από encounter Athens
Ο David Harvey, καθηγητής του Τμήματος Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (CUNY) και ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές της κριτικής γεωγραφικής σκέψης, βρέθηκε στην Αθήνα την τελευταία εβδομάδα του Μαΐου ως προσκεκλημένος ομιλητής του Διεθνούς Αντιεξουσιαστικού Φεστιβάλ B-Fest. Πριν την ομιλία του εκεί, έδωσε ανοικτή διάλεξη στα Σεμινάρια Ριζοσπαστικής Γεωγραφίας που οργανώνει ο Κωστής Χατζημιχάλης, καθηγητής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. Εκεί τον συναντήσαμε πρώτη φορά, ενώ αμέσως μετά το Σεμινάριο βρεθήκαμε στο Σύνταγμα, στην πρώτη συγκέντρωση – λαϊκή συνέλευση της πλατείας. Εκείνες οι μέρες σημαδεύονταν επίσης από το ξέσπασμα της ρατσιστικής βίας σε κεντρικές γειτονιές και την ανακοίνωση του «Σχεδίου Δράσης για το Κέντρο της Αθήνας» από την κυβέρνηση και τη δημοτική αρχή. Η εκρηκτική επικαιρότητα των ημερών έδωσε το έναυσμα και τα ερεθίσματα για μια σειρά συναντήσεων, επισκέψεων στις γειτονιές του κέντρου και πολύωρων συζητήσεων, από τις οποίες μεταφέρουμε εδώ ένα μικρό μόνο απόσπασμα.
Περπατήσαμε αρκετά σε γειτονιές όπως ο Άγιος Παντελεήμονας, η πλατεία Βικτωρίας και το Γεράνι, οι οποίες στοχοποιούνται από τον τύπο και από την κυβέρνηση ως «άβατα», ως «γκέτο» στο κέντρο της πόλης. Ποιες είναι οι σκέψεις σας για αυτό;
Νομίζω ότι, ιστορικά, η προσπάθεια κατασκευής ενός φαντασιακού για το χώρο έχει αποτελέσει σημαντικό κομμάτι των πολιτικών στρατηγικών. Και αυτό μπορείτε να το δείτε από την κλίμακα της γεωπολιτικής μέχρι την κλίμακα της πόλης. Η δαιμονοποίηση συγκεκριμένων περιοχών έχει υποστηρίξει από μεγάλης κλίμακας πολεμικές επιχειρήσεις μέχρι πρακτικές εκκαθάρισης των «ανεπιθύμητων» σε «κακές» γειτονιές των πόλεων. Πραγματικά, όμως, με εντυπωσιάζει η χρήση του όρου «γκέτο» εδώ. Ίσως θα έπρεπε να απαντήσετε στην κυρίαρχη ρητορική, επιστρατεύοντας λίγο χιούμορ. Να θέσετε από την πλευρά σας πρόβλημα γκετοποίησης στις γειτονιές των πλουσίων: «Κάτι πρέπει να γίνει εδώ! Πρέπει να τονώσουμε τη διαφορετικότητα σ’ αυτές τις γειτονιές, που υποφέρουν από υπερβολική ομοιογένεια εισοδημάτων»! (γέλια) Στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν χρησιμοποιούν πια τον όρο γκέτο. Αν κάποιοι ζουν σήμερα σε γκέτο είναι οι πλούσιοι κάτοικοι των πόλεων. Αναφέρομαι σε όλες εκείνες τις περίκλειστες κοινότητες πλουσίων, γνωστές ως «gated communities». Το Μανχάταν, για παράδειγμα, είναι σήμερα ένα γκέτο των πλουσίων. Αυτό προέκυψε όταν, στις περιοχές με αυξημένες συγκεντρώσεις μεταναστών, ασκήθηκαν πολιτικές διασποράς τους προς τα προάστια. Από την άλλη, οι μετανάστες που ζουν σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν συγκροτούν μία ενιαία κατηγορία, αλλά ένα πολύ διαφοροποιημένο σύνολο, από εργαζόμενους υψηλής κατάρτισης, που μπορεί να μένουν ακόμη και στο κέντρο του Μανχάταν, μέχρι πρόσφυγες, που συγκεντρώνονται αναγκαστικά σε προάστια χαμηλών εισοδημάτων. Επομένως, το να μιλήσει κανείς σήμερα γενικώς για μετανάστες που ζουν σε γκέτο δεν ευσταθεί, εφόσον κάθε μεταναστευτικός πληθυσμός είναι και εσωτερικά διαφοροποιημένος, κυρίως ταξικά.
Ισχυρίζεστε, δηλαδή, ότι οι χωροκοινωνικές διακρίσεις βασίζονται σήμερα περισσότερο στις ταξικές παρά στις εθνοτικές διαφορές;
Νομίζω ότι συμβαίνουν και τα δύο. Υπάρχουν συγκεντρώσεις μεταναστών χαμηλών εισοδημάτων, που προσδιορίζονται σαφώς στη βάση της φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής. Για παράδειγμα, οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί από το Πακιστάν, οι Κορεάτες, ή οι Ινδοί συγκεντρώνονται συνήθως σε συγκεκριμένα προάστια. Επομένως, υπάρχει ακόμα μία ισχυρή συνέχεια στον φυλετικό χωροκοινωνικό διαχωρισμό. Αλλά όπως σας είπα δεν χρησιμοποιούμε τον όρο «γκέτο» και, για να επιστρέψουμε στο κέντρο της Αθήνας, σίγουρα δεν θα χρησιμοποιούσα τον όρο ούτε εδώ. Σίγουρα υπάρχουν προβλήματα αστικής φτώχειας και υποβάθμισης του αστικού χώρου, αλλά αυτά πλήττουν πολλούς από τους κατοίκους ανεξάρτητα από την εθνική τους καταγωγή.
Από αυτά που έχετε ακούσει και διαβάσει για τις σχεδιαζόμενες πολιτικές για το κέντρο της Αθήνας, πώς τις αξιολογείτε με βάση και την εμπειρία σας από άλλες πόλεις;
Είναι φανερό ότι τέτοιες πολιτικές στοχεύουν να δημιουργήσουν άλλου τύπου γειτονιές, να αυξήσουν τις τιμές των ακινήτων και να οργανώσουν ένα νέο μοντέλο ζωής στο οποίο κάποιοι κάτοικοι δεν θα μπορούν οικονομικά να ανταπεξέλθουν. Είναι ένα κλασικό παράδειγμα «bourgoisification», ή τουλάχιστον το όραμα για κάτι τέτοιο: γειτονιές που ενδεχομένως διατηρούν ένα άρωμα πολυπολιτισμικότητας, με ethnic εστιατόρια και αγορές εξωτικών προϊόντων, αλλά δύσκολα χωρούν τους μετανάστες και άλλους κατοίκους χαμηλών εισοδημάτων και τις ανάγκες της καθημερινότητάς τους.
Με ποιον τρόπο πιστεύετε ότι οι σχεδιαζόμενες πολιτικές επιχειρούν και, τελικά, καταφέρνουν να αυξήσουν τις αξίες γης και ακινήτων;
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι κερδοσκοπίας πάνω στη γη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι οι περίφημες «εικονικές επιχειρήσεις» (dummy corporations). Σε περιοχές αυξημένης φτώχειας, αυτές οι επιχειρήσεις αρχίζουν να αγοράζουν φτηνά διαμερίσματα και, στη συνέχεια, τα αφήνουν να ερειπώσουν. Αυτό συμπιέζει προς τα κάτω τις αξίες γης και ακινήτων και κάνει την περιοχή ελάχιστα ελκυστική ως μέρος για να κατοικείς. Όταν έχουν αγοράσει πια έναν σημαντικό αριθμό διαμερισμάτων, αποφασίζουν να προχωρήσουν στην ανάπλαση. Το κράτος εμπλέκεται συχνά σε αυτήν την ιστορία ενεργοποιώντας τον περίφημο μηχανισμό της «αναγκαστικής απαλλοτρίωσης» («Eminent Domain») επικαλούμενο «λόγους δημοσίου συμφέροντος». Έτσι, εκκενώνουν την περιοχή, εκδιώχνοντας όλους εκείνους τους ανεπιθύμητους κατοίκους. Μπορεί, βέβαια, να χρειαστούν ακόμη και δεκαπέντε χρόνια για να συμβεί αυτό, πάντως πρόκειται για στοχευμένη στρατηγική. Τέτοια παραδείγματα έχουμε και σε αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις. Στην Ελλάδα, βέβαια, το σύστημα της κατακερματισμένης έγγειας ιδιοκτησίας δεν επιτρέπει με τόση ευκολία την κερδοσκοπία πάνω στη γη από τη μεριά του μεγάλου κεφαλαίου.
Ωστόσο, η συγκυρία της οικονομικής κρίσης και της παράλληλης υποχώρησης των κοινωνικών πολιτικών δημιουργούν και στην Αθήνα μία πολύ σκοτεινή προοπτική για όλες εκείνες τις περιοχές στις οποίες συγκεντρώνονται κάτοικοι που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα διαβίωσης.
Φυσικά. Σε κάθε περίπτωση, στις περιοχές αυξημένης φτώχειας το ενδεχόμενο μιας συνολικής κατάρρευσης είναι πολύ πιθανό. Ειδικά εάν το κράτος δεν προτίθεται ή δεν δύναται να προσφέρει κοινωνική προστασία στους κατοίκους, τα προβλήματα στις συγκεκριμένες περιοχές οξύνονται και, μάλιστα, πολύ γρήγορα. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να αντιμετωπίσει κανείς τέτοια προβλήματα είτε άμεσα, υποστηρίζοντας τα εισοδήματα για να μπορέσουν οι κάτοικοι να βελτιώσουν τις στεγαστικές τους συνθήκες, είτε έμμεσα, επιδοτώντας τους ιδιοκτήτες ακινήτων να επενδύσουν στην αποκατάσταση και βελτίωση των περιουσιών τους με τον όρο να κρατήσουν τα ενοίκια χαμηλά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο πλαίσιο του προγράμματος «Section 8 Housing», δίνονται κίνητρα στους ιδιοκτήτες γης ή στους επενδυτές, προκειμένου να επενδύσουν στην κατασκευή κατοικιών, με εγγύηση την επιστροφή ενός μέρους του αρχικού κεφαλαίου επένδυσης. Σε ανταπόδοση, όμως, οφείλουν στη συνέχεια να νοικιάσουν τις κατοικίες σε τιμές που δεν θα ξεπερνούν το ένα τρίτο του εισοδήματος των ενοίκων. Ουσιαστικά, λοιπόν, το κράτος καλύπτει το κενό ανάμεσα στο ποσό που οι κάτοικοι μπορούν να διαθέσουν για το ενοίκιό τους και στο ποσό που θα πρέπει να επιστραφεί στους ιδιοκτήτες για την επένδυση που πραγματοποίησαν. Στο πρόγραμμα αυτό μπορεί να ενταχθεί η κατασκευή νέων κατοικιών αλλά και η αποκατάσταση παλαιότερων.
Τα πρόσφατα μέτρα για το κέντρο αντιστρέφουν την παραπάνω λογική. Τα κίνητρα που προτείνονται δεν δεσμεύουν τους ιδιοκτήτες, αλλά τους μελλοντικούς ενοικιαστές, οι οποίοι πρέπει να αποδεικνύουν ότι ο μισθός τους είναι τριπλάσιος του ενοικίου.
Επιδοτούν, δηλαδή, την κερδοσκοπία στη γη…
Σε μια περίοδο κρίσης, που οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές προβάλλονται ακόμα ως μονόδρομος, παρά την αυξανόμενη κοινωνική απονομιμοποίησή τους, μπορούμε να σκεφτούμε εναλλακτικές μορφές οργάνωσης της ζωής και του χώρου της πόλης; Ιδιαίτερα σε εκείνες τις περιοχές όπου οξύνονται τα φαινόμενα φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού; Και ποιος ο ρόλος μιας πολιτικής «από τα κάτω» σε αυτήν την κατεύθυνση;
Καταρχάς, η κρίση είναι πραγματική αλλά δεν είναι ίδια για όλους. Κάποιοι συνεχίζουν να είναι καλά ή καλύτερα από πριν. Τα μεγαλύτερα θύματά της είναι οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, οι άστεγοι, οι φτωχοί, οι άνεργοι. Ακόμα και αν η συγκυρία είναι πολύ δύσκολη, οι διεκδικήσεις σε κεντρικό επίπεδο για αναδιανομή και υποστήριξη των εισοδημάτων παραμένουν πάντα σημαντικές. Με δεδομένη την απροθυμία του κράτους να παρέμβει, κάτι τέτοιο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από διαδικασίες αυτοοργάνωσης των κατοίκων σε αυτές τις περιοχές. Το ζήτημα, βέβαια, είναι να σκεφτούμε μορφές οργάνωσης που θα θέσουν συγκεκριμένα αιτήματα για την πόλη, αιτήματα για συγκεκριμένα προγράμματα και θα ενεργοποιήσουν αλλαγές. Θα μπορούσαν να είναι κάποιες από τις οργανώσεις που ήδη δραστηριοποιούνται; Νομίζω, για παράδειγμα, ότι οι διάφορες ΜΚΟ δεν μπορούν να κάνουν αυτή τη δουλειά, γιατί ο ρόλος τους είναι περισσότερο να παρέχουν συγκεκριμένες υπηρεσίες παρά να οργανώνουν σε επίπεδο γειτονιάς. Παρόμοια δυσκολία να «προσγειώσουν» τις διεκδικήσεις τους στο χώρο της πόλης έχουν σε ένα βαθμό και τα εργατικά συνδικάτα. Από την άλλη, τα τελευταία 4-5 χρόνια παρακολουθώ με ενδιαφέρον την ανάδυση νέων κινημάτων και οργανώσεων. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι το αυτοοργανωμένο κίνημα για τα δικαιώματα των μεταναστών εργατών και εργατριών στις ΗΠΑ. Όταν την Πρωτομαγιά του 2006 αποφάσισαν να απεργήσουν μαζικά, πόλεις όπως το Σικάγο και το Λος Άντζελες πραγματικά παρέλυσαν και η σημασία τους για την οικονομία και τη ζωή της πόλης έγινε αντιληπτή από όλους. Σήμερα, συγκροτούν μία ισχυρή οργάνωση, που δραστηριοποιείται σε όλη τη χώρα και έχει καταφέρει να εξασφαλίσει την υποστήριξη των επίσημων εργατικών συνδικάτων. Υπάρχουν, όμως, και άλλα παραδείγματα, όπως οργανώσεις οικιακών βοηθών, πλανόδιων εμπόρων, οδηγών ταξί, αστέγων. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο, μάλιστα, είναι η μεταξύ τους δικτύωση σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, όπως στο δίκτυο των Αποκλεισμένων Εργαζόμενων (Excluded Workers Congress) και στη Συμμαχία για το Δικαίωμα στην Πόλη (Right to the City Alliance), που προωθεί αιτήματα για την κατοικία, το δημόσιο χώρο και την πόλη γενικότερα.
Γίνεται έτσι το «δικαίωμα στην πόλη» ένα προνομιακό πεδίο για διεκδικήσεις και πολιτικούς αγώνες σήμερα;
Κοιτάξτε, το δικαίωμα στην πόλη είναι καταρχάς μια έννοια κενή νοήματος. Εξαρτάται ποιος τη διατυπώνει και τι περιεχόμενο της δίνει. Σε κάθε περίπτωση όμως αποκτά μια σημαντική πολιτική δυναμική. Περιλαμβάνει τους αγώνες για την κατοικία και την παρουσία στο δημόσιο χώρο, αλλά και τους εργατικούς αγώνες. Και παραπέρα, εντάσσει όχι μόνο όσους εργάζονται για να χτίσουν την πόλη, αλλά και όλους αυτούς που κάνουν δυνατή την αναπαραγωγή της καθημερινής ζωής: τους οδηγούς λεωφορείων και τους υδραυλικούς, τις οικιακές βοηθούς και τους σερβιτόρους, τους δασκάλους και τους υπαλλήλους γραφείων, τους εργαζόμενους στην καθαριότητα και τις νοσοκόμες. Χρειάζεται να σκεφτούμε το δικαίωμα στην πόλη σήμερα, σαν μια αναζήτηση της ενότητας μεταξύ των απίστευτα διαφορετικών, θραυσματικών κοινωνικών χώρων. Όπως συζητήσαμε και πριν, υπάρχουν αρκετές πιθανές μορφές οργάνωσης. Νομίζω ότι από εκεί πρέπει να ξεκινήσουμε αν θέλουμε να φανταστούμε συνολικά μια άλλη οργάνωση της πόλης. Και θα έλεγα ότι αυτό είναι ένα από τα βασικά ζητούμενα της στρατηγικής της Αριστεράς για τα χρόνια που έρχονται.
Δημοσιεύτηκε στην Αυγή της Κυριακής 19/06/2011