Η περίοδος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που διανύουμε σήμερα μοιάζει να αποτελεί έναν ιστορικό κόμβο όπου διαμορφώνονται τα χαρακτηριστικά μιας νέας ιστορικής περιόδου. Οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές και περνάνε μέσα από τομές που προφανώς δεν περιορίζονται μόνο στο οικονομικό επίπεδο ενός παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, αλλά αλλάζουν ριζικά και το κοινωνικό εποικοδόμημα και το ίδιο το κίνημα διεθνώς. Η «δημιουργική» καταστροφή που επιβάλει η καπιταλιστική κρίση και συνοδεύεται από την πρωτοφανή και βίαιη επίθεση από μεριάς του κράτους και του κεφαλαίου προς σχεδόν ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο είναι μονάχα το ένα σκέλος. Η ταξική πάλη είναι αυτή που καθορίζει την εξέλιξη της ιστορίας και αυτή επίσης αφορά τον ρόλο των κυριαρχούμενων και το πώς αυτοί βρίσκουν τρόπους να πρωταγωνιστούν. Τα «κινήματα των πλατειών»1 έχουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όχι μόνο επειδή είναι πρωτοφανή και πρωτότυπα, αλλά επειδή ανοίγουν νέους, ίσως πιο αποτελεσματικούς δρόμους για την κοινωνική χειραφέτηση. Θα μπορούσε να πει κανείς πως απρόβλεπτα και αυθόρμητα κινήματα τέτοιας κλίμακας εμπεριέχουν τις εμπειρίες ενός συλλογικού υποσυνείδητου με την έννοια ότι με έναν πολύ φυσικό τρόπο χρησιμοποιούν εργαλεία που φαινόντουσαν ξεχασμένα. Ταυτόχρονα όμως δημιουργούν μια νέα καινοτόμο πολιτική εμπειρία, ορίζουν μια νέα εποχή. Στο κείμενο αυτό θα εστιάσουμε στο ελληνικό παράδειγμα και πιο συγκεκριμένα στην περίπτωση της πλατείας Συντάγματος.
Θεωρούμε λοιπόν πως το κίνημα αυτό σηματοδοτεί μια ποιοτική τομή για τους κοινωνικούς αγώνες στην Ελλάδα. Αν δούμε τη Μεταπολίτευση ως την περίοδο κατά την οποία η πολιτική διεξαγόταν μέσω της αντιπροσώπευσης και ενσωμάτωσης της πλειοψηφίας των κοινωνικών ομάδων, σήμερα είναι σαφές πως η πολιτική (της κυρίαρχης εξουσίας) καθορίζεται ερήμην του κοινωνικού σώματος, από το οποίο δεν αποζητάται ούτε καν μια κάποια νομιμοποίηση. Η πρόσφατη συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ ΝΔ και ΛΑΟΣ συμπυκνώνει γλαφυρά την υπέρβαση της μεταπολίτευσης από τη μεριά του αστισμού. Από την άλλη, οι πλατείες μάλλον αποτυπώνουν «το τέλος της Μεταπολίτευσης» από κινηματική όμως σκοπιά, σαν μια προσπάθεια υπέρβασης του πολιτικού αποκλεισμού που υφίστανται οι μάζες. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά πολύπλευρο και πολυσήμαντο κίνημα και για αυτό είναι δύσκολο να βγάλει κανείς εύκολα γενικά συμπεράσματα, τα οποία συχνά καταλήγουν να είναι αντιφατικά, όπως φαίνεται και από την μέχρι τώρα συζήτηση και τα κείμενα που έχουν γραφτεί. Για να συνεισφέρουμε και εμείς από τη μεριά μας στην συζήτηση για τις πλατείες και για να μην είμαστε πληκτικοί θα προσπαθήσουμε να είμαστε κομβικοί στη γενικότερη ανάλυση του θέματος, δίνοντας έμφαση στη χωρική διάσταση του κινήματος, στους συμβολισμούς που αυτό παρήγαγε, στη σχέση του με τη δημόσια σφαίρα καθώς και την επανοηματοδότηση του δημόσιου χώρου ως χώρου πολιτικού.
Η συγκυρία όπως διαμορφώθηκε πριν το κίνημα των πλατειών στην Ελλάδα και διεθνώς.
Τον Μάιο του 2011 έχει ήδη περάσει ένας χρόνος εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής ενώ, παρά τις σποραδικές αλλά μαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις που πραγματοποιούνται, δεν φαίνεται να δημιουργείται κανενός είδους ρήγμα στην εντεινόμενη κοινωνική επίθεση. Εξαίρεση αποτελούν οι 300 μετανάστες απεργοί πείνας και η Κερατέα που οδήγησαν την κυβέρνηση σε υποχώρηση, παρόλο που τα κινήματα αυτά δεν σχετίζονται άμεσα με τον πυρήνα της πολιτικής του μνημονίου. Ωστόσο, στο διεθνές σκηνικό οι πρωτοφανείς εξεγέρσεις στην Αίγυπτο και τον αραβικό κόσμο δείχνουν να έχουν μια αντανάκλαση στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς.2 Το κίνημα των «αγανακτισμένων», όπως έγινε γνωστό στις πλατείες της Ισπανίας, τελικά βρήκε μια έκφρασή και στην Ελλάδα και οδήγησε σε μια κοινωνική έκρηξη με νέα χαρακτηριστικά.
Σύντομο χρονικό
Ύστερα από την απήχηση του κινήματος των indigados στην Ισπανία, βγαίνει μέσω διαδικτύου κάλεσμα για συγκέντρωση την 25 Μαΐου στην πλατεία Συντάγματος και σε άλλες κεντρικές πλατείες της χώρας. Οι συγκεντρωμένοι είναι κάποιες χιλιάδες και το βράδυ γίνεται η πρώτη συνέλευση στο σύνταγμα με περίπου 300 άτομα συμμετέχοντες, ενώ στήνονται και οι πρώτες σκηνές. Οι συγκεντρώσεις και οι συνελεύσεις συνεχίζονται καθημερινά και την Κυριακή 29 Μαΐου που είναι πανευρωπαϊκή ημέρα κινητοποιήσεων γίνεται μια πρωτοφανής σε όγκο συγκέντρωση εκατοντάδων χιλιάδων κόσμου. Αντίστοιχα μαζική συγκέντρωση πραγματοποιείται μια βδομάδα μετά, στις 5 Ιούνη, οπότε και γίνεται αυθόρμητη προσπάθεια αποκλεισμού των βουλευτών, οι οποίοι αναγκάζονται να φυγαδευτούν μέσω του εθνικού κήπου με τη βοήθεια της αστυνομίας και της πυροσβεστικής. Οι συνελεύσεις αποκτούν σταδιακά βαθύτερο πολιτικό λόγο με συζητήσεις, εκτός των άλλων, γύρω από τα ζητήματα της άμεσης δημοκρατίας, του χρέους και της λαϊκής αυτοοργάνωσης. Άμεσος υλικός στόχος καθίσταται η μη ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου και αποφασίζεται ο αποκλεισμός της βουλής στις 15 Ιουνίου, μέρα γενικής απεργίας. Τη μέρα αυτή η αστυνομία προσπαθεί ανεπιτυχώς να διαλύσει την συγκέντρωση, με τον κόσμο να παραμένει αποφασισμένος στην πλατεία. Ακολουθεί άλλη μία μαζική συγκέντρωση στις 21, μέρα ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Το απεργιακό διήμερο 28-29, ημέρα ψήφισης του μεσοπρόθεσμου, αντικειμενικά αποτέλεσε την κορύφωση του κινήματος των πλατειών, ήταν όμως και το όριο της όξυνσής του (στο διήμερο θα αναφερθούμε πιο αναλυτικά παρακάτω). Οι συνελεύσεις θα συνεχιστούν και μέσα στο καλοκαίρι, ωστόσο, σταδιακά απομαζικοποιούνται, ενώ στις 30 Ιουλίου αστυνομικές δυνάμεις εκκενώνουν την πλατεία με πρωτοβουλία του δημάρχου Καμίνη. Στις 3 Σεπτεμβρίου πραγματοποιείται άλλο ένα μαζικό κάλεσμα, ενώ όσα ακολουθούν γίνονται σποραδικά και έχουν μικρή συμμετοχή.
Η φυσιογνωμία του κινήματος
Αλλά ας πάρουμε πάλι τα πράγματα από την αρχή για να δούμε και πώς αυτή έγινε. Ήδη αναφερθήκαμε στον διεθνή αντίκτυπο των indigados και στην αίγλη των αραβικών εξεγέρσεων. Ωστόσο, αυτό που τελικά συνέβη ξεπερνούσε κατά πολύ έναν κινηματικό μιμητισμό, κάτι που εξάλλου επέβαλλαν και οι εκρηκτικές κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα. Το πρώτο στοιχείο που ξεχωρίζει είναι ο αυθόρμητος χαρακτήρας του που αποτυπώνεται τόσο στον τρόπο που αυτό οργανώθηκε (facebook, twitter, blogs κτλ.) όσο και στο θολό έως ανύπαρκτο αρχικά πρόσταγμα του. Να σημειώσουμε πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει πρώτη φορά. Πριν δύο χρόνια, όταν είχε καεί όση δασική έκταση είχε απομείνει στην Αττική, υπήρξε ένα αντίστοιχο κάλεσμα διαμαρτυρίας για τις φωτιές στην πλατεία Συντάγματος που μάλιστα συγκέντρωσε κάποιες χιλιάδες κόσμου. Με μια πρώτη ανάγνωση, είναι σαφές πως ένα τέτοιο πλαίσιο κινητοποίησης είναι ναρκοθετημένο, με την έννοια ότι εγκαλεί τα άτομα ως «Έλληνες» ή πολίτες και όχι ως κάποιου είδους συλλογικό, πολιτικό ή ταξικό υποκείμενο, να «αγανακτήσουν» ειρηνικά, δηλαδή να μην διεκδικήσουν κάτι, πόσο μάλλον να το επιβάλλουν. Αυτή την διάσταση του κινήματος είναι που αγκάλιασαν με περίσσιο ζήλο τα ΜΜΕ και προσπάθησαν να τη διαφυλάξουν ως κόρη οφθαλμού.3 Ωστόσο υπάρχει και μια άλλη σημαντική διάσταση του θέματος. Στις κοινωνικές συνθήκες της κρίσης που ζούμε σήμερα τα άτομα που βρίσκονται αποκομμένα από την δημόσια σφαίρα (άρα και από την πολιτική ή τον συνδικαλισμό) νιώθουν πολύ πιο έντονα την υλική ανάγκη να εκφραστούν και να συναντηθούν, να συνομιλήσουν ή και να πράξουν με άλλους.4 Αυτή η ανάγκη δεν σχετίζεται με μια αφηρημένη αναζήτηση συλλογικής ταυτότητας, αλλά με την ανάγκη συμμετοχής στην πολιτική, γεγονός που αποτυπώθηκε έντονα στην φυσιογνωμία του κινήματος της πλατείας.
Οι πλατείες ήρθαν να καλύψουν χωρικά την παραπάνω ανάγκη. Οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, οι καταλήψεις των πλατειών και η διεξαγωγή καθημερινών συνελεύσεων είναι γεγονότα με συνεχή ή τακτική διάρκεια που συνοψίζουν την μετάλλαξη των χώρων αυτών σε κάτι καινούριο. Θα αρκούσε κανείς απλά να σκεφτεί τους τελείως διαφορετικούς συνειρμούς που παράγει στον καθένα μας η λέξη «πλατεία» σήμερα. Επί της ουσίας η πλατεία έγινε ένας νέος δημόσιος χώρος με την πιο εξιδανικευμένη έννοια του όρου ή πιο σωστά ένας κοινός χώρος. Κάπως σχηματικά, ο δημόσιος χώρος είναι συνήθως συνυφασμένος με έναν κρατικό έλεγχο. Αντίθετα, ο κοινός χώρος ελέγχεται από τους συμμετέχοντες σε αυτόν με έναν αδιαμεσολάβητο τρόπο που και αυτός με την σειρά του μένει να οριστεί από τους ίδιους. Αυτή η διαδικασία προφανώς εμπεριέχει πολλές αντιφάσεις5, αλλά στην περίπτωση του Συντάγματος, παρά τις όποιες προβληματικές ή αδυναμίες υπήρξαν, κατάφερε να λειτουργήσει, όπως θα δούμε και στην συνέχεια.
Εδώ θα πρέπει να σταθούμε στο υπόβαθρο συγκρότησής αυτού του κοινού, καθώς και στο ποιό ήταν το περιεχόμενό του. Δεν θα αναφερθούμε τόσο στις αβάσταχτες υλικές συνθήκες που δημιουργεί η κρίση που είναι λίγο πολύ αυτονόητες, όσο σε αυτό που ακούγεται συχνά τελευταία ως «κρίση του πολιτικού συστήματος». Η κρίση του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος θεμελιώνεται στην έλλειψη πολιτικής έκφρασης ή ακόμα και αντιπροσώπευσης όλο και πιο διευρυμένων μαζών. Σε ένα πρώτο επίπεδο οδηγεί σε έναν κοινοβουλευτικό μηδενισμό και σε μια γενικότερη μηδενιστική αντίληψη περί της πολιτικής που μπορεί να έχει, μέχρι και σε φασίζουσες κατευθύνσεις («μια χούντα μας χρειάζεται»). Σε ένα δεύτερο επίπεδο όμως επαναφέρει ως άμεσο επίδικο για τις μάζες το ζήτημα της πολιτικής διακυβέρνησης. Το οποίο μπορεί να σημαίνει την απαίτηση για ένα «αδιάφθορο» πολιτικό σύστημα και «αδιάβλητες» κυβερνήσεις. Μπορεί όμως, να σημαίνει την απαίτηση για μια «συμμετοχική δημοκρατία» και την ενίσχυση «θεσμών του πολίτη» ή την εξασφάλιση του δικαιώματος ανάκλησης των ηγετών. Ή ακόμα, μπορεί και να σημαίνει την αναζήτηση μιας «άμεσης δημοκρατίας», μέσα από θεσμούς λαϊκής ή εργατικής αυτοοργάνωσης, που θα λειτουργεί αυτόνομα και ανταγωνιστικά ως προς τις κυρίαρχες δομές άσκησης της εξουσίας. Έτσι, το κίνημα διεκδίκησε κάτι παραπάνω από έναν δημόσιο χώρο (πράγμα που εξάλλου το κατοχύρωσε στην πράξη). Στην πιο προωθημένη του έκφανση διεκδίκησε την ίδια την πολιτική ως κοινό αγαθό.
Η χωροταξία του κινήματος έχει κάτι να μας πει, ιδιαίτερα στην περίπτωση της Αθήνας. Το κίνημα δεν συνευρέθηκε στην πλατεία Ομόνοιας ή στην Κλαυθμώνος, ούτε στα Προπύλαια που αποτελούν και τα παραδοσιακά σημεία συγκέντρωσης, αλλά στην πλατεία Συντάγματος, απέναντι από την βουλή, το κέντρο λήψης αποφάσεων. Όσο και αν κάποιος μπορούσε να ισχυριστεί ότι το κίνημα των αγανακτισμένων είχε χαρακτηριστικά μια εκτόνωσης ή ακόμα και ότι οι συνελεύσεις ήταν μαζικά group therapy, η κατάληψη της πλατείας (και ό,τι τη συνόδεψε) αποτελεί μια πράξη που ξεπερνά την έννοια της απλής διαμαρτυρίας και που συμβολίζει μια διαρκή σχέση αντιπαράθεσης μεταξύ πλατείας και βουλής. Χωρίς να αναιρούμε τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες του κινήματος και χωρίς να θέλουμε να είμαστε υπερβολικοί, υπήρχαν στοιχεία «κομουνοποίησης» της πλατείας, στο βαθμό που η πλατεία ήταν μια προσπάθεια δημιουργίας ενός ανταγωνιστικού της βουλής πόλου. Μια προσπάθεια αναζήτησης δρόμων υπέρβασης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και κανονικότητας.
Μια παρένθεση για την αρχιτεκτονική της πλατείας και την ιστορία της.
Αρχικά (το 1837) η σημερινή πλατεία συντάγματος ήταν δημόσιος κήπος των τότε πρόσφατα κτισμένων ανακτόρων και το σημείο που βρίσκεται σήμερα το μνημείο του αγνώστου στρατιώτη ήταν μια κεκλιμένη πλατεία. Το 1842 έγινε στον κήπο μια συμμετρική γεωμετρική διαμόρφωση κατά τον άξονα της Ερμού, αρχή που διατηρείται μέχρι σήμερα για το κάτω κομμάτι της πλατείας. Το 1843 γίνεται στρατιωτικό κίνημα που, έχοντας και λαϊκή υποστήριξη, διεκδικεί και τελικά επιβάλλει σύνταγμα, κίνημα από το οποίο η πλατεία πήρε το σύγχρονο όνομά της. Μέχρι τη δεκαετία του ‘30 η αρχιτεκτονική της πλατείας παραμένει σχεδόν ίδια. Το 1926 ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος αποφασίζει την δημιουργία του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη. Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας το έργο συνεχίζει και τελειώνει το 1932, με τον Ε. Βενιζέλο στην εξουσία. Ο συμβολισμός του όμως είναι πιο αναβαθμισμένος καθώς έχει μόλις προηγηθεί η μεταφορά της βουλής στο σημερινό κτίριο, που πλέον γίνεται το κέντρο του αστικού κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα, καθόλου δημοκρατικού για πολλά ακόμα χρόνια (το ‘36 ακολουθεί η δικτατορία Μεταξά, η κατοχή, ο εμφύλιος και ύστερα τα χρόνια της «Λευκής τρομοκρατίας» με αποκορύφωμα τη Χούντα). Πέραν του συμβολισμού του μνημείου που δεν είναι επί του παρόντος να αναλύσουμε, το έργο συνοδευόταν από μια υποβάθμιση του εδάφους που είχε σαν αποτέλεσμα την καλύτερη «οχύρωση» της βουλής, σχηματισμός που παραμένει ίδιος μέχρι σήμερα. Το κάτω μέρος της πλατείας είναι επίσης υποβαθμισμένο σε σχέση με την Αμαλίας και έχε μια αρκετά περίκλειστη μορφή. Η πρόσβαση στην πλατεία γίνεται από τρεις σκάλες στο κέντρο των βυθισμένων πλευρών ενώ μόνο η πλευρά προς την Φιλελλήνων είναι στο ίδιο επίπεδο με τον δρόμο. Υπάρχει λοιπόν μια σταδιακή σκλήρυνση των ορίων της πλατείας όσο πλησιάζει κανείς προς την βουλή. Ίσως για αυτό το λόγο η πλατεία λειτουργούσε περισσότερο σαν ένας χώρος ορόσημο για τις διαδηλώσεις, ως χώρος γειτνίασης με τα κέντρα λήψης αποφάσεων, παρά είχε κάποια άλλη πρακτική ή συμβολική αξία, αν εξαιρέσει κανείς την ύπαρξη του σταθμού του μετρό6 την τελευταία δεκαετία, και τη δυνατότητα συγκέντρωσης ή διαφυγής που παρείχε. Το σώμα των διαδηλωτών συνήθως βρισκόταν πέριξ αυτής παρά μέσα σε αυτή. Γενικότερα πάντως το Σύνταγμα συνδέθηκε με μια σειρά ιστορικών κινηματικών γεγονότων όπως τα Δεκεμβριανά του ‘44 ή την απαγορευμένη πορεία προς την αμερικάνικη πρεσβεία το 1980 και την δολοφονία του Κουμή και της Κανελλοπούλου, μέχρι να φτάσουμε στο σήμερα και τη νέα νοηματοδότηση της πλατείας.
Η κοινωνική σύνθεση της πλατείας
Το κίνημα των πλατειών πέραν του αγωνιστικού του περιεχομένου, είχε σαν αποτέλεσμα, όπως αναφέραμε, τη δημιουργία ενός κοινού χώρου που αφορούσε την πολιτική έκφραση ή, ακόμα, την παραγωγή και συνδιαμόρφωση πολιτικής. Το κοινό, ως χώρος αλλά και ως το σύνολο των ατόμων που συμμετέχουν σε αυτόν, θα έπαυε να είναι τέτοιο αν δεν περιλάμβανε ένα βασικό χαρακτηριστικό, τον πλουραλισμό. Αν δούμε το Σύνταγμα υπό αυτό το πρίσμα, η συγκέντρωση και η συνύπαρξη ποικίλων κοινωνικών ομάδων φαίνεται λογική και αναμενόμενη. Και πράγματι στην πλατεία συγκεντρώθηκαν διάφορες και αντιφατικές μεταξύ τους κοινωνικές ομάδες. Από τους συνταξιούχους στους παλιούς και νέους εργαζόμενους, στους φοιτητές και στους ανέργους. Όλοι αυτοί μάλιστα στους διάφορους πολιτικούς χρωματισμούς που αντικειμενικά φέρουν. Από τους «ελληνάρες», τους γραφικούς και τους παπάδες, στους Πασόκους και στους «νοικοκυραίους». Η όποια έκπληξη (ή και δυσαρέσκεια) που αυτό το φαινόμενο της συνύπαρξης δημιουργεί οφείλεται είτε στη μη κατανόηση αυτής της τάσης για τη δημιουργία ενός κοινού, είτε στην υποτίμηση της αναγκαιότητάς του. Και η αλήθεια είναι πως ένα χρονικό διάστημα πριν οι περισσότεροι από μας δεν αντιλαμβανόμασταν ως άμεσο επίδικο τη συγκρότηση αυτού του κοινού.
Ο αποκλεισμός από τη δημόσια σφαίρα και την πολιτική κοινωνικών ομάδων συνάδει παράλληλα με την υποτίμηση της εργασίας τους, διαδικασία που συμβαίνει άλλωστε εδώ και πολλά χρόνια. Ωστόσο, σήμερα αυτή η διαδικασία λαμβάνει άλλες ποιοτικές7 και ποσοτικές διαστάσεις, καθώς περιλαμβάνει πλέον και στρώματα της παραδοσιακής και νέας μικροαστικής τάξης που στο παρελθόν είχαν σε μεγάλο βαθμό ενσωματωθεί στη στρατηγική του «εθνικού εκσυγχρονισμού» και στην πολιτική του αστισμού γενικότερα. Έτσι, μπορεί στο Σύνταγμα να βρέθηκε το σύνολο αυτού που μπορεί να οριστεί ως λαός, ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι αίρονται οι πολιτικές αντιθέσεις των κοινωνικών υποκειμένων. Σε ένα πρώτο επίπεδο, αυτές οι αντιθέσεις σχηματοποιήθηκαν και συμπυκνώθηκαν τόσο χωρικά όσο και σε επίπεδο συμπεριφορών και πρακτικών με τον άτυπο διαχωρισμό των «πάνω» και των «κάτω» της πλατείας. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, αντιθέσεις συνέχισαν να υπάρχουν και στο εσωτερικό των δύο υποσυνόλων, με τη διαφορά ότι στο κάτω μέρος καταρχάς δημιουργήθηκε ένα πεδίο έκφρασης και αντιπαράθεσης των διαφορετικών απόψεων και θέσεων.
Ο διπολικός χαρακτήρας του κινήματος
Ο διαχωρισμός αυτός αντιστοιχεί, λοιπόν, στα διαφορετικά επίπεδα πολιτικής συνείδησης των συμμετεχόντων στις κινητοποιήσεις. Κάπως σχηματικά θα λέγαμε πως στους «πάνω» εκφράστηκαν εκείνα τα κομμάτια που κυρίως αισθάνονταν προδομένοι από το πολιτικό σύστημα και το κράτος, ενώ στους «κάτω» αυτοί που συνειδητοποιούν πιο έντονα ένα καθεστώς κοινωνικού και πολιτικού αποκλεισμού. Είναι λοιπόν περισσότερο σαφής μια ιδεολογική-πολιτιστική διαφορά, παρά μια ξεκάθαρη ταξική διαφοροποίηση.
Έτσι, στους «πάνω» εκφράστηκε κυρίαρχα η αγανάκτηση ως έκφραση της κρίσης αντιπροσώπευσης. Για αυτό στοχοποιήθηκε το σύνολο των βουλευτών (όχι μόνο των κυβερνώντων), αλλά και οι δημοσιογράφοι ως οι εκφραστές και οι εκπρόσωποι ενός πλήρως απονομιμοποιημένου πολιτικού συστήματος. Αυτό έγινε με έναν αυθόρμητο αλλά και έντονα πανηγυρικό τρόπο, μέσω μιας ιεροτελεστίας με λέιζερ, σφυρίχτρες, μούτζες και συνθήματα-τραγούδια σάτιρας και κατάρας. Ακόμα, δεν έλειπαν και οι ελληνικές σημαίες ως μια προσπάθεια αναπτέρωσης της θιγμένης εθνικής περηφάνιας ή μια κίνηση που ήθελε να στερήσει τη σημαία από κάποιους άλλους. Αντικειμενικά, η αγανάκτηση δεν μπορούσε να εξαλείψει τόσα χρόνια κυριαρχίας μικροαστικών ιδεολογημάτων και ηγεμονίας του ατομισμού. Μέσες άκρες, το πολιτικό στίγμα ήταν πως «300 κλέφτες-προδότες μας παίρνουν τα λεφτά και για αυτό φτάσαμε ως εδώ» (θα μπορούσαν να προστεθούν και πολλά άλλα κλισέ). Μια τέτοια αντίληψη δεν είναι μόνο «αταξική» ή «απολίτικη» αλλά εύκολα ρέπει και σε πιο φασίζουσες κατευθύνσεις (τέτοια ιδεολογήματα στην πραγματικότητα έχουν συγκεκριμένες πολιτικές απολήξεις). Ωστόσο, όπως εξελίχτηκε το κίνημα των πλατειών, η κυρίαρχη τάση ήταν μάλλον προς πιο προοδευτικούς και ριζοσπαστικούς άξονες. Αυτό δεν σημαίνει πως μιλάμε για μια γραμμική μετάλλαξη των «από πάνω», καθώς ήταν όντως εντυπωσιακή η μαζικότητα, η ζωντάνια και η χρονική συνέχεια των συγκεντρώσεων τους. Όμως, ακόμα και αν δεν ενώθηκαν ποτέ με τους «κάτω», η Λαϊκή Συνέλευση έγινε σταδιακά ο πιο ηγεμονικός και πρωταγωνιστικός πόλος του κινήματος των πλατειών.
Κάπως διαφορετικά ήταν τα πράγματα στο κάτω μέρος της πλατείας, όχι γιατί εκεί βρέθηκαν άτομα με κάποια ταξική ή ιδεολογική ομοιογένεια και καθαρότητα, αλλά γιατί πολύ απλά αποτέλεσε έναν πυρήνα συλλογικών διαδικασιών, πολιτικών ζυμώσεων και πολιτικών πρακτικών, που ίσως η πλειοψηφία των συμμετεχόντων βίωναν πρώτη φορά. Το ποιά πολιτική κατεύθυνση θα ακολουθούσε το κίνημα προφανώς δεν ήταν δεδομένο και πράγματι στην πορεία πήρε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Όσο αφορά στις πρώτες μέρες, μπορούμε να εστιάσουμε στα εξής στοιχεία: Στον αντιπολιτικό, αντιοργανωτικό χαρακτήρα του κινήματος, με την έννοια ότι υπήρχε πρώτον ασάφεια στην στοχοθεσία του και δεύτερον αποκλεισμός εκπροσώπησης πολιτικών ομάδων (έως και απαγόρευση πολιτικής παρέμβασης με μοιράσματα κλπ.), στον ειρηνικό χαρακτήρα του, και τέλος στην εθνική του αναφορά. Παρόλα αυτά, στην συνέχεια οι συνελεύσεις σταδιακά ριζοσπαστικοποιούνται.8 Γίνονται διάφορες θεματικές συζητήσεις που αφορούν από το χρέος μέχρι την Άμεση Δημοκρατία. Η διεθνιστική αναφορά του γίνεται πιο σαφής (αν και αφορά κυρίως τις χώρες του νότου αλλά και των υπολοίπων της ΕΕ) και αποκτά ξεκάθαρο αντιμνημονιακό περιεχόμενο. Το τελευταίο φαίνεται μάλλον αυτονόητο ή και μικρό, αλλά εκείνο που έχει σημασία είναι πως αυτό δεν περιορίστηκε σε μια απλή διακήρυξη. Η μη ψήφιση του μεσοπρόθεσμου αποτέλεσε για το κίνημα ένα άμεσο υλικό επίδικο και είναι εκείνη τη στιγμή που το κίνημα, παρά της ειρηνικές του διακηρύξεις, αρχίζει να αμφισβητεί συνειδητά την αστική νομιμότητα (αποκλεισμός βουλής). Ακόμα, η στήριξη και η συμπόρευση με άλλα κινητοποιούμενα κομμάτια, αλλά και η προσπάθεια επέκτασης της εμπειρίας της πλατείας στις γειτονιές και τις δημιουργίας τοπικών λαϊκών συνελεύσεων, ήταν σημαντικό εργαλείο για την κλιμάκωση του κινήματος. Τελικά η πλατεία έφτασε να είναι ο πόλος έλξης των αγωνιζόμενων κομματιών, ένα άτυπο κέντρο αγώνα.
Η σχέση της πλατείας με την πόλη και τους κοινωνικούς χώρους
Για τον ρόλο αυτό της πλατείας αξίζει να αναφερθούμε κάπως αναλυτικότερα εξετάζοντας τις σχέσεις της πλατείας με «το έξω», δηλαδή την πόλη, αλλά και με τους άλλους κοινωνικούς χώρους. Έχει αναφερθεί ήδη παραπάνω πως το κίνημα της πλατείας είχε σαν βασικό του επίδικο τη δημιουργία ενός κοινού της πολιτικής έκφρασης και δράσης, αλλά και ότι αυτή η διαδικασία έγινε με έναν αυθόρμητο και εκρηκτικό τρόπο που εντοπίστηκε στο Σύνταγμα συγκεκριμένα (όσο αφορά την Αθήνα). Αυτό το πλαίσιο ορίζει και μια συγκεκριμένη σχέση ανάμεσα στην πόλη και το κέντρο (την πλατεία), όπου κυριαρχεί η μια κατεύθυνση. Έτσι, το σώμα της πλατείας συγκροτούταν από ένα άθροισμα ατόμων που συνέρρεαν από την πόλη προς την πλατεία για να δράσουν εκεί μέχρι να ξαναδιασκορπιστούν. Δημιουργήθηκε έτσι ένας κεντρικός κοινωνικός χώρος, ο χώρος της πλατείας, σημείο αναφοράς χιλιάδων ανθρώπων. Ωστόσο, το πέρασμα από την εξατομίκευση στη συλλογικοποίηση δεν απαιτεί μονάχα τη συμμετοχή σε συλλογικές διαδικασίες και τη συνειδητοποίηση κάποιου κοινού συμφέροντος (που και αυτό είναι ένα διαρκές στοίχημα). Απαιτεί ακόμα την ύπαρξη κάποιου κοινού εδάφους. Σε συμβολικό επίπεδο, η πλατεία ήταν ακριβώς αυτό το πράγμα, αλλά στην πραγματικότητα οι σχέσεις που δημιουργούνταν ήταν αποεδαφικοποιημένες. Η καθημερινότητα των ατόμων διαδραματιζόταν σε άλλους χώρους, στον χώρο δουλειάς, στη γειτονιά τους, κλπ. Ίσως για πολλούς το κίνημα των πλατειών να δημιούργησε μια νέα προσωρινή καθημερινότητα όσον αφορά τη χρήση του ελεύθερού τους χρόνου. Αν εξαιρέσουμε τα λίγα άτομα που είχαν την όρεξη αλλά και την δυνατότητα να κατασκηνώνουν ή να στελεχώνουν ομάδες εργασίας, η ζωή της πλατείας ξεκινούσε το απόγευμα και τελείωνε το βράδυ, μετά το τέλος των συνελεύσεων. Ένα χρονικό αλλά και ποιοτικό χάσμα ανάμεσα στο «διάλειμμα» στην πλατεία και στην υπόλοιπη καθημερινότητα παρέμενε αγεφύρωτο.
Ως ένας τόπος διαλείμματος από την καθημερινότητα, στην πλατεία δημιουργούταν ένα σκηνικό που θύμιζε πανηγύρι και περιλάμβανε αντίστοιχες δραστηριότητες. Στο κάτω μέρος της πλατείας, Τσιγγάνοι, Ασιάτες και Έλληνες δημιούργησαν μια αλυσίδα «βρόμικων» που τις ώρες συγκεντρώσεων διαχέονταν στους δρόμους για να καλύψουν τη σίτιση των διαδηλωτών, με το αζημίωτο. Μετανάστες προμήθευαν την πρώτη ύλη κάθε αγανακτισμένου που σέβεται τον εαυτό του, δηλαδή λέιζερ και σφυρίχτρες. Τα καρότσια με τις ελληνικές σημαίες μας θυμίζαν σε ποιά χώρα βρισκόμαστε, ενώ αποτελούσαν ορόσημα, σημεία συνάντησης των διαδηλωτών που συχνά χανόντουσαν στο αχανές πλήθος. Άλλοι παρείχαν φτηνές μπίρες και νερό στους διψασμένους «πλατειακούς». Η παρουσία κάποιου στην πλατεία άλλες φορές μπορεί να ήταν ένα μέσο αγωνιστικής έκφρασης, άλλες φορές μπορεί να ήταν απλά ένας τρόπος διασκέδασης ή και τα δύο.
Αυτή η συνθήκη απόστασης ανάμεσα στην ζωή της πλατείας και τη διάσπαρτη στην πόλη καθημερινότητα των συγκεντρωμένων δημιουργούσε κάποια συγκεκριμένα όρια στο όλο εγχείρημα, στη φυσιογνωμία του και στις δυνατότητές του. Και τα οποία ήταν δύσκολο να ξεπεραστούν. Για να περιοριστούμε στα πιο απλά θέματα, η συγκρότηση ομάδων εργασίας για την εξωστρεφή παρέμβαση και η στήριξη με ψηφίσματα και καλέσματα προς άλλα αγωνιζόμενα κομμάτια αποτελούν δείγματα μιας απεύθυνσης της πλατείας προς τα έξω και μιας άρσης του τοπικού εγκλωβισμού. Ωστόσο, τα παραπάνω φαίνεται να είχαν περισσότερο συμβολική αξία παρά πρακτική. Όσες χιλιάδες και αν συμμετείχαν στις συνελεύσεις της πλατείας, τα μοιράσματα στις γειτονιές ήταν ελάχιστα, ενώ όσα καλέσματα αφορούσαν δράσεις εκτός Συντάγματος είχαν μικρή ή καθόλου συμμετοχή. Σημαντική εξαίρεση αποτελεί η διασπορά των λαϊκών συνελεύσεων στις γειτονιές που, αν και δεν ήταν άμεσο αποτέλεσμα της συνέλευσης της πλατείας, ήταν σίγουρα η βασική τους αναφορά. Γενικότερα πάντως, υπήρχε μια αναντιστοιχία ανάμεσα στον πολιτικό λόγο της Συνέλευσης και στο πώς αυτός ο λόγος γειωνόταν στην ίδια την πραγματικότητα.9
Παρόλα αυτά, η πλατεία ήταν όντως το σημείο αναφοράς του κινήματος συνολικά, το άτυπο κέντρο αγώνα, όσο και αν αδυνατούσε να είναι ένα κέντρο συντονισμού. Ο ίδιος ο πολιτικός συμβολισμός της πλατείας κάλυπτε ως ένα βαθμό τα κενά που δημιουργήθηκαν αλλά και τα κενά που προϋπήρχαν, εξάλλου, το «εκτός της πλατείας» είχε επίσης τις χρόνιες αδυναμίες του. Αν διαπιστώνουμε μια κατάσταση εσωστρέφειας ή στατικότητας, δηλαδή μια αδυναμία συσχέτισης της πλατείας με την υπόλοιπη πόλη, δεν ισχύει καθόλου το αντίστροφο. Ήδη από την αρχή, ιδιαίτερα στο πεζοδρόμιο της Αμαλίας, διάφορες συλλογικότητες διεκδικούσαν την αυτοτελή τους παρουσία και παρέμβαση στο Σύνταγμα. Αντίστοιχα, γινόταν ένας χαμός από πανό, από πατριωτικά και αντιμασονικά μέχρι ελευθεριακά ή διεθνιστικά. Στη συνέχεια, τόσο κινητοποιούμενα κομμάτια, συνδικάτα και σωματεία όσο και οι λαϊκές συνελεύσεις στις γειτονιές πραγματοποιούσαν πορείες που, εκτός από τα χαρακτηριστικά διαμαρτυρίας, είχαν και σαν στόχο την παραμονή τους στον χώρο της πλατείας και την άμεση ή έμμεση συμμετοχή τους στις διεργασίες, όχι πάντα χωρίς προστριβές (την πρώτη μέρα, εντύπωση έκανε το πέρασμα της ΓΕΝΟΠ που χειροκροτήθηκε αλλά και γιουχαρίστηκε). Η εμβέλεια της πλατείας έφτασε να είναι πανελλαδική καθώς αγανακτισμένοι ακτιβιστές από τη Σπάρτη έφτασαν περπατώντας μέχρι το Σύνταγμα, ενώ στην πλατεία έγινε και ο πρώτος πανελλαδικός συντονισμός του κινήματος των πλατειών. Η φυσιογνωμία του κινήματος της πλατείας ήταν τέτοια που περισσότερο έτεινε να ενσωματώνει «το έξω» παρά να συνδέεται με αυτό.
Οι εμπειρίες των 15 και 28-29 Ιούνη
Ας επανέλθουμε τώρα στο πως εξελίχθηκε στη συνέχεια το κίνημα, με αφορμή την εμπειρία των κινητοποιήσεων των 15 και 28-29 Ιουνίου. Η 15η Ιουνίου, ημέρα που είχε εξαγγελθεί και γενική απεργία, αποτελεί σημαντικό ορόσημο για το κίνημα των πλατειών. Το πρώτο στοιχείο που ξεχωρίζει είναι πως σημάνει τη συνάντηση του κινήματος με τον κόσμο της εργασίας. Αυτή η συνάντηση προφανώς δεν έγινε τόσο σαν αποτέλεσμα κάποιας οργάνωσης (εξάλλου η ΓΣΕΕ αδυνατεί πλήρως να οργανώσει τις ίδιες τις απεργίες που καλεί, ενώ και τα μπλοκ της είναι αναντίστοιχα άδεια), όσο από την στάση του συνόλου σχεδόν των διαδηλωτών, να παραμείνουν στην πλατεία. Το δεύτερο στοιχείο είναι πως παρατηρούμε και μια ποιοτική αναβάθμιση του χαρακτήρα των κινητοποιήσεων. Αυτό διαφαινόταν ήδη από την απόφαση να επιχειρηθεί ο αποκλεισμός της βουλής, δηλαδή βλέπουμε μια υπέρβαση της μέχρι τότε κυρίαρχης πρακτικής της ειρηνικής διαμαρτυρίας. Το κίνημα έβαζε τα δικά του όρια και τις δικές του προτεραιότητες όπως δείχνουν και τα ίδια τα γεγονότα. Παρά την αποτυχία του αποκλεισμού, και την έναρξη συγκρούσεων μεταξύ εκατοντάδων διαδηλωτών και της αστυνομίας, οι υπόλοιπες χιλιάδες των διαδηλωτών παρέμεναν στον χώρο της πλατείας. Ακόμα και όταν η ατμόσφαιρα γινόταν αποπνικτική από τα δακρυγόνα, το πλήθος απλά μετακινούνταν σε πιο ασφαλή σημεία περιμένοντας να επιστρέψει. Αυτή η διασπορά των διαδηλωτών επί της ουσίας δημιουργούσε έναν μεγάλο κλοιό ανθρώπων γύρω από το κέντρο των επεισοδίων που έκανε πολλές φορές δύσκολη την κατά μέτωπο επίθεση της αστυνομίας που αναγκαζόταν να παρεμβαίνει σημειακά. Ο κόσμος παρέμενε αποφασισμένος στα γύρω στενά περιμένοντας να βρεθεί πάλι στην πλατεία. Η αποφασιστικότητα και η αλληλεγγύη ήταν τέτοια που, ίσως για πρώτη φορά στα ελληνικά δεδομένα, είδαμε να αποτυγχάνει η απόπειρα διάλυσης μιας συγκέντρωσης από την αστυνομία. Σε λίγες ώρες τα πράγματα είχαν ηρεμήσει και ο κόσμος επέστρεφε χειροκροτώντας πανηγυρικά στην πλατεία, ενώ στα μεγάφωνα έπαιζε ζωντανά το «τούτοι οι μπάτσοι που ‘ρθαν τώρα».
Ταυτόχρονα η 15η είναι η ημερομηνία στην οποία διαφαίνεται και μια σταδιακή απόσυρση ενός μέρους των διαδηλωτών πράγμα που επηρέασε και τη μαζικότητα των κινητοποιήσεων στη συνέχεια. Όσο πιο συνεκτικό χαρακτήρα λάμβανε το κίνημα τόσο μπορεί να οξυνόντουσαν και οι αντιθέσεις μεταξύ αυτών που συμμετείχαν σε αυτό. Για παράδειγμα, η εμπειρία της 15ης Ιούνη μπορεί να οδήγησε σε μια πιο βαθιά αμφισβήτηση του ρόλου των δυνάμεων καταστολής, από την άλλη όμως μπορεί να τρομοκρατούσε διαδηλωτές των οποίων η συμμετοχή βασιζόταν πάνω απ’ όλα στη μη διασάλευση της δημοσίας τάξης. Κάτι τέτοιο από πολλούς θεωρούταν, σε κάθε περίπτωση, μια κινηματική εκτροπή και, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, ο ειρηνικός χαρακτήρας των διαδηλώσεων ήταν βασικό στοιχείο της φυσιογνωμίας των κινητοποιήσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα.
H διήμερη απεργιακή κινητοποίηση στις 28-29 Ιουνίου, μέρες ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου, σηματοδότησε την κορύφωση του κινήματος των πλατειών, όχι όμως λόγω της μαζικότητάς της. Η συμμετοχή του κόσμου ήταν αρκετά μικρή σε σχέση με την απεργία στις 15 Ιούνη, όσον αφορά τόσο τους απεργούς όσο και τους υπόλοιπους διαδηλωτές. Πέραν των αντιθέσεων που αναπτύχθηκαν εντός της πλατείας, και η απεργιακή κινητοποίηση φάνηκε να έχει τα δικά της όρια. Ωστόσο, όπως και στις 15 του μηνός, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της διαδήλωσης καθιστούν κάπως πιο αισιόδοξα τα συμπεράσματά που μπορεί να βγάλει κανείς. Έτσι, αν οι μέχρι τότε συγκεντρώσεις στην πλατεία χαρακτηρίζονταν από μια οργανωτική χαλαρότητα, (π.χ. μη συγκρότηση των συγκεντρωμένων σε μπλοκ), υπήρχε μια πρωτοφανής ατομική αυτοοργάνωση των διαδηλωτών όσον αφορά την προστασία τους από τα χημικά, καθώς σχεδόν όλοι ήταν εξοπλισμένοι με μάσκες και γυαλιά. Η αστυνομία προκειμένου να καταφέρει να διαλύσει την συγκέντρωση (γεγονός που ήταν προσχεδιασμένο από τον ίδιο τον Υπουργό και την πολιτική ηγεσία) αναγκάστηκε να προβεί σε ένα τεράστιο όργιο καταστολής. Να σημειώσουμε πως συνήθως η διάλυση των πορειών γίνεται σταδιακά και σημειακά σε συγκεκριμένα μπλοκ με την αστυνομία να αναζητά αφορμές (ή απλά να προκαλεί) προκειμένου να επέμβει. Σπάνια γίνεται μια τέτοια συντονισμένη επίθεση σε ολόκληρο το σύνολο των διαδηλωτών. Η απουσία ανθρωπίνων θυμάτων οφείλεται περισσότερο στην τύχη και στην πρωτοφανή ψυχραιμία και αλληλεγγύη των ίδιων των διαδηλωτών. Και πάλι, παρά το όλο σκηνικό τρομοκράτησης, το βράδυ, εκδιωγμένοι διαδηλωτές πραγματοποιούν συνέλευση στο Μοναστηράκι. Αποφασίζεται πορεία προς το Γκάζι και γίνεται προσπάθεια παρέμβασης στον δημοτικό σταθμό Αθήνα 98,4. Τελικά οι διαδηλωτές καταλήγουν στο Σύνταγμα, επανακαταλαμβάνοντάς το.
Η συνέχεια μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα πομπώδης αλλά οι σκηνές που ζήσαμε εκείνες τις μέρες παραμένουν αξιοσημείωτες. Τέτοιες στιγμές δεν είναι μόνο εξεγερσιακές αλλά πολλές φορές θυμίζουν πανηγύρι ή σκηνικό κάποιας τελετής. Όπως όταν οι διαδηλωτές κάναν αλυσίδες ενάντια στις δυνάμεις καταστολής: άλλοι συγκρούονταν με αυτές, άλλοι καθόντουσαν κάτω, και κάποιοι άλλοι δημιουργούσαν «κόκκινες ζώνες» χορεύοντας. Άλλοτε οι ανθρώπινες αλυσίδες γινόντουσαν για τη μεταφορά νερού και τον καθαρισμό της πλατείας από τα δακρυγόνα. Άλλοτε οι tiger lilies έπαιζαν από το μικρόφωνο της συνέλευσης, σαν πλανόδιοι στο Μοναστηράκι. Και λίγο αργότερα ο Γιοκαρίνης τραγουδούσε «τσικαμπούμ κι όλα γυρίζουν στο κεφάλι μου, τσικαμπούμ και μου την πέφτεις μες στη ζάλη μου» με την αστυνομία να δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα με κρότου λάμψης και δακρυγόνα και τους συγκεντρωμένους να χορεύουν εκστασιασμένοι. Πέραν του σουρεαλιστικού τους ενδιαφέροντος, αυτές οι εικόνες δείχνουν τον ενθουσιασμό με τον οποίον ο κόσμος αγκάλιασε την πλατεία, πως την θεώρησε «δικιά του», ή πιο σωστά, «δικιά μας». Αυτό το «μας» μεταφράζεται σε ένα «εμείς» και ένα «εμείς τι;». Μπορεί αυτές οι έννοιες να ορίζονται κάπως φαντασιακά και μετέωρα, κάπως όμως άρχισαν να συγκροτούνται ως τέτοιες, στις πλατείες της χώρας αλλά και όλου του κόσμου.
Μετά τις πλατείες τί (μένει);
Η Ελλάδα φαίνεται να βρίσκεται «στο μάτι του κυκλώνα» της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και επίθεσης. Όμως, ταυτόχρονα, τα τελευταία χρόνια δημιουργούνται νέες αντιστάσεις, βλέπουμε κινηματικά γεγονότα εξαιρετικά ενδιαφέροντα που κάνουν τα περασμένα κινήματα να μοιάζουν μακρινά και ξεπερασμένα. Μάλλον γιατί όντως ο χρόνος δείχνει να πυκνώνει και όλα να αλλάζουν γρήγορα.
Μπορεί εύκολα να περιγραφεί αυτή η συγκυρία σαν «το τέλος της Μεταπολίτευσης» ή διεθνώς σαν «το τέλος του τέλους της ιστορίας». Αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατον να περιγραφεί η περίοδος που μόλις αρχίζει. Για αυτό και η μέχρι τώρα συζήτηση για τις πλατείες γίνεται με έναν αρκετά επιφυλακτικό ή καχύποπτο τρόπο, ενώ άλλες φορές υπάρχει ένας ενθουσιώδης ή άκριτος εγκωμιασμός του. Δεν έχει όμως τόση σημασία να πούμε ότι τα πράγματα δεν είναι άσπρο ή μαύρο και άρα είναι γκρι. Το κάθε πράγμα, η κάθε εποχή, το κάθε κίνημα έχει το δικό του χρώμα ή συνδυασμό χρωμάτων και εμάς μας ενδιαφέρει, πρώτον, να δούμε το φάσμα των χρωμάτων, και δεύτερον να δούμε ποιό χρώμα θα προτιμούσαμε. Οι εποχές είναι δύσκολες και ίσως είναι ακόμα πιο δύσκολο να τις καταλάβουμε και να τις χρωματίσουμε. Τα κινήματα των πλατειών μας βοήθησαν να δούμε νέες αποχρώσεις. Εξάλλου, αν η «εξέγερση είναι μια τέχνη», πρέπει να μάθουμε και να ζωγραφίζουμε. Οι πλατείες έγιναν ένα τέτοιο εργαστήρι.
Αν για κάτι υπάρχει ανάγκη, είναι για τη δημιουργία τέτοιων εργαστηρίων. Η πλατεία Συντάγματος είναι σήμερα άδεια όχι γιατί εκπληρώθηκαν οι στόχοι του κινήματος ούτε επειδή υπέστη κάποια ολοκληρωτική ήττα. Αλλά γιατί αυτό που ίσως μένει να γίνει είναι η διασπορά της «πλατείας» σε ολόκληρη την πόλη και τις γειτονιές της. Η συμμετοχή στη δημόσια σφαίρα δεν εξαντλείται απλώς στη δυνατότητα ατομικής πρόσβασης σε αυτήν, αλλά περιλαμβάνει και την αλληλεπίδραση με τους υπολοίπους. Οι θεσμοί αυτοοργάνωσης και η άμεση δημοκρατία δεν είναι απλώς μοντέλα λειτουργίας, αλλά ορίζουν και απαιτούν συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις. Αυτές οι σχέσεις δεν μπορούν να υφίστανται μόνο αποσπασματικά, προσωρινά ή αποεδαφικοποιημένα. Δεν αρκεί ένα δημόσιο, κοινωνικό ή πολιτικό κέντρο. Ο δρόμος για την υπέρβαση αυτού που βιώνουμε σήμερα περνά μέσα από την δημιουργία ενός κοινωνικού δίκτυου που, εν δυνάμει, θα βρίσκεται σε κάθε πλατεία, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε χώρο εκπαίδευσης και εργασίας και θα έχει διαρκή χαρακτηριστικά. Θα είναι αυτοοργανωμένο για να εξασφαλίζει την κοινωνική αλληλεγγύη και αμεσοδημοκρατικό γιατί όντως θα διαχειρίζεται συλλογικά μια καθημερινότητα (ή θα διεκδικεί να τη διαχειριστεί έναντι κάποιων άλλων). Οι πλατείες ως εργαστήρια του κοινωνικού αγώνα έφεραν νέες πολιτικές πρακτικές που μπορούν να επιδρούν στην ίδια καθημερινότητα της πόλης και των κατοίκων της. Προσθέτουν τελικά στην εμπειρία των «από κάτω», στον αγώνα τους για την κοινωνική απελευθέρωση.
Σημειώσεις
1. Ο όρος «κινήματα των πλατειών» θεωρούμε πως είναι πιο αντιπροσωπευτικός για τα κινήματα αυτά, καθώς η σύνδεσή τους με την χωρική έννοια της πλατείας δεν περιγράφει αλλά υπονοεί μια νέα πολιτική συνθήκη. Αντίθετα, ο όρος «αγανακτισμένοι» παραπέμπει σε μια πιο συγκεκριμένη φυσιογνωμία και για αυτό χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από την κυρίαρχη προπαγάνδα. Αποτυπώνει πάντως μια πραγματική τάση του κινήματος απέναντι στην οποία εμείς στεκόμαστε κριτικά, όπως θα δούμε και στη συνέχεια.
2. Η διεθνής επίπτωση μαζικών, δυναμικών και ανατρεπτικών κινημάτων, όπως η περίπτωση των εξεγέρσεων στην Β. Αφρική, δεν σχετίζονται μόνο με την γεωγραφική εγγύτητα ή την ομοιότητα κοινωνικών σχηματισμών (κάτι τέτοιο ισχύει στην περίπτωση Ισπανίας και Ελλάδας ή μεταξύ των χωρών του Αραβικού κόσμου). Πέραν των ποιοτικών τομών που φέρουν ως μια συλλογική εμπειρία (νέες μορφές οργάνωσης και νέες πρακτικές), τέτοια κινήματα έχουν και μια ιδεολογική αίγλη με την έννοια ότι δημιουργούν την αυτοπεποίθηση στους λαούς ότι μπορούν όντως να καταφέρνουν νίκες και ανατροπές. Εξάλλου, η καπιταλιστική κρίση και ο νεοφιλελεύθερος ολοκληρωτισμός αποτελούν παγκόσμια δεδομένα. Έτσι οι καταλήψεις των δημόσιων χώρων συγκλονίζουν διάφορες πόλεις ανα τον κόσμο, από το Κάιρο μέχρι την Νέα Υόρκη.
3. Στην συνέχεια, όταν το κίνημα έλαβε άλλες ποιοτικές διαστάσεις και πιο σαφή ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά υπήρξε και μια άμεση μετατόπιση της στάσης των ΜΜΕ. Ενδεικτικά, το κίνημα των αγανακτισμένων πλέον θύμιζε Ζιμπάμπουε και απειλούσε τον τουρισμό και την ανάπτυξη της χώρας.
4. Το διαδίκτυο, ως μέσο διάχυσης και ανταλλαγής πληροφοριών και απόψεων, αποτελεί μια ιδιόμορφη δημόσια σφαίρα. Ωστόσο, η ειδοποιός διαφορά με την υλική δημόσια σφαίρα είναι πως η δεύτερη περικλείει και την πολιτική ως συστατικό της στοιχείο (παράγει πολιτική). Αντίθετα το διαδίκτυο συχνά δημιουργεί μια ψευδαίσθηση συμμετοχής στην πολιτική. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως πολλοί δεν έχουν καν πρόσβαση σε αυτό.
5. Για παράδειγμα, η παρουσία της αστυνομίας στην πλατεία ως όργανο αποκατάστασης της τάξης θεωρούνταν μη νομιμοποιημένη αλλά παρέμενε το ζήτημα του πώς μπορεί να διασφαλιστεί η νέα κανονικότητα. Δημιουργήθηκε η «ομάδα περιφρούρησης», ο ρόλος της οποίας ήταν (τουλάχιστον) αμφιλεγόμενος, με αποτέλεσμα μετά από διάφορα περιστατικά και αντιπαραθέσεις να αδρανοποιηθεί. Συμπληρωματικά λειτουργούσε και η «ομάδα ψυχραιμίας» που παρά την εκκεντρικότητα της αποδείχθηκε πιο αποτελεσματική και πιο αποδεκτή.
6. Η κατασκευή του Μετρό αναβάθμισε κατά πολύ τη σημασία και την κεντρικότητα της πλατείας Συντάγματος, καθώς ο σταθμός αποτελεί κόμβο των γραμμών του μετρό αλλά και των αστικών συγκοινωνιών γενικότερα. Παράλληλα, η Ερμού μεταλλάχθηκε σε βασικό εμπορικό και κοσμικό άξονα. Ο σταθμός λειτουργεί και σαν μια υπόγεια επέκταση της πλατείας και αποτέλεσε σημαντικό καταφύγιο για τους διαδηλωτές κατά τη διάρκεια επεισοδίων. Άλλες φορές βέβαια το Μετρό λειτούργησε σαν «Κερκόπορτα» καθώς τα Ματ κάναν από εκεί την υπόγεια εμφάνισή τους.
7. Για παράδειγμα, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, ουσιαστικά καταργεί θεσμικά τον ίδιο το συνδικαλισμό (ακόμη και αυτόν τον γραφειοκρατικοποιημένο ή συντεχνιακό) και όλα τα ιστορικά κεκτημένα του. Η διάλυση του συνδικαλισμού επί Χούντας δεν ήταν κάτι πολύ διαφορετικό. Αντίστοιχα, στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας δημιουργείται ένα νέο μοντέλο κυβερνήσεων τεχνοκρατών και εθνικής ενότητας σε μια προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης του δικομματισμού. Ο ορισμός ενός τραπεζίτη πρωθυπουργού και μιας κάθε άλλο παρά εκτελεστικής μόνο κυβέρνησης αποτελεί ένα είδους κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος. Το ζήτημα εδώ δεν είναι τόσο η παραβίαση του «δημοκρατικού πολιτεύματος», όσο μια εξελισσόμενη διαδικασία, κατά την οποία η άσκηση της πολιτικής αυτονομείται πλήρως και παρουσιάζεται σαν θέμα απλής διαχείρισης. Πρόκειται για ένα ακόμα δείγμα σύγχρονου ολοκληρωτισμού.
8. Για τις διαδικασίες της Λαικής Συνέλευσης και των υπόλοιπων δομών που δημιουργήθηκαν (ανοικτές ομάδες εργασίας, θεματικές συνελεύσεις κλπ) δεν θα αναφερθούμε αναλυτικά στο παρόν κείμενο. Να σημειώσουμε μόνο, πως κατάφεραν να δια-σφαλίσουν την ανοιχτή και ισότιμη συμμετοχή αλλά και τον αποφασιστικό χαρακτήρα ενός τόσο μαζικού και κεντρικού χωρικά εγχειρήματος. Η αναποτε-λεσματικότητα πολλές φορές κάποιων δομών (συνήθως των ομάδων εργασίας) δεν οφείλεται τόσο στις δομές αυτές καθ’αυτές όσο στις γενικότερες αντιφάσεις του κινήματος. Οι πρωτότυπες μορφές αυτοοργάνωσης που προέκυψαν αποτελούν μια σημαντική παρακαταθήκη για την οργάνωση των κινημάτων στο μέλλον.
9. Αυτό αφορά από τα πιο απλά πράγματα μέχρι τα πιο στρατηγικά. Κακώς η καλώς, οι συζητήσεις και ο λόγος της συνέλευσης συχνά έμοιαζαν με προγράμματα για έναν πραγματικά δημοκρατικό(;) καπιταλισμό ή τον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό και τον αναρχισμό. Η αλήθεια είναι πως στους καιρούς που ζούμε απαιτούνται ριζοσπαστικές απαντήσεις, ωστόσο, αυτές πρέπει να δίνονται και στην πράξη και στο σήμερα.