από περιοδικό Θέσεις/αναλύσεις, κριτική, ζητήματα της πάλης των τάξεων
κατεβάστε το pdf εδώ
Η εξέγερση των νέων των γαλλικών προαστίων τον περασμένο Νοέμβριο απασχόλησε (και δικαιολογημένα) όχι μόνο τον γαλλικό Τύπο, αλλά και τα ελληνικά ΜΜΕ, και τροφοδότησε με «θεαματικά» βίντεο τα καθημερινά δελτία των οκτώ, όπως και «ψύχραιμες» αναλύσεις του τύπου «γιατί όλα αυτά δεν συμβαίνουν στην Ελλάδα» ή και περί του αντιθέτου: «Γιατί αποτελούν το προοίμιο του τι θα ακολουθήσει και εδώ αν δεν λάβουμε επειγόντως κάποια μέτρα».
Στο μικρό αυτό σημείωμα δεν θα ασχοληθούμε με ερωτήματα που απασχόλησαν τις σχετικές συζητήσεις των ρεπορτάζ ή ακόμη και κάποιο θεωρητικό διάλογο σχετικά με τη χρεοκοπία ή όχι της πολυπολιτισμικότητας και τα διαφορετικά μοντέλα ενσωμάτωσης των μεταναστών μεταξύ ακαδημαϊκών που έσπευσαν να δώσουν το «παρών». Δεν θα ασχοληθούμε με το αν η εξέγερση αυτή έχει τα χαρακτηριστικά που δικαιολογούν τον όρο «κοινωνικό κίνημα» (ή, για κάποιους άλλους, «ταξική εξέγερση»), αν αποτελεί το πρόπλασμα των νέων μορφών κοινωνικής διαμαρτυρίας που εγκυμονούν οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες ή αν έχουμε να κάνουμε με τη μαζική πλέον εμφάνιση του ισλαμικού ριζοσπαστισμού στο χώρο όπου επί αιώνες κυριάρχησε ο δυτικός ορθολογισμός και η ουδετεροθρησκεία. Θα περιοριστούμε στην επισήμανση κάποιων σημείων που θεωρούμε ότι έχουν κάποιο ενδιαφέρον (και) στα καθ’ ημάς.
1. Εθνική ομογενοποίηση και κοινωνικός αποκλεισμός: η χρεοκοπία του σχολείου
Αρχικά ας σημειώσουμε κάτι που, χωρίς να είναι αυτονόητο, απασχόλησε ελάχιστα τους αναλυτές: η συγκεκριμένη εξέγερση, με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της τυφλής και συχνά (αυτο)καταστροφικής βίας από την πλευρά των νέων – Γάλλων υπηκόων και γόνων μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς, φωτίζει έντονα μια δραματική χρεοκοπία: τη χρεοκοπία του γαλλικού ρεπουμπλικανικού σχολείου. Αν η αποστολή γενικά του σχολείου είναι η μετάδοση (παράλληλα με ένα σύνολο τεχνικών δεξιοτήτων) εκείνων των προτύπων κοινωνικής συμπεριφοράς που αντιστοιχούν στις αντίστοιχες θέσεις της κοινωνικής ιεραρχίας την οποία θα κληθούν να επανδρώσουν οι εκπαιδευόμενοι (σχηματικά: ελεύθερη σκέψη και πνεύμα πρωτοβουλίας για τα στελέχη της ιεραρχίας, πνεύμα πρόθυμης πειθαρχίας για τους κάθε λογής χειρώνακτες, αίσθηση της υπαγωγής στις παραδόσεις και την κληρονομιά που συνθέτουν μια κοινή εθνική ταυτότητα για όλους τους μαθητές), τότε δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε ότι το γαλλικό σχολείο γνωρίζει μια κρίση που αγγίζει τον πυρήνα της αποστολής του.
Βέβαια, όπως συμβαίνει πάντα, την αιτία της κρίσης αυτής δεν μπορούμε να την αναζητήσουμε μέσα στο σχολείο: απλώς οι αξίες που καλείται το σχολείο να μεταφυτεύσει στα κεφάλια των παιδιών (ισότητα, αδελφοσύνη, εργατικότητα, φιλομάθεια, αξιοκρατία, γαλλικό έθνος κλπ.), οι αξίες της ευρωπαϊκής ουμανιστικής παράδοσης, βρίσκονται σε μια τόσο κραυγαλέα αντίθεση με την πραγματικότητα της νεοφιλελεύθερης ζούγκλας του απόλυτου ατομισμού και του σχετικού ρατσισμού, ώστε δεν πείθουν πια κανένα. Τουλάχιστον, δεν πείθουν τα παιδιά εκείνα που βιώνουν μια δεύτερη δυσάρεστη πραγματικότητα: αντίθετα με τις επαγγελίες της «δημοκρατικής πολιτείας», η απόκτηση ενός χαρτιού αποφοίτησης από κάποια βαθμίδα του σχολείου από τα παιδιά των Βορειοαφρικανών μεταναστών δεν προσφέρει παρά ελάχιστες ελπίδες πρόσβασης σε θέσεις εργασίας κοινωνικά ανώτερες αυτών που κατέλαβαν πριν από τριάντα χρόνια οι αναλφάβητοι γονείς τους, όταν πρωτοήλθαν στη Γαλλία με την ελπίδα μιας καλύτερης τύχης. Ο γιος του Αλγερινού οδοκαθαριστή του Παρισιού έχει ελάχιστες ελπίδες να βρει κάτι καλύτερο από τη δουλειά του πατέρα του, ανεξάρτητα από τα σχολικά του εφόδια, που, στις συνθήκες του δεδομένου οικογενειακού και κοινωνικού του περίγυρου, θα υπολείπονται πάντα αυτών των «γνήσιων Γάλλων» συνομηλίκων του. Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και οι ρατσιστικές και ξενοφοβικές προκαταλήψεις της γαλλικής κοινωνίας, που διαχέονται σ’ όλες τις βαθμίδες της κρατικής διοίκησης, είναι πράγματα γνωστά σε όλους και μπορούν να εξηγήσουν πολύ καλά τις προαναφερθείσες διαπιστώσεις.
Τα παιδιά, λοιπόν, των Αφρικανών μεταναστών όταν εντάσσονται στο σχολείο της Γαλλικής Δημοκρατίας βρίσκονται αντιμέτωπα με την εξής κατάσταση: καλούνται να αφομοιώσουν το αξιακό σύστημα του οποίου αυτό είναι φορέας, ένα σύστημα κοινωνικά ανεπικύρωτο και ιδεολογικά διάτρητο. Ακόμη περισσότερο, καλούνται να ενστερνιστούν τις ιδέες μιας βαθιά εθνοκεντρικής εκπαίδευσης, που είναι άξιος κληρονόμος των παραδόσεων του ευρωπαϊκού εθνικισμού. Η υποχρεωτική διδασκαλία της γαλλικής ως μητρικής γλώσσας, η μονόπλευρη αναφορά στη «γαλλική ιστορία» και τον «γαλλικό πολιτισμό», οι αναφορές του τύπου «οι πρόγονοί μας οι Γαλάτες», με τις οποίες καλούνται να αναδιατυπώσουν τη νέα τους συλλογική ταυτότητα όχι μόνο τα παιδιά των προαστίων του Παρισιού, αλλά ακόμη και αυτά των αποικιών της Μαρτινίκας και της Γουαδελούπης, ισοπεδώνουν τις διαφορές καταγωγής και διαμορφώνουν (ή έστω τείνουν να διαμορφώσουν) έναν ενιαίο χώρο εθνικής συνείδησης. [2]. Από την άλλη πλευρά, αυτή η βίαιη και αυταρχική διαπαιδαγώγηση με βάση τις αξίες της δημοκρατίας, της λαϊκότητας και της υπαγωγής στους κόλπους του ενιαίου γαλλικού έθνους (ας θυμηθούμε μόνο την επιχείρηση διά νόμου απαγόρευσης της μαντίλας στα σχολεία) δεν βιώνεται από τους γόνους των μεταναστών μόνο ως βίαιη αλλά και ως άνευ αντικρίσματος, αφού ο ρατσισμός, η ξενοφοβία και οι προκαταλήψεις ακυρώνουν όχι απλώς την ισότητα όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, αλλά αφαιρούν από την κατάσταση του μετανάστη δεύτερης ή τρίτης γενιάς το ίδιο το περιεχόμενο της ιδιότητας του Γάλλου πολίτη. Δημιουργούν «ιθαγενείς στο εσωτερικό της δημοκρατίας», πολίτες των οποίων όλα τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα αναγνωρίζονται μόνο κατ’ όνομα.
Στις συνθήκες αυτές, είναι λογικό η παρακολούθηση του σχολείου να χάνει στα μάτια των νεαρών μεταναστών την όποια ελκυστικότητά της και να μεταμορφώνεται σε απλή παραλλαγή των άλλων μηχανισμών πειθαναγκασμού και ελέγχου. Υπό το πρίσμα αυτό γίνεται κατανοητό το μένος των εξεγερμένων νεαρών Γάλλων αφρικανικής καταγωγής που στη διάρκεια των ταραχών οδήγησε στην πυρπόληση αρκετών σχολικών κτιρίων, κάποιες φορές και παιδικών σταθμών.
Βέβαια, είναι γνωστό ότι η ιστορία γράφεται μόνο μια φορά και είναι λάθος να επιχειρήσουμε να την ανασυνθέσουμε με υποθετικά σενάρια. Ωστόσο, είναι σίγουρο ότι στη δεδομένη μορφή εκδήλωσης της διαμαρτυρίας των νέων των προαστίων συνέβαλαν (με τις παραλείψεις τους) και οι οργανώσεις της Αριστεράς: με την αδυναμία τους να πολιτικοποιήσουν την κρίση του σχολείου (την αδυναμία να αντιμετωπίσουν τους μετανάστες ως θύματα ταξικής εκμετάλλευσης και ταυτόχρονα μιας ολοκληρωτικής πολιτικής, στο πλαίσιο της οποίας η εθνική ομογενοποίηση και ο κοινωνικός αποκλεισμός αλληλοσυμπληρώνονται), αλλά και την ατολμία ή ακόμη και την απροθυμία τους να αναμετρηθούν με την ξενοφοβία και το ρατσισμό που κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Με την εμμονή τους, επίσης, να απευθύνονται σ’ ένα εθνικό ακροατήριο στο οποίο ολοένα και λιγότερο μπορούσαν να αναγνωριστούν οι νέοι των προαστίων! Έτσι, τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση οι αριστερές οργανώσεις έμειναν απλοί θεατές των εξελίξεων.
Για το Γαλλικό ΚΚ δεν τίθεται θέμα. Και πώς θα μπορούσε να μην είναι έτσι όταν είναι γνωστή, τουλάχιστον στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, η στάση του κόμματος αυτού απέναντι στο αίτημα της ανεξαρτησίας της Αλγερίας και στην ίδια την αλγερινή επανάσταση, με τα φαιδρά επιχειρήματα του τύπου «η ανεξαρτησία της Αλγερίας είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα των λαών της Αλγερίας και της Γαλλίας γιατί …πίσω από την εξέγερση καιροφυλακτούν οι Αμερικανοί με στόχο να αλώσουν τη χώρα» [3], όταν είναι επίσης γνωστές οι διώξεις που γνώρισαν όσα μέλη τόλμησαν να εκφράσουν δημόσια τη διαφωνία τους στο ζήτημα της αλγερινής επανάστασης, όταν ακόμη και σήμερα δεν αποτολμάται καμιά επανεκτίμηση της θέσης εκείνης της εποχής.
Αυτό που έχει νόημα να σημειώσουμε εδώ είναι η αδυναμία όλων ανεξαιρέτως των αριστερών οργανώσεων να ρίξουν γέφυρες επικοινωνίας με τους εξεγερμένους, [4] αφού δεν μπόρεσαν να δουν ότι η «κοινωνική ανυπακοή», η παραβατικότητα, ακόμη και οι πράξεις αυτοκαταστροφής μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο ως μια σπασμωδική απάντηση απέναντι στον κοινωνικό αποκλεισμό και την επίδειξη μιας ταξικής και φυλετικής αλαζονείας [5] που φτάνει μέχρι την κορυφή της κρατικής ιεραρχίας.
2. Ο πολεοδομικός αποκλεισμός
Το δεύτερο σημείο στο οποίο θα εστιάσουμε στηρίζεται στη διαπίστωση ότι η εξέγερση των γαλλικών προαστίων έχει τα μορφολογικά χαρακτηριστικά όχι τόσο μιας παλαιστινιακής ιντιφάντα, όσο μιας εξέγερσης κρατουμένων, όπου η βία δεν υπηρετεί την προβολή κάποιων διεκδικήσεων ή αιτημάτων [6] αλλά χρησιμοποιείται για να προωθήσει ως πρώτιστο στόχο τη στροφή της δημοσιότητας στο πρόβλημα που επί χρόνια αποστρεφόταν η κοινωνία, προσποιούμενη ότι απλώς δεν υπήρχε.
Η επισήμανση αυτή δεν γίνεται βέβαια για να συνταχθούμε με την άποψη ότι οι εξεγερμένοι νέοι ήταν στην πλειοψηφία τους εγκληματικά στοιχεία και πρώην ή υποψήφιοι τρόφιμοι διαφόρων αναμορφωτηρίων, όπως ανεύθυνα καταγγέλθηκε τις πρώτες ημέρες της εξέγερσης από την πιο ξενοφοβική μερίδα του Τύπου. [7] Αν η επισήμανση αυτή έχει κάποια αξία είναι γιατί μέσω της σύγκρισης με τον εξεγερμένο κρατούμενο μπορούμε να φωτίσουμε τη σχέση του εξεγερμένου νέου μετανάστη (και Γάλλου πολίτη) με το χώρο του. Ποια είναι η σχέση του κρατούμενου, του κάθε κρατούμενου με το χώρο του; Προφανώς είναι η σχέση της μη συμφιλίωσης, της μη οικειότητας, της ασυμβίβαστης απόρριψης. Για το λόγο αυτό (πέραν της επιθετικότητας που εκδηλώνει τόσο απέναντι στο άμεσο περιβάλλον του όσο και απέναντι στους συγκρατουμένους του), ο κρατούμενος, επιδεικνύοντας μια χαμηλή αυτοεκτίμηση, αδιαφορεί για την καθαριότητα του κελιού του, για τον καλλωπισμό του στρατοπέδου του, για την αισθητική εικόνα του ιδρύματος εγκλεισμού του. Και όταν εξεγείρεται δεν διστάζει να παρασυρθεί από τάσεις αυτοκαταστροφικές, ξεσπώντας στα λιγοστά μέσα που του έχουν παρασχεθεί για την εξυπηρέτηση της έγκλειστης διαβίωσής του, που ταυτόχρονα τη συμβολοποιούν.
Αν τα στοιχεία αυτά χαρακτηρίζουν επίσης τη σχέση του νέου μετανάστη και Γάλλου πολίτη –κατοίκου των προαστίων του Παρισιού– με το χώρο της καθημερινής του διαβίωσης, και έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι έτσι είναι, [8] τότε προφανώς δεν πρόκειται απλώς για κάποιο «γκέτο», τα όρια του οποίου το περιχαρακώνουν αλλά και διασφαλίζουν την ελευθερία κινήσεων στο εσωτερικό του, ή τουλάχιστον δεν έχουμε να κάνουμε με ένα οποιοδήποτε γκέτο. Πολύ σχηματικά, τα παιδιά της Παλαιστίνης βρίσκονται αποκλεισμένα σ’ έναν χώρο που τους είναι οικείος και μάχονται για να εκδιώξουν τις δυνάμεις κατοχής. Τα παιδιά των γαλλικών προαστίων βρίσκονται έγκλειστα σ’ έναν χώρο που δεν τους είναι οικείος και από τον οποίο επιθυμούν να αποδράσουν (τη γειτονιά, το σχολείο, την οικογένεια), χωρίς καμιά ορατή εναλλακτική λύση.
Η συζήτηση για τον πολεοδομικό αποκλεισμό των μεταναστών στη Γαλλία αλλά και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχει μόλις ξεκινήσει. Ωστόσο, το σίγουρο είναι ότι οι μετανάστες που αποτελούν το φτηνό εργατικό δυναμικό δεν αποβλήθηκαν από το κέντρο των μεγαλουπόλεων για να στοιβαχτούν στα τερατώδη και συνάμα θλιβερά προάστια με τη μεσολάβηση των μηχανισμών της αγοράς, ή μόνον αυτής. Υπήρξε ένα ολόκληρο σχέδιο πολεοδομικών παρεμβάσεων που υπηρέτησε αυτόν το στόχο.
Πράγματι, ο σχεδιασμός των προαστίων των σημαντικότερων γαλλικών μεγαλουπόλεων (όπως και των διαφόρων πρωτευουσών του «υπαρκτού σοσιαλισμού») οφείλουν πολλά στις δοξασίες της σχολής των μοντερνιστών αρχιτεκτόνων. Το κίνημα αυτό, με κύριο εκπρόσωπο τον Λε Κορμπυζιέ (Le Corbusier), ξεκινούσε από τη θέση ότι «στο χώρο της πόλης, όπως και στην ανθρώπινη ζωή, θα πρέπει να διακρίνονται και να μην εμπλέκονται μεταξύ τους οι λειτουργίες της εργασίας, της οικιακής ζωής, των αγορών, της ψυχαγωγίας, της θρησκευτικής λατρείας, της διοίκησης. Κάθε λειτουργία χρειάζεται τον δικό της χώρο, ενώ κάθε χώρος θα πρέπει να υπηρετεί μία και μόνο λειτουργία». [9] Φυσική συνέπεια μιας τέτοιας αντίληψης για την πόλη ήταν η εκπόνηση μιας πολιτικής σχεδιασμού που, βασιζόμενη στην καχυποψία απέναντι στους «ξένους», προωθούσε το διαχωρισμό ή μάλλον τον εξοστρακισμό τους σε προάστια αμιγούς μεταναστευτικής σύνθεσης, απογυμνωμένα από κάθε άλλη κοινωνική δραστηριότητα πέραν της κατοικίας. Μια ακραία τεχνοκρατική αντίληψη για την οργάνωση της πόλης οδηγεί τελικά σε υιοθέτηση πρακτικών που νομιμοποιούν και προωθούν τις πιο απροκάλυπτες φυλετικές διακρίσεις.
Πρέπει κανείς να έχει γνωρίσει από κοντά την καταθλιπτική ομοιομορφία, την έλλειψη οποιασδήποτε ιδιαιτερότητας, την ανωνυμία των τοποθεσιών [10] (ο Ζ. Μπάουμαν [Bauman] μίλησε για την απουσία κάθε ίχνους ιστορικής μνήμης, την παραλυτική μονοτονία ενός περιβάλλοντος που στερείται οτιδήποτε θα μπορούσε να προκαλέσει απορία, ξάφνιασμα, έξαρση), που χαρακτηρίζει τις πολυκατοικίες-κουτιά (τα περίφημα HLM των γαλλικών πόλεων ή τα social housing της Αγγλίας), τα πολεοδομικά τετράγωνα και ολόκληρες τις συνοικίες που εν ονόματι του μειωμένου κόστους χτίστηκαν «από τα πάνω», απαγορεύοντας κάθε δυνατότητα παρέμβασης των άμεσα ενδιαφερομένων στη διαμόρφωση των όρων της ύπαρξής τους… Θα πρέπει να έχει γνωρίσει ακόμα το κοντράστ αυτού του πολεοδομικού μοντέλου με το αντίστοιχο δαιδαλώδες και χαοτικό (αλλά πλησιέστερο στην ανθρώπινη κλίμακα) που χαρακτηρίζει τις πόλεις καταγωγής των Βορειοαφρικανών μεταναστών και που σίγουρα βρίσκεται αποτυπωμένο στο συλλογικό τους ασυνείδητο… Για να μην μιλήσουμε για την επίσης σχεδιασμένη απογύμνωση των συνοικιών αυτών από κάθε (μη ελεγχόμενη) κοινωνική δραστηριότητα και τη μετατροπή τους σε απέραντα στρατόπεδα για την αναπαραγωγή της χαμένης ενέργειας των ανθρώπων-μηχανών στη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας. Πρέπει να έχει γνωρίσει κανείς από κοντά όλ’ αυτά προκειμένου να αντιληφθεί τα αδιέξοδα που σπρώχνουν τους νεαρούς Γάλλους-γιους και κόρες μεταναστών σε κινήσεις που απλώς μεταφέρουν ένα μήνυμα: «Αρνούμαστε να διαμαρτυρηθούμε με οποιοδήποτε θεμιτό μέσο, αφού η τράπουλα είναι σημαδεμένη, το παιγνίδι είναι στημένο…»
Τα προαναφερθέντα δεν σημαίνουν ότι η εξέγερση των γαλλικών προαστίων μπορεί να ερμηνευτεί ως ένα επεισόδιο στο πλαίσιο αναζήτησης συλλογικής (κοινοτικής, πολιτιστικοθρησκευτικής κλπ.) ταυτότητας από μέρους μιας «χαμένης» γενιάς, όπως θα υπονοούσε μια «κοινωνιολογίζουσα» προσέγγιση. Η εξέγερση αναπτύχθηκε στο στέρεο έδαφος που διαμόρφωσαν οι πολιτικές συρρίκνωσης της κοινωνικής προστασίας, [11] έντασης του αστυνομικού αυταρχισμού, της ανεργίας, των θρησκευτικών και φυλετικών διακρίσεων και προκαταλήψεων, της δαιμονοποίησης του νεαρού άεργου Άραβα – εξ ορισμού φανατικού μαχητή του Ισλάμ κλπ. Ακόμη, είναι γεγονός ότι οι πολιτικές αυτές, ενώ δεν εξέλιπαν ποτέ από το πολιτικό προσκήνιο τα τελευταία τριάντα χρόνια, ακολουθήθηκαν με ιδιαίτερη πυγμή στο διάστημα της διακυβέρνησης Ραφαρέν, σε αντίθεση με την περισσότερο ευέλικτη, όχι όμως και ουσιαστικά διαφορετική, διαχείριση της περιόδου Μιτεράν. Εδώ, όμως, θα πρέπει να σκεφτούμε ότι τα άτομα στην ιστορία δεν καθοδηγούνται μονοσήμαντα από τα «γυμνά» γεγονότα αλλά από την ιδεολογία τους, που «παριστά» τη φανταστική τους σχέση με τις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξής τους (Αλτουσέρ), ιδεολογία που αναπτύσσουν μέσα στην εμπλοκή τους με τους θεσμούς του κράτους. Στο φως μιας τέτοιας προσέγγισης, τα περισσότερο υπερσυγκυριακά ζητήματα του πολεοδομικού αποκλεισμού πιστεύω ότι διατηρούν όλη τη σημασία τους, που μπορεί να αποδειχθεί και μόνο από το γεγονός ότι οι εκδηλώσεις βίας περιορίστηκαν πάντα στα προάστια-στρατώνες, [12] παρ’ όλο που υποβαθμισμένες συνοικίες κοινοτήτων μεταναστών εντοπίζονται και στο ιστορικό κέντρο μεγαλουπόλεων (Μασσαλία).
3. Και οι αθηναϊκές γειτονιές
Στην ελληνική πραγματικότητα είναι (ακόμη) άγνωστο ένα τέτοιο πολεοδομικό απαρτχάιντ. Πρέπει μάλιστα να ομολογήσουμε ότι την Αθήνα και τις άλλες ελληνικές πόλεις χαρακτηρίζει ένα ιδιότυπο μοντέλο «κατακόρυφης» απεικόνισης της κοινωνικής ιεραρχίας: στις περισσότερες συνοικίες και τα περισσότερα προάστια της πόλης μπορούμε να διακρίνουμε έναν τύπο συγκατοίκησης στο πλαίσιο της πολυκατοικίας, σύμφωνα με τον οποίο στο ημιυπόγειο διαμένει ο Αλβανός μετανάστης ή η γυναίκα που καθαρίζει τις σκάλες, ενώ στο ρετιρέ ο επιτυχημένος μηχανικός ή κάποιος εκπρόσωπος της ανώτερης εισοδηματικής τάξης. Οι μετανάστες μέχρι σήμερα δεν είναι εξοστρακισμένοι από το κέντρο της πόλης, αντίθετα φαίνεται να τους έχουν «παραχωρηθεί» κάποιες ιστορικές συνοικίες (Κυψέλη, Βικτώρια κλπ.), με τις οποίες υφαίνουν κάποιους δεσμούς αναγνωρισιμότητας, βρίσκοντας παράλληλα ένα modus vivendi σε σχέση με τους παλαιότερους κατοίκους που παραμένουν εκεί. Έτσι, λοιπόν, δεν θα βρούμε στην Αθήνα γκέτο μεταναστών, τουλάχιστον με τη μορφή που τα συναντάμε στα γαλλικά προάστια. Βέβαια, τίποτα δεν είναι καταδικασμένο να παραμένει ως έχει στο διηνεκές. Η φιλοδοξία για ανάκτηση του ιστορικού κέντρου μιας μεγαλούπολης όπως η Αθήνα με σκοπό τη δέσμευσή του για εμπορικές-πολιτιστικές-υπερτοπικές δραστηριότητες και ο εξοστρακισμός των ενοχλητικών μεταναστών και των κάθε λογής περιθωριακών απ’ αυτό, μέσω διαφόρων προγραμμάτων «ανάπλασης», ίσως βρίσκεται σήμερα σε λανθάνουσα κατάσταση, είναι όμως εγγεγραμμένη στη δυναμική της καπιταλιστικής πόλης. Σε κάθε περίπτωση, οι κοινωνικοί αγώνες που θα δουν το φως της αυριανής ημέρας, οι μορφές τους αλλά και η έκβασή τους θα εξαρτώνται πάντα και από τον εφησυχασμό που συνοδεύει τον ύπνο μας της προηγούμενης νύχτας.
[1] Το άρθρο αυτό, σε μια συνοπτικότερη μορφή, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Φωνή Βοώντος, περ. Β, τ. 1, Μάρτιος 2006.
[2] «Τα ευρωπαϊκά έθνη, όπως διαμορφώθηκαν ιστορικά, περιέχουν ένα “φυλετικό” ιδεολογικό στοιχείο. […] Όπως ξέρουμε από την καθημερινή μας ζωή μέσα στην κοινωνία, όπως μας λέγανε στο σχολείο, όπως διαβάζουμε παντού, καθοριστικό είναι το στοιχείο της “ιστορικής συνέχειας”. Το ελληνικό έθνος κατάγεται από τους αρχαίους Έλληνες, έδωσε στον κόσμο τη δημοκρατία κ.ο.κ. Ομοίως το έθνος των Ελβετών κατάγεται από τον Γουλιέλμο Τέλλο και στη δεκαετία του 1980 γιόρτασε τα 1000 της ιστορίας του. Το γαλλικό έθνος κατάγεται από τον Βερσισεντορίξ (και ο Μιτεράν είχε διοργανώσει επίσημους εορτασμούς για τα χιλιάδες χρόνια της γαλλοσύνης). Ανάλογα μπορούμε να πούμε για το γερμανικό έθνος που είναι τόσο παλιό όσο και το ελληνικό, εφόσον οι Γερμανοί υποτίθεται ότι κατάγονται από τις ίδιες φυλές Αρίων από τις οποίες κατάγονται και οι Έλληνες. Στην έσχατη λογική της, η ρατσιστική αυτή προσέγγιση οδήγησε τους Ναζί να εξασφαλίζουν τροφή για όλους τους “Αρίους” πολιτικούς κρατούμενους, ακόμα και τους κομμουνιστές από εχθρικές χώρες που ήταν εκτοπισμένοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης (π.χ. η περίπτωση του Ν. Ζαχαριάδη στο Νταχάου), ενώ αντίθετα Γερμανοί πολίτες που ήταν Εβραίοι στο θρήσκευμα, ακόμα και αν είχαν πολεμήσει για τη Γερμανία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφήνονταν να γίνουν σκέλεθρα από την πείνα, όπως έχουμε δει στις φωτογραφίες, και τελικά εξολοθρεύονταν στα κρεματόρια. Υπάρχει λοιπόν ένα στοιχείο φυλετικό, ένα στοιχείο δομικά ρατσιστικό στη συγκρότηση των ευρωπαϊκών εθνών: επειδή όλα τα ευρωπαϊκά έθνη θεωρούν τον εαυτό τους “έθνη φυλής”, έθνη “αίματος”, απονέμουν παραδοσιακά την εθνική υπηκοότητα μόνο σε ανθρώπους οι οποίοι μπορούν να ισχυριστούν ότι ανήκουν “φυλετικά” στο αντίστοιχο έθνος». Γ. Μηλιός, «Εξουσία, έθνος, εθνικισμός», http://www.kokkino.org/index.php?option=com_content&task=view&id=413&Itemid=31
[3] Παρατίθεται στο Jean-Pierre Vernant, «Le PCF et la question Algerien», http://www.vacarme.eu.org/article143.html, όπου ο αναγνώστης μπορεί να βρει και μια αναλυτικότερη παρουσίαση της θέσεων του ΚΚΓ σχετικά με τον πόλεμο της Αλγερίας αλλά και το συνολικότερο ζήτημα της αποικιοκρατίας και των απελευθερωτικών κινημάτων της εποχής.
[4] Χαρακτηριστική είναι η ομολογία του Α. Κριβίν ότι «καμιά πολιτική οργάνωση δεν μπορεί να κατανοηθεί από αυτούς τους νέους», και το ρεπορτάζ του περιοδικού Marianne που παρουσιάζει τον ηγέτη της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Λίγκας (LCR) να αρκείται στην προσπάθεια να «σώσει» το σπίτι του, συμμετέχοντας σε νυχτερινή περιφρούρηση, από τις επαπειλούμενες φωτιές των εξεγερμένων.
[5] Etienne Balibar, Fethi Benslama, Monique Chemiller-Gendrau, Bertrand Oglivie, Emmanuel Terray, «Casse-cou, la Republique», L ’ Humanite, 16.11.2005 (αναδημοσιεύτηκε στην Εποχή, 20.11.2005).
[6] Το μοναδικό πολιτικό σύνθημα-διεκδίκηση που ακούστηκε στη διάρκεια της εξέγερσης ήταν το «Σαρκοζύ, παραιτήσου», σύνθημα που υποδήλωνε την απέχθεια προς το πρόσωπο του συγκεκριμένου πολιτικού με τις κυριολεκτικά εμπρηστικές δηλώσεις και σε πολύ μικρότερο βαθμό όριζε ένα συγκεκριμένο πολιτικό αίτημα γύρω από το οποίο θα μπορούσε να συσπειρώσει την κοινή γνώμη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σαρκοζύ –κόκκινο πανί για τους εξεγερμένους– είναι ίσως ο μόνος από τους πρώτης σειράς πολιτικούς που εκτός από υπέρμαχος της βίαιης καταστολής είναι και υπέρμαχος της πολιτικής των θετικών διακρίσεων υπέρ των Γάλλων βορειοαφρικανικής καταγωγής. Βλ. Nicolas Sarcozy, «L’egalite reelle des chances passe par la discrimination positive”, Le Figaro, 25.11.2005.
[7] Ο Τύπος κάθε απόχρωσης προσέγγιζε πάντα τα ζητήματα των προαστίων από απόσταση, αποσιωπώντας μάλλον παρά τονίζοντας τις «ειδήσεις» που παράγονταν εκεί. Με μία έννοια, πρόκειται για κάτι ανάλογο με ό,τι συμβαίνει αναφορικά με την «εργατική είδηση» (βλ. Κ. Σμυρνής, Εργατική είδηση και εργαζόμενοι, Α. Α. Λιβάνη, 2001).
[8] Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση ορισμένων προαστίων της Μασσαλίας αμιγώς μεταναστών, όπου οι αυτοκαταστροφικές τάσεις βανδαλισμού που επιδείκνυαν οι νεαροί βορειοαφρικανικής καταγωγής απέναντι στο οικιστικό τους περιβάλλον εκδηλώνονταν με τέτοια ένταση ώστε (σε συνδυασμό με τις ανύπαρκτες υποδομές συντήρησης των πολυκατοικιών των προαστίων) στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 πολλά κτίρια –ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα– είχαν υποστεί τέτοιες φθορές που τελικά κρίθηκαν μη κατοικήσιμα, μη επισκευάσιμα και κατεδαφιστέα.
[9] Ζ. Bauman, Παγκοσμιοποίηση, οι συνέπειες για τον άνθρωπο, Πολύτροπον, 2004: 64-65. Στα έργα του Μπάουμαν – Παγκοσμιοποίηση, … και το πιο πρόσφατο, Σπαταλημένες ζωές, οι απόβλητοι της νεωτερικότητας, Κατάρτι, 2005 – οφείλουμε ορισμένες οξυδερκείς αναλύσεις για τα ζητήματα της κοινωνικής γεωγραφίας. Σύμφωνα με τους εμπνευστές της πόλης του μέλλοντος, «ο δρόμος – αυτό το ασύνδετο και τυχαίο παραπροϊόν της ιστορίας της ασυντόνιστης και αποσυγχρονισμένης οικοδόμησης, πεδίο μάχης ασύμβατων χρήσεων και τόπος του τυχαίου και του αμφιλεγόμενου – θα παραχωρούσε τη θέση του στη λειτουργία της κυκλοφορίας, της μεταφοράς ανθρώπων και αγαθών από μια λειτουργικά διακριτή τοποθεσία σε μια άλλη, λειτουργία που θα έχει εκκαθαριστεί απ’ όλες τις σημερινές παρενοχλήσεις που προκαλούνται απ’ αυτούς που βολτάρουν άσκοπα, τους άεργους, τους χασομέρηδες, ή τους τυχαίους περαστικούς» (όπ.π.: 65). Το πολεοδομικό σχέδιο, «ως προϊόν της απρόσωπης λογικής (…) αποτελεί τη μόνη ικανή αλλά και αναγκαία συνθήκη της ανθρώπινης ευτυχίας, που δεν μπορεί να βασιστεί σε τίποτα άλλο πέρα από την τέλεια συναρμογή μεταξύ των επιστημονικά προσδιορίσιμων ανθρώπινων αναγκών και της αδιαμφισβήτητης διαφανούς και ευκρινούς διευθέτησης του χώρου μέσα στον οποίο ζούμε» (όπ.π.: 66).
[10] «Τι όνειρα μπορεί να κάνει ένας νέος άνθρωπος που γεννήθηκε σε μια συνοικία χωρίς ψυχή, που ζει σε μια ανείπωτα άσχημη πολυώροφη πολυκατοικία, περιτριγυρισμένη από ακόμα περισσότερη ασχήμια, φυλακισμένος σε μια γκρίζα έρημη γη και καταδικασμένος σε μια γκρίζα ζωή, με την κοινωνία γύρω του να κάνει τα στραβά μάτια, μέχρις ότου έρθει η στιγμή της τρέλας, η ώρα των απαγορεύσεων». Είναι ο ίδιος ο Φ. Μιτεράν, που διεκτραγωδεί, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, το 1990, την γκρίζα μονοτονία των γαλλικών προαστίων. Κάποιοι πολιτικοί έχουν την άνεση να αποστασιοποιούνται από την ίδια την πολιτική που εγγυάται η παρουσία τους. Αναφέρεται από τον Doug Ireland στο «Why is France burning?», http://direland.typepad.com/direland/2005/11/why_is_france_b.html.
[11] Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Le Monde (6.11.2005), στην τριετία 2002-2005 καταγράφεται μια κατά 20% ετήσια μείωση των επιδοτήσεων των συνεταιρισμών γειτονιάς που δουλεύουν με νέους, των προγραμμάτων μαθητείας, των πιστώσεων φόρου για την πρόσληψη νέων από τα γκέτο, των προγραμμάτων καταπολέμησης του αναλφαβητισμού και των προγραμμάτων «πολιτικής αγωγής» των ανηλίκων από εκπαιδευμένους αστυνομικούς. Κάποια άλλα προγράμματα που θέσπισε η διακυβέρνηση Ζοσπέν απλώς εγκαταλείφθηκαν.
[12] Προάστια-στρατώνες: ο όρος ανήκει στη Ρ. Ροσάντα, η οποία είναι από τους ελάχιστους που έθεσαν στο κέντρο της ανάλυσης της εξέγερσης των προαστίων το πρόβλημα του οικιστικού διαχωρισμού και του επακόλουθου αποκλεισμού-εξοστρακισμού των απογόνων μεταναστών από το κέντρο των μεγαλουπόλεων. Βλ. Ρ. Ροσάντα, «Τα αίτια της αναταραχής στη Γαλλία, το μοντέλο της περιφέρειας», Η Εποχή, 20.11.2005.