Απόσπασμα από το βιβλίο του Gregor Ashworth: War and the City, Routledge, 1991.
κατεβάστε το pdf εδώ
βρείτε το πρωτότυπο εδώ
Η συλλογική διατάραξη της δημόσιας τάξης μέσω ταραχών και διαδηλώσεων δεν χρειάζεται να είναι αποκλειστικά αστική, παρόλο που ακόμα και η Εξέγερση των Χωρικών του 1381 αποκορυφώθηκε με μια πορεία στο Λονδίνο. Οι ίδιες οι συγκεντρώσεις του πληθυσμού, βέβαια, καθιστούν πιο πιθανό ένα αστικό περιβάλλον, επίσης η συμβολική σημασία πολλών αστικών τόπων, καθώς και η εγγύτητα με τις κυβερνήσεις, παρέχουν περισσότερες ευκαιρίες. Οι δημόσιες ταραχές δεν αποτελούν ένα σύγχρονο φαινόμενο, αν και οι σύγχρονες τεχνικές των τηλεπικοινωνιών μπορεί να τις καταστήσουν πιο αποτελεσματικές ως πολιτικές διαδηλώσεις και να εξαπλώσουν την είδηση αντίστοιχων συμβάντων σε άλλους πιθανούς ταραξίες, δημιουργώντας έτσι μια μιμητική ακολουθία. Οι αστικές ταραχές υπήρξαν αρκετά αναμενόμενο και συχνό φαινόμενο του αστικού σκηνικού, έτσι ώστε οι περισσότερες πόλεις να έχουν γνωστά σημεία συνάθροισης για την οργάνωση τέτοιων διαδηλώσεων, τα οποία εντοπίζονται σε χώρους όπως η πλατεία Trafalgar του Λονδίνου ή το «Malieveld» της Χάγης.
Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ νόμιμης και παράνομης διαδήλωσης είναι δύσκολο να τραβηχτεί, και είναι τόσο θέμα επικρατούσας παράδοσης και συμβιβασμού, όσο και του νόμου. Αντίστοιχη είναι και η διάκριση μεταξύ εγκλήματος (και ειδικά του εγκλήματος δρόμου) και ταραχής, άλλωστε πολλές από τις αμυντικές τακτικές που περιγράφηκαν προηγουμένως (ενν. σε άλλο κεφάλαιο του βιβλίου) έχουν την προέλευσή τους τόσο στον μακροχρόνιο φόβο του όχλου[1], που επιβίωσε σε σημαντικό βαθμό το δέκατο ένατο αιώνα σε σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις, όσο και στο φόβο ατομικών εγκληματικών πράξεων.
Παρομοίως, η σχέση μεταξύ αστικών ταραχών, αστικής τρομοκρατίας και αντάρτικης εξέγερσης είναι περίπλοκη. Πολλές συλλογικές αναταραχές δεν έχουν καθόλου πολιτικές συνέπειες. Ο Jarowitz (1969) διέκρινε τις «κοινοτικές» από τις «εμπορευματικές» ταραχές στη βάση όχι του κινήτρου, αλλά του στόχου τους, που στην πρώτη περίπτωση είναι μια εθνική ή κοινωνική ομάδα και στη δεύτερη η ιδιοκτησία. Σε αυτές θα μπορούσε να προστεθεί ο γενικευμένος χουλιγκανισμός –που σχετίστηκε συγκεκριμένα με τους ποδοσφαρικούς αγώνες στη δυτική Ευρώπη στα ‘80ς– κατά τον οποίο οι στόχοι φαίνεται να επιλέγονται τυχαία. Οι αναταραχές, εντός κάποιων σαφών ορίων, μπορεί ακόμα να είναι ανεκτές. Για παράδειγμα, και σήμερα και στο παρελθόν, πολλές κοινωνίες έχουν ορίσει χρόνους αποδεκτής «οχλοκρατίας» ή «καρναβαλιού». Ωστόσο, πολλές ταραχές μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο αυθόρμητες και ακαθοδήγητες εκρήξεις οργής και απογοήτευσης για πραγματικές ή φανταστικές αδικίες.
Σε αυτό που ονομάστηκε το «μακρύ θερμό καλοκαίρι» των μέσων της δεκαετίας του ’60, όπου οι κάτοικοι των μαύρων γκέτο των αμερικανικών πόλεων προσέφυγαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και εμπρησμούς, οι υποκείμενες αδικίες μπορεί να είχαν μια λογική, στα χρόνια των διακρίσεων ή της εγκατάλειψης, αλλά η επιλογή του χρόνου και των πόλεων φαινόταν να είναι απρόβλεπτη και ανοργάνωτη (Βutton 1978). Παρομοίως, η μελέτη του Georges (1978) για τις ταραχές του Newark το 1975, βρήκε δύσκολο να συσχετίσει την επιλογή του χρόνου ή της τοποθεσίας με συγκεκριμένες αδικίες. Σε μια λεπτομερή ανάλυση αυτού που ο Lewis (1976) ισχυρίζεται πως είναι μια συνεχής, 200-ετής παράδοση βίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, καταλήγει πως το πιο σημαντικό γεωγραφικό χαρακτηριστικό είναι απλά το πληθυσμιακό μέγεθος των πόλεων. Κατά τη διάρκεια της περιόδου του μεγαλύτερου ενδιαφέροντος των μέσων μαζικής ενημέρωσης (1964-8), το 80 τοις εκατό όλων των καταστροφών επί της ιδιοκτησίας και το 60 τοις εκατό όλων των τραυματισμών συνέβησαν σε μόνο πέντε πόλεις (Λος Άντζελες, Newark, Ντιτρόιτ, Ουάσιγκτον και Σικάγο). Οι πολύ λιγότερο σοβαρές αλλά από μερικές απόψεις παρόμοιες αναταραχές στις βρετανικές πόλεις το 1981 και το 1983 αποδείχθηκαν ξανά δύσκολο να προβλεφθούν ή να εξηγηθούν με βάση κοινωνικά, οικονομικά ή χαρακτηριστικά μεγέθους των σχετικών πόλεων (Peach 1985).
Μαζικές διαδηλώσεις που οργανώνονται για πολιτικούς σκοπούς, η επιδίωξη των οποίων είναι να αντιπαρατεθούν με τις αρχές μέσω πράξεων συλλογικής παραβίασης του νόμου, έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια ένα αποδεκτό, θεμιτό κομμάτι της πολιτικής σκηνής, ακόμα και στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Η εμπειρία, μάλιστα, του annus mirabilis το 1989 στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη αποδεικνύει πως ίσως έχουν γίνει μια αναγκαία προπαρασκευή για την εγκαθίδρυση μιας τέτοιας δημοκρατίας. Επιπρόσθετα, η μαζική αστική ταραχή μπορεί να αποτελεί μέρος ενός πιο εκτεταμένου φάσματος στασιαστικών δραστηριοτήτων: για παράδειγμα, κάλυψη για τρομοκρατικές και αντάρτικες δολοφονικές πράξεις, ή μέρος της προπαγάνδας και της προετοιμασίας για μια επανάσταση πλήρους κλίμακας –αφού οι αδικίες δημοσιοποιούνται, προκαλείται υπερβολική αντίδραση των δυνάμεων ασφαλείας που αυξάνει την αδικία, και στρατολογούνται πιθανοί ακτιβιστές για τα επόμενα στάδια. Οι αναταραχές μεγάλης κλίμακας το 1986/87 του μαύρου πληθυσμού των Νοτιοαφρικανικών πόλων, και η παλαιστινιακή «εξέγερση» από το 1987 (Intifada) στις πόλεις της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας (παρόλο που και στις δύο περιπτώσεις η λογοκρισία το έκανε δύσκολο να εξακριβωθεί), φαίνεται να είναι παραδείγματα ενός τέτοιου μίγματος λαϊκού αυθορμητισμού και πολιτικής ενορχήστρωσης, του οποίου ο σκοπός είναι να εδραιώσει τη νομιμότητα ενός αντάρτικου οργανισμού στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Μια τέτοια εδραίωση μπορεί να προκύψει σαν αποτέλεσμα των δράσεων των δυνάμεων ασφαλείας σε μια υπάρχουσα ταραχή. Το 1990 μέχρι και 20.000 σοβιετικών στρατιωτικών δυνάμεων χρειάστηκε να μπουν δια της βίας στην κεντρική περιοχή του Baku, το οποίο είχε ήδη οχυρωθεί με οδοφράγματα από αντάρτες, ώστε να προστατεύσουν κυβερνητικά, κομματικά κτίρια και τον σιδηροδρομικό σταθμό του Subunchinsky. Οι απώλειες που ακολούθησαν ήταν αρκετές για να νομιμοποιήσουν τις αυτονομιστικές τάσεις του Αζερμπαϊτζάν.
Οι αντιδράσεις των αρχών στις ταραχές ή, μακροπρόθεσμα, στον φόβο της πιθανότητας ταραχών, ήταν κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους της αστικής ιστορίας είτε να οχυρώνουν θέσεις μέσα στην πόλη (η «λύση του κάστρου»[2]) είτε να απομακρύνονται από την πόλη, ή από μέρη της όπου οι δράσεις του όχλου ήταν πιο εξαπλωμένες (η «λύση των Βερσαλλιών»). Η πρώτη επιλογή υιοθετήθηκε από τους Νορμανδούς κατακτητές της Αγγλίας του ενδέκατου αιώνα, όπου το κάστρο στο ανάχωμά σχεδιάστηκε για να προστατέψει τη νέα κυβέρνηση από τους υπάρχοντες κατοίκους και να τους υποτάξει εκφοβίζοντας τους, παρά να τους προστατέψει από εξωτερική επίθεση. Για μεγάλο μέρος του Μεσαίωνα, μια τέτοια χρήση του κάστρου ήταν τόσο ο κανόνας όσο και η εξαίρεση. Ο Πύργος του Λονδίνου, η Βαστίλη του Παρισιού, το Vredenburg της Ουτρέχτης, και πολλά άλλα κάστρα, πρόσφεραν καταφύγιο στην αστική[3] κυβέρνηση από τους εξοργισμένους πολίτες, των οποίων η ανομία αφηνόταν να σβήσει στο εξωτερικό της πόλης.
Το πόσο τρωτές ήταν οι εθνικές κυβερνήσεις, ή ακόμα και οι αυτοκρατορικες, στην περίπτωση της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης, μπροστά στον αστικό όχλο της πρωτεύουσας –του οποίου οι απαιτήσεις έπρεπε να κατευναστούν σε βάρος εθνικών πολιτικών– ήταν ένα επιχείρημα που προέτρεπε τη μετακίνηση των ανακτόρων και του κυβερνητικού μηχανισμού ώστε να μην είναι φυσικά προσιτά, στην πιο ειρηνική ύπαιθρο, έξω από την πόλη. Οι Βερσαλλίες του Bourbon του δέκατου έβδομου αιώνα ήταν μόνο μια νεότερη και μεγαλύτερης κλίμακας εκδοχή του αγγλικού Westminster που προηγήθηκε κατά 600 χρόνια. Στην ακραία της μορφή, αυτή η επιλογή ήταν ένας καθόλου ασήμαντος παράγοντας για τη δημιουργία νέων κυβερνητικών πόλεων που ιδρύονταν πέρα από την ενοχλητική επιρροή της μητρόπολης. Η Χάγη ήταν ένας τόπος διαφυγής μακριά από τον αναβρασμό των ολλανδικών πόλεων, των οποίων ο όχλος είχε ήδη δολοφονήσει την κυβέρνηση του Witt˙ Η Ουάσιγκτον μετακινήθηκε από τη Φιλαδέλφεια και τη Βοστόνη των οποίων οι ανυπότακτοι πολίτες είχαν ήδη καθοδηγήσει μια επιτυχημένη επανάσταση˙ και, στις πιο σύγχρονες εποχές, η ίδρυση πόλεων όπως η Μπραζίλια και το Ισλαμαμπάντ, έχει πολλά περισσότερα κοινά πέρα από την απλόχωρη και επιβλητική αρχιτεκτονική, με τις Βερσαλλίες του δέκατου έβδομου αιώνα.
Στην πιο μικρή κλίμακα, έχει γίνει από καιρό κατανοητό ότι υπάρχει μια σχέση μεταξύ των στοιχείων του πλέγματος των δρόμων και των οικοδομικών τετραγώνων, και της αποτελεσματικής ανάπτυξης των στρατιωτικών μέσων των δυνάμεων ασφαλείας, αν και αυτή η σχέση μπορεί να είναι υπεραπλουστευμένη. Είναι αλήθεια ότι οι στενοί, ακανόνιστοι δρόμοι και χώροι, στερούν από τις δυνάμεις ασφαλείας κάποια από τα εγγενή τους πλεονεκτήματα –ειδικά την ικανότητά τους να ελίσσονται και να παρατάσσουν τις μονάδες τους ασκώντας τη μεγαλύτερη δύναμη πυρός στα κρίσιμα σημεία. Μια τέτοια αστική μορφολογία είναι, σε στρατιωτικούς όρους, μια τυπική «κλειστή χώρα[4]», κάνοντας λιγότερο αποτελεσματική τη χρήση κινητών δυνάμεων (είτε του ιππικού ή των τανκς, είτε τεθωρακισμένων οχημάτων μεταφοράς προσωπικού). Στα πεδία πυρός γίνοναι περικοπές λόγω των κτιρίων, μειώνοντας την αποτελεσματικότητα του πυροβολικού, και αυξάνοντας την εξάρτηση από όπλα μικρής εμβέλειας και πυκνής τάξης, όπου το συγκριτικό μειονέκτημα των πολιτών είναι πιθανό να είναι ελάχιστο.
Παρόλα αυτά, πολλά από αυτά τα μειονεκτήματα ισχύουν και για τους ταραχοποιούς -οι οποίοι αν πρόκειται να εκμεταλλευτούν το αριθμητικό τους μέγεθος, έχουν την ίδια ανάγκη για ανοιχτό χώρο και ευρείες γραμμές κίνησης. Επιπλέον, η ψυχολογία του όχλου απαιτεί την οπτική παρουσία μιας κρίσιμης μάζας συμμετεχόντων ώστε να δημιουργηθεί μια ατμόσφαιρα ενός ασταμάτητου κύματος διαμαρτυρίας το οποίο θα συντρίψει την αντίδραση. Η Πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου μπορεί να υπήρξε ιδανικός, ανοιχτός και συμβολικός χώρος για μαζική αμφισβήτηση της υπάρχουσας τάξης, αλλά ήταν εξίσου ιδανική το 1989 για εκκαθάριση μέσω των στρατιωτικών δυνάμεων.
Οι συνήθεις τακτικές της αστυνομίας –γνωστές ως «τεχνική του κοπαδιού[5]» σύμφωνα με τον Methvin (1970)– είναι, κατά σειρά προτεραιότητας: να αποκλείει ευάλωτες περιοχές˙ να περιορίζει τις ταραχές εντός συγκεκριμένων περιοχών της πόλης˙ και τρίτο, να εισδύει στην περιοχή των ταραχών και να διασκορπίζει τους ταραχοποιούς. Η λεπτομερής αστική μορφολογία παίζει ένα σημαντικό ρόλο και στα τρία στάδια. Το σώμα των ταραχοποιών και των διαδηλωτών διασπάται διώχνοντάς τους διά της βίας από τους ανοιχτούς χώρους των πλατειών και των λεωφόρων, διοχετεύοντάς τους σε στενότερους δρόμους και σοκάκια. Αυτό μπορεί να επιχειρηθεί είτε με το σωματικό σπρώξιμο από μεγάλο αριθμό άοπλων αστυνομικών, όπως στη Βρετανία (όπως περιγράφηκε με λεπτομέρεια από τον Deanne-Drummond (1975:108), είτε καταφεύγοντας σε χρήση βλημάτων εναντίον προσωπικού[6]. Είναι σημαντικό και στις δύο περιπτώσεις, ότι η διάταξη των δρόμων όχι μόνο επιτρέπει τη διαφυγή αλλά είναι και ακριβώς τέτοιου είδους «κλειστή χώρα» της οποίας η μορφολογία από μόνη της χωρίζει τους ταραχοποιούς σε μικρότερες πιο διαχειρίσιμες ομάδες, των οποίων η ορμή θα χαθεί από τη διασπορά. Πολλές από τις περιπτώσεις στις οποίες τέτοιες τακτικές αποτυγχάνουν, και καταλήγουν είτε σε κατάρρευση των δυνάμεων ασφαλείας είτε σε υπερβολική αντίδραση «αστυνομικών ταραχών» μπορούν να σχετιστούν με αποτυχίες στο σωστό χειρισμό της μορφολογικής διάταξης: για παράδειγμα, οδηγώντας τους ταραχοποιούς σε μια περιοχή από την οποία δεν μπορούν να διαφύγουν –η περίπτωση «καζάνι που σκάει» (Methvin 1970).
Το εγχειρίδιο του επανασχεδιασμού μιας πόλης με σκοπό να καταστεί περισσότερο ασφαλής σε ενδεχόμενη αστική ταραχή, είναι έργο του Βαρόνου Haussmann, διοικητή του Παρισιού κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του Λουδοβίκου Ναπολέοντα, ο οποίος ανήλθε στην εξουσία με τη βοήθεια του Παρισινού όχλου, και για το λόγο αυτό, εκτιμούσε τη σημασία του. Τα οδοφράγματα είχαν ανεγερθεί το λιγότερο οχτώ φορές ανάμεσα στο 1827 και το 1849 στους δρόμους του Παρισιού. Οι νέες φαρδιές λεωφόροι, όπως η Rue de Rivoli, Boulevard Sevastopol και Boulevard Voltaire, οι οποίες διανοίχτηκαν μέσα σε κάποιες από τις εναπομείνασες πυκνοκατοικημένες συνοικίες της εργατικής τάξης εντός των τειχών, βελτίωσαν δραματικά την προσβασιμότητα και τα πεδία πυρός. Το μεγαλύτερο μέρος της πόλης μπορούσε τώρα να έρθει υπό έλεγχο «με το φύσημα ενός κανονιού[7]», όπως είχε δείξει πρώτος ο Ναπολέοντας το 1974. Τέτοιες λεωφόροι μέσα στην καρδιά της πόλης συχνά συνδέονταν με νέους στρατώνες (όπως την Caserne Vitrine στη Rue de la Republique) ώστε να διευκολυνθέί η ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνάμεων μέσα στις περιοχές της εργατικής τάξης. Η διπλή ειρωνεία ήταν ότι, πρώτον, αυτά τα προληπτικά μέτρα, τα οποία σκόπευαν να αποτρέψουν έναν αστικό ξεσηκωμό, πάρθηκαν αμέσως πριν την, μέχρι εκείνη τη στιγμή, πιο σοβαρή εξέγερση σε μεγάλη πρωτεύουσα (την Παρισινή Κομμούνα του 1871), και δεύτερον, ότι η κατεδάφιση και η μεταστέγαση που χρειάστηκε για να δημιουργηθούν αυτές οι προφυλάξεις πρέπει να συνέβαλλαν σημαντικά στην αίσθηση αδικίας η οποία πυροδότησε την ίδια την εξέγερση την οποία είχαν σχεδιαστεί να εμποδίσουν.
Οι πολεοδομικές ιδέες που μπήκαν σε εφαρμογή από τον Haussmann στο Παρίσι είχαν πολυάριθμους μιμητές στις επαρχιακές γαλλικές πόλεις στο τρίτο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα (Sutcliffe 1970). Ήταν μοντέρνες αντιλήψεις για το πώς μια «σύγχρονη» πόλη έπρεπε να σχεδιάζεται, παρά συνειδητές προσπάθειες να δημιουργηθεί μια αστική μορφολογία ανθεκτική στις ταραχές, και τα όποια πλεονεκτήματα ασφάλειας θεωρούνταν ευπρόσδεκτα ως τυχαίες παρενέργειες. Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ εύκολο να συνδεθούν τέτοιες εξελίξεις με μια ξεχωριστή πόλη και έναν ξεχωριστό εμπνευστή. Όπως εξακρίβωθηκε για κάποιες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ένα σημαντικό κίνητρο για το ξαναχτίσιμο της πόλης μετά το 1850 ήταν «να απομακρυνθούν οι χώροι που ενθάρρυναν την πολιτική αναταραχή» (Hall 1986:28). Μια γενιά νωρίτερα, οι ανοικοδομημένες περιφερειακές λεωφόροι της Βιέννης των Αψβούργων βοήθησαν στην καταστολή των αναταραχών στους δρόμους του 1848-49 (μέσω ενός συνδυασμού κανονικού πυροβολικού και ιππικού) αφότου είχαν φτάσει κοντά στην ανατροπή μιας αυτοκρατορικής δυναστείας. Οι πρώτες προτάσεις για την «περιφερειακή» ζώνη ήταν να αφεθεί ακάλυπτη σαν «cordone sanitaire[8]» ανάμεσα στις κυβερνώσες και τις κυβερνώμενες τάξεις. Το σχέδιο που υιοθετήθηκε τελικά, περιλάμβανε κάποιους νέους στρατώνες, ιδιαιτέρως το Franz Josef Kaserne, για τη στέγαση μιας «δύναμης ταχείας αντίδρασης» που θα χρησιμοποιούνταν στα προάστια της εργατικής τάξης. Παρόμοια ανάπτυξη ενός νέου συστήματος δρόμων, μαζί με την κατασκευή στρατώνων για τις στρατιωτικές δυνάμεις που μπορούσαν να αναπτυχθούν κατά μήκος τους, διαπιστώθηκε σε πόλεις τόσο διαφορετικές όπως η Βαρκελώνη και η Στοκχόλμη (Hall 1986).
Εκατό ακόμη χρόνια νωρίτερα, το μπαρόκ residenzstadte[9] μιας σειράς από Γερμανούς κυρίαρχους βασιλιάδες, πρίγκιπες, δούκες και επισκόπους είχε αναδομήσει τις μεσαιωνικές τους πρωτεύουσες με πομπώδεις οδούς, κεντρικές πλατείες και ροτόντες, και μια αυστηρή, γεωμετρική διάταξη των δρόμων (Mumford 1961). Θα ήταν παρατραβηγμένο να εισηγηθούμε πως τέτοιες προσπάθειες πήγασαν πλήρως, ή έστω κυρίως, από τον φόβο των ηγεμόνων του ασταθούς όχλου που κατέκλυζε τους μεσαιωνικούς δρόμους και τα σοκάκια της παλιάς πόλης. Μια επιθυμία για αρχιτεκτονική επίδειξη και για δημόσια εκδήλωση των συμβόλων της εξουσίας, ήταν ισχυρότερα κίνητρα από τη δημιουργία πεδίων πυρός για το πυροβολικό ή χώρου για τους ελιγμούς της τακτικής βασιλικής φρουράς. Στην πραγματικότητα, είναι δύσκολο ακόμα και να συσχετιστούν αυτές οι μορφές σχεδιασμού με ένα πολιτικό ολοκληρωτισμό ο οποίος ενθαρρύνει τη λαϊκή ανταρσία, όταν σχεδιασμένες πόλεις από την Ουάσιγκτον ως την Canberra έτειναν να υιοθετούν τέτοια στυλ ως τα πιο κατάλληλα για την κυβέρνηση.
Είναι επίσης ωφέλιμο να θυμόμαστε, σαν ένα αντιστάθμισμα σε μια υπερ-ντετερμινιστική άποψη της σχέσης του αστικού σχεδιασμού και του επιτυχημένου ελέγχου των ταραχών, ότι μερικές από τις πιο επιρρεπείς σε ταραχές πόλεις της Ευρώπης έχουν τα ίδια τα χαρακτηριστικά που ευνοούν έναν τέτοιο έλεγχο. Η Βαρκελώνη, η πόλη της οποίας η φήμη για διαδοχικές πολιτικές ταραχές, στις πρώτες δεκαετίες αυτού του αιώνα, ήταν τέτοια που οι αρχές είχαν αριθμήσει τις πέτρες της πλακόστρωσης ώστε να αντικαθίστανται εύκολα μετά από κάθε κακομεταχείρισή τους ως δομικά υλικά για οδοφράγματα, είχε ξαναχτιστεί με το σχέδιο αραιού καννάβου του Cerda. Ομοίως, ένας αμερόληπτος αντάρτης που ψάχνει για μια κατάλληλη αστική διάταξη για μαζικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις με τις συμβατικές δυνάμεις, θα τοποθετούσε το St. Petersburg πολύ χαμηλά στη λίστα προτίμησης πόλεων. Μια και όχι μόνο κυριαρχείται από φαρδιές λεωφόρους, αλλά επίσης, τα περάσματα του ποταμού του ελέγχονται εύκολα από έναν περιορισμένο αριθμό γεφυρών, κάποιες από τις οποίες ήταν στην πραγματικότητα κινητές. Το γεγονός ότι διαδοχικές κυβερνήσεις ανατράπηκαν με τη βοήθεια ακριβώς τέτοιας μαζικής ανταρσίας το 1917, αλλά αντιστάθηκαν επιτυχώς στην ίδια πόλη το 1905 και το 1920, δείχνει πως η χωρική διάρθρωση είναι μόνο ένας ενισχυτικός παράγοντας –δευτερεύουσας σημασίας όταν συγκρίνεται με το επίπεδο της ικανότητας και της αποφασιστικότητας των δυνάμεων ασφαλείας και αυτών που τις ελέγχουν.
[1] ΣτΜ. Ενδιαφέροντα στοιχεία για τον «όχλο του Λονδίνου» και τον «φόβο του όχλου» στο άρθρο των JOHN REES και LINDSEY GERMAN, Η Σύντομη Ιστορία των Εξεγέρσεων του Λονδίνου στο blog του //Παραλληλογράφου//: http://parallhlografos.wordpress.com/η-σύντομη-ιστορία-των-εξεγέρσεων-του-λ/
[2] ΣτΜ.Citadel στο πρωτότυπο. Με την έννοια της οχυρωματικής θέσης που δεσπόζει μέσα σε μια πόλη, μιας ακρόπολης-οχυρού.
[3] ΣτΜ. Urban στο πρωτότυπο.
[4] ΣτΜ. Close country στο πρωτότυπο: στη στρατιωτική ορολογία σημαίνει μια πυκνόφυτη περιοχή γεμάτη θάμνους, από το Charles James, A New and Enlarged Military Dictionary, London, 1802.
[5] ΣτΜ. Herding sheep technique στο πρωτότυπο: η τεχνική της βόσκησης προβάτων αν μεταφραστεί κυριολεκτικά.
[6] ΣτΜ. Στη στρατιωτική ορολογία είναι τα βλήματα (οτιδήποτε εκτοξεύεται δηλαδή) που χρησιμοποιείται ενάντια σε ανθρώπους (και όχι κτίρια για παράδειγμα).
[7] ΣτΜ. «Α whiff of grapeshot» στο πρωτότυπο: έκφραση που σχετίζεται με το Ναπολέοντα ο οποίος σε μια μάχη στις 5 Οκτωβρίου του 1795 (και όχι το 1974) κατάφερε να διαλύσει έναν όχλο που υπερασπιζόταν το βασιλιά «με τον πυροβολισμό ενός κανονιού». Grapeshot είναι ένα παλιό είδος πυρομαχικού για κανόνια το οποίο όμως λειτουργεί με διασπορά, κάνει περίπου την ίδια δουλειά που κάνει το βλήμα της καραμπίνας με τα σκάγια, αλλά σε κλίμακα κανονιού.
[8] ΣτΜ. Υγειονομική ζώνη, γαλλική έκφραση για τη ζώνη που εκκενώνεται γύρω από μια περιοχή που έχει τεθεί σε καραντίνα
[9] ΣτΜ. Πόλη-κατοικία ενός βασιλιά ή μιας δυναστείας. Ένα γνωστό παράδειγμα είναι η Απαγορευμένη Πόλη στο Πεκίνο.
Βιβλιογραφία
Jarowitz, M. (1969) ‘Patterns of collective racial violence’, in H.D.Graham and T.R.
Gunn (eds) Violence in America: Historical and Comparative Perspectives, New York: Bantam.
Button, J.W. (1978) Black Violence: The Political Importance of the 1960’s Riots, Princeton, N.J.: Princeton University Press.
Georges, D.E. (1978) Geography of Crime and Violence: A Spatial and Ecological Perspective, Research papers 78.1, Albany: State University of New York.
Lewis, G.M. (1976) ‘Geographical aspects of race-related violence in the United States’, in J.Wreford Watson and T.O’Riordan (eds) The American Environment: Perceptions and Policies, New York.
Peach, C. (1985) ‘Immigrants and the 1981 urban riots in Britain’, in P.E.White and B.van der Knaap (eds) Contemporary Studies in Migration, Norwich: Geobooks.
Methuin, E.H. (1970) The Riot Makers, New Rochelle, N.Y.: Burlington House.
Deane-Drummond, A. (1975) Riot Control, London: Thornton Cox.
Sutcliffe, A. (1970) The Autumn of Central Paris: The Defeat of Town Planning, London: Edward Arnold.
Hall, T. (1986) Planting Europaischer Hauptstadte, Stockholm: Almquist & Wiksell.
Mumford, L. (1961) The City in History, Harmonsworth: Penguin Books.