κατεβάστε το pdf εδώ
Στο κείμενο του Ashworth[1], το οποίο προηγείται, γίνεται μια σύντομη αναφορά σε ταραχές που συγκλόνισαν πολλές πόλεις κυρίως τους δύο προηγούμενους αιώνες, αιώνες ραγδαίας ανάπτυξης και επέκτασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη οδήγησε σε έκρηξη της αστικοποίησης. Οι πόλεις έγιναν περισσότερες και μεγαλύτερες μέσα σε αυτούς τους δύο αιώνες, ώστε σήμερα περισσότεροι από τους μισούς ανθρώπους να ζουν σε αυτές. Οι πόλεις στον καπιταλισμό υπήρξαν πάντα συσσωρεύσεις πλούτου αλλά και φτώχειας. Οι γειτνιάζουσες αντιθέσεις εντός τους και η κοντινή απόσταση από τα κέντρα λήψης αποφάσεων τις κάνουν προνομιακό πεδίο εκδήλωσης της ταξικής πάλης και του κοινωνικού ανταγωνισμού εν γένει, οδηγώντας πολλές φορές σε γενικευμένες ταραχές, εξεγέρσεις και επαναστάσεις.
Για πολλά χρόνια και μέχρι περίπου τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η καταστολή τους ήταν έργο του στρατού ή του στρατού και της αστυνομίας μαζί. Ο στρατός, πάντα αποτελούσε το βασικό όπλο όταν η κατάσταση σοβάρευε ιδιαίτερα, όταν δηλαδή η δράση των εξεγερμένων δεν μπορούσε να ανακοπεί με άλλο τρόπο. Αυτό επιβεβαιώνεται από γεγονότα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους και σε πόλεις τόσο ποικίλες, όπως η εξέγερση του 1848 στο Παρίσι, τα γεγονότα του Μάη του ’36 στη Θεσσαλονίκη και τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα.
Τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη νέα κοινωνική κατάσταση που διαμορφώθηκε, με το κεϋνσιανό μοντέλο στην οικονομία και την οικοδόμηση του κράτους πρόνοιας συνόδευσε η «απόσυρση του στρατού στους στρατώνες» και η χρήση αποκλειστικά αστυνομικών δυνάμεων στην καταστολή των κινημάτων στο εσωτερικό των κρατών, τουλάχιστον στις πρωτοκοσμικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Η έξοδος του στρατού στους δρόμους των πόλεων για καταστολή διαδηλώσεων και εξεγέρσεων εκλαμβάνονταν και συνεχίζει, σε μεγάλο βαθμό, να εκλαμβάνεται ως «εκτροπή». Ο στρατός δεν εμφανίστηκε στους δρόμους ούτε σε γεγονότα τόσο σοβαρά όσο ο Μάης του ’68 στη Γαλλία (αν και ο Ντε Γκωλ-στρατηγός, να μην ξεχνιόμαστε- ήρθε σε επαφές με τους στρατιωτικούς για να εξασφαλίσει τη στήριξή τους πριν καταλήξει να πάει σε εκλογές).
Παρ’ όλα αυτά, τρία χρόνια πριν, στις 14 Αυγούστου του ‘65, στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, στο Watts του Los Angeles[2], στρατιωτικά σώματα, η Εθνοφρουρά, βγαίνουν στους δρόμους για να καταστείλουν την εξέγερση της μαύρης κοινότητας της περιοχής. Στο περιστατικό αυτό, ανιχνεύεται η απαρχή της επιστροφής του στρατού για καταστολή στις δυτικές μητροπόλεις μετά τον Πόλεμο, μάλιστα μόλις 20 χρόνια μετά τη λήξη του.
Στο παρόν κείμενο, θα ακολουθήσουμε την πορεία εξέλιξης της εμπλοκής του στρατού στην εσωτερική καταστολή στις δυτικές δημοκρατίες. Μια εξέλιξη που ξεκινά από το απλό και «άγαρμπο» «κατεβαίνει ο στρατός στους δρόμους» και καταλήγει στις σημερινές στρατιωτικού χαρακτήρα επιχειρήσεις των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας και στις αστυνομικές επιχειρήσεις των ειδικών δυνάμεων του στρατού. Αυτό που θέλουμε να αποδείξουμε είναι ότι στον δυτικό κόσμο γενικά, αλλά και στην Ελλάδα ειδικότερα, ανεξαρτήτως ποιου σώματος ασφαλείας το σήμα φέρει το όργανο της καταστολής, η καταστολή γίνεται πλέον με στρατιωτικούς όρους, με όρους πολέμου. Με λίγα λόγια, δεν χρειάζεται να κατέβει ο στρατός στους δρόμους γιατί ο στρατός βρίσκεται ήδη σε αυτούς.
Για να αποδείξουμε τον ισχυρισμό μας αυτόν, θα καταφύγουμε σε μια μικρή αναδρομή της μεταπολεμικής εμπλοκής του στρατού στην καταστολή των αστικών εξεγέρσεων στο εσωτερικό των ΗΠΑ, οι οποίες άλλωστε είναι πρωτοπόρες σε αυτόν τον τομέα και εξάγουν τα τελευταία χρόνια αυτή τους την «πρωτοπορία».
Η αναδρομή που θα γίνει σχετίζεται στενά με τον χώρο της πόλης, καθώς ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 άρχισε να διαμορφώνεται το δόγμα για Στρατιωτικές Επιχειρήσεις σε Αστικοποιημένο Έδαφος (M.O.U.T.: Military Operations on Urbanized Terrain), σαν αποτέλεσμα της αναγνώρισης των πόλεων ως το βασικό πεδίο διεξαγωγής των μαχών του μέλλοντος. Τμήμα του δόγματος αυτού αφορά και στις τακτικές για την καταστολή διαδηλώσεων, ταραχών και εξεγέρσεων. Στην πορεία εξέλιξής του, σχεδόν σαράντα χρόνων πλέον, και με ορόσημο την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 τονίζεται και αναβαθμίζεται διαρκώς ο ρόλος που έχει να παίξει ο στρατός σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις στο εσωτερικό των πρωτοκοσμικών κρατών. Ανατρέχοντας στα στρατιωτικά εγχειρίδια των ΗΠΑ και εξετάζοντας τις πλούσιες χωρικές αναφορές τους, αποκαλύπτεται η στρατιωτική φύση των επιχειρήσεων της αστυνομίας στη χώρα μας, αφού οι ίδιες τακτικές που προτείνονται από τα εγχειρίδια μπορεί να χρησιμοποιούνται από τα ΜΑΤ στο κέντρο της Αθήνας και από τους αμερικάνους πεζοναύτες στο κέντρο της Βαγδάτης. Η γνώση και ο κατάλληλος χειρισμός του αστικού χώρου αποτελεί κρίσιμο στοιχείο των επιχειρήσεων αυτών.
Προϊστορία της σημερινής κατάστασης
«η χειρότερη επιλογή απ’ όλες είναι
να πολιορκείς τειχισμένες πόλεις »
Sun–Tzu[1]
Μετά το παγκόσμιο ’68, του οποίου οι εκρήξεις έπληξαν και τον πυρήνα των ΗΠΑ με τις εξεγέρσεις των γκέτο, τις φοιτητικές κινητοποιήσεις και το αντιπολεμικό κίνημα, καταρτίστηκε και το πρώτο ολοκληρωμένο σχέδιο για την επέμβαση του στρατού για εσωτερική καταστολή. Ο αμερικάνικος στρατός ως τότε απαγορευόταν τυπικά να επέμβει στο εσωτερικό, λόγω της Posse Comitatus Act, μιας νομοθετικής πράξης που περιόριζε την ανάπτυξη ομοσπονδιακών στρατιωτικών δυνάμεων για την επιβολή του νόμου στις πολιτείες και η οποία θεσπίστηκε μετά το τέλος του αμερικάνικου Εμφυλίου, το 1878. Έτσι, το σχέδιο εκτός από επιχειρησιακός σχεδιασμός που αφορά στις κινήσεις, τον εξοπλισμό, την τροφοδοσία κλπ. των στρατιωτικών μονάδων έθετε και το θεσμικό πλαίσιο υπό το οποίο θα δινόταν η άδεια στην Εθνοφρουρά να επέμβει για να βοηθήσει τις τοπικές δυνάμεις ασφαλείας των πολιτειών. Υπήρξε δηλαδή, μια πρώτη θέσπιση ενός νομικού πλαισίου που επέτρεπε αυτού του είδους την αντίδραση από πλευράς της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Το σχέδιο αυτό ονομάστηκε Operation Garden Plot και εκδόθηκε από το αμερικάνικο Υπουργείο Άμυνας στις 10 Σεπτεμβρίου του 1968[2], ανανεώνεται τακτικά και ισχύει μέχρι σήμερα. Η τελευταία του και πιο επεξεργασμένη επιχειρησιακά αναθεώρηση είναι αρκετά φρέσκια, του 2005.
Παράλληλα με την εξέλιξη Σχεδίου Garden Plot και από το 1979, άρχισε και η επεξεργασία του στρατιωτικού δόγματος για τις Στρατιωτικές Επιχειρήσεις σε Αστικοποιημένο Έδαφος[3]. Για τους μη εξοικειωμένους με την ορολογία, όταν λέμε δόγμα εννοούμε ένα σύνολο οδηγιών, ένα κείμενο του στρατού το οποίο προσπαθεί να περιγράψει τα πάντα, από τους κανόνες εμπλοκής σε μια επιχείρηση μέχρι τα όπλα που χρησιμοποιούνται και τους σχηματισμούς των μονάδων. Το χτίσιμο του δόγματος αυτού, ο διαρκής εκσυγχρονισμός και ανανέωσή του (τελευταία έκδοση που έχουμε υπόψη είναι του 1998) επιταχύνθηκε μετά το ’90 για τρεις βασικούς λόγους: α. λόγους δημογραφικούς, αφού οι μισοί τουλάχιστον άνθρωποι ζούνε σήμερα σε πόλεις, β. τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανάδειξη των ΗΠΑ σαν μοναδικής υπερδύναμης, δηλαδή, την κατάσταση που επιτρέπει στις ΗΠΑ να διατηρούν στρατεύματα σε άλλες χώρες για «ανθρωπιστικούς λόγους», «διατήρηση της ειρήνης» και επιχειρήσεις αστυνόμευσης, με λίγα λόγια για επιχειρήσεις που χαρακτηρίζονται «μη πολεμικές» (στη στρατιωτική αργκό: MOOTW: Military Operations Other Than War), γ. το αυξημένο στρατιωτικό κόστος και τις αρνητικές πολιτικές επιπτώσεις της εμπλοκής του αμερικάνικου στρατού σε διάφορες αστικές περιοχές του κόσμου[4]. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μέχρι σχεδόν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι στρατοί ήταν εκπαιδευμένοι να πολεμάνε κυρίως στην ύπαιθρο, ενώ οι επιχειρήσεις σε πόλεις θεωρούνταν ύστατη λύση κατά τη ρήση του Sun-Tzu.
Η ανάπτυξη του δόγματος MOUT[5] έλαβε και λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα περιβάλλον αναδιάρθρωσης του αμερικάνικου στρατού υπό ένα άλλο δόγμα που ονομάζεται «Επανάσταση στις Στρατιωτικές Υποθέσεις» (RMA: Revolution in Military Affairs). Η αναδιάρθρωση αυτή εντάσσεται στην ευρύτερη πολιτική της νεοφιλελευθεροποίησης του στρατού, την εξωτερίκευση κάποιων λειτουργιών του (με outsourcing σε ιδιωτικές «εταιρείες πολέμου»[6] και εταιρείες security), τον οικονομικό εξορθολογισμό του αλλά και την ελαχιστοποίηση των έμψυχων απωλειών. Μέλημά της είναι η βέλτιστη χρήση των τεχνολογιών πολέμου με σκοπό τα πλήγματα ακριβείας και την ελαχιστοποίηση των θυμάτων του επιτιθέμενου στρατού. Συσσωματώνει, παράλληλα, ένα ευρύ σύνολο τεχνικών, αντιλήψεων και στρατηγικών σχετικά με τον εκσυγχρονισμό του στρατού, την επαγγελματοποίηση και την προσαρμογή του μέσα από τη χρήση υψηλών τεχνολογιών σε νέες μορφές «ευέλικτων», «στοχευμένων» και «δικτυακών» πολεμικών επιχειρήσεων, στον «ασύμμετρο» και τον «προληπτικό πόλεμο», αλλά κατ’ επέκταση και στο αντάρτικο πόλεων και ευρύτερα στην επιτήρηση του αστεακού χώρου[7]. Η αναδιάρθρωση αυτή του στρατού ανταποκρινόταν σε μια εποχή που η σύγκρουση μεταξύ κρατικών στρατών κρινόταν όλο και πιο απίθανη. Ή πιο καλά, σε μια εποχή που ο Εχθρός άλλαζε.
Έχει σημασία εδώ να πούμε, ότι στην ανάλυση που κάνουμε, αυτό που καθοδηγεί τη σκέψη μας είναι πως: «Ναι μεν “(…) ο πόλεμος έχει τους δικούς του στρατηγικούς, τακτικούς και άλλους κανόνες και όψεις”, όπως γράφει ο Schmitt, “όμως όλα προϋποθέτουν ότι υπάρχει ήδη η πολιτική απόφαση για το ποιος είναι ο Εχθρός”. Ερμηνεύοντας τη θέση του Clausewitz ως “ultima ratio κατάταξη σε εχθρούς και φίλους”, ο Schmitt τονίζει μάλιστα ότι “ο πόλεμος έχει τη δική του “γραμματική” (δηλαδή ιδιαίτερη στρατιωτικο-τεχνική νομοτέλεια), η πολιτική όμως παραμένει ο “εγκέφαλός” του, δεν έχει καμιά δική του “ίδια λογική”»[8]. Αυτή η διαπίστωση θα αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη για να ερμηνεύσουμε την μετά-11/9 κατάσταση, τη σημερινή, δηλαδή, κατάσταση.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της προετοιμασίας του στρατού για επιχειρήσεις σε πόλεις, διοργανώνεται τακτικά από το ’94 σχετική στρατιωτική άσκηση, μάλιστα σε «τεχνητές» πόλεις κατασκευασμένες από εταιρείες πολέμου[9], στις οποίες αξιοποιείται η εμπειρία του αμερικανικού στρατού από «ειρηνευτικές αποστολές» όπως στη Βοσνία και το Κόσσοβο. Για να μην υπάρχουν πάντως αμφιβολίες για το που στοχεύουν και που θα εκτυλιχθούν οι στρατιωτικές αυτές μη-πολεμικές επιχειρήσεις, το αμερικάνικο επιτελείο στρατού εντάσσει σε αυτές «ρευστές καταστάσεις» που «δεν διεξάγονται πάντα εκτός ΗΠΑ»[10]. Παράλληλα, το ’95 υπήρξε ένα πρόγραμμα μεταφοράς τεχνογνωσίας από το στρατό προς τις αστυνομικές δυνάμεις και τον Αύγουστο του 2001 η δικαστική υπηρεσία του αμερικανικού στρατού εξέδωσε ειδικό εγχειρίδιο για τη θεμελίωση της νομιμότητας των στρατιωτικών επεμβάσεων στο εσωτερικό της χώρας.
Περνώντας στην πράξη τώρα, η πρώτη εφαρμογή πλήρους κλίμακας του, ήδη τότε αρκετά καλά επεξεργασμένου, δόγματος MOUT για εσωτερική καταστολή ήταν ενάντια στην εξέγερση των γκέτο το ’92 στο Λος Άντζελες. Η επιχείρηση αναλύθηκε από τα στρατιωτικά think tanks και κρίθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένη αφού κατάφερε να σταματήσει τις ταραχές μέσα σε 36 ώρες, χωρίς απώλειες σε στρατιώτες (και παρά φυσικά τους 53 νεκρούς και 2.302 τραυματίες πολίτες)[11]. Μάλιστα, αναγνωρίστηκε ότι το δόγμα MOUT κρίνεται ανεκτίμητο όταν χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί στους δρόμους της Αμερικής[12]. Από εκεί και έπειτα, αρκετές φορές διεξάχθηκαν αντίστοιχες επιχειρήσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ: το ’93 με τη βομβιστική επίθεση στο World Trade Center, το ’96 για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα και φυσικά το ’99 στη σύνοδο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στο Seattle. Ας κρατήσουμε αυτή την ποικιλία γεγονότων στη διάρκεια των οποίων ο στρατός κρίθηκε να βοηθήσει στην «εσωτερική άμυνα», θα φανεί χρήσιμη στη συνέχεια.
Ειδικά τα γεγονότα της συνόδου στο Seattle λειτούργησαν ως μοντέλο στρατιωτικοποίησης του αστικού χώρου κατά τη διάρκεια μεγάλων διαδηλώσεων με βάση το δόγμα MOUT. Η περιοχή γύρω από τα κτίρια των συνεδριάσεων (το κέντρο της πόλης) μετατράπηκε σε κλειστή περιοχή, επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας τις νυχτερινές ώρες και κλήθηκε η Εθνοφρουρά για να βοηθήσει την αστυνομία στο έργο της, όταν αυτή κρίθηκε ανεπαρκής να εμποδίσει τους διαδηλωτές. Αποκορύφωμα των αντίστοιχων επιχειρήσεων για την περίοδο πριν την 11/9, υπήρξε η οργάνωση της καταστολής στη σύνοδο του G8, σε ευρωπαϊκό έδαφος αυτή τη φορά, στη Γένοβα το καλοκαίρι του 2001. Το ιταλικό κράτος συγκέντρωσε εκεί 15.000 μπάτσους οπλισμένους με φονικά και «μη-φονικά» όπλα και στρατιωτικό προσωπικό, ενώ στην όλη ανάπτυξη προστέθηκαν πλωτά και εναέρια μέσα, πύραυλοι εδάφους-αέρος στο αεροδρόμιο, jet και ελικόπτερα που περιπολούσαν τον εναέριο χώρο της πόλης και πολεμικά πλοία στην περιοχή του λιμανιού. Μια πρωτοφανής στρατιωτικοποίηση του αστικού χώρου η οποία κόστισε 110 εκατομμύρια δολάρια (για δυο-τρεις μέρες ασφάλειας). Μέχρι τη σύνοδο της Γένοβας είχε ήδη ωριμάσει ένα μοντέλο ανάπτυξης «pop-up στρατών» κρατικά χρηματοδοτούμενων ώστε να εξυπηρετήσουν την ασφάλεια κάποιων ελίτ για το μικρό χρονικό διάστημα μιας διαδήλωσης[13].
11η Σεπτεμβρίου – ανεβάζοντας ταχύτητα
Τα γεγονότα της 11/9 και οι εξελίξεις που ακολούθησαν, όσον αφορά στο θέμα που συζητάμε εδώ, δεν αποτέλεσαν μια τομή σε σχέση με αυτά που συνέβαιναν πριν. Στην πραγματικότητα, τα γεγονότα της ημερομηνίας «ορόσημο» λειτούργησαν ως καταλύτης για την επιτάχυνση της εκδίπλωσης των τάσεων και των πολιτικών που προϋπήρχαν. Στην ουσία, δεν ήταν το τρομοκρατικό χτύπημα αλλά, απεναντίας, όλα τα μέτρα που πάρθηκαν στο όνομα της αντι-τρομοκρατίας αυτά που είχαν τις μεγαλύτερες επιπτώσεις για τις πόλεις και τη ζωή σε αυτές.
Κάτω από το όνομα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» τονίστηκαν και νομιμοποιήθηκαν μια σειρά από υφιστάμενες τάσεις των πολιτικών για την πόλη και της αστικής εξέλιξης, οι οποίες συνοψίζονται συνήθως κάτω από τον όρο νεοφιλελεύθερη στροφή: Πρώτον, η «συγκεντρωποιημένη αποκέντρωση» των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, κυρίως σε απομακρυσμένες περιοχές εντός των μητροπολιτικών πολεοδομικών συγκροτημάτων. Δεύτερο, η οχύρωση των μεγάλων κέντρων των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, με ενσωμάτωση όλο και περισσότερων καθημερινών λειτουργιών μέσα σε περίκλειστους και προστατευμένους χώρους μεγάλων εγκαταστάσεων. Τρίτο, η τάση προς αποκλεισμό τομέων της πόλης, χωρίζοντας τον ένα από τον άλλο, πράγμα πιο εμφανές στις «ευαίσθητες περιοχές», δηλαδή τα επιχειρηματικά και πολιτικά κέντρα, με περιορισμούς στις κανονικές χρήσεις των δημόσιων χώρων. Τέταρτο, οι αυξημένες δημόσιες επενδύσεις σε μηχανισμούς ασφάλειας, επιτήρησης και ελέγχου, ταυτόχρονα με τη μείωση του δημόσιου τομέα στις λειτουργίες του κράτους πρόνοιας. Πέμπτο, ο «αποσχεδιασμός», η μεταφορά τομέων δραστηριότητας του κράτους σε ιδιωτικά χέρια και στη δημόσια σφαίρα, η μετάβαση από τους παραδοσιακούς τομείς δράσης του σχεδιασμού σε μια προτεραιότητα προς την αστυνομία και την ασφάλεια. Έκτο, η δυσανάλογη ανάπτυξη των βιομηχανιών που προσφέρουν ασφάλεια για τις καθημερινές δραστηριότητες και τέλος, μια σμίκρυνση των ορίων της δημόσιας συζήτησης, των δικαιωμάτων των μεταναστών και των πολιτικών ελευθεριών γενικά[14]. Οι εξελίξεις αυτές, ενώ σε όλο τους το εύρος αφορούν στις μεγάλες αμερικάνικες πόλεις, συναντώνται με διαφορετικές διαβαθμίσεις σε όλες τις δυτικές μητροπόλεις και φυσικά στις ελληνικές μεγάλες πόλεις.
Η «μεγάλη αφήγηση της τρομοκρατίας», λοιπόν, νομιμοποίησε ιδεολογικά την κεντρικοποίηση των πολιτικών ασφάλειας. Η «ασφάλεια» τοποθετήθηκε ως βασική αρχή της κρατικής δραστηριότητας και αυτό που κάποτε ήταν ένα ανάμεσα σε διάφορα άλλα μέτρα της δημόσιας διοίκησης, γίνεται τώρα το μοναδικό κριτήριο της πολιτικής νομιμοποίησης. Η αφήγηση για την τρομοκρατία συνδυάστηκε με την εξέλιξη του στρατιωτικού δόγματος και με το «νέο»διαμορφούμενο δόγμα ασφάλειας, έχοντας δημιουργήσει πολλούς και πολύπλοκους δεσμούς μεταξύ των σύγχρονων πόλεων, του σύγχρονου πολέμου και των πολιτικών ασφαλείας. Από τους δεσμούς αυτούς αναδύεται ο νέος στρατιωτικοποιημένος χώρος των σύγχρονων πόλεων. Και αν ορίσουμε τη «στρατιωτικοποίηση» ως την αντιφατική και τεταμένη διαδικασία με την οποία η κοινωνία οργανώνει τον εαυτό της για την παραγωγή βίας[15], γεννιέται το άμεσο ερώτημα: προς ποιον θα στραφεί η βία αυτή, το ερώτημα, δηλαδή, για τον Εχθρό.
Εδώ είναι που έρχεται η πολιτική/κρατική απάντηση για το ποιος αποτελεί τον Εχθρό στον σύγχρονο πόλεμο. Και η φύση του Εχθρού αυτού έχει αλλάξει ριζικά σε σχέση με τον παραδοσιακό πόλεμο. Να επαναλάβουμε εδώ πως η στρατιωτική αναδιάρθρωση (το RMA) φρόντιζε να οργανώσει το στρατό για την αντιμετώπιση αυτού του νέου τύπου «εχθρού» ήδη από το ’80. Η 11/9 και ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» απλά επικυρώνουν τις υφιστάμενες τάσεις. Αυτός ο νέος, λοιπόν, Εχθρός (από)σχηματοποιήθηκε ως μη-κρατικός, ως ασύμμετρος, άτυπος, αόρατος και μη άμεσα αναγνωρίσιμος. Εχθρός μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε, ο διπλανός, ο γείτονας, ο συνεπιβάτης και σαν συνέπεια, ο καθένας αντιμετωπίζεται υπό αυτό το πρίσμα σαν μόνιμα παρούσα απειλή. Η (από)σχηματοποίηση αυτή του Εχθρού έχει δύο πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα για το κράτος. Πρώτον, είναι αυτό που έρχεται να δώσει κάθε φορά μια συγκεκριμένη μορφή στον Εχθρό, η οποία μπορεί να είναι πρακτικά οποιαδήποτε και δεύτερον, το πεδίο που εκτυλίσσεται ο πόλεμος ακουμπά, ή μάλλον ταυτίζεται με το συνολικό χώρο της καθημερινής ζωής. Η επιθετική ενέργεια του Εχθρού θεωρείται ότι μπορεί να λάβει χώρα οποιαδήποτε στιγμή και οπουδήποτε. Το σύνολο του χώρου μετατρέπεται σε «χώρο μάχης».
Αυτή είναι η βασική σύλληψη που οδηγεί τον τρέχοντα μετασχηματισμό της στρατιωτικής σκέψης και πρακτικής. Η μετατόπιση, δηλαδή, από το «πεδίο μάχης» στον «χώρο μάχης». Έτσι και στο δόγμα MOUT ολόκληρος ο χώρος της πόλης συλλαμβάνεται ως χώρος μάχης. Και ως χώρος της πόλης δεν εννοείται μόνο ο χτισμένος χώρος, τα κτίρια, οι δρόμοι, οι ταράτσες και οι υπόνομοι αλλά και ολόκληρο το πλέγμα των τηλεπικοινωνιακών δικτύων, των media, του internet. Μάλιστα, τα δίκτυα αυτά θεωρούνται από τα σπουδαιότερα στοιχεία του χώρου μάχης και οι στρατιωτικοί θεωρητικοί τα περιγράφουν συχνά σαν virtual όπλα του πληροφοριακού πολέμου, των Ψυχολογικών Επιχειρήσεων (PSYOP: Psychological Operations).
Με την αλλαγή της φύσης του Εχθρού και του πεδίου του πολέμου αλλάζει και η ίδια η φύση του τελευταίου. Γίνεται πόλεμος διαρκής, δεν κηρύσσεται, ούτε λήγει, είναι μη κανονικός, μη συμβατικός, στρέφεται προς ασύμμετρους αγώνες, παγκόσμιες ανταρσίες και διαμάχες χαμηλής έντασης, τοποθετώντας high tech στρατούς απέναντι σε άτυπους μαχητές και κινητοποιημένους πολίτες[16]. Με αυτές του τις νέες ιδιότητες ο πόλεμος δεν μπορεί να διακριθεί πλέον καθαρά από την ειρήνη, τα όρια μεταξύ τους γίνονται ασαφή. Και δεν είναι μόνο αυτά τα όρια που γίνονται ασαφή. Η διάκριση του «μέσα» και του «έξω» των κρατών σαν αντίστοιχα πεδία δράσης του στρατού και της αστυνομίας θολώνει και αυτή. Αφού ο Εχθρός μπορεί να βρίσκεται μέσα στο κράτος, ο στρατός πρέπει να κληθεί για να τον αντιμετωπίσει: αφού, για παράδειγμα ο μουσουλμάνος μετανάστης θεωρείται εκ των προτέρων ως ύποπτος/ένοχος για τρομοκρατία, η μετανάστευση εκλαμβάνεται ως εχθρική εισβολή και η στρατιωτική διαχείρισή της είναι η κατάλληλη ˙ αφού η τρομοκρατική ενέργεια μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιοδήποτε σημείο της πόλης συγκεντρώνεται πλήθος, η παρουσία του στρατού κρίνεται όλο και πιο αναγκαία και έτσι η διάκριση πολιτικής και στρατιωτικής σφαίρας γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
«Έννοια πρωτεϊκή, ακόμη πιο ρευστή (και κατά συνέπεια εύπλαστη) απ’ ότι η ‘τρομοκρατία’, η ‘ασύμμετρη απειλή’ θα αναγορευτεί σε μαγικό κλειδί της διεθνούς στρατοκρατίας, διευρύνοντας απεριόριστα την έννοια της εθνικής άμυνας και ‘νομιμοποιώντας’ την ανάμιξη των ενόπλων δυνάμεων σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής.»[17] Έτσι, εξελίσσεται μια κίνηση μετατροπής των πόλεων από πολιτικά σε στρατιωτικά περιβάλλοντα. Οι πολιτικές με τις στρατιωτικές εφαρμογές ελέγχου, επιτήρησης και επικοινωνιών συγχωνεύονται. Η διαπερατότητα των πόλεων σε διάφορους κινδύνους όπως, ασθένειες, ιούς υπολογιστών, οικονομικές καταρρεύσεις, «παράνομη» μετανάστευση, διεθνή τρομοκρατία, ακραίες καιρικές συνθήκες κλπ., σημαίνει πως τα συστήματα του ηλεκτρονικού ελέγχου – που επεκτείνονται για να κουμπώσουν πάνω στις διεθνείς γεωγραφίες αυτών των ροών – γίνονται στρατηγικές αρχιτεκτονικές της αστικής ζωής[18].
Ταυτόχρονα, με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και την όλο και πιο δύσκολη διάκριση πολέμου και ειρήνης, έγιναν όλο και πιο δυσδιάκριτες οι συνθήκες πολέμου με τις μη-πολεμικές συνθήκες (other than war). Θυμίζουμε πως στις μη-πολεμικές στρατιωτικές επιχειρήσεις (MOOTW) περιλαμβάνεται και η αντιμετώπιση διαδηλώσεων και μαζικών κινημάτων και εξεγέρσεων. Συγχωνεύτηκαν περεταίρω οι ρόλοι, οι τακτικές και ο οπλισμός του στρατού και της αστυνομίας.
Τα στρατιωτικά δόγματα για τις μάχες σε αστικό έδαφος (ΜOUT) και αντιμετώπισης ταραχών συνέχισαν να εξελίσσονται αλλά και να δομούν από τη μεριά τους αυτό το πλαίσιο στρατιωτικής δράσης. Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι τα αναδυόμενα στρατιωτικά δόγματα εργάζονται θολώνοντας τα όρια και συγχωνεύοντας τις περιοχές του πολέμου και της ειρήνης, του «μέσα» και του «έξω» των κρατών, του τοπικού και του διεθνούς, της εσωτερικής και εθνικής ασφάλειας. Ενοποιούν το χώρο κάτω από τη στρατιωτική αρβύλα και την high definition κάμερα παρακολούθησης. Αναγνωρίζουν τις ομοιότητες που έχει το να αντιμετωπίζει ο στρατός αστικό περιβάλλον στο «εσωτερικό» και στο «εξωτερικό». Οι πόλεις στο «εσωτερικό» και στο «εξωτερικό» εκλαμβάνονται μαζί σαν μελλοντικοί χώροι μάχης.
Μέσω του αναλυτικού φακού που παρουσιάσαμε παραπάνω, οι ταραχές του Λος Άντζελες το ‘92, οι διάφορες προσπάθειες να «προστατευτούν» οι αστικοί πυρήνες για μεγάλα αθλητικά γεγονότα ή πολιτικές συνόδους, η στρατιωτικοποιημένη ανταπόκριση στον τυφώνα Κατρίνα στη Νέα Ορλεάνη το 2005, και οι προκλήσεις της εσωτερικής ασφάλειας στις αμερικάνικες, τις βρετανικές και τις γαλλικές πόλεις, όλες ανακατεύτηκαν και συγχωνεύτηκαν ώστε να γίνουν αντιληπτές ως αστικές ή χαμηλής έντασης επιχειρήσεις ή στιγμές του μη κανονικού πολέμου, ταυτόχρονα με επεισόδια του αντι-αντάρτικου πολέμου που λαμβάνει χώρα στους δρόμους της Βαγδάτης.[19]
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι τυχόν μαζικά κινήματα που δρουν εχθρικά προς κάποια έκφανση της κυριαρχίας είναι ήδη μέσα στο κάδρο με τους «εχθρούς». Το γεγονός αυτό, το 2011 δεν είναι πλέον καθόλου κρυφό. Οι ορισμοί της τρομοκρατίας που έχουν κατασκευάσει το αμερικανικό κράτος και η ΕΕ είναι τόσο διευρυμένοι που περιλαμβάνουν ένα μεγάλο φάσμα παραδοσιακών μορφών αντιπαράθεσης στις δομές του καπιταλισμού, όπως π.χ. «η βία του δρόμου» με πολιτικό, διεκδικητικό χαρακτήρα, στην οποία καταφεύγουν συχνά μαχητικοί συνδικαλιστές[20]. Το τελευταίο σχετικό παράδειγμα που έχουμε υπόψη μας είναι η παρακολούθηση των διαδηλωτών του κινήματος occupy στις αμερικάνικες πόλεις από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία και η καταχώρηση του occupy London στις τρομοκρατικές οργανώσεις από το βρετανικό κράτος. Και είπαμε, οι τρομοκράτες πρέπει να τύχουν στρατιωτικής αντιμετώπισης. Τα στρατιωτικά εγχειρίδια και οι μονάδες των ειδικών δυνάμεων είναι έτοιμες πάντως.
«λιγότερο από πόλεμος», «άλλο από πόλεμος» ή πόλεμος;
«Η πόλη δεν είναι μόνο η τοποθεσία
αλλά το ίδιο το μέσο του πολέμου – ένα ευέλικτο,
σχεδόν ρευστό μέσο
το οποίο είναι συνεχώς απρόοπτο και σε ροή»
Eyal Weizman
Ας δούμε όμως τι λένε τα στρατιωτικά εγχειρίδια για τις αστικές στρατιωτικές επιχειρήσεις και πόσο αυτά που λένε τα έχουμε συναντήσει στις διαδηλώσεις των τελευταίων ετών. Τα δύο βασικά κείμενα που αφορούν στο θέμα μας είναι τα Military Operations on Urbanized Terrain[21] (MOUT) και Civil Disturbance Operations[22] (CDO). Θα λέγαμε ότι το MOUT σαν πιο γενικό κείμενο, που αφορά στις μάχες σε πόλεις λειτουργεί σε επιχειρησιακό επίπεδο, όσον αφορά στο θέμα της καταστολής, ενώ το CDO σε τακτικό επίπεδο. Στο MOUT αφού αναγνωριστεί η σημαντικότητα των πόλεων ως πόλων πληθυσμού, μεταφορών, επικοινωνιών και εξουσίας, καθώς και η τάση για αστικοποίηση του παγκόσμιου πληθυσμού, το πρώτο που επισημαίνεται είναι το γεγονός ότι στις πόλεις υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να ζυμωθούν ριζοσπαστικές ιδέες και να γίνουν πράξεις που πρέπει να ανακοπούν. Στις πρώτες από τις 368 σελίδες του πλήρως εικονογραφημένου εγχειριδίου γίνεται η κατηγοριοποίηση των αστικών περιοχών, ώστε στη συνέχεια να αναλυθούν οι τακτικές μάχης που προσφέρονται για κάθε μία από αυτές. Η χωρική ανάλυση παρατίθεται ώστε το έδαφος της μάχης να γίνει οικείο και κατανοητό. Αρχικά αναλύονται τα τέσσερα επίπεδα του αστικού χώρου, το κτίριο, ο δρόμος, το υπόγειο επίπεδο και ο αέρας. Μπορεί η αναλυτική/συνθετική ικανότητα του αμερικάνικου στρατού να μην έχει φτάσει αυτή των ισραηλινών στρατηγών, οι οποίοι προσπαθούν να κατανοήσουν τον χώρο διαβάζοντας Deleuze, Guattari και Debord[23], ώστε να μπορούν να αποκτούν τον έλεγχο των λαβυρινθωδών χώρων των παλαιστινιακών προσφυγικών καταυλισμών, αλλά και σε αυτή την περίπτωση η προσπάθεια για την κατανόηση του αστικού χώρου σαν χώρου μάχης είναι κεφαλαιώδους σημασίας.
Η απόπειρα να κωδικοποιηθεί το αστικό περιβάλλον συνεχίζεται χωρίζοντας τις χτισμένες περιοχές σε χωριά, γραμμικές αστεακές αναπτύξεις, μικρές πόλεις και μεγάλες πόλεις με αστική διάχυση. Και σε χαμηλότερο επίπεδο, επισημαίνοντας τις διάφορες τυπικές περιοχές εντός των πόλεων: το κέντρο της πόλης, τις γραμμικές εμπορικές περιοχές, την περιφέρεια του κέντρου, τις διάχυτες περιοχές κατοικίας των προαστίων (urban sprawl), τις βιομηχανικές περιοχές και τα προάστια με τα ψηλά κτίρια κατοικίας. Όλα τα παραπάνω εικονογραφούνται και συνοδεύονται από τα τυπικά γεωμετρικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά των δρόμων και των κτιρίων. Ένα δεκαπεντασέλιδο παράρτημα στο τέλος του εγχειριδίου, που αναφέρεται στους τύπους κτιρίων, στα επίπεδα, τα μεγέθη τους και τα υλικά κατασκευής συμπληρώνει την απόπειρα κωδικοποίησης του αστικού χώρου.
Στη συνέχεια, γίνεται η ανάλυση του τρόπου με τον οποίο πρέπει να διεξάγει ο στρατός τις επιθετικές και αμυντικές επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις υποστήριξης της μάχης και των διαφόρων νομικών θεμάτων (του πολεμικού δικαίου) που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Για την ανάπτυξη της μη γραμμικής, πολυπυρηνικής και αντιιεραρχικής στρατηγικής της μάχης σε αστικούς χώρους που προτείνεται στο εγχειρίδιο, ο αμερικάνικος στρατός στην πραγματικότητα αντιγράφει τις τακτικές των υπερασπιστών της Παρισινής Κομμούνας, του Στάλινγκραντ, των Kashbahs του Αλγερίου, της Τζενίν και της Ναμπλούς, δηλαδή αυτών που αμύνθηκαν στο παρελθόν απέναντι σε κρατικούς στρατούς[24].
Έπειτα, ακολουθούν τα κεφάλαια που κυρίως μας ενδιαφέρουν εδώ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αυτά τα εγχειρίδια δημιουργήθηκαν από τους στρατιωτικούς με το σώμα στραμμένο στο εξωτερικό και το βλέμμα στο εσωτερικό. Στο κεφάλαιο το οποίο τιτλοφορείται «ο παράγοντας των αμάχων στις αστικές επιχειρήσεις» μαθαίνουμε ότι η παρουσία των αμάχων σε μια εμπόλεμη πόλη εγείρει σημαντικά προβλήματα στον επιτιθέμενο στρατό, ανάμεσα στα άλλα προβλήματα ασφάλειας (από κλοπές εξοπλισμού, σαμποτάζ και «τρομοκρατία») και προβλήματα δημόσιας τάξης. Σε αυτά ο στρατός πρέπει να απαντήσει αυξάνοντας τα μέτρα ασφαλείας, αποκαθιστώντας την τάξη, προστατεύοντας κυβερνητικές εγκαταστάσεις και προφανώς εκπαιδεύεται για να το κάνει. Για την αποκατάσταση της τάξης γίνεται παραπομπή στο εγχειρίδιο για CDO, αυτό που θα δούμε παρακάτω. Μπορεί τέτοιου είδους στρατιωτικές επιχειρήσεις να σχεδιάζονται για τρίτες χώρες αλλά με έναν τρόπο επιστρέφουν για να εφαρμοστούν στην καρδιά των δυτικών μητροπόλεων.
Οι μεγαλύτερες παράγραφοι αυτού του κεφαλαίου αναφέρονται στις Ψυχολογικές Επιχειρήσεις (PSYOP) και τον έλεγχο των προσφύγων. Οι ψυχολογικές επιχειρήσεις «είναι σχεδιασμένες επιχειρήσεις για τη μετάδοση επιλεγμένων πληροφοριών σε αλλοεθνή ακροατήρια ώστε να επηρεαστούν τα συναισθήματα, τα κίνητρα, ο συλλογισμός και τελικά η συμπεριφορά τους» με τρόπους που να «ωφελούν τους στόχους αυτού από τον οποίο προέρχονται». Για να διαδοθεί η προπαγάνδα χρησιμοποιούνται όλα τα μέσα, από φυλλάδια, αφίσες και μεγάφωνα, μέχρι το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Η τηλεόραση ειδικά θεωρείται εξαιρετικά αποτελεσματική σε σημείο που προτείνεται, εκεί που δεν υπάρχουν αρκετές τηλεοράσεις, αυτές να μοιράζονται από τον ίδιο το στρατό κατοχής(!). Οι ψυχολογικές επιχειρήσεις θεωρούνται τόσο σημαντικές για τις μάχες σε πόλεις, που αναγνωρίζεται πως κάποιες μάχες μπορούν να κερδηθούν αποκλειστικά με αυτό το όπλο. Προφανώς, όπως καταλαβαίνουμε, σε περιόδους σημαντικών κινητοποιήσεων τέτοιου είδους επιχειρήσεις είναι συνηθισμένες πλέον στις δυτικές μητροπόλεις, καθώς και επιχειρήσεις που αναφέρονται στο MOUT για τον έλεγχο των προσφύγων: παρακολούθηση για ύποπτες δραστηριότητες, περιοριστικά μέτρα, όπως απαγόρευση κυκλοφορίας τις νυχτερινές ώρες, επίδειξη ταυτότητας για είσοδο σε μια περιοχή, αποκλεισμός περιοχών και γραμμές απαγόρευσης εισόδου, μπλόκα και σημεία ελέγχου, γραπτές άδειες για ταξίδια και απαγόρευση της χρήσης οχημάτων σε κάποιες περιοχές.
Ο βασικός κορμός του εγχειριδίου κλείνει με την αναφορά στις Μη-Πολεμικές Στρατιωτικές Επιχειρήσεις (MOOTW). Οι περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να εκτελεστούν τέτοιου είδους επιχειρήσεις είναι η «αποτροπή του πολέμου», το «σταμάτημα συγκρούσεων», η προώθηση της ειρήνης»[25] και η βοήθεια στις πολιτικές αρχές σε εσωτερικές κρίσεις. Βέβαια, με κάποια ειρωνεία, επισημαίνεται πως οι μη-πολεμικές επιχειρήσεις μπορεί περιέργως να μοιάζουν με πόλεμο… Αφού για άλλη μια φορά επισημανθεί η πολυπλοκότητα του αστικού περιβάλλοντος, καθώς και η ικανότητα των «από κάτω» να επικοινωνούν και να δρουν μέσω άτυπων δικτύων παρά τη στρατιωτική παρουσία, παρατίθενται οι τύποι μη-πολεμικών επιχειρήσεων. Τέτοιου είδους επιχειρήσεις, όπως την εφαρμογή ζωνών αποκλεισμού (κόκκινες ζώνες), τη στρατιωτική βοήθεια στις πολιτικές αρχές και τις επιχειρήσεις επίδειξης δύναμης, την απαγόρευση κυκλοφορίας, τις έχουμε ήδη δει να διεξάγονται σε πολλές πόλεις της Αμερικής και της Ευρώπης. Για παράδειγμα, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στο Βέλγιο, ήδη υπάρχουν καθημερινά στρατιωτικά περίπολα στους δρόμους των μεγάλων πόλεων, ενώ σε περιόδους μεγάλων κινητοποιήσεων σε όλες τις δυτικές πρωτεύουσες, εφαρμόζονται και οι κόκκινες ζώνες και υπάρχει μια εξαιρετικά επιθετική επίδειξη δύναμης από πλευράς των δυνάμεων ασφαλείας. Οι κάτοικοι περιοχών όπου εφαρμόζονται τέτοιοι αποκλεισμοί βρίσκονται να ζουν κάτω από έναν ημι-στρατιωτικό νόμο. Και σε πιο σοβαρά γεγονότα, όπως το ’92 στο Λος Άντζελες και το ’05 στα παρισινά προάστια, επιβλήθηκε και η απαγόρευση κυκλοφορίας τη νύχτα.
Επίσης, οι στρατηγικές και οι τακτικές που χρησιμοποιήθηκαν στις διάφορες συνόδους για να εμποδίσουν ή να ελέγξουν τις τότε κινητοποιήσεις της «αντιπαγκοσμιοποίησης», αντικατόπτριζαν ξεκάθαρα το δόγμα MOUT για τη στρατιωτικοποίηση του αστικού χώρου σε μη-πολεμικές συνθήκες. Οι ομάδες πολιτών που χρησιμοποιούν τους δρόμους, απουσία κάποιου θεσμικού τρόπου να ακουστεί η φωνή τους, έγιναν η de facto αντιμαχόμενη παράταξη της αστυνομίας και του στρατού. Οι σχετικές τακτικές που χρησιμοποιήθηκαν ήταν: πολυεθνική εμπλοκή στην άρνηση πρόσβασης στις χώρες και πόλεις μέσω των συντονισμένων πρακτικών ελέγχου στα σύνορα˙ φυσική απομόνωση των elite από τους διαδηλωτές μέσω της ζωνοποίησης και του αποκλεισμού περιοχών˙ περιορισμός και απαίτηση εξουσιοδότησης για τις κινήσεις των πολιτών˙ χρήση μη φονικών, και όπου χρειάστηκε και φονικών όπλων, προληπτικές συλλήψεις, παρενόχληση των ανεξάρτητων media, ανάπτυξη στρατιωτικού προσωπικού και εναέριων και πλωτών αμυντικών συστημάτων και παρομοίωση των διαδηλωτών με εγκληματίες και τρομοκράτες για να τους απονομιμοποιήσουν και να δικαιολογήσουν τη χρήση στρατιωτικών δυνάμεων για την προστασία μιας διεθνούς elite και το ξόδεμα πολλών εκατομμυρίων για το κόστος της ασφάλειας[26].
Το τέλος του πρώτου μέρους του κεφαλαίου αυτού αναφέρεται στην «τρομοκρατία» με τον τρέχοντα διευρυμένο, εννοείται, ορισμό: «τρομοκρατία είναι η υπολογισμένη χρήση βίας ή απειλή βίας για να εμπεδωθεί ο φόβος˙ που σκοπεύει να εξαναγκάσει ή να εκφοβίσει κυβερνήσεις ή κοινωνίες να ασχοληθούν με σκοπούς που είναι γενικά πολιτικοί, θρησκευτικοί ή ιδεολογικοί». Το αστικό περιβάλλον θεωρείται ιδανικό για (τέτοιου είδους) «τρομοκράτες» αφού μπορεί να παρέχει πρόσβαση σε πόρους, μέσα μεταφοράς, επικοινωνίας και φυσικά πιθανούς συμπαθούντες, σε ότι δηλαδή προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τα κινήματα σε όλο τον κόσμο. Τα αντιτρομοκρατικά μέτρα που προτείνονται από το εγχειρίδιο, όπως η αύξηση των μέτρων ασφαλείας σε κάποια κτίρια, ήδη εφαρμόζονται σε μεγάλη κλίμακα και στον πρώτο κόσμο.
Αν, όταν διαβάζει κανείς το εγχειρίδιο για Στρατιωτικές Επιχειρήσεις σε Αστικοποιημένο Έδαφος, έχει όντως την αίσθηση ότι αφορά σε επιχειρήσεις σε χώρες του Τρίτου Κόσμου ή τη Μέση Ανατολή και για να βρει ομοιότητες με αυτά που συμβαίνουν στις δυτικές πόλεις χρειάζεται να κάνει συγκρίσεις και αναγωγές, το εγχειρίδιο για τις Επιχειρήσεις Πολιτικών Αναταραχών (CDO) δεν αφήνει καμία αμφιβολία περί τίνος πρόκειται. Στην πρώτη του φράση κατατάσσει τις επιχειρήσεις σε αυτές που γίνονται εντός των ΗΠΑ και σε αυτές που γίνονται εκτός. Αυτή η διάκριση στη συνέχεια εξαφανίζεται και οι επιχειρήσεις είναι σχεδόν πανομοιότυπες.
Αφού γίνει σαφές στην εισαγωγή ότι όποτε χρειάζεται ο στρατός θα επεμβαίνει και στις αστικές περιοχές των ΗΠΑ για καταστολή, το εγχειρίδιο ασχολείται αρχικά με το «περιβάλλον των πολιτικών αναταραχών». Παρατίθενται οι λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν σε πολιτικές αναταραχές, ενώ ακολουθεί ανάλυση των τρόπων ανάπτυξης του σώματος μιας συγκέντρωσης, διάλυσής του, των δυναμικών του πλήθους, των «τύπων» πλήθους, των τακτικών και των όπλων που χρησιμοποιεί. Το βάρος πλέον, μετατίθεται από τη γνώση του χώρου στη γνώση του πλήθους των διαδηλωτών. Γι’ αυτό η προσπάθεια κατάταξης/κωδικοποίησης που έγινε στο MOUT και αφορούσε στον πολύπλοκο αστικό χώρο, εφαρμόζεται τώρα πάνω στο πλήθος των διαδηλωτών. Η εξουσία για να γνωρίσει, πρέπει να κατατάξει και να οριοθετήσει το αντικείμενό της, εδώ τους διαδηλωτές, ακόμα και αν αναγνωρίζει πως ο μόνος περιορισμός για αυτούς είναι η ίδια τους η φαντασία[27]. Έτσι κατατάσσει τις διάφορες συγκεντρώσεις πολιτών σε πρόχειρες, θεαματικές[28], ταραγμένες και όχλους, και τις τακτικές του πλήθους σε μη-βίαιες, σε βίαιες και σε ταραχές. Σε κάθε περίπτωση προτείνει την αντίστοιχη αντίδραση της στρατιωτικής δύναμης. Έπειτα, συγκεντρώνονται οι βασικές τακτικές που χρησιμοποιούν οι διαδηλωτές όταν γίνουν βίαιοι: οδοφράγματα, μολότοφ, πυροσβεστήρες, πέτρες, σφεντόνες και αντιπερισπασμοί είναι αυτές που περιλαμβάνονται και λαμβάνονται υπ’ όψη στις επιχειρήσεις. Τέλος, παρουσιάζονται τα όπλα σε μια κλίμακα που ξεκινάει από τη λεκτική επίθεση και καταλήγει στα εκρηκτικά και τις βόμβες.
Στη συνέχεια του κειμένου, που περιλαμβάνει τον σχεδιασμό των επιχειρήσεων, διάφορα νομικά θέματα και τις διαδικασίες των συλλήψεων και του σωματικού ελέγχου, δεν διαβάζουμε κάτι διαφορετικό από αυτά που βλέπουμε στους δρόμους των δυτικών πόλεων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από μεγάλες και κυρίως βίαιες συγκεντρώσεις. Παρακολούθηση για απόκτηση πληροφοριών σχετικά με το που, πότε και γιατί γίνεται μια διαδήλωση, προειδοποίηση των διαδηλωτών να διαλυθούν ησύχως, μεσολάβηση πολιτικών και «ηγετών» για να ηρεμήσουν τα πνεύματα, βιντεοσκόπηση των διαδηλώσεων πριν και κατά τη διάρκεια.
Ακολουθούν τα κεφάλαια για τη χρήση του γκλομπ, της ασπίδας, του εξοπλισμού, των μη-φονικών όπλων (NLW: Non-Lethal Weapons) και τους σχηματισμούς των διμοιριών. Ειδικά τα μη-φονικά όπλα θεωρούνται ότι πιο χρήσιμο για την καταστολή και τονίζεται η έρευνα που έχει γίνει και που συνεχίζεται για την ανάπτυξη τέτοιων όπλων. Βέβαια, όταν τα μη-φονικά όπλα δεν αρκούν, το εγχειρίδιο εννοείται ότι προτείνει τη χρήση φονικών πυρών, που ούτως ή άλλως παρακολουθούν από απόσταση όλες αυτές τις επιχειρήσεις. Στη συνέχεια, σχεδιάζονται οι τεχνικές αντιπαράθεσης με τους διαδηλωτές στην κλίμακα των σωμάτων διαδηλωτών και στρατιωτών. Η αντίστοιχη εικονογράφηση και οι οδηγίες δεν αποκαλύπτουν σχεδόν τίποτα που να μην αντιστοιχεί στην εμπειρία κάποιου που έχει διαδηλώσει τα τελευταία χρόνια: οι κινήσεις των στρατιωτικών δυνάμεων στον αστικό χώρο, οι σχηματισμοί, η χρήση των γκλομπ, τα σημεία του σώματος του διαδηλωτή όπου πρέπει να γίνονται τα χτυπήματα και από την άλλη ο εξοπλισμός, τα κράνη, τα γκλομπς, οι ασπίδες, οι «φυσούνες», οι κρότου-λάμψης, τα δακρυγόνα, οι πλαστικές σφαίρες, οι εκτοξευτήρες δακρυγόνων είναι όλα εκεί. Όπλα για τη στρατιωτική αντιμετώπιση των πολιτικών αναταραχών.
Ο χώρος, όπως είπαμε και πριν, στην περίπτωση των αστικών πολιτικών αναταραχών δεν θεωρείται το κυριότερο στοιχείο που πρέπει να προσέξει ο στρατός στις επιχειρήσεις του. Άλλωστε ενώ οι πόλεις είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, οι τακτικές που έχουν αναπτυχθεί είναι τόσο προσαρμόσιμες στα διάφορα αστικά περιβάλλοντα, που παντού οι δυνάμεις ασφαλείας, όποιες κι αν είναι αυτές, κάνουν τα ίδια πράγματα. Ένα παράρτημα, λοιπόν, αναλύει τους τύπους των αστικών περιοχών και τις μορφές του πλέγματος των δρόμων. Της σκακιέρας, δηλαδή, όπου θα αναπτυχθούν κινήσεις διαδηλωτών και στρατιωτικών δυνάμεων. Το αστικοποιημένο αυτό περιβάλλον μπορεί να παρουσιάζει διάφορες δυσκολίες σαν χώρος μάχης, αλλά σε γενικές γραμμές υπάρχει η δυνατότητα να γίνει κατανοητό και αναγνωρίσιμο. Το αστικό περιβάλλον είναι κωδικοποιημένο.
Αυτό που προβληματίζει περισσότερο είναι ο ανθρώπινος παράγοντας, η πολυπλοκότητα της αστικής κοινωνίας, η οποία δεν μπορεί να προσεγγιστεί εύκολα. Στην πραγματικότητα, το εγχειρίδιο ζητά σχεδόν κοινωνιολογική μελέτη από τους επικεφαλής των επιχειρήσεων ώστε η διαχείριση του πλήθους να γίνει με τον «σωστό» τρόπο. Δουλειά για κοινωνιολόγους σε καιρούς ανεργίας…
η ελληνική εμπειρία
Στην Ελλάδα, η στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας άρχισε με το που ο στρατός αναγκάστηκε να αποσυρθεί από τα δημόσια πράγματα και από τη διαφύλαξη της εσωτερικής δημόσιας τάξης, δηλαδή, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Παρ’ όλα αυτά, έλληνες αξιωματικοί της αστυνομίας είχαν επισκεφθεί τις ΗΠΑ για ενημέρωση και εκπαίδευση ήδη από το ‘61[29]. Και το ’74, με την πτώση της χούντας, φτιάχνονται τα ΜΑΤ, το πρώτο αστυνομικό σώμα στο οποίο «η πειθαρχία θα είναι στρατιωτική»[30] τα οποία εκπαιδεύονται σύμφωνα με αυτά που είχαν δει οι αξιωματικοί που είχαν επισκεφθεί τις ΗΠΑ.
Από την πτώση της χούντας και την εισαγωγή του κεϋνσιανού κοινωνικού συμβολαίου και στην Ελλάδα, έχουμε την «επιστροφή του στρατού στους στρατώνες». Η διαχείριση της εσωτερικής ασφάλειας γίνεται υπόθεση της αστυνομίας και για το λόγο αυτό η αστυνομία εξοπλίζεται και εκπαιδεύεται. Τα πράγματα παραμένουν έτσι ως και το 2001. Όλη αυτή την περίοδο η εμπλοκή του στρατού σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας θεωρείται «εκτροπή», αλλά ταυτόχρονα τα ΜΑΤ αρχίζουν να μοιάζουν όλο και περισσότερο με στρατό, αλλάζοντας από το ’96 το χρώμα της στολής τους σε χακί, ενώ η αστυνομία εμπλουτίζεται με νέα στρατιωτικοποιημένα σώματα, όπως τους συνοριοφύλακες (1998) και με ειδικές δυνάμεις, όπως την Ο.Π.Κ.Ε. (1999). Αυτά προστίθενται στα πιο παλιά ΕΚΑΜ και ΥΜΕΤ.
Το 2001, το ελληνικό κράτος αναθεωρεί το αμυντικό του δόγμα ώστε αυτό να συμβαδίζει με τις «απαιτήσεις» των καιρών. Στα καθήκοντα του στρατού εντάσσεται πλέον και η αντιμετώπιση των ασύμμετρων απειλών. Το εύρος των «απειλών» οι οποίες εντάσσονται κάτω από τον κατηγορία της ασυμμετρίας, φαίνεται ξεκάθαρα στο σχετικό παράδειγμα του κειμένου της «αμυντικής στρατηγικής αναθεώρησης» που μας ενημερώνει ότι πρόκειται για: «μια σύγκρουση» γενικά, όπου «από τη μία βρίσκεται ένα οργανωμένο κράτος και από την άλλη έχουμε ομάδες συμφερόντων»(!)[31]. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ποιων τα συμφέροντα εννοεί…
Οι βασικότερες ασύμμετρες απειλές που αντιμετωπίζει η χώρα, όπως αυτές προκύπτουν από το ίδιο κείμενο, είναι: διεθνής τρομοκρατία, όπλα μαζικής καταστροφής, διεθνές οργανωμένο έγκλημα, εμπόριο ναρκωτικών, διαφθορά και λαθρομετανάστευση, η οποία εκτός από «εισβολή προσφύγων από βαλκανικές χώρες», συνεπάγεται και τον πρόσθετο «κίνδυνο» της «διασποράς μουσουλμανικών θυλάκων στα βόρεια σύνορα με απροσδιόριστες [sic] απειλές»[32].
Βλέπουμε, πως αν και ουσιαστικά, με βάσει τους τρέχοντες ορισμούς της τρομοκρατίας, τους οποίους έχει αποδεχθεί το ελληνικό κράτος στα πλαίσια της συμμετοχής του στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, στοχοποιούνται τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα, στα επίσημα ελληνικά κείμενα οι διατυπώσεις δεν είναι τόσο ξεκάθαρες όσο στις άλλες δυτικές χώρες. Το γεγονός αυτό οφείλεται στους πολιτικούς συσχετισμούς και στις ισορροπίες του μεταπολιτευτικού ελληνικού κράτους και στις κοινωνικές μνήμες από την εμπειρία της χούντας, με την συνακόλουθη εμπλοκή του στρατού στη δημόσια ζωή και την καταστολή. Για τους λόγους αυτούς, η διαδικασία όσμωσης στρατού και αστυνομίας με τονισμό του ρόλου του στρατού που παρατηρείται στις άλλες δυτικές χώρες, στην Ελλάδα ακολουθεί κατά βάση αντίθετη φορά. Αντί, δηλαδή, ο στρατός να αναλαμβάνει, μέχρι στιγμής, αστυνομικά καθήκοντα[33], παρατηρούμε την αστυνομία να στρατιωτικοποιείται αναλαμβάνοντας για παράδειγμα τη φύλαξη των συνόρων (δίπλα στο στρατό) και εξελίσσοντας τις τακτικές καταστολής, ώστε να συμβαδίζουν με τα δόγματα για μη-πολεμικές επιχειρήσεις που είδαμε παραπάνω.
Από το 2001, όμως, χρόνο με τον χρόνο, εξελίσσεται εντατικά και εντός της ελληνικής επικράτειας η διαδικασία προετοιμασίας και εμπλοκής του στρατού σε επιχειρήσεις εσωτερικής ασφάλειας, ταυτόχρονα με την υιοθέτηση από την αστυνομία των τακτικών του δόγματος για μη-πολεμικές επιχειρήσεις. Ας κάνουμε μια γρήγορη αναδρομή στα γεγονότα.
Το 2001 αλλάζει το αμυντικό δόγμα της χώρας, όπως ειπώθηκε παραπάνω, για να προσαρμοστεί στην μετά-11/9 εποχή. Το 2002 γίνεται η πρώτη άσκηση του ελληνικού στρατού για την καταστολή διαδηλώσεων σε στρατόπεδο της Βέροιας[34]. Αντίστοιχες ασκήσεις γίνονται τακτικά[35] με τελευταία αυτή που έγινε πέρυσι τον Φεβρουάριο στο Κιλκίς με το όνομα «Καλλίμαχος». Μονάδες του ελληνικού στρατού, στα πλαίσια της συμμετοχής τους σε δυνάμεις ταχείας επέμβασης του ΝΑΤΟ, εκπαιδεύονται εκτός των άλλων και στις μη-πολεμικές επιχειρήσεις (MOOTW), οι οποίες, το ξαναείπαμε, μπορούν να διεξαχθούν εκτός αλλά και εντός συνόρων. Το καλοκαίρι του 2003 λαμβάνει χώρα στο Πόρτο Καρράς της Χαλκιδικής η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει εμπλοκή του στρατού (αν και έχουμε του λιμενικού) αλλά τη στρατιωτικοποίηση ολόκληρης της χερσονήσου της Σιθωνίας αναλαμβάνει η αστυνομία με 50.000 προσωπικό[36]. Μάλιστα, αστυνομικοί περιπολούσαν τα δάση γύρω από το κτίριο της Συνόδου, ενώ είχε επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων στο μεγαλύτερο μέρος του οδικού δικτύου της χερσονήσου για 2-3 μέρες[37]. Οι κάτοικοι επιτρεπόταν να κυκλοφορήσουν επιδεικνύοντας ειδική άδεια που τους είχε παρασχεθεί, τους επιβλήθηκε, δηλαδή, ένας ημι-στρατιωτικός νόμος.
Επίσημη εμπλοκή του στρατού σε επιχειρήσεις εσωτερικής ασφάλειας υπάρχει για πρώτη φορά μετά το ’74 στην Ολυμπιάδα του 2004. Η βασικότερη παράμετρος της προετοιμασίας της «πρώτης Ολυμπιάδας μετά την 11/9» ήταν η Ολυμπιακή Ασφάλεια, η οποία περιλάμβανε όλο το πλέγμα και το εύρος των σχετικών μηχανισμών: αστυνομία, στρατό, λιμενικό, ειδικές δυνάμεις, ιδιωτικές εταιρείες σεκιούριτι, αλλά και των τεχνολογιών (το περίφημο C4I). Συγκροτήθηκαν επιτροπές διακλαδικής συνεργασίας ενόπλων δυνάμεων και δυνάμεων ασφαλείας, επιτροπές συντονισμού και υπήρξε προετοιμασία για σενάρια από τρομοκρατικό χτύπημα ως βιολογικό, χημικό και πυρηνικό πόλεμο(!). Κάτω από το ιδεολόγημα του «εθνικού στόχου» της Ολυμπιάδας, ο στρατός ξαναβγήκε στους δρόμους της Αθήνας. Οι φαντάροι που συμμετείχαν σε αυτή την επιχείρηση μπορούσαν να χρησιμοποιούν τα όπλα τους όπως και οι αστυνομικοί, μέσω σχετικού νόμου που δημοσιεύτηκε την τελευταία μέρα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ[38]. Η Ολυμπιάδα υπήρξε χρυσή ευκαιρία για την απόκτηση εμπειρίας πάνω σε κοινές επιχειρήσεις όλων των κατασταλτικών μηχανισμών και μηχανισμών ασφαλείας. Φυσικά, η εμπλοκή του στρατού στη φύλαξη των ολυμπιακών εγκαταστάσεων συνεχίστηκε και μετά την Ολυμπιάδα, με 1.000 φαντάρους και στελέχη, ενώ για να συντονίζει το νέο αυτό καθήκον, διατηρήθηκε και η βασική δομή που συντόνιζε τις κοινές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της Ολυμπιάδας, η «Στρατιωτική Διακλαδική Δύναμη Ασφάλειας Ο.Α. 2004»[39].
Μετά τους ολυμπιακούς αγώνες, ακολουθεί μια περίοδος αναβάθμισης της χρήσης βίας και της στρατιωτικοποίησης των μεγάλων ελληνικών πόλεων, κυρίως της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια μεγάλων κινητοποιήσεων. Οι φοιτητικές κινητοποιήσεις του 2006-07, η εξέγερση του Δεκέμβρη του ‘08[40], η αντίσταση της Κερατέας το ’09-’10 και οι αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις της περσινής χρονιάς, όλα αντιμετωπίστηκαν από τις αστυνομικές δυνάμεις ως πολεμικές επιχειρήσεις χαμηλής έντασης, ως «μη-πολεμικές» στρατιωτικές επιχειρήσεις. Οι τακτικές που χρησιμοποιήθηκαν, άλλοτε με επιτυχία για τις δυνάμεις καταστολής και άλλοτε με παταγώδη αποτυχία (όπως στη διάρκεια του Δεκέμβρη και των γεγονότων της Κερατέας), και θα χρησιμοποιούνται και από εδώ και πέρα είναι αυτές ακριβώς που περιγράφουν τα αμερικανικά εγχειρίδια για τις αντίστοιχες περιπτώσεις. Είδαμε, άλλωστε, ότι εισάγουμε σχετική τεχνογνωσία από τις ΗΠΑ ήδη από τη δεκαετία του ’60.
Χαρτογράφηση και κωδικοποίηση του χώρου της πόλης, προληπτικές συλλήψεις, μπλόκα, επιδείξεις δύναμης, αναγνωρίσεις στοιχείων ταυτότητας και παρεμπόδιση της πρόσβασης, αποκλεισμός των κυβερνητικών κτιρίων και των γύρω περιοχών, εκμετάλλευση της διάταξης του οδικού δικτύου για τη διάλυση των διαδηλώσεων, χρήση τόνων από «μη-φονικά» όπλα[41], ψυχολογικές επιχειρήσεις μέσω των ΜΜΕ, όλα στοιχεία ενός πολέμου χαμηλής έντασης, εφαρμόζονται από τις αστυνομικές δυνάμεις καταστολής μεταμορφώνοντας τα κέντρα των πόλεων όλο και συχνότερα σε στρατιωτικοποιημένες ζώνες.
Βάφοντας το γκρι, χακί.
Καταλήγοντας, μπορούμε να πούμε ότι η διαδικασία που έχει προχωρήσει αρκετά αλλά βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη είναι η όσμωση των ρόλων στρατού και αστυνομίας. Είτε με ευθεία εμπλοκή του στρατού, είτε με στρατιωτικοποίηση των τακτικών των αστυνομικών δυνάμεων, η στρατιωτική αντιμετώπιση των ριζοσπαστικών κινημάτων, αυτών που αντιδρούν στην καπιταλιστική κυριαρχία είναι ήδη ένα γεγονός. Ο χώρος των πόλεων είναι ο χώρος αυτής της μάχης. Και είναι χώρος γνωστός, οικείος, επεξεργασμένος, τελικά κωδικοποιημένος από τις δυνάμεις καταστολής. Τουλάχιστον στις δυτικές μητροπόλεις.
Η στρατιωτικοποίηση του χώρου των πόλεων για μικρά χρονικά διαστήματα «κρίσεων», όταν οι μάζες, δηλαδή, βγαίνουν στους δρόμους, μέσω της ανάπτυξης pop-up στρατών (είτε από μπάτσους, είτε από καραβανάδες) είναι η στρατηγική επιλογή από πλευρά κράτους και κεφαλαίου για την ενσωμάτωση του πληθυσμού. Αντί για νοσοκομεία, σχολεία, κοινωνική πρόνοια και αντίστοιχα «ειρηνική» ενσωμάτωσή του, προτιμούν να πληρώνουν (λιγότερα) ώστε να αντιμετωπίζουν στρατιωτικά τους αποκλεισμένους.
Και φυσικά, όσο πιο συχνά το πλήθος των αποκλεισμένων και υποτιμημένων εμφανίζεται στο προσκήνιο, τόσο η στρατιωτικοποίηση του χώρου των πόλεων παίρνει μονιμότερα χαρακτηριστικά. Με λίγα λόγια: δεν θα ξυπνήσουμε ξαφνικά μια μέρα με το ραδιόφωνο να παίζει στρατιωτικά εμβατήρια και τα τανκς να κάνουν βόλτες στους δρόμους˙ ο στρατός βρίσκεται ήδη σε αυτούς κι ας μην φοράει στολή παραλλαγής.
[1] Σουν Τζου, Η Τέχνη του Πολέμου, Βάνιας, σελ. 18
[2] US Department of the Army, Civil Disturbance Plan “GARDEN PLOT”, 10 September 1968
[3] Robert Warren, City Streets – The War Zones of Globalization: Democracy and Military Operations on Urban Terrain in the Early Twenty-First Century στο Stephen Graham, Cities, War and Terrorism, towards an urban geopolitics, Blackwell, 2003, σελ. 217
[4] ό.π.
[5] Συγχωρήστε την αγγλική συντομογραφία…
[6] για τις εταιρείες πολέμου βλ. το Εταιρείες Πολέμου, ΑΥΤΟ/ τ.7, σελ.11, Ιανουάριος 2006
[7] Μαρία Μαρκαντωνάτου, Το δόγμα της Επανάστασης στις Στρατιωτικές Υποθέσεις, Θέσεις, τ. 111, Απρίλιος – Ιούνιος 2010
[8] ό.π.
[9] Bryan Finoki, MOUT Urbanism, http://subtopia.blogspot.com, 23 February 2008
[10]Ιός της Κυριακής, Μεταμοντέρνοι συνταγματάρχες. Στρατός και “εσωτερικός εχθρός”, Η αλλαγή αμυντικού δόγματος των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων μετά την 11η Σεπτεμβρίου, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 14.11.2004.
[11] MG James Delk, CAARNG (Ret.), A Domestic Case Study – The 1992 Los Angeles Riots, The City’s Many Faces – Proccedings of the RAND Arroyo-MCWL-J8 UWG Urban Operations Conference, April 13-14, 1999
[12] Robert Warren, City Streets – The War Zones of Globalization: Democracy and Military Operations on Urban Terrain in the Early Twenty-First Century στο Stephen Graham, Cities, War and Terrorism, towards an urban geopolitics, Blackwell, 2003, σελ. 219
[13] Robert Warren, City Streets – The War Zones of Globalization: Democracy and Military Operations on Urban Terrain in the Early Twenty-First Century στο Stephen Graham, Cities, War and Terrorism, towards an urban geopolitics, Blackwell, 2003, σελ. 221
[14] Peter Marcuse, The “War on Terrorism” and Life in Cities after September 11, 2001 στο Stephen Graham, Cities, War and Terrorism, towards an urban geopolitics, Blackwell, 2003, σελ. 275
[15] Stephen Graham, When Life Itself is War: On the Urbanization of Military and Security Doctrine, International Journal of Urban and Regional Research Vol. 36, Issue 1, January 2012, σελ. 137
[16] ό.π. , σελ. 138
[17] Ιός της Κυριακής, ό.π.
[18] Stephen Graham, ό.π. σελ. 141
[19] Stephen Graham, ό.π. σελ. 139
[20] Άννα Ιωαννίδου, Η διαμόρφωση των σχέσεων κράτους και πολίτη μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, www.archive.gr, 2010, σελ. 8
[21] Marine Corps Warfighting Publication (MCWP) 3-35.3, Military Operations on Urbanized Terrain (MOUT), 1998
[22] Headquarters, Department of the Army, Civil Disturbance Operations, FM 3-19.15, April 2005
[23] Eyal Weisman, Η Τέχνη του Πολέμου, Ο ισραηλινός στρατός διαβάζει Deleuze και Guattari (και Debord), www.metamute.org, 2006 στο www.rebelnet.gr
[24] Stephen Graham, ό.π., σελ. 149
[25] τα εισαγωγικά δικά μας.
[26] Robert Warren, ό.π., σελ. 222
[27] Headquarters, Department of the Army, Civil Disturbance Operations, FM 3-19.15, April 2005, σελ. 1-7
[28] αυτές που σχετίζονται με κάποιο θέαμα όπως αθλητικό αγώνα, κάποιο μεγάλο ατύχημα κλπ.
[29] Ιός της Κυριακής, Η αστυνομική μεταπολίτευση, Πως έφτιαξα τα ΜΑΤ, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 01.08.2004.
[30] Χρήστος Μπρατάκος, ΜΑΤ οι κρανοφόροι, Αιγόκερως, 1982. σελ.47
[31] Ιός της Κυριακής, ο.π.
[32] Ιός της Κυριακής, ο.π.
[33] με εξαιρέσεις φυσικά, όπως την Ολυμπιάδα το ’04 και τη μεταολυμπιακή φύλαξη των εγκαταστάσεων.
[34] παρουσία μάλιστα του τότε Υπουργού Άμυνας του Γ. Παπαντωνίου, Στρατιωτική άσκηση κατά των διαδηλώσεων, Ριζοσπάστης φ.8225, 17 Μάρτη 2002 , σελ. 2
[35] σύμφωνα με δηλώσεις του Υπ. Άμυνας Μπεγλίτη τέτοιες ασκήσεις έγιναν το ’04, το ’07 και το ’08, Άσκηση καταστολής Πλήθους στο Κιλκίς, Πλήρης κάλυψη από την κυβέρνηση, Ριζοσπάστης φ.10890, 11.02.2011, σελ. 3
[36]«Για το έργο αυτό, απασχολήθηκαν συνολικά 49.764 Αστυνομικοί. Συγκεκριμένα, 31.055 Αστυνομικοί απασχολήθηκαν σε μέτρα τάξης, 8.998 σε μέτρα τροχαίας και 9.711 σε μέτρα ασφάλειας. Συνολικά, το προσωπικό αυτό εργάσθηκε 245.133 ημέρες εργασίας. Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν 6.087 οχήματα, ελικόπτερα σε 23 περιπτώσεις, μαγνητικές θύρες – θερμικές κάμερες – φορητοί πομποδέκτες – λοιπός τεχνικός εξοπλισμός και αστυνομικοί σκύλοι σε 2.253 περιπτώσεις», από το site της ΕΛ.ΑΣ.
[37] Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ, Στο ρυθμό της Συνόδου – Υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας αρχίζει την Πέμπτη η Σύνοδος Κορυφής της Θεσσαλονίκης, 19 Ιουν. 2003 στο www.in.gr
[38] ΦΕΚ 2004/Β/486 της 5.3.04 Άρ. 4, παρ. 2
[39] Ιός της Κυριακής, ο.π.
[40] Για να το συνδέσουμε με την όλη κουβέντα που γίνεται σε αυτό το άρθρο, να πούμε πως χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι καταστάσεις τόσο ανόμοιες μεταξύ τους όσο η εξέγερση του Δεκέμβρη και οι πυρκαγιές του καλοκαιριού του ’07 μπήκανε κάτω από την κατηγορία της «ασύμμετρης επίθεσης» και της «ασύμμετρης απειλής» από την τότε κρατική διοίκηση.
[41] Μην ξεχνάμε πως μετράμε ήδη στη χώρα μας ένα νεκρό από «μη-φονικά» όπλα. Τον συνδικαλιστή οικοδόμο Δημήτρη Κοτζαρίδη, μέλος του ΠΑΜΕ.