κατεβάστε το pdf εδώ
Η απόδραση αποτελεί μια νοσταλγική φαντασίωση των κοινωνιών του ελέγχου. Με την αποδυνάμωση των χώρων εγκλεισμού, η απόδραση από το άσυλο, το στρατόπεδο συγκέντρωσης, τη φυλακή, το σχολείο, την εργασία δεν οδηγεί πλέον σε ένα ξέχωρο, λιγότερο καταπιεστικό «έξω». Αποκτά έτσι νοσταλγικό και φυσικά εμπορικό χαρακτήρα. Οι κοινωνίες του ελέγχου χαρακτηρίζονται από τη θεώρηση της άμεσης επιβολής βίας, των στεγανών συνθηκών εγκλεισμού ως αναχρονισμού και από τη διαρκή ανακάλυψη εικονικών αποδράσεων από το χώρο και το χρόνο της καθημερινής ζωής. Οι εξεγερμένοι στη Γαλλία δεν προσπάθησαν, όμως, να αποδράσουν, έστω και εφήμερα, έστω και συμβολικά, από τις περιοχές τους. Ούτε και όταν η γαλλική κυβέρνηση τις κήρυξε επίσημα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Σε αντιδιαστολή, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να οδηγηθεί σε μια απεγνωσμένη επιστροφή σε αντιοικονομικές μορφές εξουσίας, τόσο όσον αφορά το οικονομικό κόστος της καταστολής, όσο κυρίως την επιστροφή σε αναχρονιστικές αποικιακές μεθόδους κατάλυσης της αστικής νομιμότητας. Η αλήθεια είναι ότι ο όρος αναχρονιστικές δεν αποδίδει σωστά το χρονικό ορίζοντα της επιδιωκόμενης καταστολής από την πλευρά του κράτους. Είναι ίσως ορθότερο να μιλήσουμε για μορφές εξουσίας και καταστολής που πηγάζουν από το δυσοίωνο μέλλον που μας επιφυλλάσουν. Το κείμενο ευελπιστεί να δείξει και την ορθότητα αυτής της συλλογιστικής. Αρχές του 21ου αιώνα λοιπόν, επιβάλλεται στη χώρα ο στρατιωτικός νόμος που δημιουργήθηκε το 1955 για να καταπνίξει τα επεισόδια της Αλγερίας…
Το συγκεκριμένο άρθρο δεν επιθυμεί να εμμείνει σε μία ανάλυση για το τι δεν έγινε στην Γαλλία και στην Αγγλία, καθώς έτσι δεν πρόκειται να αναζητηθεί το πραγματικό αίτημα των εξεγερμένων, ποια ήταν δηλαδή η επιθυμία τους. Επιπλέον, το κείμενο επιχειρεί να δείξει μέσω των χωρικών αποτυπώσεων των εξεγέρσεων, το ότι οι εξεγέρσεις δεν μπορούν να αναχθούν σε α-πολίτικες πράξεις. Αντιθέτως, είναι χρήσιμο να αναλυθεί η εξέγερση ως μια πρακτική επέμβασης στις σχέσεις εξουσίας που διαμορφώνουν το χώρο των γαλλικών banlieues και των αγγλικών council estates. Η εξέγερση και στην περίπτωση του Παρισιού αλλά και στου Λονδίνου δεν απέρριψε συλλήβδην το χώρο των προαστίων. Είχε, αντιθέτως, μια αμφίσημη στάση απέναντι στους χώρους στους οποίους εκδηλώθηκε. Από την δική τους πλευρά οι εξεγερμένοι κατά τη διάρκεια και των δύο εξεγέρσεων αντιμετώπισαν μια εξουσία απόλυτα εμμενή, μια εξουσία διάχυτη, συγκροτημένη από ένα ευρύ φάσμα πολιτικών ελέγχου.
Εξαρχής θεωρείται ότι τα προάστια δεν σχεδιάστηκαν για να αποκλείσουν τους κατοίκους τους, αλλά για να τους ενσωματώσουν επιλεκτικά σε ένα σύστημα αυστηρής ιεραρχίας. Ο ευρωπαϊκός ρατσισμός δεν λειτούργησε ποτέ με βάση τον αποκλεισμό, αλλά με βάση τους βαθμούς απόκλισης από το μοντέλο του λευκού ανθρώπου. Τα προάστια αποτελούν ένα πειραματικό πεδίο όπου εφαρμόζονται πρωτοποριακές στρατηγικές ελέγχου του πλήθους, στρατηγικές που ξεκινούν από εκεί και διαχέονται έπειτα στην υπόλοιπη κοινωνία. Ως αποτέλεσμα, τα προάστια πρέπει να αναλυθούν ως ένα προνομιακό πεδίο πάλης του πλήθους ενάντια στην εξουσία. Δηλαδή η χειρονομία της γαλλικής κυβέρνησης να ανασύρει το καθεστώς εξαίρεσης από το αποικιοκρατικό της παρελθόν για να καταστείλει την εξέγερση ήταν ουσιαστικά κενή. Ήταν κενή γιατί ισχυρίστηκε ότι αναγκάστηκε να επιβάλει κάτι που ήδη υπήρχε: στα προάστια η εξουσία έχει ήδη πάρει την μορφή μιας άτυπης αλλά μόνιμης κατάστασης έκτακτης ανάγκης όπου η ζωή μπορεί να αφαιρείται χωρίς να έχει αξία.[1]
Μια κρίσιμη διαφοροποίηση μεταξύ των δύο αστικών εξεγέρσεων του 2005 και του 2011 είναι ότι, ενώ οι βίαιες ταραχές στο Παρίσι απλώθηκαν και επηρέασαν χωρικά μόνο τα προάστια, στο Λονδίνο εξαπλώνονται σε όλη την πόλη. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Νοεμβρίου του 2005 στο Παρίσι, το «κέντρο» της πόλης έμοιαζε ήσυχο καθώς η εξέγερση δεν κινήθηκε χωρικά προς το κέντρο της μεγαλούπολης. Το ερώτημα που μπαίνει στην περίπτωση της Γαλλίας είναι αν ήταν η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» που επιβλήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση ήταν αυτή που κράτησε τους εξεγερμένους μακριά από το παρισινό κέντρο ή μήπως η επιθυμία των τελευταίων να σπάσουν τα δίκτυα επικοινωνίας με αυτό; Οι εξεγερμένοι δεν πορεύτηκαν καν προς τα 20 διαμερίσματα που ορίζουν την πρώτη ζώνη της γαλλικής μεγαλούπολης με σκοπό να ζητήσουν να εισέλθουν στο πεδίο του Νόμου. Δεν παρεμποδίστηκαν, δεν δίστασαν από άγνοια, απλώς δεν το θεώρησαν σκόπιμο. Είναι σημαντικό να επιμείνουμε ότι οι εξεγερμένοι δεν έφυγαν από τους χώρους κατοικίας τους γιατί δεν το θέλησαν και όχι γιατί υποχρεώθηκαν από την κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης από τη γαλλική κυβέρνηση.
Με βάση τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι η εξέγερση διαχύθηκε μόνον προς περιοχές του ίδιου τύπου, τα γαλλικά προάστια. Σε αυτά, κάτοχοι της γαλλικής υπηκοότητας, γεννημένοι στη χώρα αλλά από γονείς μετανάστες, οι περισσότεροι «ταραξίες» είναι καταδικασμένοι να ζουν στο σκοτάδι των γκέτο. Απομονωμένοι από την κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ζωή της χώρας εγκλωβίζονται στις «cite», όπως λέγονται τα τεράστια μπλοκ πολυκατοικιών που περικυκλώνουν την πόλη. Αποτελούν δάση από τεραστιες εργατικες πολυκατοικιες, χτισμένες σταδιακά μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με αποκορύφωμα οικοδομικής δραστηριότητας τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Με μοναδική παραφωνία αίγλης… το εθνικό στάδιο ποδοσφαίρου, ανάμεσα σε νεκρές ζώνες κατοικίας, άνεργων, ημιαπασχολούμενων νέων. Τα οικοδομικά συγκροτήματα είναι χτισμένα με αρχιτεκτονική τέτοια ώστε είναι εύκολο κανείς να μπει σε αυτά, αλλά σχεδόν αδύνατο να βγεί. Το ντοκιμαντέρ του Εξάντα “Paris 2005”, παρουσιάζει με εκπληκτική κινηματογράφιση τους άγνωστους Ευρωπαίους πολίτες των cite. Tη σκοτεινή πλευρά της σύγχρονης Ευρώπης, την άγνωστη Γαλλία των 5 εκατομμυρίων, αποκλεισμένων από την εργασία, την εκπαίδευση και την κοινωνική πρόνοια, γκετοποιημένων πολιτών.
Ο πρώτος απολογισμός της εξέγερσης ήταν 9.000 καμένα αυτοκίνητα, σχεδόν 3.000 συλλήψεις, δεκάδες νηπιαγωγεία, σχολεία και μαγαζιά κατεστραμμένα. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι τα αυτοκίνητα που κάηκαν ανήκαν στους φτωχούς κατοίκους των προαστίων και όχι στα αφεντικά τους.
Η εξέγερση αμφισβήτησε, με άλλα λόγια, ή τουλάχιστον δεν αναγνώρισε την ύπαρξη «κέντρου» απ’ όπου ασκείται η κρατική εξουσία. Δεν θεωρήθηκε σημαντικό να απευθυνθούν οι εξεγερμένοι με οποιονδήποτε τρόπο στον πύργο της εξουσίας, ο οποίος βρίσκεται σε κρίση. Ίσως και δεν κρίθηκε σκόπιμο να «απευθυνθούν» πουθενά. Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, η εξέγερση δεν προσδιόρισε τον εαυτό της σε μια διαλεκτική σχέση με την εξουσία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εξέγερση ήταν αφελής ή εκ των προτέρων καταδικασμένη. Το ότι δεν αντιπαρατέθηκε σε μια κεντρική εξουσία δεν ισοδυναμεί με το ότι δεν αμφισβήτησε την εξουσία γενικά. Είναι ιδιαίτερα κρίσιμο να δούμε με ποιους τρόπους αυτές οι στρατηγικές είναι πρωτοποριακές και πώς τείνουν να επεκταθούν για να ασκήσουν τον έλεγχο στο σύνολο του μητροπολιτικού χώρου. Είναι ιδιαίτερα κρίσιμο να επινοήσουμε αντίστοιχα τρόπους αντίστασης σε αυτές τις στρατηγικές: η εξέγερση στη Γαλλία αποτέλεσε ένα πείραμα του πλήθους προς αυτή την κατεύθυνση.[2]
Το Λονδίνο δεν έχει banlieue, αντ ‘αυτού, στο Λονδίνο δύο πόλεις καταλαμβάνουν στην κυριολεξία τον ίδιο χώρο. Σε γειτονιές όπως το Clapham, όπου έλαβαν χώρα μερικές από τις πιο βίαιες εκδηλώσεις, κατοικίες πολύ υψηλών εισοδημάτων και lofts συνορεύουν με περιθωριοποιημένες γειτονιές εργατικών κατοικιών, οι οποίες κατέχουν ένα από τα χειρότερα επίπεδα φτώχειας σε όλη την Ευρωπαική Ένωση. Χαρακτηριστικά στατιστικά στοιχεία για την επιβεβαίωση των παραπάνω, είναι το χαμηλότερο κατά 18 χρόνια προσδόκιμο ζωής μεταξύ των ανδρών που ζούν στο Τότεναμ, από ό, τι στις πλούσιες γειτονιές του Kensington and του Chelsea. Η ανεργία των νέων, που υπολογίζεται στο 20% σε εθνικό επίπεδο, διπλασιάζεται σε μέρη όπως το Τότεναμ και το Hackney. Επιπλέον, η, ως επί το πλείστον , λευκή εργατική τάξη που κατοικεί σε αυτές τις κοινωνικές κατοικίες (council estates) είναι ευρέως στιγματισμένη στο δημόσιο λόγο. Χαρακτηριστικές είναι οι εικόνες[3] που δείχνουν τις εργατικές κατοικίες του Denning Point, μία περιοχή που περιγράφεται από το BBC ως “ηρωίνη πολυόροφων”, και το Spitalfields market, αγορά που απευθύνεται μόνο στους πολύ πλούσιους, να απέχουν μόλις ένα οικοδομικό τετράγωνο. Χώροι σαν αυτούς του Denning Point έχουν στιγματιστεί και περιθωριοποιηθεί κοινωνικά και οικονομικά, απομονωμένοι ολοκληρωτικά από τους χώρους που τους περιβάλλουν. Όσον αφορά την κοινωνική κατάσταση στο Λονδίνο είναι ενδιαφέρον να εστιάσει κανείς στο πώς θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε το Λονδίνο διαμέσου της έννοιας των δύο (ή περισσότερων) παραλλήλων , όπου διαφορετικές κοινωνικές ομάδες αναγκάζονται μέσω της πολιτικής του πολεοδομικού σχεδιασμού να καταλαμβάνουν τον ίδιο χώρο.
Οι Λονδρέζοι επί σειρά ετών αλληλοσυγχαιρόντουσαν λόγω της μη ύπαρξης banlieue στον χωρικό ιστό της πόλης τους. Οι πολιτικές αναλύσεις το 2005, κατα τη διάρκεια της εξέγερσης των παρισινών προαστίων, ακολουθούσαν την εύκολη επιχειρηματολογία του μη χωρικού διαχωρισμού στις γειτονιές της μητρόπολης, πράγμα που δεν θα οδηγούσε σε αντίστοιχου τύπου αστικές εξεγέρσεις και βανδαλισμούς. Έξι χρόνια μετά, η αβάσιμη μιντιακή και κρατική προπαγάνδα καταρρέει στη θέα των φωτιών και των λεηλασιών που στιγμάτισαν για περίπου μία βδομάδα το Λονδίνο. Σε αντίθεση λοιπόν με το Παρίσι, όπου η φτώχεια και η περιθωριοποίηση βρίσκεται συγκεντρωμένη και συμπαγής σε περιφερειακές οικιστικές ενότητες, στο Λονδίνο φαντάζει να διαχέεται σε όλη τη μητροπολιτική περιφέρεια. Όπως γλαφυρά αναλύει τις αιτίες της αυγουστιάτικης κοινωνικής έκρηξης στη Guardian ο Owen Hatherley, «όλοι οι Βρετανοί αντιλαμβάνονταν τις γελοίες πολεοδομικές πρακτικές οικοδόμησης των βρετανικών πόλεων, με τον προβληματικό τρόπο διαβίωσης σε αυτές». Παρόλα αυτά, οι πρακτικές αυτές συνεχίστηκαν, επιβάλλοντας αστικές αναπλάσεις αγοραίου εξευγενισμού, σε περιοχές που με πρόσχημα την ασφάλεια, απομονώνουν τους απόκληρους από τους χώρους που τους περιβάλλουν. Αλλά αυτό το σβήσιμο των λαϊκών τάξεων από την πόλη δεν σημαίνει βέβαια και την εξαφάνισή τους, σημαίνει όμως την έλλειψη εναλλακτικής πολιτικής που θα τους επέτρεπε να ξεφύγουν από την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Σαν συνέπεια αυτών, η εξέγερση του Λονδίνου, καθώς και άλλων μητροπολιτικών περιοχών στη Μεγ. Βρετανία, έδειξε ότι οι παρείσακτοι της «μητροπολεοποίησης» συμβάλλουν στην διάχυση της «μητροπολιτικής βίας» στο σύνολο της επικράτειας.
Η δεύτερη σημαντική διαφορά μεταξύ των εξεγέρσεων στο Παρίσι και το Λονδίνο ήταν η κοινωνική ταυτότητα των εξεγερμένων καθώς και τα συμμετέχοντα μέρη της κάθε κοινωνίας. Στις ταραχές στο Παρίσι, πολλοί από τους εξεγερμένους ήταν, πρώτης και δεύτερης γενιάς, μετανάστες, και παρά το γεγονός ότι οι εικόνες με τα καμμένα αυτοκίνητα της αστυνομίας κυριαρχούσαν στα καθεστωτικά μέσα πληροφόρησης, ανταυτού η δημόσια συζήτηση που διεξήχθηκε δεν μπορούσε να μην επικεντρωθεί στην προβληματική – περιθωριακή ενσωμάτωση που επιφυλλάσει για δεκαετίες το γαλλικό κράτος στους μετανάστες που συρρέουν στη μητρόπολη, ως απόρροια της γαλλικής αποικιοκρατίας. Σε μεγάλο βαθμό αυτό εξηγείται και από τη στενή σχέση μεταξύ της μετανάστευσης και των πολιτικών διαχείρισης του αστικού χώρου που κυριαρχούν στη δημόσια συζήτηση της χώρας κατα τη διάρκεια του τελευταίου μισού αιώνα.
Είναι σημαντικό επίσης να τονιστεί ότι, στην περίπτωση του Παρισιού, οι εξεγερμένοι δεν έδρασαν με σκοπό να αποκαλύψουν τις κρυφές αιτίες του γαλλικού ρατσισμού, αλλά αντιτάχθηκαν στις καθημερινές πρακτικές της αστυνόμευσης, της παρακολούθησης, των κωδικών ευπρέπειας, της ελεγχόμενης κίνησης στην πόλη, που ουσιαστικά συνθέτουν τον σύγχρονο νεορατσισμό των ευρωπαικών μεγαλουπόλεων. Οι στρατηγικές της εξουσίας, οι οποίες αμφισβητήθηκαν, ήταν προϊόν όχι ενός πολύπλοκου σχεδίου της εξουσιαστικής καταστολής, αλλά του καθημερινού ελέγχου της ζωής των κατοίκων των προαστίων. Οι εξεγερμένοι δεν αρνήθηκαν την εξουσία αλλά ακολούθησαν τη λογική της και αντιτάχθηκαν σε μια σειρά από τους κρίκους του συμπλέγματος που τη διαμορφώνει.
Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν δηλώνει ότι οι μετανάστες είναι η ενσάρκωση των αδιόρατων φόβων. Είναι η μοναδική εμπροσθοφυλακή που είναι ορατή διά γυμνού οφθαλμού και που μπορούμε να την αγγίξουμε. Είναι, όπως έλεγε ο Μπέρτολντ Μπρεχτ, οι προάγγελοι των κακών ειδήσεων. Αναγγέλλουν πόσο εύθραυστη είναι η ύπαρξή μας. Και, καθώς είναι εδώ, πλάι μας, μπορούμε τελικά να προσπαθήμε να κάνουμε κάτι “συγκεκριμένο” για να αναχαιτίσουμε τον κίνδυνο. Κλείνοντάς τους στα στρατόπεδα προσφύγων ή απελαύνοντάς τους, “καίμε το σκιάχτρο των εχθρικών δυνάμεων”. Αποφορτίζουμε έτσι την ένταση, αλλά δεν επιλύουμε κανένα πρόβλημα.
Αυτή η κατάσταση «εκτός ελέγχου» είναι ίσως η πιο ευοίωνη υπόσχεση της εξέγερσης των απόκληρων. Πρέπει εδώ να θυμηθούμε ότι οι εξεγερμένοι, αν και νέοι, είχαν τη συντριπτική υποστήριξη των κατοίκων των περιοχών τους. Όχι μόνο γιατί και εκείνοι ανατρίχιασαν από το θάνατο άλλων δύο ανθρώπων, όχι μόνο γιατί και εκείνοι μισούν τον Σαρκοζί, όχι μόνο γιατί αισθάνονται πολύ μεγαλύτερη αλληλεγγύη με τους εξεγερμένους απ’ ό,τι με τη γαλλική αστυνομία, αλλά ίσως γιατί αναγνώρισαν ότι εκτυλίσσεται μπροστά τους ένα δυνάμει κοινό εγχείρημα. Η χάραξη οδών διαφυγής από τον έλεγχο της εξουσίας.[4]
Οι εξεγερμένοι προπορεύτηκαν στρατηγικά και εξανάγκασαν τις γαλλικές αρχές σε έναν παρωχημένο ελιγμό που ξεδίπλωσε τις αδυναμίες τους. Η προσφυγή στην άμεση βία, στις μαζικές συλλήψεις προδίδει μια υπαναχώρηση της εξουσίας, την υιοθέτηση αντιοικονομικών μέτρων. Μια εξουσία που αποτυγχάνει να ενσωματώσει ιεραρχικά τους κατοίκους των προαστίων και αναγκάζεται προσωρινά να τους αποκλείσει, μια εξουσία, τελικά, αντιπαραγωγική, που τείνει προς την άμεση καταστολή και αφήνει πίσω της τον έλεγχο της δημιουργικότητας του πληθυσμού.
Από την άλλη πλευρά, η μεγάλη πλειοψηφία των διαδηλωτών του Λονδίνου ήταν «Βρετανοί». Οι μετανάστες μεταξύ των εξεγερμένων ήταν λίγοι και ,χωρικά, μακριά μεταξύ τους. (42% των κατηγορουμένων ήταν λευκοί, 46% μαύροι, 7% Ασιάτες). Αντ ‘αυτού, συγκεκριμένες τοπικές κοινότητες μεταναστών (τουρκικής, Καραϊβικής, Σιχ) ήταν μεταξύ εκείνων που λειτούργησαν ως πολιτοφυλακή για να προστατεύσουν τα εισοδήματα των τοπικών καταστηματαρχών, που οργάνωσαν γρήγορα τις δικές τους μονάδες επαγρύπνησης για να προστατεύσουν τις περιουσίες τους, να υπερασπιστούν τις γειτονιές τους ενάντια στους λεηλάτες. Ο Slavoj Zizek ισχυρίζεται ότι η βία των εξεγερμένων στην Αγγλία ήταν μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο πόλους των μη προνομιούχων: εκείνους που έχουν καταφέρει να λειτουργούν μέσα στο σύστημα ενάντια σε εκείνους που είναι πολύ απογοητευμένοι για να συνεχίσουν να προσπαθούν. Η βία των εξεγερμένων ήταν σχεδόν αποκλειστικά ενάντια στους δικούς τους. Τα αυτοκίνητα που κάηκαν και τα καταστήματα που λεηλατήθηκαν δεν ήταν σε πλούσιες γειτονιές, αλλά στις ίδιες τις γειτονιές των εξεγερμένων. Η σύγκρουση δεν είναι μεταξύ διαφορετικών τμημάτων της κοινωνίας. Είναι, στην πιο ριζοσπαστική τους μορφή, η σύγκρουση μεταξύ κοινωνίας και κοινωνίας. Μεταξύ αυτών που έχουν κάτι (ενδεχομένως κάποια μορφής απασχόληση) και εκείνων που δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Μεταξύ εκείνων που δεν έχουν τίποτε στην κοινότητά τους και εκείνων που έχουν. Έτσι λοιπόν, και σε αντίθεση με τα γεγονότα του Παρισιού, στο Λονδίνο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εξεγερμένοι είχαν την υποστήριξη τόσο των κοινοτήτων των μεταναστών, όσο και της προοδευτικής αγγλικής κοινωνίας. Οι κοινωνικές διαιρέσεις έχουν τόσο ισχυρά διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες στο σύνολο της Μεγάλης Βρετανίας, όπου οι «αλήτες», απόγονοι της βρετανικής εργατικής τάξης, είναι αδύνατο να ανελιχθούν στην κοινωνία με νόμιμους τρόπους πάλης.
Οι εξεγερμένοι κατά τη διάρκεια και των δύο εξεγέρσεων βρέθηκαν κατηγορούμενοι από όλο σχεδόν το φάσμα της καθεστωτικής πολιτικής, τόσο για τους βανδαλισμούς που τους οδήγησαν στα δικαστηρία και στις φυλακές, όσο και γιατί δεν διατύπωσαν αιτήματα, δεν απευθύνθηκαν με οργανωμένο τρόπο στα κέντρα εξουσίας. Ουσιαστικά δηλαδή αυτό το κατηγορητήριο απορρίπτει το σύνολο των επιθυμιών του πλήθους που εξεγέρθηκε και εδώ έγκειται η πολιτική σημασία των εξεγέρσεων. Οι εξεγερμένοι δεν έδρασαν σε καμία στιγμή σαν ένα κανονικό «οργανωμένο κίνημα». Δεν προσπάθησαν να συνομιλήσουν με την εξουσία, δεν ζήτησαν την αλληλεγγύη άλλων κοινωνικών δυνάμεων, δεν απευθύνθηκαν στην «κοινή γνώμη», δεν διατύπωσαν αιτήματα, δεν απαίτησαν την εκπροσώπησή τους στη λήψη αποφάσεων που τους αφορούν.[5]
Μία επιπλέον σύνδεση μεταξύ Παρισιού (το 2005) και Λονδίνου (το 2011), είναι το γεγονός ότι και στις δύο περιπτώσεις οι άνθρωποι, κυρίως έφηβοι και νεαροί ενήλικες, έχουν ποινικοποιηθεί για τη χρήση του δημόσιου χώρου. Σίγουρα δεν μπορούμε να αντιληφθούμε το πόσο βίαιες είναι αυτού του τύπου οι χωρικές απαγορεύσεις που βιώνουν σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας τους, οι κάτοικοι τόσο των council estates όσο και των banlieues αν δεν συνεξετάσουμε τα ζητήματα της «ασφάλειας» που έχουν έρθει για να διεισδύσουν στην αστική ζωή αυτών των μεγαλουπόλεων. Ενώ ο Ντέιβιντ Κάμερον διαδίδει την ιδέα της «Μεγάλης Κοινωνίας», το Big Brother είναι συχνά αυτό που ορίζει την αστική δημόσια σφαίρα στη Μεγάλη Βρετανία, δηλαδή την ασφάλεια και την ανασφάλεια που σχετίζονται με τον αστικό χώρο και τη χρήση του.
Η έννοια της «Μεγάλης Κοινωνίας» (Big Society), που προεκλογικά λάνσαρε ο Κάμερον ως κεντρικό σημείο της πολιτικής του, περιγράφεται από τον βρετανικό τύπο ως το νέο ιδεολογικό συντηριτικό μανιφέστο. Βασίζεται στη θεώρηση ολόκληρων περιοχών – γειτονιών ως δυσλειτουργικών (Dysfunction) που πρέπει να υποβληθούν σε κοινωνική αναμόρφωση – ενσωμάτωση των κατοίκων τους. Οι κατευθυντήριες γραμμές αυτής της πολιτικής είναι η αστική αναπτυξη βασιζόμενη στην ιδιωτική πρωτοβουλία, με το κράτος να περιορίζεται στους ήδη διaμορφωμένους ρόλους του, τη φιλανθρωπία και την καταστολή. Σε πολεοδομικό επίπεδο, η καινούρια αυτή ιδέα μοιάζει βγαλμένη από το παρελθόν. Τη δεκαετία του ’80, επί εποχής Θάτσερ, όταν αντίστοιχες αφορμές, δολοφονίες μεταναστών από την αστυνομία, πυροδοτησαν αντιστοιχες κοινωνικες εκρηξεις, η αντίδραση της κρατικής εξουσίας ήταν γενικευμένες αναπλάσεις υποβαθμισμένων περιοχών. Με τη λογική του επιχειρηματικού εξευγενισμού, απόρεια αυτής της πολιτικής είναι η σημερινή χωρική «συγκατοίκιση» αυτών των δύο παράλληλων κόσμων. Πέρα από την περίπτωση του Denning Point που αναφέρθηκε, οι αντίστοιχες περιπτώσεις είναι πολλές. Η περιοχή του Woolwich, όπου η Άρσεναλ κινεί την οικονομία του Real estate, δέχεται μια ανάπτυξη πολυτελών κατοικιών, προσπαθώντας να κρύψει τη φτώχια και την ανεργία πίσω από τις βιτρίνες ενός τεράστιου Tesco[6], που νοηματοδοτεί το «πέρασμα» στη ζώνη των απόκληρων. Στο Croydon, όπου στην κύρια οδική αρτηρία της περιοχής δεσπόζει μια σύγχρονη επιχειρηματική ζώνη, ένας ιδιωτικός τόπος κατανάλωσης, ακριβώς δίπλα βρίσκεται ο τόπος συνάντησης των φτωχών και περιθωριοποιημένων, ο σταθμός του West Croydon.
Συνοψίζοντας, οι αστικές εξεγέρσεις αποτελούν ίσως το πιο σύνθετο κομμάτι μελέτης στη σφαίρα των ανθρώπινων φαινομένων, με τη διαρκώς μεταβαλλόμενη σειρά των κινήτρων και των περιστάσεων που τις διαμορφώνουν. Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο και απαιτεί μια κοινωνική ανάλυση ως προς τις αιτίες της καθαυτής αντίδρασης.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο βιβλίο “Postmetropolis” του E.Soja, για την εξέγερση του Los Angeles το ‘92:
”Αυτό που συνέβη στο Los Angeles, δεν ήταν ούτε μία φυλετική εξέγερση, ούτε μία ταξική επανάσταση. Αυτή η μεγάλη έκρηξη ήταν πολυφυλετική, δια-ταξική και επίδειξη δικαιολογημένης κοινωνικής οργής […]. Όσοι αφελείς θα επιχειρήσουν να μειώσουν το νόημά της και να την αποδώσουν στην παθογένεια των κατωτέρων κοινωνικών – και κυρίως μαύρων – τάξεων, σε εγκληματικές ενέργειες, ή σε πολιτική ανταρσία των καταπιεσμένων αστικών μαζών, χάνουν το ουσιαστικό νόημα της εξέγερσης. Από αυτούς που συνελήφθησαν μόνο το 36% ήταν μαύροι, περισσότεροι από το 1/3 είχαν δουλειές πλήρους απασχόλησης και οι περισσότεροι δήλωσαν ότι αποφεύγουν την ανάμειξή τους με την πολιτική. Αυτό που συνέβη στο Los Angeles ήταν το αποτέλεσμα της οικονομικής παρακμής, της πολιτιστικής κατάρρευσης και του πολιτικού λήθαργου του αμερικάνικου τρόπου ζωής. Η εξέγερση ήταν το μέσω και όχι η αιτία”. Σε μία προσπάθεια σύνθεσης των δύο εξεγέρσεων, παρ’ότι παρουσιάζονται διαφοροποιήσεις στην περίπτωση του Παρισιού, οι αναλογίες με το Λονδίνο είναι εμφανείς. Μέσω της ανάλυσης που έγινε από το υπουργείο Δικαιοσύνης και το υπουργείο Εσωτερικών της Αγγλίας φαίνεται ότι όσοι συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια των ταραχών προέρχονται κατά βάση από φτωχές περιοχές και έχουν το πιο φτωχό εκπαιδευτικό υπόβαθρο. Όπως ήδη αναφέρθηκε η ανάλυση της φυλετικής προέλευσης όσων δικάστηκαν για αδικήματα σχετιζόμενα με τις ταραχές, ποικίλλει σημαντικά˙ 42% των κατηγορουμένων ήταν λευκοί ενώ 46% μαύροι. Μόνο 7% ήταν Ασιάτες. Για παράδειγμα στο Tottenham, που αποτέλεσε ένα από τα ‘κέντρα’ της εξέγερσης και που είναι μια από τις πιο εξαθλιωμένες περιοχές του Λονδίνου όλες οι εθνότητες και όλες οι μειονότητες ζουν η μια δίπλα στην άλλη. Όμως παντού επικρατεί μιζέρια, με χαρακτηριστικό γεγονός τις λέσχες, ως τόποι συνάντησης των νέων, που κλείνουν η μια μετά την άλλη.
Το κρίσιμο ζήτημα που αναδεικνύεται από την εξέγερση των προαστίων του Παρισιού είναι πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η κατάσταση έκτακτης ανάγκης από το πλήθος. Τα όπλα των εξεγερμένων στην προσπάθεια τους να εκδιώξουν τη γαλλική αστυνομία από τις γειτονιές τους για να αποφύγουν τον έλεγχο που τους επιβάλλεται, ήταν η καταστροφή των μέσων παρακολούθησής τους και οι εμπρησμοί αυτοκινήτων. Οι τρόποι με τους οποίους εκτυλίχθηκε η εξέγερση σηματοδοτούν το ξεκίνημα μιας δυναμικής όπου δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή σε μια κανονιστική μορφή του δημοκρατικού πολιτικού πεδίου. Η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης έρχεται σαν το νέο παράδειγμα μέσω του οποίου ασκείται η κυριαρχία σε παγκόσμιο επίπεδο. Σηματοδοτεί, με άλλα λόγια, ένα νέο πεδίο πάλης.[7]
Οι εξεγερμένοι μέσω των δηλώσεων τους[8] οριοθετούν την κοινωνική θέση στην οποία βρίσκονται, μιλούν για την εξέγερση των θυμάτων του συστήματος. Φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται πως η εξουσία τους έχει κατατάξει στους απόκληρους μιας ελεγχόμενης κοινωνίας καταναλωτών. Μιας κρίσιμης μάζας ανθρώπων, παρείσακτων και αχρείαστων στη διαδικασία αναπαραγωγής της καπιταλιστικής εξουσίας. Η αυτοκαταστροφική βία της καθημερινότητας, προιόν της δράσης των συμμοριών, αντικαθίσταται με την πεποίθηση της κοινής αντίδρασης στην εξουσία του κράτους. Βλέπουν ότι μέσω της εξέγερσης, όλες οι cite μπορουν να ειναι ενωμένες.
Οπότε τι είναι αυτό που ζητούν, αυτό για το οποίο εξεγείρονται; Η επιθυμία να πάψουν να θεωρούνται αόρατοι και να ανέλθουν κοινωνικά ώστε να γίνουν μέρος της μεσαίας τάξης;[9] Η μηπως αυτό που παρατηρούμε εδώ είναι η μετα-ιδεολογική κοινωνία ακριβώς όπως την ήθελαν τόσο πολύ οι νεοφιλελεύθεροι; Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, μετά την αυγουστιάτικη κοινωνική έκρηξη, μίλησε για ταραχές «ακατάλληλων/ελλατωματικών» καταναλωτών. Πρόκειται για απογοητευμένους καταναλωτές που ασκούν μια διεστραμμένη μορφή κατανάλωσης μέσα από ένα καρναβάλι της καταστροφής.
Το σίγουρο είναι ότι η αστυνομική καταστολή ήταν αποτελεσματική μόνο ως προς την επαναφορά της «τάξης» στις εξεγερμένες χωρικές ενότητες, αλλά όχι ως προς την επίδραση της εξέγερσης που διαχύθηκε και συνεχίζει να διαχέεται πέρα από αυτά τα χωρικά όρια. Δηλαδή η καταστολή της εξέγερσης δεν σηματοδοτεί ένα τέλος. Σαν ρίζωμα, ακόμη και αν αποκοπεί από τις ρίζες της, η εξέγερση θα ξεπηδήσει σε διαφορετικό πλαίσιο, με διαφορετική μορφή, ίσως με μεγαλύτερη ορμή και αποτελεσματικότητα.
[1] Παύλος Χατζόπουλος, Ελένη Καμπούρη.
[2] Παύλος Χατζόπουλος, Ελένη Καμπούρη.
[3] http://mashupcitizen.com/2011/10/04/london-all-mashed-up-2/
[4] Παύλος Χατζόπουλος, Ελένη Καμπούρη.
[5] Παύλος Χατζόπουλος, Ελένη Καμπούρη.
[6] Η μεγαλύτερη αλυσίδα supermarkets στη Μεγ. Βρετανία.
[7] Παύλος Χατζόπουλος, Ελένη Καμπούρη.
[8] Από το ντοκυμαντέρ του Εξάντα «Παρίσι 2005»: http://exandasdocumentaries.com/gr/documentaries/chronologically/2005-2006/151-paris-2005
[9] Η μεσαία τάξη ορίζεται ως η απαραίτητη τάξη – κρίσιμη μάζα αναπαραγωγής της καπιταλιστικής οικονομίας, είναι οι άνθρωποι που φαίνεται ότι μόνο σαν καταναλωτές έχουν δικαιώματα, ενώ σαν εργαζόμενοι μοιάζουν πλέον με σκλάβους, μηχανοποιημένους εργάτες ανίκανους να σκεφτούν.
Βιβλιογραφία
Παύλος Χατζόπουλος, Ελένη Καμπούρη, Οδοί Διαφυγής στην Εξέγερση των Γαλλικών Προαστίων, περιοδικό «Θέσεις» 95, Απρίλιος – Ιούνιος 2006.
Πορτάλιου Ελένη, Γαλλία-Παρισινά προάστια, ΔΠΜΣ-Αρχιτεκτονική,σχεδιασμός του χώρου, η πόλη ως κοινωνικό έργο-αντικείμενο και πεδίο πολιτικής – Αστικά κοινωνικά κινήματα, ΕΜΠ-Αθήνα 2008.
Zygmunt Bauman, Ρευστός φόβος, Πολύτροπον, Αθήνα 2007.
Andrew Binet, London: All mashed up, http://mashupcitizen.com/2011/10/04/london-all-mashed-up-2/ (4 Οκτωβρίου 2011).
Aditya Chakrabortty, How British workers are losing the power to think, http://www.thepressproject.gr/external.php?id=8015 (19 Δεκεμβρίου 2011).
Owen Hatherley, Something has snapped, and it has been a long time coming, http://www.versobooks.com/blogs/660-something-has-snapped-and-it-has-been-a-long-time-coming (12 Αυγούστου 2011).
Eric Marliere, Banlieues: qui sont les jeunes en colere?, Le Monde, 4 Νοεμβρίου 2005.
Yann Moulier Boutang, The Old New Clothes of the French Republic, in Defense of the Supposedly“Insignificant”Rioters, http://multitudes.samizdat.net/article.php3?id_article=2155 (10 Φεβρουαρίου 2006).
Soja Edward (2000), Postmetropolis, Blackwell Publishing, 2002, Los Angeles 1992: πόλη και εξέγερση, http://cityfairytale.wordpress.com, 30 Αυγούστου 2010.
Alan Travis, UK riots analysis reveals gangs did not play pivotal role, http://www.guardian.co.uk/uk/2011/oct/24/riots-analysis-gangs-no-pivotal-role (24 Οκτωβρίου 2011).
Slavoj Zizek: Κλέφτες καταστημάτων όλου του κόσμου ενωθείτε, http://giatinkinonikiaristera.blogspot.com/2011/08/slavoj-zizek.html (21 Αυγούστου 2011).
Στατιστικά δεδομένα, χάρτες, βίντεο, ντοκυμαντέρ
http://www.bbc.co.uk/news/uk-england-london-14460554
http://en.wikipedia.org/wiki/2005_civil_unrest_in_France
http://en.wikipedia.org/wiki/2011_England_riots
http://www.eurotrib.com/story/2005/11/2/13116/4143
http://exandasdocumentaries.com/gr/documentaries/chronologically/2005-2006/151-paris-2005
http://humstats.blogspot.com/2011/08/uk-riots-ethnicity-statistics.html
http://londonriots.org.uk/2011/london-riots-2011/london-riotstimeline-and-map-of-violence/
http://makingamark.blogspot.com/2011/08/riotcleanup-across-london.html
Πίνγκμπακ: Burnin ’n Lootin’: Παρίσι – Λονδίνο, ιστορίες δύο εξεγέρσεων | ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ