Press, New York.
Amin, S., 1977. Imperialism and Unequal Development. Harvester Press, Sussex.
Amin, S., 2003. Obsolescent Capitalism: Contemporary Politics and Global Disorder. Zed Books, London.
Archibugi, D. (Ed.), 2003. Debating Cosmopolitics. Verso, London.
Barrell, J., 1972. The Idea of Landscape and the Sense of Place. Cambridge University Press, Cambridge.
Barrell, J., 1980. The Dark Side of Landscape: The Rural Poor in English Paintings, 1730–1840. Cambridge University Press, Cambridge.
Bate, J., 2004. John Clare: A Biography. Picador, London.
Blomley, N., 2003. Law, property and the geography of violence: the frontier, the survey, and the grid. Annals of the Association of American Geographers 93 (1), 121–141.
Blomley, N., 2007. Making private property: enclosure, common right and the work of hedges. Rural History 18 (1), 1–21.
Boal, I., 2001. Damaging crops: sabotage, social memory, and the new genetic enclosures. In: Peluso, N., Watts, M. (Eds.), Violent Environments. Cornell University Press, Ithaca, NY, pp. 146–154.
Bose, S., Jalal, A. (Eds.), 1997. Nationalism, Democracy and Development: State and Politics in India. Oxford University Press, Delhi, pp. 1–9.
Boyle, J., 2003. The Second Enclosure Movement and the Construction of the Public Domain. <http://www.law.duke.edu/pd/papers/boyle.pdf> (last accessed March, 2007).
Chambers, J.D., 1953. Enclosure and labour supply in the Industrial Revolution. Economic History Review, 2nd Series 5, 319–343.
Chambers, J.D., Mingay, G.E., 1966. The Agricultural Revolution, 1750–1880. Batsford, London.
Charlesworth, A. (Ed.), 1983. An Atlas of Rural Protest in Britain, 1548–1900. Croon Helm, London.
Chatterjee, P., 2004. The Politics of the Governed: Reflections on Popular Politics in Most of the World. Permanent Black, Delhi.
Clare, J., 2004. Major Works. Oxford University Press, Oxford.
Clark, T.J., 2006. The Sight of Death: An Experiment in Art Writing. Yale University Press, New Haven, CN.
Davis, M., 2006. Planet of Slums. Verso, New York.
De Soto, H., 2001. The Mystery of Capital: Why Capitalism Triumphs in the West and Fails Everywhere Else. Basic Books, New York.
Eyerman, R., Jamison, A., 1991. Social Movements: A Cognitive Approach. Polity Press, Cambridge.
Fanon, F., 2001[1961]. The Wretched of the Earth (Constance Farrington, Trans.). Penguin, London.
Ferguson, J., 2006. Global Shadows: Africa in the Neoliberal World Order. Duke University Press, Durham, NC.
Foucault, M., 2005. The Hermeneutics of the Subject: Lectures at the College de France, 1981–1982 (Graham Burchell, Trans.). Picador, New York.
Gibson-Graham, J.K., 2006. A Postcapitalist Politics. University of Minnesota Press, Minneapolis, MN.
Glassman, J., 2005. The New imperialism? On continuity and change in US foreign policy. Environment and Planning A 37 (9), 1527–1544.
Glassman, J., 2006. Primitive accumulation, accumulation by dispossession, accumulation by extra-economic means. Progress in Human Geography 30 (5), 608–625.
Graham, S., Marvin, S., 2001. Splintering Urbanism: Networked Infrastructures, Technological Mobilities and the Urban Condition. Routledge, London.
Gregory, D., 2004. The Colonial Present: Afghanistan – Palestine – Iraq. Blackwell Publishers, Oxford.
Gregory, D., 2006a. Introduction: troubling geographies. In: Castree, N., Gregory, D. (Eds.), David Harvey: A Critical Reader. Blackwell Publishers, Oxford, pp. 1–25.
Gregory, D., 2006b. Vanishing points: law, violence, and exception in the global war prison. In: Gregory, D., Pred, A. (Eds.), Violent Geographies: Fear, Terror, and
Political Violence. Routledge, London and New York, pp. 205–236.
Guha, R., Spivak, G.C. (Eds.), 1988. Selected Subaltern Studies. Oxford University Press, New York.
Hardt, M., Negri, A., 2004. Multitude. Hamish Hamilton, London.
Hart, G., 2006. Denaturalising disposession: critical ethnography in the age of resurgent imperialism. Antipode 38 (5), 977–1004.
Harvey, D., 2003. The New Imperialism. Oxford University Press, Oxford.
Harvey, D., 2005. A Brief History of Neoliberalism. Oxford University Press, Oxford.
Hartsock, N., 2006. Globalization and primitive accumulation: the contributions of David Harvey’s dialectical Marxism. In: Castree, N., Gregory, D. (Eds.), David Harvey: A Critical Reader. Blackwell Publishers, Oxford, pp. 167–190.
Held, D., Archibugi, D., 1995. Cosmopolitan Democracy: An Agenda for a New World Order. Polity Press, Cambridge.
Helsinger, E., 1987. Clare and the place of the peasant poet. Critical Inquiry 13, 509–531.
Houghton, S., 2006. The ‘‘community” of John Clare’s Helpston. SEL: Studies in English Literature 46 (4), 781–802.
Jeffrey, A., Mcfarlane, C., Vasudevan, A., 2007. Spectacle, state, modernity: a review of Afflicted Powers. Geopolitics 12 (1), 206–222.
Jeffrey, A., McFarlane, C., Vasudevan, A., 2008. Guest editor’s introduction: Debating capital, spectacle and modernity. Public Culture 20 (3).
Kaldor, M., 2003. Global Civil Society: An Answer to War. Polity Press, Cambridge.
Katz, C., 2008. The death wish of modernity and the politics of mimesis. Public Culture 20 (3) (forthcoming).
Keck, M.E., Sikkink, K., 1998. Activists Beyond Borders: Advocacy Networks in International Politics. Cornell University Press, Ithaca, NY.
Klein, N., 2005. No War: America’s Real Business in Iraq. Gibson Square Books, London.
Klein, N., 2007. The Shock Doctrine: The Rise of Disaster Capitalism. Penguin, London.
Krishnan, S., 2005. Political Mobilization and Identity in Western India, 1934–1947. Sage, New Delhi.
Linebaugh, P., 2006. The London Hanged: Crime and Civil Society in the Eighteenth Century. Verso, London.
Marx, K., 1968. Theories of Surplus Value, Part 2. Progress Publishers, Moscow.
Marx, K., 1976. Capital (B. Fowkes, Trans.), vol. 1. Penguin, London.
Mawdsley, E., 2007. China and Africa: emerging challenges to the geographies of power. Geography Compass 19 (3), 405–421.
Mazumdar, R., 2007. Bombay Cinema: An Archive of the City. University of Minnesota Press, Minneapolis, MN.
McCarthy, J., 2001. Environmental enclosures and the state of nature in the American West. In: Peluso, N., Watts, M. (Eds.), Violent Environments. Cornell University Press, Ithaca, NY, pp. 117–145.
McCarthy, J., 2005. Commons as counterhegemonic projects. Capitalism, Nature, Socialism 16 (1), 9–24.
Midnight Notes Collective, 2001. The new enclosures. The Commoner, <www.thecommoner.org> (last accessed March 2007).
Moore, D.S., 2005. Suffering for Territory: Race, Place, and Power in Zimbabwe. Duke University Press, Durham, NC.
Neeson, J.M., 1993. Commoners: Common Right, Enclosure, and Social Change in England, 1700–1820. Cambridge University Press, Cambridge.
Neuwirth, R., 2006. Shadow Cities: A Billion Squatters, a New Urban World. Routledge, London.
Ong, A., 2006. Neoliberalism as Exception: Mutations in Citizenship and Sovereignty. Duke University Press, Durham, NC.
Perelman, M., 2000. The Invention of Capitalism: Classical Political Economy and the Secret History of Primitive Accumulation. Duke University Press, Durham, NC.
Polanyi, K., 1946. The Great Transformation. Victor Gollancz, London.
Prudham, S., 2007. The fiction of autonomous invention: accumulation by dispossession, commodification, and life patents in Canada. Antipode 39 (3), 406–429.
Rao, A., 2001. Problems of violence, states of terror: torture in colonial India. Interventions: Journal of Postcolonial Studies 3 (1), 186–205.
Retort, 2005. Afflicted Powers: Capital and Spectacle in a New Age of War. Verso, London.
Retort, 2008. The totality for grownups. Public Culture 20 (3) (forthcoming).
Robinson, E., 2000. Introduction. In: Dawson, P.M.S. et al. (Eds.), John Clare: A Champion for the Poor, Political Verse and Prose. Carcanet, Manchester, pp. ix–lxiii.
Rose, N., 1999. Powers of Freedom: Reframing Political Thought. Cambridge University Press, Cambridge.
Ross, K., 2007. On Jacques Ranciθre. Artforum March 2007, pp. 254–255.
Shohat, E., 1995. The struggle over representation: casting, coalitions, and the politics of identification. In: De La Campa, R., Kaplan, E.A., Sprinker, M. (Eds.), Late Imperial Culture. Verso, London, pp. 166–178.
Spivak, G.C., 1988. Can the subaltern speak? In: Nelson, C., Grossberg, L. (Eds.), Marxism and The Interpretation of Culture. McMillan, Basinstoke, pp. 271–313.
Spivak, G.C., 1999. A Critique of Postcolonial Reason. Harvard University Press, Cambridge, MA.
Stoler, A., 2006a. On degrees of imperial sovereignty. Public Culture 18 (1), 125–146.
Stoler, A., 2006b. Intimidations of empire: predicaments of the tactile and unseen. In: Stoler, A.L. (Ed.), Haunted by Empire: Geographies of Intimacy in North American History. Duke University Press, Durham, NC, pp. 1–22.
Stoler, A., 2006c. Tense and tender ties: the politics of comparison in North American history and (post)colonial studies. In: Stoler, A.L. (Ed.), Haunted by Empire: Geographies of Intimacy in North American History. Duke University Press, Durham, NC, pp. 23–68.
Thompson, E.P., 1980. The Making of the English Working Class (1963). Penguin, London.
Thompson, E.P., 1991. Customs in Common. The Merlin Press, London.
UN Habitat, 2003. The Challenge of Slums. Earthscan, New York.
Verma, G.D., 2002. Slumming India: A Chronicle of Slums and their Saviours. Penguin, New Delhi.
Wolford, W., 2007. Land reform in the time of neoliberalism: a many-splendored thing. Antipode 39 (3), 550–570.
Weizman, E., 2007. Hollow Land: Israel’s Architecture of Occupation. Verso, London
[1] Οι Retort είναι μια συλλογικότητα που βρίσκεται τις τελευταίες δυο δεκαετίες στο San Francisco Bay Area και περιλαμβάνει τους Iain Boal, T.J. Clark, Joseph Matthews, και Michael Watts. Στις καταπονημένες δυνάμεις οι Retort άντλησαν από το έργο του Guy Debord και των καταστασιακών για να επιχειρηματολογήσουν ότι «η παρούσα συνθήκη της πολιτικής δεν έχει νόημα αν δεν προσεγγίζεται από μια διπλή προοπτική – να ειδωθεί ως ένας ακατέργαστος αγώνας για υλική κυριαρχία, αλλά επίσης και ως μια μάχη για τον έλεγχο των φαινομένων» (Retort, 2005: 31).