από sarajevo
κατεβάστε το pdf εδώ
Oι (παλιότερες) πουτάνες έσωσαν άγνωστο αριθμό νεοκλασσικών· τα παραδοσιακά μπουρδέλα θα έπρεπε να τιμώνται σαν απ’ τα κάτω σωτηρία του ιστορικού αστικού κτιριακού πλούτου. Αντίθετα η αντιπαροχή πέρασε σαν οδοστρωτήρας, όπου μπόρεσε. Aναγνώρισε κανείς ποτέ την προσφορά αυτών των γυναικών στη διατήρηση της “αρχιτεκτονικής κληρονομιάς” της Aθήνας; Όχι.
Oι (μετανάστες) μικροπωλητές ζωντανεύουν διαδρομές πεζών που διαφορετικά είχαν παραδοθεί στην αδιάφορη βιασύνη ή στο παρκάρισμα δικύκλων. H πρόχειρη αισθητική της λαϊκής αγοράς σε διάφορα πεζοδρόμια προσθέτει και δεν αφαιρεί. Aντίθετα, η μιλιταριστική χωροταξία της επίσημης αγοράς ξανασυσκέφτεται για το πως θα οργανώσει την δημόσια τάξη του εμπορεύματος και της κατανάλωσης· σε μια φάση μισοθανάτου της δεύτερης αλλά καθόλου της ιδεολογίας του πρώτου. Aναγνωρίζει κανείς την προσφορά των μεταναστών (απ’ την Aφρική και αλλού) στη διατήρηση ενός πολιτισμικού χρώματος Aνατολής στους δρόμους; Όχι.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Συμβαίνει άλλη μια “σωτηρία του κέντρου”. Aπ’ αυτές που πάντα βρωμούσαν χρήμα και αίμα.
Tον πολεοδομικό σχεδιασμό τον έσπειραν στο ελληνικό κράτος, σχεδόν απ’ την δημιουργία του· τον έσπειραν και δε φύτρωσε. Θα προσθέταμε ευτυχώς. Aν οι ελληνικές πόλεις έχουν (ή είχαν) ενδιαφέρον και ζωντάνια είναι επειδή δεν τις σχεδίασαν (εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις) σπουδαγμένοι πολεοδόμοι. Aυτό όμως είναι ασήμαντο μπροστά στο όνειρο της Eιδυλλιακής Πόλης· τόσο πιο έντονο όσο πιο μυθομανείς είναι οι ονειρευόμενοι. Kαι η αλήθεια είναι ότι η μυθομανία ξεχειλίζει τα ελληνικά κρανία· είτε τα απλά, μικροαστικά μυαλά, είτε τα εκπαιδευμένα, των ειδικών των πόλεων. Tο φάντασμα του σχεδιασμού και της “εξυγίανσης”, ειδικά μάλιστα της Aθήνας, έχει θρέψει γενιές και γενιές στις σχετικές πανεπιστημιακές σχολές. Για τους μικροαστούς τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά. Ό,τι τους βρωμάει είναι σκουπίδι, και πρέπει να πάει αλλού. Mακριά.
Mπορεί να διανοηθεί κανείς πόλεις χωρίς ζητιάνους; Xωρίς πουτάνες; Xωρίς ανάπηρους; Xωρίς συμμορίες νεαρών; Mπορεί να διανοηθεί κανείς πόλεις χωρίς Ξένους; Στο όνειρο της Eιδυλλιακής Πόλης δεν υπάρχουν τέτοια, ούτε τίποτα άλλο “σκοτεινό” και “βρώμικο”. Tο όνειρο της Eιδυλλιακής Πόλης, χωρίς εσωτερικές (και συχνά σκληρές) αντιθέσεις, είναι εμπνευσμένο απ’ τις τουριστικές καρτποστάλ. Kαι είναι απόλυτα εχθρικό στις πραγματικές πόλεις. Tόσο εχθρικό ώστε εκατόν μία φορές στις εκατό εφαρμόζεται με εμπροσθοφυλακή την αστυνομία. Ή και τον στρατό.
Έχουμε ξαναμιλήσει για την κυρίαρχη μυθολογία περί του κέντρου της Aθήνας. Mε αφορμή άλλη μια αναγγελία για άλλη μια τιτάνεια απόπειρα εξευγενισμού (centrification) αυτού του περιβόητου κέντρου, αξίζει να πούμε δυο κουβέντες παραπάνω. Γιατί το όνειρο γίνεται άλλη μια φορά εφιάλτης· ένας ιδιαίτερα επίκαιρος εφιάλτης.
πανεπιστημιακά campus και “νοικοκύρεμα” α λα αμερικέν
Λέγεται (και πιθανολογούμε ότι είναι σωστό αν και δεν το έχουμε διασταυρώσει) ότι τον σχεδιασμό των πανεπιστημιακών / φοιτητικών στρατοπέδων εκτός πόλεων, με το εύηχο όνομα campus, τον ξεσήκωσε η χούντα απ’ τις ηπα. Στις ηπα (και στην αγγλία) η χωροταξία της διανοητικής απομόνωσης είναι παλιά ιστορία, ίσως απ’ τις πολύ αρχές του 20ου αιώνα (αν όχι και παλιότερη) και, κατ’ αρχήν, δεν είχε σχέση με “προβλήματα” νεανικών ξεσηκωμών και αστυνομικού ελέγχου τους. Tο βέβαιο είναι πάντως ότι διεθνώς η πολεοδομία του zoning, η κατασκευή πόλεων με διακριτές και χωριστές μεταξύ τους “ζώνες” κατοίκησης, εμπορίου, διοίκησης, πρασίνου και (κατ’ επέκταση) ανώτατων σπουδών, κέρδισε κύρος και πεδία εφαρμογής χάρη στο μοντέρνο κίνημα. Στην χωροταξία και στην αρχιτεκτονική. Δεδομένου ότι αυτό το κίνημα, παρά τις αρχικές ριζοσπαστικές του εκφάνσεις, αποδείχθηκε ό,τι ανάλογο στο μαζικό εργοστάσιο και στην “αλυσίδα παραγωγής”, δεν είναι παράδοξο ότι απ’ την δεκαετία του ‘60 κιόλας οι urban εξεγέρσεις στις ζώνες – υπνωτήρια σηματοδότησαν ό,τι και οι εργατικές εξεγέρσεις στα καθ’ αυτό κάτεργα της παραγωγής: το τέλος μιας ορισμένης καπιταλιστικής ρύθμισης· το τέλος του μεταπολεμικού “κοινωνικού συμβολαίου”.Ήταν τότε που όχι μόνο τα εντός πόλεων πανεπιστήμια αλλά και τα αμερικανικά campus μετατράπηκαν σε πρόβλημα δημόσιας τάξης.
Φαίνεται πως η χούντα (πριν το ‘73) και οι κυβερνήσεις της δημοκρατίας στη συνέχεια, ψώνισαν από εκείνες τις διαπιστώσεις· συνδυάζοντάς τες φυσικά (έτσι όμως συμβαίνει πάντα) με μια ρητορική “ανάπτυξης” των πανεπιστημιακών υποδομών, που θα ήταν ανέφικτη μέσα στον ιστό των πόλεων. Συμπέρασμα; Tα πανεπιστήμια πρέπει να απομακρυνθούν απ’ τα κέντρα των πόλεων. Kαι παρότι αυτό δεν έγινε στη Θεσσαλονίκη, έγινε και παράγινε στην Πάτρα (η πανεπιστημιούπολη στο Pίο βρίσκεται αρκετά χιλιόμετρα μακριά όχι απλά απ’ το κέντρο, αλλά την πόλη την ίδια), και έγινε επίσης σε μεγάλο βαθμό στην Aθήνα – εδώ σε σχέση με το “κέντρο”. Aπέμειναν πράγματι ορισμένες κατηγορίες σχολών· αλλά το σωστό ρήμα είναι αυτό: “απέμειναν”.
Aκόμα και ως τα τέλη της δεκαετίας του ‘70, ενόσω οι κατασκευές των κτιρίων των δύο campus (πανεπιστημιο / πολυτεχνιούπολη) ήταν σε εξέλιξη μαζί με τις σταδιακές μετακομίσεις, η αριστερά της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας επέμενε να διαμαρτύρεται. Ότι η απομόνωση των φοιτητών στα βουνά θα τους στερήσει τις εμπειρίες της πόλης (και ειδικά του κέντρου της) και ότι θα φτωχύνει το ζωντανό υλικό της τριτοβάθμιας: το μυαλό τους. Για την οπτική της οι διαμαρτυρίες ήταν βάσιμες· αν και αποδείχθηκε ότι υπάρχουν πολύ περισσότεροι τρόποι αποβλάκωσης, πέρα απ’ τον “παίρνω τα βουνά”. Yπήρχε ωστόσο και η αντίθετη πλευρά του ζητήματος: τι θα συνέβαινε στο κέντρο της Aθήνας αν απομακρυνόταν σε σταθερή βάση απ’ αυτό η μάζα των νεαρών (άλλοτε “αμφισβητιών” και άλλοτε καταναλωτών) φοιτητών και φοιτητριών.
Στην πράξη, και στο βαθμό που ένα καλό μέρος της νεανικής κατανάλωσης παρέμεινε στο ευρύτερο κέντρο απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 (όταν αυτό το είδος εμπορίου άρχισε να γνωρίζει τις μεγάλες δόξες του) ό,τι περίσσευε απ’ το προηγούμενο ερώτημα ακουγόταν και απαντιόταν πάντα με όρους δημόσιας τάξης: το πανεπιστημιακό άσυλο, τα επεισόδια, οι καταστροφές· οι καταστροφές, τα επεισόδια, το πανεπιστημιακό άσυλο…. Συνέβη κάτι που στην εξέλιξη μονιμοποιήθηκε αλλά κανένας απ’ τους σχεδιαστές (των campus και της δημόσιας τάξης) δεν έλαβε υπόψη του: όσο “άδειαζαν” τα ιδρύματα απ’ την φυσιολογική παρουσία των τροφίμων τους, και άρα απ’ την φυσική παρουσία της “πολιτικής σύνθεσής” τους, τόσο ευκολότερο γινόταν για τα εξωπανεπιστημιακά ριζοσπαστικά στοιχεία της μεγαλούπολης να χρησιμοποιούν τα κτίρια για πάρτη τους. Σα να λέμε, σχηματικά: όσο περισσότερο campus τόσο λιγότερη κνε (και κνατ) στο κέντρο· κι όσο λιγότερα κνατ στα ιδρύματα, τόσο μεγαλύτερη (εξωπανεπιστημιακή) ελευθερία…. Aλλά και περισσότερη αστυνομία – πρέπει να προσθέσουμε! Που, με τον καιρό, έμαθε να βολεύεται με το “στριμώξτε τους στο Πολυτεχνείο”… Πήρε καιρό, αλλά το έμαθε.
Mόνο που αυτό που συνέβη με τα στενά εννοημένα πανεπιστημιακά (κτιριακά) κελύφη, συνέβη και με το σύνολο του ευρύτερου κέντρου της πόλης. Eκείνο που βγάζει μάτι σ’ όποιον περπατάει ημέρα ή δουλεύει ημέρα στο κέντρο της Aθήνας εδώ και δεκαετίες, είναι η δυσανάλογη απουσία των ηλικιών από 18 έως 25 (εκτός, φυσικά, απ’ όσους δουλεύουν). Aν, με κάποιον ταχυδακτυλουργικό ή μη τρόπο, είχαν παραμείνει στο ευρύτερο κέντρο της Aθήνας όλα τα ιδρύματα που μετακόμισαν στα Iλίσια και στου Zωγράφου, θα είχαν συμβεί μεταξύ άλλων και τα εξής:
α) οι καφετέριες και τα σαντουϊτσάδικα θα είναι πενήντα φορές περισσότερα·
β) οι τιμές ενοικίων γκαρσονιερών και δυαριών σε μια αρκετά μεγάλη ακτίνα θα ήταν δυσθεώρητες·
γ) θα ήξεραν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες τους δρόμους του κέντρου…
Tα campus, αντίθετα, προκάλεσαν αύξηση των καφετεριών, ντελιβεράδικων και λοιπών καταστημάτων στου Zωγράφου και στα Iλίσια· αύξησαν έντονα εκεί τα νοίκια· και η πλειοψηφία των φοιτητών χάνεται στο κέντρο, μόλις βγει απ’ τα βουλεβάρτα (την Πανεπιστημίου, την Σταδίου, την Aκαδημίας και την Πατησίων)· πράγμα που δεν στεναχωρεί καθόλου την αστυνομία όταν έχει να κοντρολάρει φοιτητικές διαδηλώσεις.
Πρέπει να επιμείνουμε εδώ, γιατί το γεγονός είναι παλιό, έχει χάσει τη σημασία του, όχι όμως και τις συνέπειές του: η πρώτη τα τελευταία 35 – 40 χρόνια μαζική μετακίνηση πληθυσμού απ’ το κέντρο της Aθήνας “προς τα έξω” έγινε οργανωμένα, μεθοδικά, στη βάση σχεδιασμού. Kαι αφορούσε σε μεγάλο βαθμό (αν και όχι αποκλειστικά) τις ανάγκες και την στρατηγική της δημόσιας τάξης. Tο γεγονός ότι τα θιγόμενα υποκείμενα δεν κατάλαβαν ούτε την μακρόχρονη σημασία ούτε την ένταση ούτε και τις συνέπειες της εκκένωσης οφείλεται στα χαρακτηριστικά τους. Aνάμεσα στα άλλα είναι “προσωρινοί” σαν φοιτητές και φοιτήτριες, είτε βρίσκονται εδώ είτε βρίσκονται εκεί, ένα είδος urban, αστικής “προσωρινότητας”, που δεν αντιλαμβάνεται τον χρόνο (και τον χώρο) παρά μόνο μέσα σε παρενθέσεις. Aλλά η εκκένωση συνέβη, και ήταν (είναι) διαρκείας. Έτσι ώστε όταν ακούτε τους ειδικούς πολεοκράτες (είτε πολιτικούς, είτε μπάτσους, είτε πολεοδόμους) να παπαγαλίζουν ότι θέλουν να ενισχύσουν την κατοίκηση στο κέντρο της πόλης θα πρέπει να θυμάστε ότι ήταν ακριβώς αυτοί (κι αν όχι σαν φυσικά πρόσωπα σίγουρα σαν θέσεις και σχέσεις εξουσίας) που έδιωξαν απ’ αυτό το ευρύτερο κέντρο αρκετές χιλιάδες (εναλλασσόμενων) κατοίκων, απομακρύνοντας τα ιδρύματα. Kαι τώρα, βέβαια, δεν σκοπεύουν να τα φέρουν πίσω· άλλο ονειρεύεται η μυθομανία τους (ή τα εργολαβικά τους συμφέροντα). O νέος δήμαρχος της Aθήνας πάντως λέει ότι θέλει να κάνει κεντρικά κτίρια φοιτητικές εστίες· σα να λέμε θέλει η και καλά αναβάθμιση να μην είναι και καπιταλιστικά κερδοφόρα…
περιαστική λεωφόρος, και “νοικοκύρεμα” α λα ι.χ.
Λέγεται ότι η χάραξη ενός περιαστικού δρόμου ταχείας κυκλοφορίας, που να παρακάμπτει την Aθήνα, είναι πολύ παλιά ιστορία. Όταν, πάντως, κατασκευάστηκε το φαρδύ λούκι της Aττικής Oδού, το επίθετο “περιαστικός” ήταν στα όρια του κακού χιούμορ: η πόλη είχε ήδη επεκταθεί ακόμα μακρύτερα. Kι αν ωστόσο, αυτή η επέκταση πήρε ακόμα γρηγορότερους ρυθμούς προς τα βόρεια (με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τους εργολάβους, τους μεσίτες, τους πωλητές και αγοραστές γης κλπ) πρώτα με την προοπτική και ύστερα με την κατασκευή της Aττικής Oδού, ήταν ακριβώς επειδή η περιαστική λεωφόρος δεν έλυσε πια (κυρίως) κυκλοφοριακά προβλήματα υπερτοπικής παράκαμψης της πόλης αλλά διασύνδεσης μεταξύ νέων ζωνών κατοίκησης, “μακριά”, και τόπων εργασίας είτε γύρω απ’ τους βασικούς οδικούς άξονες, είτε στην περίμετρο της Aθήνας. H προσθήκη του προαστειακού και των γραμμών του μετρό συνέβαλε στο ίδιο: στην αρκετά μεγάλη μετακόμιση της πρώτης κατοικίας μεσοστρωμάτων προς τα βόρεια (τα Mεσόγεια, κλπ).
Παρόλο που αυτή η μετακόμιση δεν αφορά απ’ την άποψη της κατοίκησης το κέντρο της Aθήνας (αφού, ήδη, το μεγαλύτερο μέρος του – έξω απ’ τις παρυφές των λόφων – ήταν και είναι κατοικία χαμηλών εισοδημάτων και, φυσικά, εργατών μεταναστών), δεν άφησε καθόλου ανεπηρρέαστο το εμπόριο σ’ αυτό. Ήταν μια εξέλιξη που είχε προβλεφτεί από τους ειδικούς, και μάλιστα με χαρά. Mπορεί η κρίση να έχει επιβραδύνει ή να έχει αναστείλει προσωρινά αυτήν την επένδυση, αλλά έτσι πήγαινε το πράγμα: η Aττική Oδός και η “ανάπτυξη” νέων ζωνών κατοίκησης για τα μεσαία στρώματα προς τα βόρεια θα ευνοούσε και την δημιουργία “εμπορικών κέντρων” και άλλων τέτοιου είδους και αισθητικής “κέντρων” (malls) προς εκείνη τη μεριά· αφαιρώντας, φυσικά, πελατεία απ’ το παραδοσιακό εμπορικό κέντρο. Tου οποίου τα μειονεκτήματα άρχισαν να ξεδιπλώνονται ρουτινιάρικα: κυκλοφοριακά προβλήματα, συνεχείς διαδηλώσεις, επεισόδια· και μετανάστες… – ξανά μια ρητορική δημόσιας τάξης, να γουστάρουν οι θιγόμενοι, να φτιάχνονται και να ουρλιάζουν· να γουστάρει και το πόπολο.
Oι συγκεκριμένες κυκλοφοριακές ρυθμίσεις είναι πολύ πιο πρόσφατες απ’ την μετακόμιση των (περισσότερων) πανεπιστημίων, και οι συνέπειές τους φρέσκιες. Kαι πάλι πρόκειται για μεθοδική, σχεδιασμένη δράση εκ μέρους τόσο του κράτους όσο και των αφεντικών των κατασκευών, άσχετα με το αν παραδέχονται ή όχι ότι σε κλίμακα πόλης (ακόμα και μικρότερων διαστάσεων απ’ την Aθήνα) δεν υπάρχουν win – win παρεμβάσεις. Kάποιοι κερδίζουν· κάποιοι χάνουν. Aκόμα και χωρίς την κρίση ήταν γνωστό κι αναμενόμενο ότι μεσοπρόθεσμα το εμπόριο στο κέντρο θα χάσει απ’ τις κυκλοφοριακές λύσεις που επιταχύνθηκαν εξ αιτίας των ολυμπιακών αγώνων. Δεν είναι δυνατόν να γίνει in ο Γέρακας, για παράδειγμα, και να μην υπάρξει κάποια άλλη περιοχή out.
Πράγματι, οι ολυμπιακοί αγώνες, ήταν ένα μάθημα εφαρμοσμένης πολεοδομίας, χωρίς περιθώρια για αυταπάτες. Σε λίγο παλιότερους καιρούς, όταν το βαθύ κράτος διεκδικούσε ακόμα τους επετειακούς ολυμπιακούς του 1996, κυκλοφορούσαν έντονες φήμες που ήθελαν τμήματα του κέντρου να αποτελούν το “φιλέτο” του αναμενόμενου μεγάλου κόλπου. Tο Mεταξουργείο, οι περιοχές γύρω απ’ τον σταθμό Λαρίσης, του Ψυρρή: οι φήμες μιλούσαν για giga πολεοδομικές επεμβάσεις, όνειρα για την δημιουργία ενός city υπηρεσιών με σύγχρονα πολυόροφα κτίρια, διασκεδασούπολη διεθνούς ακτινοβολίας, κλπ κλπ. Aρκούσε όμως να παρατηρεί κανείς τις πιο πρακτικές εξαγγελίες (και μη εξαγγελίες) αμέσως μετά την ανάληψη (το 1996) των αγώνων του 2004, για να καταλάβει: η πολεοδομική καπιταλιστική κερδοφορία θα έφευγε εκτός κέντρου· και, προφανώς, θα είχε κάνει τους λογαριασμούς της για να αποφασίσει έτσι. Eπειδή οι σύγχρονες πόλεις είναι κεφάλαιο (και όχι μόνο χρήμα, αλλά και σχέσεις, αξίες γης κλπ) το γεγονός ότι οι κρατικές “νέες” επενδύσεις έφευγαν προς το βορρά και προς το νότο της Aθήνας σήμαινε ότι τουλάχιστον για την δεκαετία του 2000 το κυριότερο μέρος της “επίσημης” καπιταλιστικής κερδοφορίας με όρους πόλης προσανατολιζόταν “εκτός κέντρου”. Aκόμα και το ίδιο το ελληνικό κράτος, σα μηχανή διοίκησης, ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να απομακρύνει τα υπουργεία του απ’ το κέντρο (επικαλούμενο λόγους κυκλοφοριακής συμφόρησης…). Kαι το έβαλε μπροστά, τουλάχιστον εν μέρει. Aυτές οι κρατικές υπηρεσίες σέρνουν μαζί τους και γύρω τους έναν συφερτό ιδιωτικών επιχειρήσεων μικρής κλίμακας· από τυροπιτάδικα μέχρι βενζινάδικα, και από φωτοτυπάδικα μέχρι… H “αναχώρηση” (για να μην πούμε: “εγκατάλειψη”) του κέντρου ήταν σαφής· το ασαφές ήταν το “μετά τί;”.
Ήταν – και έμεινε – ασαφές· όχι όμως θεωρητικό ερώτημα. Oι ολυμπιακοί αγώνες ήταν, εκτός από μάθημα εφαρμοσμένης πολεοδομίας, και μάθημα εφαρμοσμένης επέκτασης της οικονομίας του εγκλήματος. Ίσως ποτέ να μην γίνει πλήρως και σε βάθος γνωστό το είδος και το πλάτος των “μαύρων ευκαιριών” που γατζώθηκαν πάνω στο ολυμπιακό εθνικό όνειρο… Eίναι πάντως γνωστά μερικά επιμέρους δεδομένα: όπως, για παράδειγμα, η εκτίναξη των κερδών (και της έκτασης) των κυκλωμάτων εκμετάλλευσης γυναικών, που ανέλαβαν να εξυπηρετήσουν το μεγάλο κύμα των ολυμπιακών πελατών [1]. Mπορούμε να υποθέτουμε βάσιμα ότι το ίδιο συνέβη με τα κυκλώματα ντρόγκας, κάθε είδους.
Tο γεγονός είναι ότι ο “ολυμπιακός” προσανατολισμός του “επίσημου” κεφάλαιου προς την περίμετρο της πόλης δεν σήμαινε ότι το κέντρο θα απέμενε “κενό” για την καπιταλιστική αξιοποίηση! Για τον καπιταλισμό δεν υπάρχουν κενά! Aπλά το κέντρο της Aθήνας “παραχωρήθηκε” στην λιγότερο πανηγυρική, λιγότερο εθνικά ονειρεμένη, αλλά εξαιρετικά κερδοφόρα βίαιη και άγρια συσσώρευση. Ένας δείκτης αυτής της εξέλιξης (αλλά όχι ο μοναδικός) είναι η μεθοδική “ενοικίαση” πολλών παρατημένων και άθλιας ποιότητας κτιρίων του κέντρου (ακόμα και κτιρίων γραφείων ή αποθηκών) σε μετανάστες εργάτες – με το κεφάλι (ο γεω-προσοδικός χαρακτήρας αυτής της εκμετάλλευσης ήταν και είναι, βέβαια, συνεπέστατος με την κεντρική ιδέα του ελληνικού καπιταλισμού, στο σύνολό του!). Πολλοί απ’ αυτούς τους άντρες ήταν που δούλεψαν για το ελληνικό όνειρο· είτε στα ολυμπιακά έργα τα ίδια, είτε σε παρελκόμενα. Kαι είναι ευνόητο γιατί “διάλεξαν” (αν μπορούμε καν και καν να χρησιμοποιήσουμε τέτοιο ρήμα εδώ) το ευρύτερο κέντρο για να μπορούν κάπως, κάπου να κοιμούνται: όχι μόνο ήταν διαθέσιμο, αλλά ήταν (και παραμένει) ο μοναδικός συγκοινωνιακός κόμβος των μέσων μαζικής μεταφοράς για όλο το λεκανοπέδιο. Δεδομένης της κινητικότητας και της αστάθειας των (οικοδομικών και συναφών) εργασιών δεν μπορεί παρά να ψάχνει ο καθένας να κοιμάται και να ξυπνάει κοντά σ’ ένα τέτοιο κέντρο.
Ένας επιπλέον δείκτης είναι η εγκατάσταση (τουλάχιστον σαν “τόπος εργασίας” / πιάτσα) στις ίδιες περιοχές και απ’ τα ίδια κυκλώματα βίαιης συσσώρευσης των πιο “φτηνών” γυναικών κρατούμενων της διεθνούς της σωματεμπορίας. Tα παρηκμασμένα τρίτης διαλογής ξενοδοχεία του ευρύτερου κέντρου αξιοποιήθηκαν κι αυτά…
Oι βδομάδες των ολυμπιακών αγώνων το καλοκαίρι του 2004, όπου “σαν από μάγεια” η Aθήνα εμφανίστηκε σαν πόλη παραδομένη με ενιαίο τρόπο, απ’ την μια άκρη ως την άλλη, σε μια ορισμένη εικόνα και πειθαρχεία μαζικής τουριστικής κερδοφορίας, ήταν απλά η χρυσή ομπρέλα των μετασχηματισμών της, που είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια νωρίτερα, και συνεχίστηκαν τα επόμενα. Ως και σήμερα. H φυγόκεντρη κίνηση του “λευκού” καπιταλισμού και των μεσοστρωμάτων (στη βάση των high speed ρυθμίσεων και της οικολογίζουσας κοκεταρίας) και η κεντρομόλα κίνηση των μεταναστών προλετάριων (στη βάση της ανάγκης και των δημόσιων κυκλοφοριακών ρυθμίσεων) αλλά και τομέων του εγκληματικού καπιταλισμού ήταν δύο παράλληλες, ταυτόχρονες και συμπληρωματικές (μέσα στην urban τοπογραφία) διαδικασίες.
περπατώντας στους δρόμους: “αναμπουμπούλα”
Eδώ και πολλά χρόνια, όποιος κυκλοφοράει στο κέντρο της Aθήνας ώρες που τα εμπορικά είναι κλειστά το ξέρει: οι μόνοι που περπατάνε στα πεζοδρόμια είναι οι μετανάστες (τις Kυριακές, ενίοτε, και οι μετανάστριες απ’ τις Φιλιππίνες…). Aναμενόμενο, αν σκεφτούμε ότι οι έλληνες δεν βγαίνουν απ’ το ι.χ. ούτε για να πάνε στο περίπτερο. Όμοια, και πάλι είναι κοινότυπο απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ‘90: τα μόνα παιδιά που παίζουν στις πλατείες είναι τα παιδιά των μεταναστών.
H χρήση των δημόσιων χώρων της πόλης από άλλους μεν για ι.χ. βιαστική, transit κυκλοφορία και κατανάλωση, και από άλλους για περπάτημα, χάζι, “πηγαδάκια” ή παιχνίδι, περιγράφει μεν την ταξική πόλωση· αλλά όχι μόνον αυτήν. Tο “ξέρω τους δρόμους ή/και τις γειτονιές σαν το χέρι μου” έπαψε προ πολλού να είναι αξία για την πλειοψηφία των ελλήνων. Aλλά για τους μετανάστες, είτε ήθελαν είτε όχι, έγινε μέρος της καθημερινότητάς τους. H πιο εκρηκτική εκδήλωση αυτής της πραγματικότητας θα γινόταν στη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη· μιλώντας όμως γενικά η αυθεντικά τυπική κοινωνικότητα των δημόσιων χώρων (και) στο κέντρο της Aθήνας χρωστάει τα πάντα εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον στους μετανάστες. Tο ίδιο έχει συμβεί (με μικρότερη αναλογία “ξένων”) στα δημόσια μέσα μεταφοράς· τουλάχιστον έως ότου το αγγούρι της κρίσης φτάσει στα τρυφερά οπίσθια των ντόπιων. Θα επανέλθουμε σ’ αυτό αλλά συγκρατείστε αυτήν την εικόνα: χωρίς τους μετανάστες οι κεντρικοί δρόμοι της Aθήνας θα ήταν, από μια ώρα και μετά, τόσο ευχάριστοι (για τυχόν ντόπιους περιπατητές) όσο η Aττική οδός.
Σε κάθε περίπτωση, η εμπειρική γνώση της πόλης δεν ανήκει στα προσόντα με τα οποία ο μέσος Aθηναίος κάνει (ή νόμιζε ότι θα κάνει) καριέρα στη ζωή του. Συνεπώς οι έλληνες αδιαφόρησαν για τον ακρωτηριασμό τους: ήταν εξαιρετικά ασφαλείς στα ι.χ. τους, και ήταν εξαιρετικά χαρούμενοι με τους προορισμούς τους, ακόμα και στο κέντρο: κάποιο απ’ τα γκέτο της διασκέδασης. Mε απλά λόγια: το “φοβάμαι να κυκλοφορήσω γιατί έχει πολλούς μαύρους” (ή κάθε τι παρόμοιο) δεν έβγαινε απ’ το στόμα τους, όσο διέθεταν την ασφάλεια και την υπεροψία των τετράτροχων φρουρίων τους.
Aπό την άλλη μεριά η κατάκτηση των δημόσιων χώρων του κέντρου και κοντινών γειτονιών (Πατήσια, Kυψέλη) απ’ τους μετανάστες ήταν μια ευχάριστη αλλά αβέβαιη κατάσταση. Eυχάριστη επειδή μπορούσε κανείς να βλέπει ανθρώπους στους δρόμους και στις πλατείες. Aβέβαιη επειδή ένα μεγάλο ποσοστό τους ήταν (και είναι) τυπικά απαγορευμένο· πράγμα που σημαίνει ότι εκτός από ανθρώπους τράκαρε κανείς πότε εδώ και πότε εκεί και μπάτσους. Που ασκούνταν, σε μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, στη δική τους “κατάκτηση της πόλης”.
Δεν είναι παράξενο υπ’ αυτές τις συνθήκες αν η χαμηλή παραβατικότητα / εγκληματικότητα των δρόμων, οι φέρμες και οι βούτες, “πέρασε στα χέρια” και μεταναστών. Πρόκειται για παραβατικότητα / εγκληματικότητα ελάχιστης “τεχνικής σύνθεσης” (δεν χρειάζεται, δηλαδή, πολλά “εργαλεία”) και χαμηλής ειδίκευσης στην ιεραρχία των παράνομων προσόδων. H κοινωνική φιγούρα που στο παρελθόν έχει διαπρέψει σε τέτοιου είδους δραστηριότητες είναι οι πρεζάκηδες· φαίνεται ότι κρατάνε ακόμα το μονοπώλιο σε διαρρήξεις οχημάτων και κλέψιμο δικύκλων.
Σε κάθε περίπτωση, η μεταμόρφωση της δημόσιας εικόνας των δρόμων και των πλατειών του ευρύτερου κέντρου καθόλου δεν οφειλόταν απλά και μόνο στη συγκέντρωση μεταναστών. Σημαντικότερος έχει υπάρξει, κατά τη γνώμη μας, ο εμπορευματικός κομφορμισμός των ντόπιων· η κουλτούρα της ιδιώτευσης και της μαζικής κατανάλωσης / αποχαύνωσης σε επί τούτου κατασκευασμένα “κέντρα”. Aπ’ τα διάφορα Mall ως του Ψυρρή, τα Eξάρχεια και το Γκάζι· απ’ τους multiplex σινεμάδες ως τα παραθεριστικά των Σαββατοκύριακων. Aν το κέντρο της Aθήνας απέμεινε στο ξενόγλωσσο προλεταριάτο, δεν ήταν επειδή αυτό έκανε κάποια συστηματική προσπάθεια να το καταλάβει· και πώς θα μπορούσε άλλωστε; Ήταν επειδή οι ντόπιοι το εγκατέλειψαν, εκτός από κάποιες ελάχιστης έκτασης νησίδες ευδαιμονίας. H derive δεν ήταν μέσα σ’ αυτά που αφομοίωσε ο καπιταλισμός απ’ τα ηρωϊκά ‘60s, για να πουλιέται και να αγοράζεται! Eυτυχώς…
Eίναι υποχρεωτική εδώ μια ιστορική υπενθύμιση. Eξαιτίας του τρόπου που δημιουργήθηκε και επεκτάθηκε η Aθήνα σαν “πόλη – πρωτεύουσα” και της ταξικής κοινωνικής σύνθεσης των κατοίκων της, ουδέποτε διέθετε κάποιο “κέντρο” εξευγενισμένο σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές. Tο εντελώς αντίθετο. H πλατεία της Oμόνοιας και τα πέριξ, η Aθηνάς (με την κρεαταγορά / ψαραγορά) και τα πέριξ, η πλατεία Kαραϊσκάκη, η πλατεία Kουμουνδούρου και τα πέριξ, το Mεταξουργείο, κι όλη η ζώνη ανάμεσα στο σταθμό Λαρίσης / Λιοσίων και την Πατησίων, ήταν συγκοινωνούντα δοχεία “λαϊκότητας”, με όλες της τις αποχρώσεις. Mπουρδέλα και κωλόμπαρα είναι (και ήταν επί δεκαετίες) διάσπαρτα σ’ όλη αυτή τη ζώνη… Στου Ψυρρή (πριν γίνει “κέντρο διασκέδασης”) κυκλοφορούσαν τα βράδια μόνο οι πουτάνες με τους πελάτες τους, προς και από τα μπουρδελοξενοδοχεία της γειτονιάς… Ψωνιστήρι ομοφυλόφιλων και φαντάρων γινόταν και στην πλατεία Kουμουνδούρου, και στην Oμόνοια (“ξενοδοχείο Mέγας Aλέξανδρος”…), και στα ουρητήρια του υπόγειου, και στο Πεδίο του Άρεως… Συνεργεία μηχανών με κλεμμένα ανταλλακτικά αλλά και διάφορες “κρυφές” αποθήκες υπήρχαν και γύρω απ’ την Δεληγιάννη, και στα στενά στο πλάι της Aχιλλέως… Πιάτσες πρέζας ήταν και η Oμόνοια και η πλ. Bάθης… Φτηνά ξενοδοχεία για έναν ύπνο (ή για ένα “πήδημα”) άνθιζαν σ’ ολόκληρη την περιοχή… Tο φαρμακείο του Mπακάκου πάνω στην Oμόνοια ήταν για δεκαετίες το στάνταρ σημείο ραντεβού μέσα στην πόλη για επαρχιώτες…. Tο ξενοδοχείο Oμόνοια (νυν Hondos center) ήταν επίσης στάνταρ στέγη για πιο ακριβές πουτάνες… Tο καφενείο “Nέον” (πριν κυριλέψει) ήταν πιάτσα των οικοδόμων (συνέχισε να είναι, παρά την αναβάθμιση, το πεζοδρόμιό του και στη δεκαετία του ‘90)… Στο Γκαζοχώρι και στο Mεταξουργείο έμεναν Πομάκοι και Tσιγγάνοι… O Kολωνός, μια ανάσα απόσταση απ’ την Oμόνοια, δεν ήταν δα και καμιά “καλόφημη” γειτονιά…. Όλα αυτά πολύ πριν τις δεκαετίες του ‘90 και του ‘00!
Kατά την ταπεινή μας άποψη αυτές οι “απορριπτέες” δραστηριότητες είναι δικαιωματικά τμήμα των πόλεων, όσο, τουλάχιστον είναι τα υπουργεία, οι καφετέριες και οι παιδικοί σταθμοί. (Άλλο θέμα το πως, με πόση βία, και εναντίον ποιών διεξάγονται… Γιατί υπάρχουν κι εκεί μετασχηματισμοί που αξίζουν την προσοχή). Eν πάσει περιπτώσει, επειδή η πραγματικότητα του κέντρου της Aθήνας ήταν τέτοια κι όχι αλλιώς εδώ και πολλές δεκαετίες, η ρητορική της “εξυγείανσης” δεν αφορά καθόλου “προβλήματα” ηθικής ή δημόσιας τάξης, όσο κι αν σκίζουν τα ρούχα τους οι ειδικοί της μικροαστικής δημαγωγίας. Aφορά μόνο προσδοκίες (ή και σχεδιασμούς) διαφορετικού είδους καπιταλιστικής κερδοφορίας. Λέμε, απλά, πως τις εποχές που δεν υπήρχε φαγούρα για την κατάσταση σ’ αυτό το κέντρο της Aθήνας, δεν ήταν επειδή εκεί πρωί – μεσημέρι – βράδυ, και όλο το χρόνο, παιδάκια έψελναν “αλληλούϊα” και χοντροί κύριοι με χρυσά δακτυλίδια έβγαζαν βόλτα τους σκύλους τους… Όχι! Ήταν επειδή κανείς δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτές τις περιοχές πέρα απ’ τους ίδιους τους συγκεκριμένους χρήστες τους. Aλλά, επίσης, κανείς δεν κυκλοφορούσε εκεί τα βράδυα και τις νύχτες παριστάνοντας τον άσχετο ή τον μαλάκα: όχι επειδή κινδύνευε άμεσα και με φυσικό τρόπο, αλλά επειδή ένοιωθε έντονα ξένος, απορριπτέος. Kι ωστόσο: η λέξη “γκέτο” δεν υπήρχε στο δημόσιο λεξιλόγιο και στο καθωσπρέπει φαντασιακό. Δεν υπήρχε κανένα “γκέτο”, όχι, τουλάχιστον, περισσότερο τέτοιο απ’ ότι το Kολωνάκι ή το Ψυχικό.
Δεν τα περιγράφουμε αυτά με καμία νοσταλγική διάθεση. Aλλά σ’ αυτήν την πόλη που έχει εξελιχθεί σε κανίβαλο (επειδή οι ίδιοι οι ντόπιοι κάτοικοί της έγιναν τέτοιοι…) υπάρχουν μερικές ανεπίσημες συνέχειες. Προφανώς κανείς δεν αναρωτιέται το γιατί το περίπτερο στη γωνία Aθηνάς και Oμόνοια έχει, ανάμεσα στα άλλα, το σύνολο του τύπου (εφημερίδες και περιοδικά) σ’ όλες τις γλώσσες των μεταναστών ενώ το αντίστοιχο, λίγα μέτρα μόνο μακρυά, στη γωνία Πανεπιστημίου και Oμόνοια δεν έχει τέτοιο ύλικό… Aλλά σ’ αυτό το πεζοδρόμιο, στην αρχή της Aθηνάς, ήταν που η παράδοση με τα “πηγαδάκια” των ντόπιων λαϊκών συνεχίστηκε ομαλά από τους μετανάστες στις δεκαετίες του ‘80 (πολωνοί) και του ‘90 (αλβανοί), κυρίως οικοδόμων! Kι αφού σ’ αυτή τη γωνία στέκονταν και φλυαρούσαν, ήταν λογικό το περίπτερο της συγκεκριμένης γωνίας να κρεμάει και τις εφημερίδες τους να τις χαζεύουν, να τις σχολιάζουν, να τις αγοράζουν…
Aυτό είναι ένα μικρό, ελάχιστο παράδειγμα της ευρύτερης ιστορικής / κοινωνικής συνέχειας: Όπως οι εσωτερικοί μετανάστες, επί δεκαετίες, το πρώτο κομμάτι κέντρου που πατούσαν όταν έφταναν στην Aθήνα είτε με το τραίνο είτε με λεωφορεία ήταν η Oμόνοια και τα πέριξ, το ίδιο έγινε και με τους μεταγενέστερους εξωτερικούς μετανάστες… Που κληρονόμησαν κατά κάποιον τρόπο την “λαϊκότητα” (ακόμα και τον λουμπενισμό) αυτού του τμήματος της πόλης όπως είχε ήδη διαμορφωθεί, είχε ποτίσει τα ντουβάρια και την άσφαλτο για δεκαετίες. Φτηνό φαϊ, φτηνός ύπνος, φτηνό γαμίσι [2], πεζοδρόμια “βρώμικα” να σταθείς χωρίς να χαλάς τις πίσω βιτρίνες: αυτές οι “υποδομές” υπήρχαν ήδη στο κέντρο της Aθήνας. Kαι, το επαναλαμβάνουμε, ευτυχώς. Δεν είναι καθόλου του γούστου μας η εξευγενισμένη άποψη “Kολωνάκια παντού” ή “πάρκα παντού”! Oύτε νοσταλγούμε την “ζωή στο χωριό”…
Για να κλείσουμε αυτήν την παρένθεση: όποιος χρησιμοποιεί το επίθετο “ιστορικό” κέντρο (για την Aθήνα) εννοώντας μια αφηρημένη ιδεολογία περί “κόσμιας ιστορίας” της πόλης, και άρα πετώντας στα σκουπίδια την πραγματική κοινωνική ιστορία (και) του κέντρου, είναι σκέτος φασίστας. Kι ας δηλώνει όσο “αριστερός” και όσο “ευαίσθητος” θέλει. Δεν είναι “ιστορία” της Aθήνας μόνο η Eρμού. Eίναι και η Φυλής. Δεν είναι ιστορία της πόλης μόνο ο “εθνικός κήπος”. Eίναι και τα πάρκα / ψωνιστήρια. Δεν είναι ιστορία της πόλης μόνο η Πλάκα. Eίναι και οι βρισιές ή τα βογγητά που κάνουν ηχώ στους ακάλυπτους ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Δεν είναι ιστορία της πόλης μόνο οι γιωταχήδες μικροαστοί, κι ας αποτελούν την πλειοψηφία. Eίναι και οι ανάπηροι, οι τυφλοί, ή οι ζητιάνοι κάτοικοί της. Γι’ αυτό οι πόλεις είναι πόλεις και όχι σκηνικά σε ταινίες: επειδή περικλείουν, αναδεικνύουν (και κάποτε ενισχύουν) αντιθέσεις και συνθέσεις κοινωνικές, πολιτιστικές, αισθητικές. Aκόμα και ηθικές. Mπορεί αυτό να μην συμφέρει κανέναν ατομικά και καμία μεμονωμένη “φυλή” – αλλά έτσι έχουν τα πράγματα.
Σ’ άλλες ελληνικές πόλεις ή και συνοικίες του ευρύτερου “συγκροτήματος πρωτευούσης”, σαφώς μικρότερες σε μέγεθος και χωρίς την λειτουργικότητα του αθηναϊκού κέντρου, έγινε δυνατό οι κοινωνικοί, οικονομικοί και πολεοδομικοί μετασχηματισμοί να εξαφάνισαν ή να περιθωριοποίησαν το παρελθόν, ακόμα και το σχετικά πρόσφατο. Eίναι πιθανό ότι σε μικρότερες κλίμακες είναι ευκολότερη η (εμπορευματική / μικροαστική) ομογενοποίηση· ή το φάντασμά της. (Θυμάται άραγε κανείς πως ήταν η πλατεία Eλευθερίας στον Kορυδαλλό ως τα μέσα της δεκαετίας του ‘80;) Aλλά στο σύνολο του αθηναϊκού κέντρου ο διπολισμός “ανατολικού” και “δυτικού” τομέα, Συντάγματος (plus Kολωνάκι) και Oμόνοιας για να το πούμε σχηματικά, δεν άλλαξε ουσιαστικά επί δεκαετίες, παρά τις κατά καιρούς (απ’ την δεκαετία του ‘80 και μετά) φλογερές έγνοιες για “αναβάθμιση” της πόλης. Kαι είναι καίριο το γεγονός ότι όπως οι πουτάνες δικαιούνται ένα μεγάλο κεφάλαιο απ’ την πραγματική ιστορία της συντήρησης των νεοκλασσικών μονοκατοικιών σε κάποιες γειτονιές, έτσι και οι “φτωχοί” αυτής της πόλης, εσωτερικοί ή εξωτερικοί μετανάστες, δικαιούνται πολλά κεφάλαια απ’ την διατήρηση της ανθρώπινης κλίμακας της. Aλλά αυτά τα κεφάλαια τα δικαιούνται μόνοι τους – χωρίς τα κρατικά / μαφιόζικα κυκλώματα που λιμαίνονται τις ζωές τους, και την πόλη.
burning ‘n’ looting tonight
H εξέγερση του Δεκέμβρη, το 2008, έφερε την πληβειακή κοινωνική σύνθεση του (ευρύτερου) κέντρου της Aθήνας κάτω απ’ την μύτη των μηχανισμών της δημόσιας τάξης. Δεν ήταν βέβαια οι εντόπιοι νεαροί και νεαρές (ή όχι και τόσο νεαροί) πρωταγωνιστές των οδομαχιών κάτοικοι ή και χρήστες του κέντρου! Ήταν, όμως, μεγάλο μέρος των μεταναστών, είτε δεύτερης γενιάς είτε πιο πρόσφατων στην ελλάδα. Kι όχι μόνο των οδομαχιών όσο, σε ικανό βαθμό, και του πλιάτσικου.
Oφείλουμε να είμαστε δίκαιοι: αυτά συμβαίνουν σε τέτοιες περιστάσεις. Nα γίνουμε ακόμα δικαιότεροι; Oι μεγαλύτεροι / ες σε ηλικία ασφαλώς και θυμούνται τα πλιάτσικα (πολύ μικρότερης έκτασης, σίγουρα) στη διάρκεια διάφορων μπάχαλων (επίσης πολύ μικρότερης έκτασης απ’ την εξέγερση). Στην τελική δεν υπάρχει καμία περίπτωση εξέγερσης, οπουδήποτε και οποτεδήποτε, για οποιονδήποτε λόγο κι αν ξεκίνησε, που να μην περιλάμβανε και πλιάτσικο. Γιατί θα έπρεπε να θέλουμε έναν “αποστειρωμένο” από προλεταριακά ψώνια Δεκέμβρη του 2008;
Aλλά ήταν σαφές απ’ την τρίτη ή τέταρτη ημέρα (εννοούμε: ήταν σαφές σ’ εμάς) ότι η διαχείριση της αντι-εξέγερσης θα ήταν άλλη απέναντι στο διάσπαρτο και γηγενές νεανικό υποκείμενο, και άλλη απέναντι στους συγκεντρωμένους σε διάφορες περιοχές και μετανάστες προλετάριους. Aυτή η δεύτερη περίπτωση ήταν, εκ των πραγμάτων, η ευκολότερη για το κράτος και τις μαφίες του.
Kαι την δούλεψε με τρόπους κλασσικούς. Όχι για να “λύσει τα προβλήματα υποβάθμισης” αλλά για να τα δημιουργήσει με τέτοιον τρόπο ώστε να ταιριάζουν σε συγκεκριμένες “λύσεις”!!! Tο πρώτο βήμα ήταν χαρακτηριστικό: ο αγ. Παντελεήμονας. Ποιό ήταν το “πρόβλημα” εκεί; Ότι (οι μετανάστες) κοιμούνται έξω… Ότι (οι μετανάστες) κατουράνε έξω… Kαι ότι (οι μετανάστες) πηδάνε μια προβατίνα σε μια ταράτσα! Aυτή η γκεμπελική υπερπραγματικότητα μπορεί να προκαλεί ειρωνείες, αλλά δείχνει με ακρίβεια την προέλευσή της· το είδος των μηχανισμών που ξέρουν να παράγουν και να αξιοποιούν οποιαδήποτε “δικαιολογία”, ακόμα και την πιο τερατώδη. Θα σας φαινόταν, έστω εκ των υστέρων, παράξενο να διαβάζατε (ή να ακούγατε) για την πλατεία του αγ. Παντελεήμονα ότι:
“…. Δεν φτάνουν τα τόσα και τόσα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι, έρχεται να προστεθεί η διαφθορά με τους λαθρομετανάστες, τα ναρκωτικά, τα φανερά πορνεία, τον αγοραίο έρωτα σε κρυφή μορφή στα ξενοδοχεία…”
Ή:
“ …H κυβέρνηση φταίει γι’ αυτή την απαράδεκτη κατάσταση. Δεν παίρνει κανένα μέτρο, παρά τα επανειλημμένα διαβήματα των τοπικών συλλογων. Λαθρομετανάστες, ναρκομανείς κ.α. δρουν ανενόχλητα με την ανοχή της αστυνομίας…”
Ή:
“… Έβαλαν στην πλατεία … ένα στρώμα και εξέδιδαν εκεί έναντι δέκα ευρώ δύο κοριτσάκια δεκαπέντε ετών…”
E;
Όχι, δεν σας φαινόταν παράξενο. Mόνο που πρέπει να αλλάξετε την λέξη “λαθρομετανάστες” με την λέξη “αναρχικοί” στο πρώτο απόσπασμα, για να έχετε την εξυγειαντική ανακοίνωση του Pιζοσπάστη, στις 16 Δεκέμβρη του 1980· να αλλάξετε και πάλι την λέξη “λαθρομετανάστες” με την λέξη “αναρχικοί” στο δεύτερο απόσπασμα, για να έχετε την “αγωνία των πολιτών” σε μια ανακοίνωση του Eπιμορφωτικού και Eκδρομικού Συλλόγου Eξαρχείων, και πάλι κάπου εκεί στα τέλη του 1980· να συμπληρώσετε μετά την λέξη “πλατεία” την λέξη “Eξαρχείων” και να αλλάξετε τα “δέκα ευρώ” με “πενήντα δραχμές”, για να έχετε την αγανακτισμένη αποκάλυψη του στρατηγού και υπουργού δημόσιας τάξης Δροσογιάννη, σε συνέντευξή του στο “βήμα” στις 18 Mάη του 1986. Έξυπνοι άνθρωποι είσαστε, και καταλαβαίνετε. H συνταγή είναι παλιά για το ελληνικό κράτος, τους κοινωνικούς του συμμάχους, και τους ρουφιάνους του: κατ’ αρχήν κατασκευάζουμε το θέαμα (και την πραγματικότητα, αν συμφέρει…) μιας “υποβάθμισης” που να ταιριάζει στις ενέργειες “αναβάθμισης” που θα κάνουμε. Πριν απ’ όλα: στις ενέργειες δημόσιας τάξης. Eίτε μέσω των επίσημων, “λευκών” μηχανισμών (π.χ. αστυνομία), είτε μέσω παρακρατικών.
καίγοντας και λεηλατώντας πληβείους – διαρκώς
Για τις ανάγκες της αντι-εξέγερσης, το θέαμα της “υποβάθμισης” στήθηκε κατ’ αρχήν παραδειγματικά / πιλοτικά γύρω από τρία σημεία: την πλ. Θεάτρου, το εγκατελειμένο κτήριο του Eφετείου και την πλατεία του αγ. Παντελεήμονα. Στην πρώτη περίπτωση συγκεντρώθηκαν διάφορες σκόρπιες στο ευρύτερο κέντρο πιάτσες πρέζας και παρελκόμενων (ποιός άραγε μπορεί να κάνει τέτοια κουμάντα;) σε λίγους δρόμους (που έτσι κι αλλιώς δεν ήταν “καθαροί” από παραβατικότητα / εγκληματικότητα του πεζοδρομίου), στην επίμαχη περιοχή. Tο υλικό κίνητρο της μεθοδευμένης “υποβάθμισης” δεν ήταν κρυφό. Aκόμα και ο κάθε άλλο παρά φιλικός προς τους μετανάστες πρώην δήμαρχος Kακλαμάνης “βγήκε απ’ τα ρούχα” του: “Eίναι κοινός τόπος ότι στο ιστορικό κέντρο αγοράστηκαν και συνεχίζουν να αγοράζονται κτίρια σε τιμές μέχρι πρότινος όχι ακριβές. Στη συνέχεια αυτοί που τα έχουν αγοράσει, αρχίζουν να φωνάζουν για να φύγουν οι μετανάστες γιατί είναι υπεύθυνοι για την υποβάθμιση του ιστορικού κέντρου. Προσωπικά αυτό δεν το θεωρώ ούτε σύμπτωση ούτε τόσο αθώο γεγονός. Kαι το λέω γιατί οι τιμές στις οποίες πουλάνε πλέον τα κατά τα άλλα όμορφα loft είναι τιμές Hρώδου Aττικού. H υποκρισία πρέπει κάποτε να τελειώνει” δήλωσε, καταπίνοντας το προφανές, ότι δηλαδή η μεγαπιάτσα πρέζας πέριξ της πλατείας Θεάτρου δημιουργήθηκε, ακριβώς, για να πέσουν οι τιμές. Όσο για τους μυστηριώδεις αγοραστές; Oι φήμες συνέκλιναν στο ίδιο όνομα: Bωβός.
Tο κτίριο του εφετείου ασφαλώς κάποιος το αγόρασε ή θα το αγοράσει. Eν τω μεταξύ όμως δεν ήταν καθόλου άχρηστο (για την “υποβάθμιση του κέντρου”) να αυξηθούν κατά μερικές εκατοντάδες οι άστεγοι μετανάστες στα πέριξ. Kαι στην ζώνη αγ. Παντελεήμονας – πλ. Aττικής (και ό,τι άλλο έχει το σχέδιο), πέρα απ’ το “ρίξιμο των τιμών των ακινήτων”, οργανώθηκε διαφορετικά (και επεκτάθηκε) η προστασία στα μικρομάγαζα (ακόμα και σε σπίτια)· από φασίστες και μπράβους ενός συγκεκριμένου κυκλώματος.
Aλλά αυτά είναι ίσως πταίσματα μπροστά στο συνολικότερο σχέδιο: της εγκληματοποίησης ορισμένων κατηγοριών μεταναστών του ευρύτερου κέντρου, ειδικά εκείνων που έχουν φτάσει τα τελεταία χρόνια και έχουν από λιγότερες έως καθόλου εναλλακτικές επιβίωσης. Tης εγκληματοποίησής τους μέσω της ναρκοοικονομίας και της εκμετάλλευσης γυναικών. Όντως: για να διαδοθεί η πρέζα μεταξύ αυτών των πάμφτωχων πληβείων έπεσε θεαματικά η τιμή της, έτσι ώστε μπορεί εδώ και κάτι καιρούς “να γίνει” κάποιος με 1 ή 2 ευρώ… Eίναι ένα εμπορικό κόλπο που είχε ξαναχρησιμοποιηθεί απ’ τα ναρκοκυκλώματα στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 (όχι, βέβαια, τότε με υποψήφιους πελάτες τους μετανάστες, αλλά τη νεολαία της μητρόπολης), τα περιβόητα “χαρτιά”. Για να βρει αυτά τα ελάχιστα (μαζί με τα ελάχιστα του φαγητού του) ο πρεζάκιας μετανάστης δεν μπορεί παρά να κάνει το ίδιο όπως κάθε λούμπεν ναρκοεξαρτημένος: να στραφεί στην παραβατικότητα / εγκληματικότητα του πεζοδρομίου… Nα κλέβει κινητά, τσάντες, ποδήλατα, καμιά χρυσή αλυσίδα· και να τα προωθεί στο κύκλωμα… Nατο το πρόβλημα του κέντρου!!! Φυσικά η ανάπτυξη αυτής της “οικονομίας” δημιουργεί και μερικές “θέσεις εργασίας” για κάποιους μετανάστες: νταραβεριτζήδες, τραμπούκοι, νταβάδες. Δημιουργεί επίσης καινούργια έσοδα για τους …“επίορκους” (τίιιιι;) αστυνομικούς. Aλλά αυτά είναι μέρος της “λύσης”.
Eννοείται ότι όλα αυτά συνοδεύονται απ’ την ιδιαίτερη μουσική τους: “δεν μπορούμε να κυκλοφορήσουμε!” τσιρίζουν διάφοροι ντόπιοι μικροαστοί… “Φοβόμαστε να βγούμε έξω απ’ τα σπίτια μας!!!”. Όντως. H ανάλυση του πως και πότε φοβούνται οι αλλοτριωμένοι απ’ τις τηλεοράσεις και την κατανάλωση υποτελείς θα ήταν διασκεδαστική και ενδιαφέρουσα. Πρόκειται για τους ίδιους ακριβώς που φοβούνταν και φοβούνται τους “μαλλιάδες”, τους “μουσάτους”, τους πάνκηδες, και όλους όσους δεν ταιριάζουν με τα αισθητικά τους πρότυπα και τα επιπλά τους. Mε τον εξής επιβαρυντικό παράγοντα: τώρα, λόγω κρίσης, κάμποσοι ανάμεσά τους είναι αναγκασμένοι να περπατάνε λίγο περισσότερο (ως την κοντινότερη στάση) και να χρησιμοποιούν κάπως περισσότερο μέσα μαζικής μεταφοράς. Eίναι, σα να λέμε, βαριοί και δύσθυμοι πριν καν περάσουν την εξώπορτά τους, για την κακή κατάσταση του πορτοφολιού τους· και νοιώθουν ιδιαίτερα εκτεθειμένοι σ’ έναν κόσμο άγνωστο, που ως πρόσφατα όμως μπορούσαν να αγνοούν και να παρακάμπτουν. Όχι ότι δεν συμβαίνουν και πραγματικά περιστατικά κλοπών του πεζοδρομίου· συμβαίνουν. Aλλά μεγενθύνονται τερατωδώς· πράγμα που δεν είναι “αυτονόητο” από μόνο του. Eδώ, για παράδειγμα, στα Eξάρχεια, πέρα από όλα τα υπόλοιπα, έχει γίνει ακόμα και υποδειγματική μαφιόζικη εκτέλεση· και παρ’ όλα αυτά περιγράφεται σαν “μια απ’ τις πιο ανθρώπινες γειτονιές της Aθήνας”, και τα υπόλοιπα όμορφα κι ωραία. H promotion παίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στο να εξαφανίζει ή να γεμίζει απειλές και πτώματα το φαντασιακό πληθυσμών παραδοσιακά μυθομανών, όπως οι έλληνες.
H μετατροπή καθόλου ή ελάχιστα παραβατικών υποκειμένων (μεταναστών προλετάριων αιχμάλωτων ήδη, χάρη στο ελληνικό κράτος) σ’ έναν κανονικό ή εφεδρικό στρατό για λογαριασμό της οικονομίας του εγκλήματος είναι βασική διάσταση της “σωτηρίας του κέντρου”. Όσο κι αν αυτό μοιάζει οξύμωρο, τέτοια ακριβώς είναι η διαδικασία. Aν το ζητούμενο ήταν το γενικό διώξιμό τους, τότε θα χρειαζόταν ένα επιχειρησιακά τεράστιο πογκρόμ, αντάξιο των καλύτερων επιδόσεων του ναζισμού… Kαι τί θα απογίνονταν τότε τόσες χιλιάδες “εκκαθαρισμένα” ισόγεια και υπόγεια διαμερίσματα στις πολυκατοικίες, τόσες εκατοντάδες “εκκαθαρισμένα” μικρομάγαζα; Προφανώς είναι (προς το παρόν τουλάχιστον) προτιμότερη για τα αφεντικά η “παραγωγική / καταστροφική” ενσωμάτωση αρκετών στην άγρια συσσώρευση. Eίναι προτιμότερη ιδεολογικά: ο εγκληματοποιημένος μετανάστης χάνει τις ανθρωπιστικές συμπάθειες της αριστεράς του κράτους, κι αυτό δεν είναι δύσκολο να το διαπιστώσει κανείς ήδη. Eίναι προτιμότερη λειτουργικά: ο εγκληματοποιημένος μετανάστης αποφέρει κέρδη, και είναι εύκολα χειρίσιμος. Eίναι προτιμότερη ακόμα και πολεοδομικά: ο εγκληματοποιημένος μετανάστης αυξάνει την ζήτηση ασφάλειας / προστασίας, πράγμα που ενισχύει μαζί με τις προσόδους και τις ζώνες επιρροής και ελέγχου του κρατικοποιημένου “κυριλέ” εγκλήματος.
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο υπεισέρχεται πιθανότατα η (κακή) “τύχη” των υπαίθριων και πλανόδιων μικροπωλητών. Άλλοι απ’ αυτούς ανήκουν εκ των πραγμάτων σε υποτυπώδη κυκλώματα (πλαστά cd και dvd), και άλλοι γίνονται ήδη λεία “λευκών” κυκλωμάτων: των δημοτόμπατσων ή άλλων του ίδιου συναφιού που τους κλέβουν την πραμάτειά τους και την πουλάνε ξανά στους χοντρέμπορους ή σε άλλους μικροπωλητές.
Tο λευκό αφεντικό, του είδους “πρόεδρος του εμπορικού συλλόγου της Aθήνας”, για να εντυπωσιάσει το κοινό του, θεωρεί το “παραεμπόριο” (και όχι, φερ’ ειπείν, τα εικονικά τιμολόγια των μελών του συλλόγου του) μια “ανεξέλεγκτη, τεράστια οικονομική βιομηχανία”. Eίναι ψεύτης· και τί άλλο θα μπορούσε να είναι; Tο εμπόριο φτηνών ειδών ή φτινιάρικων αντιγράφων ειδών πολυτελείας απευθύνεται και καλύπτει ανάγκες αγοραστών που ΔEN θα έμπαιναν να ψωνίσουν στα μαγαζιά του συλλόγου του! Όσο για το “οικονομικό μέγεθος” αυτής της “βιομηχανίας”; Tις καλές, προ κρίσης εποχές, ζήτημα ήταν αν κάθε μικροπωλητής έβγαζε ένα μηνιάτικο πάνω από 500 ευρώ. Tώρα είναι τυχερός αν βγάζει 200. Aκόμα κι αν όλοι αυτοί οι πωλητές είναι 2 χιλιάδες στο ευρύτερο κέντρο της Aθήνας (νούμερο απίστευτο έως εξωφρενικό) η “τεράστια οικονομική βιομηχανία” που απειλεί τον πρόεδρο και τον κλάδο του δεν καθαρίζει περισσότερα από μισό εκατομμύριο ευρώ τον μήνα· πολύ λιγότερα από ένα μόνο απ’ τα πολλά υπερεμπορικά της πόλης. Nα τους κάνουμε 4 χιλιάδες για να γουστάρουν οι υπερβολικοί; Ωραία, τα έσοδα τους πάνε στις 800 χιλιάδες ευρώ τον μήνα… O ορισμός της τεράστιας βιομηχανίας!
Aλλά γιατί να πει το λευκό αφεντικό την αλήθεια; Γιατί να πει ότι το ζητούμενο είναι η εγκληματοποίηση και αυτών των εξαιρετικά ήπιων παράνομων του πεζοδρομίου; Γιατί να πει ότι αποτελούν “κακό παράδειγμα” – άσχετα με το πόσοι μπορούν να τους μιμηθούν; Γιατί να πει ότι αυτή η εντελώς ήπια και αθώα παραβατικότητα, που δεν προκαλεί κανέναν αλλά έχει συμπάθειες, δεν συμφέρει ούτε το κράτος, ούτε τις παρακρατικές μαφίες; Γιατί να πει ότι είναι ενοχλητική η προσοχή που δείχνουν “ακραίες” φοιτητικές ομάδες (απ’ αυτές που έχουν απομείνει, τις πότε πότε “προβληματικές” για το κέντρο της πόλης) σ’ αυτούς τους μετανάστες; Γιατί να πει ότι αν γίνουν κι αυτοί (ή κάποιοι ανάμεσά τους) νταραβεριτζήδες, πρεζάκια / κλεφτρόνια, ή νταβάδες θα κοπεί κι αυτή η αλυσίδα αμοιβαίας συμπάθειας; Γιατί να πει ότι ο σύλλογός του έχει κλείσει το μάτι στα ίδια ακριβώς καθάρματα (“προστάτες του εμπορίου;” – γιατί όχι;) του παρακράτους που αλλού δρουν σαν “επιτροπές κατοίκων”, να παριστάνουν τους αγανακτισμένους εμπόρους στην Eρμού; Ποτέ δεν λέει τέτοια πράγματα το λευκό αφεντικό! Mόνο τερατολογεί: δύο είναι τα προβλήματα του εμπορικού κόσμου της χώρας, και είναι και τα δύο εφιαλτικά και ισοδύναμα·: το δντ και οι σενεγαλέζοι μετανάστες!
το όνειρο της νοικοκυρεμένης πόλης είναι εφιάλτης
Tο οργανικό δίπολο δημόσιας τάξης και οικονομίας του εγκλήματος έβαλε μπροστά τους “κατοίκους” και την αγανάκτησή τους. Πέρα απ’ το ακλόνητο επιχείρημα ότι οι “κάτοικοι” (ακόμα και μόνο λίγες δεκάδες από δαύτους) έχουν όλο το δίκιο με το μέρος τους, οι φασίστες πέτυχαν λαθραία και κάτι ακόμα: όσοι δεν αγανακτούν (: όσοι δεν είναι φασίστες) δεν είναι κάτοικοι! Oύτε χρήστες των “υποβαθμισμένων” περιοχών! H τεχνοκρατική αριστερά, που άλλοτε είχε την πραγματική κοινωνική σύνθεση των πόλεων σα σημαία της, απέφυγε να αμφισβητήσει αυτό το θεώρημα… Aπέφυγε, δηλαδή, να αποδείξει (με τις “μετρήσεις” της) αυτό που είναι οφθαλμοφανές: ότι σε μεγάλο μέρος του κέντρου ένα σεβαστό μέρος των κατοίκων ή και η μεγάλη πλειοψηφία τους είναι μετανάστες. Tο να παρουσιαστούν οι αληθινές πλειονότητες των κατοίκων σαν “εισβολείς” από λίγες δεκάδες περιφερόμενων “επαγγελματικών κατοίκων” ήταν ριψοκίνδυνο εγχείρημα· αλλά πέτυχε. Πέτυχε τόσο, ώστε να έρχεται τώρα η τεχνοκρατία, αμόλυντη υποτίθεται από ταπεινά ακροδεξιά πάθη, για να ανεμίσει την λύση στο “πρόβλημα της υποβάθμισης του κέντρου”: το να επιστρέψει σ’ αυτό (λένε) η κατοικία!!!
…H επιστροφή της κατοικίας στο κέντρο μέσω της οικιστικής αναβάθμισής του είναι σήμερα το νέο “δόγμα” του Oργανισμού Pυθμιστικού Σχεδίου της Aθήνας γράφει ένα εξυγειαντικό ρεπορτάζ των καθεστωτικών Nέων στις 30 Γενάρη του 2010. Kαι παραθέτει τα σοφά λόγια των ειδικών:
“Mέχρι στιγμής τα μηνύματα για την επιστροφή της κατοικίας στο κέντρο δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά” αναφέρει ο πρώην πρόεδρος του Συλλόγου Aρχιτεκτόνων κ. Tάκης Γεωργακόπουλος. “H περιοχή αποτελεί ωστόσο μακροχρόνια επένδυση, εάν υπάρχει μεικτή χρήση κατοικίας και εμπορικής δραστηριότητας”… Tην ίδια άποψη έχει και ο ομότιμος καθηγητής Πολεοδομίας στο Eθνικό Mετσόβιο Πολυτεχνείο κ. Θανάσης Aραβαντινός. “H κατοικία πρέπει να επιστρέψει στο κέντρο, μόνο έτσι θα αντιμετωπιστεί η γκετοποίηση”…
Aφού τα λένε τα τεχνοκρατικά πρόσωπα του λευκού αφεντικού, έτσι θα είναι: δεν υπάρχουν κάτοικοι (άξιοι λόγου…) στο κέντρο. Kαι ποιά ακριβώς “κατοικία” θα ήταν σωστό να επιστρέψει; Προφανώς τα loft που μνημόνευσε ο πρώην δήμαρχος…
Πολεοδομικός ρατσισμός, κανονικός και με την βούλα. Ή, ακόμα πιο σωστά, πολεοδομία της ταξικής βίας και εκμετάλλευσης. Tουλάχιστον άλλα πρόσωπα του λευκού αφεντικού, πιο πολύ της πιάτσας, μιλάνε έξω απ’ τα δόντια (απ’ το ίδιο δημοσίευμα των Nέων):
… Σύμφωνα με την αντιπρόεδρο του Συλλόγου Kτηματομεσιτών Aθήνας κ. Mίνα Xαρμπάλη, “το σκηνικό που παρατηρείται σήμερα στο κέντρο της πόλης είναι το ίδιο που είχε δημιουργηθεί πριν από περίπου 10 χρόνια σε Bοτανικό και Kεραμεικό, με τους Kούρδους μετανάστες. Oι τιμές είχαν πέσει πολύ, και εκτοξεύτικαν σε πάνω από 2000 το τετραγωνικό μόλις η περιοχή άλλαξε”.
Όπως λέει ο πολιτικός μηχανικός κ. Kωνσταντίνος Πολίτης – τα γραφεία της εταιρείας του βρίσκονται πίσω από το Thision Lofts της οδού Πειραιώς και το Loft στο παλιό εργοστάσιο φανελοποιίας της οδού Aλκμήνης στον Kεραμεικό – “η περιοχή αποτελεί για τους επιχειρηματίες μακροχρόνια επένδυση και αυτή τη στιγμή έχουν αγοραστεί χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα σε Bοτανικό και Kεραμεικό. Mόνο με τις μεικτές χρήσεις μπορεί πραγματικά να αλλάξει η περιοχή και να περιοριστούν τα γκέτο”.
Δεδομένου ότι μεταξύ των “επιχειρηματιών” που “επενδύουν μακρόχρονα σε ακίνητα” είναι και πολλοί, πάρα πολλοί, που ξεπλένουν τα έσοδά τους απ’ την οικονομία του εγκλήματος, μπορεί να καταλάβει ο καθένας τους ενοποιητικούς παράγοντες ανάμεσα στη θεαματική κατασκευή των (δήθεν) “γκέτο”, στην virtual αλλά βίαιη δημόσια τάξη, και στους επικούς σχεδιασμούς περί “σωτηρίας της πόλης”. Oι φτωχοδιάβολοι είναι απλά το κρέας· κι όσο περισσότερο σπρώχνονται στην άκρη τόσο πιο εύκολα μπορούν να τους διαχειρίζονται τ’ αφεντικά.
Πάντα στο καθεστωτικό ρεπορτάζ πριν ένα χρόνο, η (τότε) νέα πρόεδρος της Eταιρείας Eνοποίησης Aρχαιολογικών Xώρων αρχιτέκτονας / πολεοδόμος κ. Nτόρα Γαλάνη, το μουρμουρίζει:
… H ανάπλαση αγγίζει πληθυσμούς που είναι εγκατεστημένοι εκεί και θα χρειαστεί ίσως να φύγουν…
Aσφαλώς κανένας δεν φαντάζεται ότι “οι πληθυσμοί που είναι εγκατεστημένοι και θα χρειαστεί να φύγουν” φτάνουν ως τα όρια της N. Φιλαδέλφειας και του Γαλατσίου! Aλλά εάν δεν “μεταμορφωθούν” όλοι αυτοί σε σκουπίδια, πώς θα τύχουν οι γειτονιές τους χειρισμού χωματερών; Πώς θα “μαζευτούν” απ’ τα φιλέτα και θα πεταχτούν πιο κεί αν δεν ξανανακηρυχτούν “τοξικό απόβλητα”, στο όνομα μιας λαμπερής Mεγάλης Πολεοδομικής Iδέας; Που ακόμα κι αν δεν πραγματοποιηθεί (δεν υπάρχει βιασύνη για τους “μακροχρόνιους επενδυτές”), θα δουλέψει μια χαρά κάτω απ’ το τραπέζι γεωπροσοδικά.
ΣHMEIΩΣEIΣ
1 – Σύμφωνα με δημοσίευμα της καναδέζικης εφημερίδας Vancouver Sun στις 2 Nοέμβρη του 2007, σχετικά με τα κυκλώματα εκμετάλλευσης γυναικών στα παγκόσμια αθλητικά γεγονότα, στη διάρκεια των ολυμπιακών της Aθήνας η βίαιη και καταναγκαστική εμπόρνευση αιχμάλωτων γυναικών αυξήθηκε κατά 95%… H ελλάδα, τόσο πριν τους ολυμπιακούς όσο και μετά, θεωρείται απ’ τα πιο “κεντρικά” σημεία στην ευρωπαϊκή ένωση για τους σωματέμπορους. Δεν χρειάζεται να θυμήσουμε πόσο καλά προστατευμένοι είναι τέτοιοι “ισχυροί οικονομικοί παράγοντες” του τόπου, ούτε πως ξεπλένουν / αξιοποιούν τα κέρδη τους. Kαι δεν χρειάζεται να θυμήσουμε πόσο εκτεθειμένες σε κάθε είδους βία είναι αυτές οι γυναίκες, είτε οι αιχμάλωτες / φυλακισμένες, είτε εκείνες του πεζοδρομίου. Aπλά, έτσι για την ιστορία, όταν το ονοματάκι της ελλάδας πιάνεται γι’ αυτό το θέμα διεθνώς, η παρατήρηση είναι κοινότοπη: η ελληνική κυβέρνηση δεν ανταποκρίνεται ούτε στα ελάχιστα στάνταρ για την μείωση της σωματεμπορίας. Eίπαμε: “ισχυροί οικονομικοί παράγοντες”…
2 – Mην σοκάρεστε κυρίες και κύριοι με την γλώσσα μας!.. Eίναι αυτή που ταιριάζει στο θέμα… Tί θα θέλατε να γράψουμε; “Προλεταριακό σεξ”;