από Πριονιστήριο το Χρυσό Χέρι
κατεβάστε το pdf εδώ
Εισαγωγικό σημείωμα της ελληνικής μετάφρασης:
Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε από τον Κόνσταντ στα ολλανδικά και δημοσιεύτηκε με τον τίτλο Nieuw Urbanisme στο 9ο τεύχος του περιοδικού Provo, στις 12 Μάη του 1966. Μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε στα αγγλικά από την ομάδα The Friends of Malatesta το 1970 στη Νέα Υόρκη. Η ελληνική μετάφραση έγινε με βάση το αγγλικό κείμενο. Οι σημειώσεις στο τέλος του κειμένου είναι της ελληνικής μετάφρασης.
Ολλανδός ζωγράφος Κόνσταντ (Constant Anton Nieuwenhuys) γεννήθηκε στο Άμστερνταμ στις 21 Ιουλίου 1920. Το 1948 ίδρυσε μαζί με τον Κάρελ Άπελ και τον Κορνέιγ την Πειραματική Ομάδα Ολλανδίας(Experimentele Groep Holland) και, το Νοέμβρη του ίδιου έτους, σχημάτισαν μαζί με τον Δανό ζωγράφο Άσγκερ Γιορν και τον Βέλγο ποιητή Κριστιάν Ντοτρεμόν το κίνημα CoBrA (από τα αρχικά των λέξεων Κοπεγχάγη, Βρυξέλλες και Άμστερνταμ) ή Διεθνή των Πειραματικών Καλλιτεχνών, που διαλύθηκε το 1951. Στη συνέχεια, ο Γιορν θα ιδρύσει το Διεθνές Κίνημα για ένα Φαντασιακό Μπαουχάουςκαι θα συνδεθεί με τον Γκυ Ντεμπόρ και τη Λεττριστική Διεθνή. Η συνεργασία αυτή θα οδηγήσει στο Πρώτο Παγκόσμιο Συνέδριο Ελεύθερων Καλλιτεχνών στην Άλμπα το Σεπτέμβρη του 1956, μετά το οποίο ο Κόνσταντ θα προσχωρήσει στο Κίνημα για ένα Φαντασιακό Μπαουχάους. Αρχίζει να επεξεργάζεται τα σχέδιά του για μια πειραματική πόλη στη βάση των λεττριστικών θεωριών για την περιπλάνηση και την ψυχογεωγραφία και, το 1958, είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Καταστασιακής Διεθνούς. Συντάσσει μαζί με τον Ντεμπόρ τη Διακήρυξη του Άμστερνταμ (Δεκέμβρης 1958) και σχηματίζει το ολλανδικό τμήμα της Διεθνούς, το οποίο αποτελείται από αρχιτέκτονες και ιδρύει το Γραφείο Ερευνών για την Ενιαία Πολεοδομία. Ο Κόνσταντ θα παραμείνει στην Κ.Δ. μέχρι την έκδοση του τέταρτου τέυχους της ομώνυμης επιθεώρησης. Αμέσως μετά – και ενώ έχει ήδη προηγηθεί η διαγραφή όλων των υπόλοιπων μελών του ολλανδικού τμήματος και ολόκληρου του ιταλικού τμήματος – ο Κόνσταντ θα παραιτηθεί (την 1η Ιουνίου 1960). Τη δεκαετία του 1960 συνεχίζει τα πειραματικά του σχέδια για τη «Νέα Βαβυλώνα» – την πόλη του μέλλοντος. Εκδίδει την εφημερίδα Νέα Βαβυλώνα (De newBabylon informatief) στο Άμστερνταμ την περίοδο 1965-66. Στο μεταξύ, έρχεται σε επαφή με τον Ρόελ βαν Ντάιν, που ήταν βασικό μέλος του κινήματος των Πρόβο (1965-1967), και συμμετέχει και ο ίδιος στο κίνημα. Τον Οκτώβρη του 1965, δημοσιεύει το άρθρο ‘Νέα Βαβυλώνα’ στο 4ο τεύχος του περιοδικού Provo, ενώ το Μάη του 1966 δημοσιεύει στο 9ο τεύχος το άρθρο Νέα Πολεοδομία, το οποίο δημοσιεύεται εδώ μεταφρασμένο στα ελληνικά. Το κίνημα των Πρόβο διαλύθηκε το Μάη του 1967, υπό το βάρος εσωτερικών αντιθέσεων, προκειμένου να προληφθεί η πλήρης επαναφομοίωσή του. Τα επόμενα χρόνια της ζωής του, ο Κόνσταντ συνέχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική. Πέθανε στην Ουτρέχτη την 1η Αυγούστου 2005.
Constant Nieuwenhuis – Νέα Πολεοδομία (1966)
1
Είναι δυνατό να παρατηρήσει κανείς μια αυξανόμενη διάσταση ανάμεσα στα πρότυπα που εφαρμόζονται στην κατανομή του αστικού χώρου από τη μια και τις πραγματικές ανάγκες της κοινότητας από την άλλη. Οι σχεδιαστές των πόλεων και οι αρχιτέκτονες τείνουν ακόμα να σκέφτονται με τους όρους των τεσσάρων λειτουργιών της πόλης όπως αυτές ορίστηκαν από τον Λε Κορμπυζιέ ([i]) το 1933: διαμονή, εργασία, κυκλοφορία και αναψυχή. Αυτή η υπεραπλούστευση αντανακλά περισσότερο έναν καιροσκοπισμό παρά μια αντίληψη και εκτίμηση των πραγματικών αναγκών των ανθρώπων σήμερα, με αποτέλεσμα η πόλη να απαρχαιώνεται με γοργούς ρυθμούς. Σε μια εποχή όπου η αυτοματοποίηση και άλλες τεχνολογικές πρόοδοι μειώνουν την απαίτηση για χειρωνακτική εργασία, συνεχίζονται ωστόσο τα σχέδια για το χτίσιμο εργατικών συνοικιών οι οποίες είναι κατάλληλες μόνο για διανυκτέρευση. Ενώ τα ιδιωτικά αυτοκίνητα πολλαπλασιάζονται τόσο γρήγορα ώστε ο ίδιος τους ο αριθμός τα καθιστά πρακτικά άχρηστα, ολοένα και περισσότερος ζωτικός χώρος παραδίδεται προκειμένου να τους παρασχεθούν ευκολίες στάθμευσης. Η αναφορά Μπιουκάναν με τίτλο Η Κυκλοφορία στις Πόλεις δείχνει ότι ο απαιτούμενος χώρος για την «πλήρη ιδιοκτησία αυτοκινήτων» σε μια μικρή πόλη όπως το Λιντς (που είχε 513.800 κατοίκους το 1963) θα ήταν τόσος ώστε το πρόβλημα της υπερπληρότητας θα μπορούσε να επιλυθεί. Μολονότι η μόλυνση του αέρα απειλεί την ίδια την ύπαρξη των φυτών, των ζώων και των ανθρώπινων όντων, οι άνθρωποι εξακολουθούν να μιλάνε με αισιοδοξία για «κηπουπόλεις». Και ενώ οι Ιερεμίες θρηνούν για το πρόβλημα του αυξανόμενου «ελεύθερου χρόνου», οι περιορισμοί που τίθενται στο χώρο που είναι διαθέσιμος για δημόσια αναψυχή στερούν από τους νέους ανθρώπους κάθε δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τον ελεύθερο χρόνο που έχουν.
2
Μια λογική συνέπεια του αυξανόμενου ελεύθερου χρόνου είναι η ιδέα ότι η αναψυχή χάνει το νόημά της. Η αναψυχή είναι η αναπλήρωση της ενέργειας που χάνεται κατά τη διάρκεια της εργασιακής διαδικασίας. Από τη στιγμή που υπάρχει ένα πλεόνασμα ενέργειας διαθέσιμο για άλλες δραστηριότητες εκτός της εργασίας, η αναψυχή γίνεται άσκοπη και παραχωρεί τη θέση της στη δυνατότητα της πραγματικής δημιουργικότητας – της δημιουργίας ενός νέου τρόπου ζωής, ενός νέου περιβάλλοντος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η νεολαία σήμερα δε στρέφεται πλέον σε χόμπι και λέσχες χαλάρωσης αλλά αναζητά συγκινήσεις σε κοινοτικές πρωτοβουλίες.
3
Αυτές οι συλλογικές προσπάθειες δεν είναι δυνατό να γίνονται στην ύπαιθρο αλλά μόνο στην πόλη, διότι οι νέοι δεν αναζητούν τη σιωπή και τη μοναξιά αλλά τις συναντήσεις με άλλους ανθρώπους σε ένα κοινωνικό περιβάλλον. Το φαινόμενο του συνωστισμού των ανθρώπων σε πικνίκ στο πλάι των δρόμων αποδεικνύει ότι η έξοδος στην ύπαιθρο είναι περισσότερο μια φυγή από τη λειτουργική πόλη([ii]) παρά μια εκδρομή για να απολαύσει κανείς τις ομορφιές της φύσης. Το δασικό πάρκο του Άμστερνταμ μετατρέπεται σε ένα κοινωνικό περιβάλλον τις ζεστές Κυριακές του Αυγούστου. Αν ο αστικός χώρος σχεδιαζόταν έτσι ώστε να ικανοποιεί τις ανάγκες μιας κοινωνίας που διαθέτει ελεύθερο χρόνο, τότε αυτές οι φυγές από την πόλη δε θα ήταν αναγκαίες. Είναι αρκετά παράδοξο ότι, όποτε οι άνθρωποι της πόλης ταξιδεύουν μαζικά στην εξοχή, η διαφορά ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο εξαφανίζεται. Η περιοχή της κατασκήνωσης αποτελεί μια – οσοδήποτε πρωτόγονη – μορφή άστεως.
4
Το κοινωνικό περιβάλλον της πόλης απειλείται από μια χαοτική έκρηξη της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, η οποία είναι αποτέλεσμα της επέκτασης των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας μέχρι το γελοίο τους έπακρο. Το πλήθος των σταθμευμένων αυτοκινήτων σε κάθε δεδομένη στιγμή υπερβαίνει κατά πολύ το πλήθος των αυτοκινήτων που βρίσκονται σε κίνηση. Επομένως, η χρήση του αυτοκινήτου χάνει το μείζον πλεονέκτημά της: τη γρήγορη μεταφορά από το ένα μέρος στο άλλο. Η αποθήκευση ατομικής ιδιοκτησίας σε δημόσιο έδαφος – που είναι η πραγματική έννοια του πάρκινγκ – καταβροχθίζει όχι μόνο το χώρο που απαιτείται για τη ροή της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων αλλά, επίσης, ολοένα μεγαλύτερα κομμάτια ζωτικού χώρου. Η αποτελεσματική χρησιμοποίηση του αυτοκινήτου μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της συλλογικής χρήσης του συνολικού πλήθους των αυτοκινήτων, και αυτό το σύνολο πρέπει να περιοριστεί στο πλήθος που πραγματικά απαιτείται. Είναι σκάνδαλο ότι αμέτρητοι άνθρωποι χρειάζεται να περπατάνε, ακόμα και όταν ο καιρός είναι κακός, ενώ υπάρχουν υπεραρκετά αυτοκίνητα για να τους μεταφέρουν – τα οποία, ωστόσο, βρίσκονται ασκόπως σταθμευμένα στην άκρη του δρόμου, παρεμποδίζοντας την κυκλοφορία και καταλήγοντας, στην ουσία, να είναι χειρότερα από άχρηστα.
5
Η γενικευμένη εισβολή της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων στον κοινωνικό χώρο οδήγησε, σχεδόν ασυναίσθητα, στην παραβίαση των θεμελιωδέστερων ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ο κώδικας κυκλοφορίας υποβάθμισε το άτομο που πορεύεται με το μοναδικό φυσικό μέσο μετακίνησης στην κατηγορία του «πεζού», και περιόρισε την ελευθερία της κίνησής του σε τέτοιο βαθμό ώστε αυτή να υπολείπεται της αντίστοιχης ελευθερίας ενός οχήματος. Ο δημόσιος χώρος αποτελεί απαγορευμένο έδαφος για τον πεζό σε τέτοιο βαθμό ώστε [ο πεζός] να είναι αναγκασμένος να αναζητά τις κοινωνικές επαφές του είτε σε ιδιωτικές περιοχές (σπίτια) είτε σε περιοχές που υπόκεινται σε εμπορική εκμετάλλευση (καφέ ή ενοικιαζόμενες αίθουσες), όπου είναι λιγότερο ή περισσότερο φυλακισμένος. Με τον τρόπο αυτό, η πόλη χάνει την πιο σημαντική λειτουργία της: εκείνη του τόπου συνάντησης. Είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι η αστυνομία επιχειρεί να δικαιολογήσει τα μέτρα που παίρνει ενάντια σε happenings που γίνονται σε δημόσιους δρόμους υποστηρίζοντας ότι τέτοιες εκδηλώσεις παρακωλύουν την κυκλοφορία των αυτοκινήτων. Πρόκειται για μια έμμεση παραδοχή ότι η ταχεία κυκλοφορία είναι ο βασιλιάς του δρόμου.
6
Η διαδικασία σχηματισμού της κουλτούρας λαμβάνει χώρα εντός του κοινωνικού περιβάλλοντος· αν αυτό το περιβάλλον δεν υπάρχει, η κουλτούρα δεν μπορεί να διαμορφωθεί. Όσο μεγαλύτερο είναι το πλήθος και η ποικιλία των επαφών, τόσο μεγαλύτερη είναι η ένταση με την οποία ανθίζει η κουλτούρα. Ο Σομπάρ ντε Λωβ ([iii]) ήταν ο πρώτος που επισήμανε αυτή τη λειτουργία ορισμένων αστικών περιοχών (ιδίως των παλιών συνοικιών), τις οποίες ονόμασε «ζώνες διαμόρφωσης κουλτούρας». Παρατήρησε, ειδικότερα, ότι η διαδικασία σχηματισμού κουλτούρας είναι εντονότερη σε εκείνες τις συνοικίες όπου ο πληθυσμός θεωρείται αντι-κοινωνικός, και ότι η επαφή ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες – μια επαφή που αναδεικνύει νέα στοιχεία διαμόρφωσης κουλτούρας – είναι εντονότερη σε συνοικίες όπου υπάρχουν στοιχεία κοινωνικής απορρύθμισης.
7
Το γεγονός ότι όλοι οι γραφειοκράτες είναι ερωτευμένοι με την τάξη, με μια ρυθμισμένη κοινωνία, τους οδηγεί να καταστρέφουν τις ζώνες διαμόρφωσης κουλτούρας. Ο Bαρόνος Haussmann ([iv]) δημιούργησε τις φαρδιές λεωφόρους του διατέμνοντας τέτοιες ζώνες στο Παρίσι προκειμένου να διευκολύνει τη γρήγορη μετακίνηση στρατευμάτων. Στη Μασσαλία, οι ναζί κατεδάφισαν την παλιά συνοικία του λιμανιού για να τσακίσουν την αντίσταση των πολιτών. Η σημερινή αναδιαμόρφωση των κέντρων των πόλεων και ο εκτοπισμός των κατοίκων προς τα προάστια έχει ένα παρόμοιο αποτέλεσμα.
8
Το λεγόμενο «κίνημα των κηπουπόλεων», το οποίο διαδόθηκε γύρω στα 1900 από τον Άγγλο πολεοδόμο Εμπενίζερ Χάουαρντ ([v]), βασίστηκε στην υπόθεση ότι η βιομηχανική παραγωγή θα μπορούσε να αυξηθεί εάν παρέχονταν βελτιωμένες συνθήκες στέγασης και διαβίωσης στους εργάτες. Οι προϋποθέσεις της επιτυχίας του κινήματος – η επιθυμία να βρίσκεται κανείς κοντά στη φύση, η αγάπη για την εργασία, η εγγύτητα των οικογενειακών δεσμών – δεν ισχύουν πια σήμερα. Οι κηπουπόλεις είναι, επομένως, απαρχαιωμένες προτού καν περατωθούν. Σε αντίθεση με το εξοχικό ειδύλλιο που είχε στο μυαλό του ο Χάουαρντ, τα προάστια που χτίστηκαν στη βάση αυτού του σχεδίου αποτελούν απλώς κοιτώνες – μέρη όπου οι άνθρωποι κοιμούνται και από τα οποία δραπετεύουν με την πρώτη ευκαιρία, δηλαδή αμέσως μόλις βρουν ελεύθερο χρόνο. Οι απομονωμένες στεγαστικές μονάδες που εγκαταλείπονται μέσα σε έναν ωκεανό οδικής κυκλοφορίας μετατρέπονται σε γκέτο για έναν πληθυσμό του οποίου η μόνη επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο γίνεται διαμέσου των ελεγχόμενων μέσων «επικοινωνίας» του τύπου, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης.
9
Η συνοικία όπου διαμένει ένας άνθρωπος γίνεται λιγότερο σημαντική γι’ αυτόν καθώς η ακτίνα της δραστηριότητάς του επεκτείνεται και η ποσότητα του ελεύθερου χρόνου του αυξάνεται. Όταν εισήχθηκε η παραγωγική εργασία στη Νεολιθική Εποχή, ο άνθρωπος μεταμορφώθηκε σε καθιστικό πλάσμα, αλλά καθώς σήμερα η ανάγκη για χειρωνακτική εργασία εξαφανίζεται δεν υπάρχει λόγος να βρίσκεται κάποιος καθηλωμένος σε ένα μέρος για μεγάλες χρονικές περιόδους. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, υπάρχει αυξανόμενη ζήτηση για προσωρινή στέγαση – ξενοδοχεία, ή ακόμα τροχόσπιτα και σκηνές. Η αναλογία του χώρου μόνιμης κατοικίας σε σχέση με τον συνολικό κοινωνικό χώρο απαιτεί άμεση αναθεώρηση υπέρ του δεύτερου, καθώς οι ανάγκες μιας αναδυόμενης νομαδικής φυλής πρέπει να ικανοποιηθούν.
10
Η φύση του κοινωνικού περιβάλλοντος θα εξαρτηθεί από τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί η άρτι απελευθερωθείσα ενέργεια. Σε κάθε περίπτωση, ο χώρος αυτός θα είναι ένα περιβάλλον παιχνιδιού, εφευρετικότητας και δημιουργίας ενός νέου τρόπου ζωής. Οι ωφελιμιστικοί κανόνες, όπως εκείνοι που εφαρμόζονται στη λειτουργική πόλη, πρέπει να παραχωρήσουν τη θέση τους στον κανόνα της δημιουργικότητας. Στο μέλλον, ο τρόπος ζωής του ανθρώπου δε θα καθορίζεται από το κέρδος αλλά από το παιχνίδι.
11
Τα παραπάνω σημεία εξηγούν γιατί η εξέγερση των νέων ενάντια στα απολιθωμένα πρότυπα και τις συνθήκες του παρελθόντος στοχεύει κατά κύριο λόγο στην ανάκτηση του κοινωνικού χώρου – του δρόμου – έτσι ώστε να μπορέσουν να εδραιωθούν οι επαφές εκείνες που είναι απαραίτητες για το παιχνίδι. Οι ιδεαλιστές που πιστεύουν ότι αυτές οι επαφές μπορούν να ρυθμιστούν μέσω της οργάνωσης νεολαιίστικων συλλόγων, δημοσιεύσεων ή ομάδων πεζοπορίας επιδιώκουν να υποκαταστήσουν τις αυθόρμητες πρωτοβουλίες με προκαθορισμένους κανόνες συμπεριφοράς. Έρχονται σε αντίθεση με το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της νέας γενιάς, τη δημιουργικότητα – την επιθυμία της να δημιουργήσει η ίδια ένα συμπεριφορικό πρότυπο και, τελικά, να δημιουργήσει έναν νέο τρόπο ζωής.
Σημειώσεις της μετάφρασης
([i]) Λε Κορμπυζιέ (Le Corbusier, 1887-1965): Ελβετός αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και συγγραφέας. Θεωρείται ένας από τους σκαπανείς της «μοντέρνας αρχιτεκτονικής» [βλ. και σημ. (ii)]. Το 1922 παρουσίασε τα σχέδιά του για τη «Σύγχρονη Πόλη», ενώ δημοσίευσε μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα του L’ Esprit Nouveau, στα οποία υποστήριζε τη χρήση των βιομηχανικών τεχνικών για το μετασχηματισμό του αστικού περιβάλλοντος στα πρότυπα των Τεϊλορικών και Φορντικών αρχών οικονομικής οργάνωσης. Στο κέντρο της «σύγχρονης πόλης» του τοποθετούνταν μια ομάδα από ουρανοξύστες όπου θα στεγάζονταν τα γραφεία και τα διαμερίσματα των πιο πλούσιων κατοίκων μέσα σε μεγάλα πάρκα πρασίνου. Έξω από τον κεντρικό αυτό χώρο θα κατασκευάζονταν πολυόροφα συγκροτήματα διαμερισμάτων για τη στέγαση των εργατών. Μολονότι οι προτάσεις του Κορμπυζιέ για την ολική κατεδάφιση και ανακατασκευή του κέντρου του Παρισιού αντιμετωπίστηκαν με περιφρόνηση από τους αξιωματούχους της πόλης, οι ιδέες του επρόκειτο να ασκήσουν σημαντική επίδραση αργότερα στο σχεδιασμό των πόλεων της Δυτικής Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
([ii]) Η αρχή της λειτουργιοκρατίας (functionalism) στη μοντέρνα αρχιτεκτονική υποστηρίζει ότι ο σχεδιασμός ενός κτιρίου από τους αρχιτέκτονες πρέπει να βασίζεται στο σκοπό (λειτουργία) αυτού του κτιρίου.
([iii]) Σομπάρ ντε Λωβ (Paul-Henry Chombart de Lauwe, 1913-1998): Γάλλος κοινωνιολόγος και ανθρωπολόγος, από τους πρωτοπόρους της αστικής κοινωνιολογίας στη Γαλλία. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ντε Λωβ ξεκίνησε μια σειρά ερευνών σχετικά με τους τρόπους ζωής της εργατικής τάξης (την οικονομική κατάσταση, τις συνθήκες κατοικίας, τις οικογενειακές σχέσεις, την αγωνιστικότητα, τις απεργίες και την κουλτούρα της). Η μελέτη τού ντε Λωβ “Το Παρίσι και η περιοχή του” (Le Paris et l’ agglomeration parisienne, 1952), η οποία χρηματοδοτήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση, θεωρείται το πρώτο μεγάλο έργο στο πεδίο της κοινωνικής αστικής ανθρωπολογίας. Στη μελέτη αυτή αναφέρεται επίσης ο Γκυ Ντεμπόρ στο άρθρο του Η Θεωρία της Περιπλάνησης (Internationale Situationniste, # 2, 1958). Ο ντε Λωβ ορίζει ως στοιχειώδη μονάδα της πόλης τη συνοικία (quartier), η οποία «δεν καθορίζεται μόνο από τους οικονομικούς και γεωγραφικούς παράγοντες αλλά και από την παράσταση που έχουν γι’ αυτήν οι κάτοικοί της και οι κάτοικοι άλλων συνοικιών». Οι ψυχογεωγραφικοί χάρτες του Παρισιού που παρουσιάζονται από τον Ντεμπόρ το 1957 με τον τίτλο «Η Γυμνή Πόλη» στην «Πρώτη Ψυχογεωγραφική Έκθεση» υιοθετούν τη μορφή του χάρτη που εμφανίζεται στο έργο τού ντε Λωβ. Ωστόσο, ενώ ο ντε Λωβ αρκείται στην «ανακάλυψη» και στην περιγραφή των στοιχειωδών μονάδων της πόλης ως φυσικών, γεωγραφικών φαινομένων σε ένα δεδομένο χωροταξικό πλαίσιο, ο Ντεμπόρ αντιμετωπίζει το χώρο σαν ένα πεδίο πάλης ανάμεσα σε ανταγωνιστικές κοινωνικές πρακτικές και επιδιώκει την κατασκευή (όχι απλώς την περιγραφή) «μονάδων ατμόσφαιρας» μέσα στον αστικό χώρο. Για μια κριτική εξέταση των θέσεων τού ντε Λωβ, βλ. επίσης Ραούλ Βανεγκέμ, Σχόλια εναντίον της Πολεοδομίας (InternationaleSituationniste, # 6, Αύγουστος 1961).
([iv]) Βαρόνος Georges-Eugène Haussmann (1809-1891): Γάλλος πολεοδόμος στον οποίο ανατέθηκε από τον Ναπολέοντα Γ΄ το έργο της ανακατασκευής του Παρισιού κατά τη δεκαετία του 1860, σηματοδοτώντας την καταστροφή της Παλιάς Πόλης. Το άνοιγμα φαρδιών λεωφόρων, καθώς διευκόλυνε τη γρήγορη μετακίνηση στρατευμάτων και δυσκόλευε τη δημιουργία οδοφραγμάτων, συνέβαλε στη συντριβή των Κομμουνάρων του Παρισιού από τα στρατεύματα του Θιέρσου το 1871.
([v]) Εμπενίζερ Χάουαρντ (Ebenezer Howard, 1850-1928): Βρετανός πολεοδόμος που επεξεργάστηκε στο βιβλίο του Οι Κηπουπόλεις του Αύριο (Garden Cities of Tomorrow, 1902) την αντίληψη μιας πόλης χωρίς φτωχογειτονιές, η οποία θα απολάμβανε τα πλεονεκτήματα τόσο της πόλης (υψηλοί μισθοί, ευκαιρίες, ψυχαγωγία) όσο και της υπαίθρου (ομορφιά, χαμηλά ενοίκια, καθαρός αέρας). Πρότεινε τη δημιουργία νέων, αυτόνομων προαστιακών πόλεων περιορισμένου μεγέθους οι οποίες θα περιβάλλονταν από μόνιμες ζώνες πρασίνου. Αυτές οι «κηπουπόλεις» χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπο για την κατασκευή πολλών προαστίων.