κατεβάστε το pdf
Εισαγωγικό σημείωμα της μετάφρασης
Η Valle di Susa είναι μια κοιλάδα στο Πεδεμόντιο της Βόρειας Ιταλίας, μεταξύ του Τορίνο και της ζώνης Maurienne στη Γαλλία και διατρέχεται από τον ποταμό Dora. Η κοιλάδα χαρακτηρίζεται από αυξημένη αστικοποίηση και πολλούς άξονες μεταφοράς και μετακίνησης, εξαιτίας της βιομηχανικής οικονομίας που εγκαταστάθηκε εκεί με τα χρόνια. Το περιβάλλον είναι ήδη καταπονημένο από τις υποδομές και οι κάτοικοι είναι αναγκασμένοι να συμβιώνουν με έργα μεγάλης κλίμακας, ενώ συνεχώς υποβαθμίζεται η ποιότητα ζωής τους.
Διάφορες ιταλικές κυβερνήσεις τα τελευταία 20 χρόνια προσπαθούν να πραγματοποιήσουν το έργο TAV (Treni Alta Velocita’- σιδηρόδρομος υψίστης ταχύτητας), που θα συνδέσει το Τορίνο με τη Λυών. Ο σιδηρόδρομος θα διέλθει από τη Valle di Susa και θα προκαλέσει τεράστια περιβαλλοντική, κοινωνική και οικονομική καταστροφή στους κατοίκους των 36 κοινοτήτων που θα υποστούν την κατασκευή και έπειτα τη λειτουργία του υπερσιδηρόδρομου.
Από την αρχή της εξαγγελίας αυτού του έργου οι κάτοικοι της Val Susa οργανώθηκαν στο κίνημα NO TAV και αντιστέκονται στην πραγματοποίηση του. Οι λόγοι της εναντίωσης τους είναι πολλοί και όπως θα φανεί παρακάτω, δεν πρόκειται για έναν απλά περιβαλλοντικό αγώνα, αλλά για μια έντονη κριτική και αντίσταση στην καπιταλιστική «ανάπτυξη».
Στην Ιταλία και στον υπόλοιπο κόσμο, όπου πραγματοποιήθηκαν γραμμές TAV, έκλεισαν οι τοπικές γραμμές και η μόνη επιλογή για τους ντόπιους ήταν πια η χρήση των πανάκριβων γραμμών TAV. Επιπλέον, πολλά χωριά κινδυνεύουν να χάσουν το χαρακτήρα τους, ή ακόμα και να εξαφανιστούν, αφού υπάρχουν σα μικρά κέντρα κατά τη διάβαση των επισκεπτών και των εργαζομένων μέσω της κοιλάδας.
Το έργο θα κοστίσει περί τα 22 δις ευρώ (όσα περίπου κόστισε στην Ελλάδα η ολυμπιάδα) και θεωρείται επένδυση «στρατηγικού ενδιαφέροντος» από το ιταλικό κράτος. Αντίθετα, η γαλλική κυβέρνηση πρόσφατα απέρριψε την πραγματοποίηση του μέρους της γραμμής που θα κατασκευαζόταν στο γαλλικό έδαφος, λόγω μεγάλου κόστους. Πρόσφατα και η Ρωσία έβαλε στο ντουλάπι έναν αντίστοιχο σχεδιασμό. Στην Ιταλία, πολιτικοί, μαφία, κατασκευαστικές εταιρίες, ευρωπαϊκή ένωση είναι ανυποχώρητοι στην ολοκλήρωση του. Ανυποχώρητο στέκεται απέναντι τους και το NO TAV και μένει να δούμε ποιος θα νικήσει.
Παρά τον συνεχή πόλεμο από το κράτος, τους εργολάβους και τα μμε, την καταστολή, τις φυλακίσεις και τις διώξεις, το κίνημα NO TAV παραμένει ενεργό και δυνατό, ίσως το πιο σημαντικό τα τελευταία χρόνια στην Ιταλία. Ο αγώνας του είναι πολύμορφος, με μαζικές διαδηλώσεις στην κοιλάδα που συχνά καταλήγουν σε πολύωρες οδομαχίες, σαμποτάζ στα εργοτάξια, δράσεις αλληλεγγύης σε όλη την Ιταλία, καλοκαιρινές κατασκηνώσεις αγωνιστικότητας και αλληλεγγύης, το Universita’ NO TAV με συζητήσεις και αγωνιστικές δράσεις, ενώ αν και το κίνημα αποτελείται από ένα μεγάλο ετερογενές πλήθος ανθρώπων και ιδεολογιών, ο αντιφασιστικός του χαρακτήρας είναι ξεκάθαρος και αδιαπραγμάτευτος.
Από το 2011, όταν γράφτηκε το παρακάτω κείμενο, έχει περάσει ένας χρόνος συνεχών κινητοποιήσεων, που κατάφερε να διακόψει και να καθυστερήσει την έλευση νέων εργολάβων που έχουν αναλάβει (παράνομα) το έργο. Μπλόκαρε ένα μηχανισμό που είχε σκοπό να δράσει γρήγορα, άμεσα και ανενόχλητα. Η στρατιωτικοποίηση και η καταστολή στην κοιλάδα έχει ενταθεί ιδιαίτερα, έπειτα από την κατάσχεση εδαφών ακτιβιστών του NO TAV το Μάρτιο του 2012 και έπειτα από μια τεράστια διαδήλωση στη Val Susa και παράλληλες διαδηλώσεις αλληλεγγύης σε όλη την Ιταλία. Αντίστοιχα έχει ενταθεί και ο πόλεμος από τα μμε, με τη γνωστή λάσπη που ρίχνουν σε αντίστοιχα κινήματα και στην Ελλάδα, σχετικά με «βίαιους» διαδηλωτές, μικρές ομάδες που αντιτίθενται στην «οικονομική ανάπτυξη», το γνωστό ανέκδοτο «για όλα φταίει το NO TAV» (ακόμα και με κατηγορίες του τύπου: «Μετά από διαδήλωση 200 ΝοΤαν, [σε αλληλεγγύη με τους φυλακισμένους συντρόφους τους] τα ορτύκια δε γεννάνε πια αυγά…» Il piccolo, 19/09/2012) κτλ. Το κίνημα παραμένει ενωμένο και δηλώνει πως δε θα ηττηθεί.
Ασχολούμαστε με το NO TAV γιατί έχει ομοιότητες με αντίστοιχα κινήματα υπεράσπισης της γης και αντίστασης στο μεγάλο κεφάλαιο στην Ελλάδα. Η Χαλκιδική, η Κερατέα, η Κρήτη, η Βάλια Κάλντα, δέχονται επίθεση και ετοιμάζονται να υποδεχθούν τα «μεγάλα έργα» με τον κατάλληλο τρόπο. Πιστεύουμε ότι από το 20χρονο κίνημα της Ιταλίας όλο και κάτι μπορούμε να μάθουμε, αν και μέσα σε ένα μικρό κείμενο δε χωράνε όλα όσα μπορεί να μας πει…
Η υποκειμενικότητα No Tav[1]
των Emiliana Armano και Raffele Sciortino[2]
Ξανανάβουν οι φωτιές στη Val di Susa; Φαίνεται πως ναι. Το κίνημα NoTav προετοιμάζεται να αντιμετωπίσει την απόπειρα ανοίγματος του εργοταξίου στο Chiomonte (πραγματοποίηση μιας διερευνητικής γαλαρίας), προγραμματισμένη για τον Ιούνιο.[3] Ένα εργοτάξιο, που και στα λόγια του ίδιου του Virano, προέδρου του Παρατηρητηρίου Τορίνο-Λυών, δεν έχει τεχνική αξία, αλλά θα εκπροσωπούσε «στο συλλογικό φαντασιακό… το πραγματικό ξεκίνημα της γραμμής Τορίνο-Λυών… Αυτό που θα προκύψει κυρίως θα είναι η πολιτική του σημασία, ή και το θέμα της πρακτικής εφαρμογής στο έδαφος».[4] Δεν είναι τυχαίο ότι, έπειτα από τη δημοσίευση του προκαταρκτικού σταδίου του έργου,[5] εντείνονται οι φωνές, που μεταπήδησαν από τις τορινέζικες εφημερίδες σε εφημερίδες και λίστες της κοιλάδας, σχετικά με μια πιθανή «στρατιωτικοποίηση» (sic!) της περιοχής ενάντια σε πιθανή… ανυποταξία. Μια υπόθεση που υποστηρίζεται απροκάλυπτα από τα κορυφαία στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος (PD) του Τορίνο (στην ίδια κατεύθυνση με τους υποστηρικτές του στη Val Susa) και σε αγαστή συνεργασία με τη δεξιά.[6] Από την πλευρά της, η Lega, στη διοίκηση της Περιφέρειας, ενώ κλείνει ολόκληρα τμήματα από το μοναδικό νοσοκομείο της κοιλάδας, δε δεσμεύεται ούτε καν για αποζημιώσεις από την κατασκευή της ταχείας γραμμής, γιατί … αυτή είναι ήδη ένα πλεονέκτημα.[7]
Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση θα πρέπει να βρει τρόπους και χρόνο τόσο για να συγκαλέσει σύσκεψη στο Palazzo Chigi,[8] όσο και για να ανανεώσει με τη Γαλλία το διεθνές συμβόλαιο που λήγει (είναι μια από τις αναγκαίες συνθήκες που έχει επιβληθεί από τις Βρυξέλλες για την απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων). Παράλληλα, το τοπικό Συμβούλιο του Piemonte (Πιεμόντε) ψάχνεται, ανάμεσα στους συμβούλους του Grillo[9] και σε αυτούς του PD για να εγκρίνουν τον νόμο που θα αποκλείει τις αποζημιώσεις για τις οικονομικές επιπτώσεις στα εδάφη των μεγάλων έργων. Και στο Chiomonte (Κιομόντε), μια κοινότητα στα όρια της χαμηλής και ψηλής κοιλάδας, με πλειοψηφία στην κεντροδεξιά, ο δήμαρχος τρέμει ότι θα μείνει μόνος του με τον περιφερειάρχη για να «διαχειριστούν» την κατάσταση. Στο κίνημα συνδυάζεται η αίσθηση ότι αυτή θα είναι η καθοριστική μάχη, με την αντίληψη ότι από το άλλο στρατόπεδο η δυσκολία να βάλουν χέρι στα εργοτάξια είναι πραγματική, όπως δείχνουν οι συνεχείς αναβολές, δεδομένου και του πολιτικού πλαισίου, τοπικού και ευρωπαϊκού.[10]
Ένα Όχι, με τον τρόπο του, θεσμικό
Το κίνημα NoTav ήταν και συνεχίζει να είναι ένα σημαντικό εργαστήριο συγκρότησης της υποκειμενικότητας της συνεργασίας σε έναν αγώνα που έχει σίγουρα ιδιαίτερα γνωρίσματα, αλλά καλλιέργησε ένα λεξιλόγιο και απαλλάχτηκε από γόρδιους δεσμούς πέρα από το συγκεκριμένο θέμα «υψίστη ταχύτητα». Το κίνημα, πράγματι, μετά την ανάκτηση του Venaus το Δεκέμβρη του 2005– στο βαθμό που ο αντίπαλος παρά την ήττα ενέμεινε στις προθέσεις του– δε σταμάτησε, εδραιώθηκε σαν ένα κίνημα διαδεδομένο σε όλες τις ηλικίες και τα φύλα, τόσο με ευρεία ριζοσπαστικοποίηση σε όλη την επικράτεια, με διαφορετικές μορφές όσο και με το άνοιγμα του σε γενικότερες θεματικές και με την αναζήτηση συνεργασίας με άλλα κινήματα για τη γη και τα κοινά αγαθά (με το NoDalMolin, το NoPonte στην Campania, δημοψήφισμα για το νερό).[11] Και ακριβώς ένα χρόνο πριν επανενεργοποιήθηκε στο πεδίο της μάχης, με την αφορμή των δειγματοληπτικών γεωτρύπανων, αναγκάζοντας τους εργολάβους να τα παρατήσουν, έπειτα από ένα μήνα που τα μετέφεραν συστηματικά μέσα στη νύχτα στην κοιλάδα. Εν τω μεταξύ, το κίνημα δεν αφέθηκε να εμπλακεί στην τακτική του Παρατηρητηρίου –αρνήθηκε την πρόσκληση να περάσει από το «καταστροφικό» όχι στο συμμετοχικό (!) «πως» -, που έσυρε μαζί του από την πρώτη στιγμή κάποιους κοινοτάρχες. Ούτε άλλαξε στάση, παρά αποσαφήνισε το στόχο του και τους διακριτούς ρόλους- σε σχέση με εκείνες τις πολιτικές εκπροσωπήσεις και τους τοπικούς θεσμούς που μέχρι ενός σημείου ήταν κατά του Tav.[12]
Το όχι στην υψίστη ταχύτητα έγινε λοιπόν κάτι πιο βαθύ, συνειδητό και ενημερωμένο, χάρη στο ότι μπήκε στο παιχνίδι η συλλογικότητα στα σώματα και στο μυαλό. Εκθετική ανάπτυξη στο ζενίθ της αντιπαράθεσης –«βοήθησε» και η στρατιωτικοποίηση της κοιλάδας-, εδραίωση μετά την εξέγερση. Το οποίο, προσοχή, επέτρεψε να υπολογιστεί για το σύνολο του κινήματος η αξία της τεράστιας δουλειάς της οργάνωσης, η γνώση και η κοινοποίηση της, που έγινε από τις πρώτες ομάδες ακτιβιστών πριν, κάποιες φορές επίσης πολύ καιρό πριν, από τις αποφασιστικές συναντήσεις, ενεργοποιώντας τη μνήμη από προηγούμενους αγώνες. Ίσως αυτή η δυναμική -χωρίς υπερβολή, έτσι μπορεί να αποσαφηνιστεί ο συστατικός της ρόλος- μας λέει κάτι για την περίοδο που διανύουμε και για τα εμπόδια στην οργάνωση της πάλης…
Από την κριτική των μεγάλων έργων…
Όλα αυτά δείχνουν το μαζικό χαρακτήρα αυτού του κινήματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, χρησιμοποιείται συχνά ο όρος κοινότητα: είτε αρέσει είτε όχι, το σημαντικό είναι ότι πρόκειται για μια κοινότητα μη δεδομένη, φυσική, αλλά αυτοδημιουργούμενη μέσα στον αγώνα (και έτσι εβρισκόμενη πάντα σε κίνδυνο). Το θέμα είναι λοιπόν: πώς δημιουργήθηκε; Το ανακαλούμε με λίγα λόγια.
Το κίνημα, που δεν ήταν εξαρχής ευρύ, δούλεψε καταρχήν στο να εξετάσει τα τεχνικά χαρακτηριστικά, περιβαλλοντικά και οικονομικά, του έργου TAV. Πάνω σ’ αυτό χρησιμοποίησε και τη συμβολή των τεχνικών «εμπειρογνωμόνων» σε ένα είδος μόνιμου εργαστηρίου εκμάθησης, επεξεργασίας και διάδοσης, ένα έργο «ανώνυμο» αλλά σιγά σιγά πιο διαδεδομένο χάρη στη μαζική αυτό-επικοινωνία. Στην αρχή, επομένως, εστίασε στο κόστος για τη γη και την υγεία, απέναντι σε ανύπαρκτα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη. Ένα είδος ανάλυσης κόστους-οφέλους ανεστραμμένη ενάντια στον κόσμο των επιχειρήσεων και της πολιτικής, αντιδιαμετρικά στους δύο πόλους.
Έπειτα, το δεύτερο θέμα: ποιανού είναι το TAV; Με τι τρόπο χρηματοδοτείται; Αναδύθηκε έτσι το μοντέλο της υφέρπουσας ιδιωτικοποίησης των μεγάλων έργων, στα οποία ένα συμβατικό σύστημα, που θέτει όλες τις επενδύσεις σε βάρος του κράτους και εκχωρεί τις εργασίες χωρίς μειοδοτικούς διαγωνισμούς σε μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες («γενικοί ανάδοχοι» με τραπεζικά δάνεια εγγυημένα από το κράτος), αυξάνει το κόστος των έργων και προχωράει με ένα σύστημα υπεργολοβίας, που βασίζεται σε επισφαλή και υπερεκμεταλλευόμενη εργασία (κάτι που έγινε κατά κόρον και τεκμηριώθηκε στα έργα TAV που έχουν κατασκευαστεί ήδη στην Ιταλία). Ένα μοντέλο που πέρασε αλώβητο από την Tangentopoli,[13] βελτιώθηκε από τις κυβερνήσεις τις κεντροαριστεράς της δεκαετίας του ’90 και έπειτα επισφραγίστηκε από τον “legge obiettivo”(«νόμο-στόχο») της κυβέρνησης Berlusconi το 2002. Ένα κλασικό παράδειγμα κοινωνικοποίησης των ζημιών –υπό μορφή εξωτερικών επιπτώσεων– και ιδιωτικοποίησης των κερδών.[14]
Η συλλογική επεξεργασία και η αφομοίωση αυτής της κριτικής εξηγεί την ισχυρή παρουσία των νομικών θεμάτων μέσα στο κίνημα, από τη μια πλευρά, την απόρριψη της πολιτικής διαφθοράς και της διείσδυσης της μαφίας στο σύστημα των συμβάσεων και από την άλλη, το ζήτημα του δημόσιου χρέους. Δεν πρόκειται για λαϊκισμό.
Με μια προσεκτική ματιά, εδώ βλέπουμε να αναδύεται μια «εγκατεστημένη» κριτική για το τι είναι ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, ξεκινώντας από τις συνέπειές του, που γίνονται αντιληπτές ως καταστροφικές για μια έκταση στο σύνολό της: υποθήκευση της μελλοντικής ζωής -και όχι πια μόνο όσον αφορά στην εργασία-, οικονομία των ανεστραμμένων χρεών προς το «δημόσιο». Με αυτή την έννοια, ο αγώνας NοTAV είναι ακριβώς ένας αγώνας τοπικός, αλλά όχι τοπικιστικός. Δηλαδή: η γη όχι σαν εγωιστική επανοικειοποίηση μιας κοινότητας, αλλά σαν κοινό αγαθό που διαπερνά τα κομβικά σημεία της παραγωγής και της αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου, εν γένει. Αυτό επέτρεψε να αρχίσει να εστιάζει σε ένα μόνο σημείο πολιτικής και οικονομίας, να περάσει ας πούμε, σε μια πρακτική κριτική της δημόσιας πολιτικής οικονομίας.
…στην πρακτική κριτική της αντιπροσώπευσης
Με αυτόν τον τρόπο άνοιξε ο δρόμος προς τη συνειδητοποίηση για την αντιμετώπιση όχι μόνο των μεγάλων έργων, αλλά και προς τη συνειδητοποίηση της κρίσης της νομιμοποίησης της θεσμικής εξουσίας και της κρίσης της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Ήταν ένα σημαντικό πέρασμα που στην πράξη, στις πρακτικές του κινήματος, πρόσφερε τη βάση της πραγματικής «κρίσης της πολιτικής»: το σύμπλεγμα κράτος-τράπεζες-μεγαλες επιχειρήσεις-πολιτικές διασυνδέσεις. Η μαζική αντίσταση για την υπεράσπιση της γης βγήκε από αυτή τη διαδικασία πιο δυνατή, χάρη στη βεβαιότητα, που σε ένα συγκεκριμένο σημείο γενικεύτηκε, ότι η αντίδραση είναι δίκαιη απέναντι στην αυθαίρετη νομιμότητα του κράτους και των κομμάτων. Αυτή η παραδοχή μιας «άλλης νομιμότητας» έπρεπε σε κάποιο σημείο να σπάσει τα όρια του κρατικού νόμου και να ασκήσει το δικό της δικαίωμα στην υπεράσπιση της γης.
Αντίστοιχα, εξαρχής οργανώθηκε έξω από τα παραδοσιακά μονοπάτια (κομματικά και συνδικαλιστικά), που δεν εισάκουγαν τα αιτήματα του κινήματος. Μέχρι που η πλήρης αυτονόμηση από τις θεσμικές οργανώσεις και αντιπροσωπεύσεις έγινε μια αξία από μόνη της, σαν προϋπόθεση για το βασικό ερώτημα «ποιος αποφασίζει;». Αυτό αντιπροσώπευσε, μαζί με την υπεράσπιση της γης από μια αδηφάγα «ανάπτυξη», το άλλο κοινό αγαθό που υπερασπίζεται το κίνημα, πέρα από την κοιλάδα, στο εσωτερικό μιας δημοκρατικής πρακτικής αποτελεσματικής και αυτοοργανωμένης, με δικούς της τρόπους, δικά του «όργανα», δικά του επικοινωνιακά δίκτυα και τη συνεπαγόμενη άσκηση μιας «δημοκρατίας ελέγχου» στους τοπικούς πολιτικούς θεσμούς.[15] Οι όροι επιδεινώνονται με θεαματική ταχύτητα, είναι γνωστό, αλλά η οριζοντιότητα είναι σ’ αυτή την περίπτωση μια προσεγγιστική μόνο περιγραφή των πρακτικών της οργάνωσης και της συμμετοχής στο κίνημα. Η δραστηριοποίηση επικεντρώνεται στις θερμές στιγμές της μάχης, μέσα στις αποφασιστικές συνελεύσεις, όπου μέχρι στιγμής κατάφερε να οικοδομηθεί μια αυθόρμητη σύνθεση, όπου η ενότητα του κινήματος και η εκπλήρωση του στόχου αποτελούν το κοινό κριτήριο.
Από αυτή τη διαδικασία επαναπροσδιορίστηκε και η χωρική διάσταση. Οι χώροι συνάθροισης, όχι πια οι παλιές κομματικές ή συνδικαλιστικές περιοχές- αλλά τα «φρούρια», οι «επανοικειοποιημένες» θέσεις των τοπικών θεσμών, οι πλατείες, τα σχολεία, οι αυλές, κτλ, έγιναν τόποι όχι κλειστοί, αλλά περάσματα συνάντησης ατόμων, που κάνουν δύο πράγματα: συνεργάζονται σε μια δράση, ας πούμε πολύμορφη εξέγερση στο στόχο της, και κάνοντας αυτό ανοικοδομούν κοινωνικούς δεσμούς ενάντια στον ατομικισμό. Αυτός είναι ο πραγματικός συνδετικός κρίκος του κινήματος, η πολιτική του δουλειά. «Είναι από την ήρεμη υποκειμενικότητα και από τη λογική της ανάθεσης, που φαίνεται να έχουν απαλλαγεί στη Valle di Susa».[16] Κι αυτό επέτρεψε την ενδελεχή και έγκαιρη διερεύνηση της ενότητας μέσα στην ανομοιογένεια των υποκειμένων, των οραμάτων, των ξεχωριστών ιστοριών, των προοπτικών, ακόμα και των ρόλων.
Είναι μια διαδικασία πραγματική, οπότε δε φαίνεται ανώδυνη, μη γραμμική στη σύστασή της, μια διαδικασία ένωσης μεταξύ υποκειμένων με σάρκα και οστά, που δε σχετίζονται με μια ήδη δεδομένη κοινή προοπτική. Μετασχηματίζονται μέσα στον αγώνα, δημιουργούν σχέσεις και παράγουν κάτι το οποίο πρωτύτερα θα φαινόταν αδύνατο.[17]
Ένα νέο είδος έρευνας
Η εσωτερική συζήτηση στο κίνημα έζησε και συνεχίζει να ζει από τη δημιουργία διάφορων πυρήνων συζήτησης και εμβάθυνσης, που συνοψίζονται γύρω από αυτό που είναι και το κεντρικό ενδιαφέρον μα που εμπλουτίστηκε κατά την διάρκεια αυτών των χρόνων με διάφορες θεματικές. Εδώ ισχύει μια συλλογική συμμετοχή που αξιοποιεί τις ιδιαίτερες ικανότητες και ευαισθησίες και παράγει με μια εργασία, συχνά υπόγεια μα παρ’ όλα αυτά συστηματική, ένα σύνολο κριτικών πληροφοριών, που συνήθως δεν είναι προσβάσιμες, αξιοποιώντας με ιδιαίτερα έξυπνο τρόπο τα συμπεράσματα των «ειδικών».
Αυτές τις ημέρες, για να παραθέσουμε το τελευταίο παράδειγμα, έγινε η παρουσίαση της δουλειάς του συντονισμού γιατρών της Valle di Susa, σχετικά με τις επιπτώσεις στην υγεία από την ενδεχόμενη λειτουργία των εργοταξίων.[18]
Το κίνημα βρίσκεται υπό μια συνεχή και πραγματική διαδικασία αυτομόρφωσης, ξεκινώντας από την κριτική γύρω από το περιβάλλον, τη βλαπτικότητα και την κινητικότητα, χάρη στις οποίες ενέργεια και ιδέες κυκλοφορούν σε ένα ευρύτερο ακόμα σώμα. Δεν αποτελείται από «οργανικούς» διανοούμενους, η γνώση παράγεται από τους πολλούς και οι γνώσεις ενσωματώνονται στις πρακτικές του αγώνα.
Χωρίς φυσικά να θέλουμε να υποστηρίξουμε εδώ μια κάποια απίθανη συνέχεια με τις εμπειρίες του παρελθόντος σε θέματα «εργατικής έρευνας» και «συν-έρευνας»[19] παρόλα αυτά, προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση ως ένα βαθμό, το γεγονός ότι στο κίνημα NoTav το θέμα της «έρευνας» επιστρέφει, τρόπον τινά επεκτείνοντας μια ενσωματωμένη πρακτική αν και όχι ακόμα θεωρητικοποιημένη.[20]
Οι ακτιβιστές αποκτούν επίσημα έγγραφα (ακόμα και σύνθετα), τα αναλύουν συγκρίνοντας τα με τις εμπειρίες και τα αποδεικτικά στοιχεία πάνω στο έδαφος, τα συζητούν δημόσια επεξεργάζοντάς τα, παράγουν νέες κριτικές γνώσεις. Έτσι, η γνώση προέρχεται ενδογενώς από το κίνημα, παραγόμενη στο εσωτερικό του.[21] Δεν υπάρχει γνώση «αντικειμενική», «επιστημονική», την οποία θα εμπιστευτούν σε ένδειξη σεβασμού προς τον εμπειρογνώμονα. Αν υπάρχει ένα τεχνικό περιεχόμενο, το κίνημα πρέπει να μπορεί να το συζητήσει. Την ίδια στιγμή, η σχέση με τη γνώση είναι ακριβής, όχι ιδεολογική, και τα περιεχόμενα που αποκτά το κίνημα είναι συγκεκριμένα αλλά όχι εξειδικευμένα. Οι ειδικοί είναι ευπρόσδεκτοι αλλά δεν δίνουν τη «γραμμή», γνώση είναι να μαθαίνεις από κοινού. Είναι αυτονόητο ότι αυτό καταφέρνει μια αυστηρή αλλά έγκαιρη κριτική απέναντι στη μιντιακή προπαγάνδα πάνω στα θέματα που επιμελούνται οι ακτιβιστές.[22]
Το κίνημα χρησιμοποιεί τα νέα μέσα αλλά με τρόπο νηφάλιο, σαν εργαλεία διάχυσης της πληροφορίας και για να στέλνει τα σήματα της ενίσχυσης των φυσικών σχέσεων. Η επικοινωνία στα δίκτυα φαίνεται, έτσι, αποφασιστικής σημασίας στις πρακτικές της αντίστασης, αφού επενεργεί στις σχέσεις που είτε προϋπήρχαν, είτε δημιούργησε ο αγώνας από το μηδέν και στις οποίες προστίθεται όλη η δυνατότητα διάδοσης του μηνύματος και της τυπικής αυτοοργανωμένης επικοινωνίας των νέων μέσων. Σε αυτή τη βάση η επικοινωνία γίνεται εξίσου μέσο οργάνωσης: διάχυτη, ανοιχτή, μη ηγεμονική, ικανή να συμπεριλάβει διαφορετικά υποκείμενα στους κοινούς στόχους, αλλά χωρίς να επιδιώκει να ενοποιήσει τις διαφορετικές οπτικές γωνίες, σεβόμενη τις διάφορες πρακτικές και τους τρόπους έκφρασης.
Μέσα από αυτές τις λειτουργίες το κίνημα καταφέρνει να νιώθει τον εαυτό του, τις διαθέσεις και τις αντιλήψεις, με λίγα λόγια, αντανακλά τον εαυτό του, διαμορφώνεται ενώ ενημερώνεται. Με αυτό τον τρόπο, η θεωρία, τα δίκτυα επικοινωνίας και η διαδικασία της οργάνωσης αλληλοσυνδέονται στην αυτοαναγνώριση και στην αυτοσυγκρότηση (ατομική και συλλογική) των υποκειμένων.
Ανάπτυξη και ταξική σύνθεση
Επίσης, θα πρέπει να προβληματιστούμε ενδελεχώς σχετικά με τη σύνθεση του κινήματος: μια σύνθεση βαθιά συνδεδεμένη στην υπεράσπιση της γης, αλλά κοινωνικά και πολιτικά ποικιλόμορφη. Το οποίο, επιπλέον, προκάλεσε αντιδράσεις διαφορετικού τύπου: από τις «καθαρές», καχύποπτες σχετικά με το διαταξικό του κινήματος, σ’ αυτές τις πιο ανοικτές, αλλά ουσιαστικά απλουστευτικές –ότι είναι ένα κίνημα που οδηγείται από τα «αντανακλαστικά» της «μεσαίας τάξης»-, ή τις σταθερές σε ένα χαρακτηρισμό λόγω άρνησης: στο κέντρο δεν υπάρχει η εργασία, το κίνημα NoTav δε μπορεί παρά να είναι εκτός από περιορισμένο εδαφικά (πράγμα αυτονόητο), περιορισμένο και σε σχέση με το περιεχόμενο του. Το στοίχημα του κινήματος εδώ είναι να καταφέρει να μη μπερδευτεί η πολιτική πορεία και το «προγραμματικό» του κινήματος, το οποίο προφανώς μπορεί να είναι αντικείμενο αξιολόγησης και κριτικής. Ωστόσο δε μπορεί να είναι κενό, με μια απλουστευτική υποβάθμισή του απλά σε έναν αγώνα περιβαλλοντικό. Αυτό που μπορεί κανείς να σκιαγραφήσει, είναι ότι ακόμα και από την άποψη της σύνθεσης είμαστε μπροστά σε κάτι που ξεπερνά το εμβρυικό στάδιο, τόσο τον παραδοσιακό περιβαλλοντικό αγώνα, όσο και τον απλοϊκά εξαρτημένο κρίκο μεταξύ περιβάλλοντος και εργασίας (αυτό που στο λεξιλόγιο των γραπτών σημάτων σχεδιάζεται με μια παύλα).
Αν πράγματι ρίξουμε μια καλύτερη ματιά, πίσω από το «δημοφιλές» γενικό διαταξικό ιστό –εργάτες, ακόμη και αν κατά πολύ λιγότεροι, άνεργοι, γέροι και νέοι της μεσαίας τάξης, «τεχνίτες», κ.α.– διαφαίνεται κάτι που προκαλεί σύγχυση ή είναι ελπιδοφόρο, ανάλογα με την οπτική γωνία. Όπως πάντα όμως για τα νέα κοινωνικά φαινόμενα, ο ίδιος ο αγώνας είναι αυτός που συμβάλλει στο να αναδυθεί και το βοηθάει στο να επικεντρωθεί στο στόχο του. Αυτό που είδαμε να διαμορφώνεται είναι η σύνδεση «απλών» ατόμων που έμειναν ουσιαστικά έξω από παραδοσιακές συμμετοχές και ταξικές ταυτότητες, ακριβώς αυτές του παλιού φορντιστικού βιομηχανικού κύκλου σε ύφεση, που έμειναν χωρίς οργανωμένες άμυνες μπροστά σε μια μέθοδο παραγωγής, η οποία σε ένα συγκεκριμένο σημείο φάνηκε απλά πιο καταστροφική. Γυναίκες και άντρες, που υπό κανονικές συνθήκες είναι παραδομένοι, όπως όλοι, στους ελάχιστους όρους μιας ύπαρξης που καταναλώνει και παράγει, σε μια γη που διασχίζεται από τις ροές της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, είναι τραυματισμένη από ναούς της κατανάλωσης και φέρει καθημερινά τη μετακίνηση των ανθρώπων προς μια πόλη, που βρίσκεται σε απελπισμένη αναζήτηση διεξόδου από την κατάστασή της ως μηχανής παραγωγής σε κρίση.
Δραστηριοποιήθηκαν λοιπόν, άτομα όχι γιατί, με την αποσύνθεση των παλιών ομάδων εξαφανίστηκαν και οι σχέσεις των τάξεων και οι κοινωνικές διαφορές, αλλά γιατί είναι τέτοια η διείσδυση των καπιταλιστικών σχέσεων, που έχουν πια εισχωρήσει τόσο βαθιά στην καθημερινή αναπαραγωγή, ώστε το άτομο να είναι ήδη καθ’ εαυτό ένα άθροισμα κοινωνικών σχέσεων, παραδομένο φυσιολογικά σε αποξενωμένες και διασπαστικές δυναμικές. Υπό αυτές τις συνθήκες, όμως, οι σχέσεις για να είναι σε θέση να ανατραπούν διαμορφώνοντας μια κοινότητα, όπου τίποτα ή λίγα είναι δεδομένα, πρέπει να οικοδομηθούν σχεδόν τα πάντα. Εξετάζοντας τον δυναμικό πλούτο των ίδιων διφορούμενων σχέσεων, που στην καθημερινή ζωή μέχρι τώρα δημιουργούνταν όχι για την ίδια την αξία τους, αλλά για την αγορά.
Τώρα, ακριβώς αυτή η κοινωνική σύνθεση, αν μπορούμε ακόμα να τη λέμε έτσι, όπως και να’ χει δύσκολα προσδιορίσιμη με κοινωνιολογικούς-στατιστικούς όρους, ανταποκρίνεται σε μια διαδικασία ανταγωνιστικής υποκειμενοποίησης. Και μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία έπρεπε να αντιμετωπίσει με νέους όρους το θέμα της ανάπτυξης. Είναι ξεκάθαρο ότι ο αγώνας NoTav δεν είναι κατά της «πρωταρχικής συσσώρευσης» των υποδομών, αλλά, για να τεθεί με κάποιον τρόπο, κατά της εξογκωμένης και καταστροφικής αναπαραγωγής της στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Η κριτική των NoTav ήρθε «αυθόρμητα» κατά της ιδέας να θυσιαστεί η ζωή του κόσμου σε μια τεράστια και άχρηστη πλατφόρμα ανεφοδιασμού για την κυκλοφορία των εμπορευμάτων και να γίνει η γη ένας απόλυτα ανοιχτός «χώρος ροών». Έπειτα, οριστικοποιήθηκε κατά εκείνης της μεθόδου του ιδιωτικού σφετερισμού των δημόσιων δαπανών, που μέσω του συστήματος μεγάλων έργων, όχι μόνο κατέστησε δομική τη διαφθορά, αλλά επιπλέον προώθησε την εξάπλωση των επισφαλών εργασιακών σχέσεων, τυπικών για τις μετα-φορντικές επιχειρήσεις.[23] Εγκαταστάθηκε, έτσι, μια αντίθεση προς τον καταστροφικό χαρακτήρα μιας συγκεκριμένης «ανάπτυξης», που δε γοητεύει πια στο βαθμό που όλο και πιο πολύ εκτοπίζει σε αντίθετες πλευρές τα κέρδη και τις ζημιές χωρίς να μπορεί να προτείνει ένα πολιτικό και οικονομικό «αντάλλαγμα» στους εργάτες ή στη μικρή επιχείρηση, όπως παλιότερα, ως αποζημίωση για τις απώλειες της κοινωνικής ζωής και του περιβάλλοντος.[24] Μια αποσύνδεση που υπερτονίζεται από την οικονομική κρίση.[25]
Κάτι ανάλογο με αυτό που έδειξε η περίπτωση της Fiat Mirafiori, σε ένα Τορίνο που συχνά ακόμα κοιτάει στο παρελθόν, με την απώλεια της αξιοπιστίας του «σχεδίου» βιομηχανικής διαχείρισης με γνώμονα αποκλειστικά οικονομικές λογικές. Και τελικά, πόσο επηρεάστηκε η ίδια η Fiom (Federazione Impiegati Operai Metallurgici – ομοσπονδία ανέργων της μεταλλουργίας) από το κίνημα ΝοTav στη διαδρομή της προς τη μερική αμφισβήτηση των δογμάτων της βιομηχανοποίησης;
Για να κλείσουμε μ’ αυτό το θέμα λοιπόν, σαφώς και εντάσσονται τα εργασιακά ζητήματα στον αγώνα NoTav, αλλά επιπλέον, από τη διάλυση της προηγούμενης σύνθεσης των εργασιακών σχέσεων, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το παλιό λεξιλόγιο, αναδύεται σήμερα πιο ξεκάθαρα ένα τραύμα στις παραγωγικές και αναπαραγωγικές σχέσεις – το κοινωνικό υποκείμενο του Μαρξ;- που με πολύ κόπο προσπαθεί να πάρει κατάλληλη «πολιτική» μορφή απέναντι στις σχέσεις του κεφαλαίου που τείνουν να καλύψουν όλο το φάσμα της ζωής.[26]
Συμπεράσματα: κοινά αγαθά σαν πρόγραμμα;
Η αγωνιζόμενη κοιλάδα της Susa δεν είναι ένα ειδυλλιακό αλπικό τοπίο, αλλά μάλλον η προέκταση μιας μητρόπολης σε ανακατασκευή και μια περιοχή με μεγάλη πυκνότητα σε υποδομές.[27] Το διακύβευμα είναι μια γη επηρεασμένη από οικονομικές σχέσεις εξουσίας, όπου η κοινωνική ζωή έγινε ένα πεδίο σύγκρουσης ενάντια στη λογική του κέρδους. Γι’ αυτό, ακόμη και γι’ αυτό, το κίνημα NoTav πρέπει να αντιμετωπίσει την καινούρια εδαφική μάχη, σαν μάχη ανάμεσα σε ένα χώρο για τις παγκόσμιες και εμπορευματοποιημένες ροές και σε ένα χώρο κοινωνικής ζωής.
Το κάνει, σε ικανοποιητικό βαθμό, με μια μη παραδοσιακή διαδικασία κινητοποίησης. Η δύναμη του, και εν μέρει η τύχη του, είναι το να μην έχει να υπερασπιστεί παλιές δομές και να μη μπορεί να κάνει ό,τι έκανε με παλιά εργαλεία. Κατά κάποιο τρόπο, αναδιαμορφώνει τον παραδοσιακό ισχυρό δεσμό, που εδώ και δεκαετίες είναι εγκλωβισμένος μεταξύ αγώνων και καπιταλιστικής ανάπτυξης.[28]
Σε τελική ανάλυση και χωρίς να θέλει να ιδεολογικοποιήσει τίποτα και κανέναν, αναδύθηκε ένα νέο πεδίο δυνάμεων με κάποιες δυνατότητες.
Η κύρια πηγή της κινητοποίησης συνδέεται με το γεγονός ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν αγώνα σχετικά με την αναπαραγωγή της κοινωνικής ζωής που πρέπει να τύχει υπεράσπισης σαν κοινό αγαθό.[29] Κάτι που μπορεί να γίνει πιο ευρύ, επανασυνδέοντας διαφορετικές αλλά συνυφασμένες πτυχές. Έχει βρει το δρόμο της η ιδέα ότι η ζωή – σ’ αυτή την περίπτωση: η γη, η υγεία, η μετακίνηση, η δυνατότητα λήψης αποφάσεων, οι κριτικές γνώσεις- όχι μόνο δε μπορεί να καθορίζεται από την αδηφαγία της αγοράς• επιπλέον, πρέπει να προστατευθεί η δυνατότητα συνειδητής και συλλογικής αναπαραγωγής ενάντια στην ιδιωτικοποίησή της. Εδώ τρέχει η λεπτή γραμμή μεταξύ ενός «δημόσιου» αγαθού, που μπορεί πάντα να διαχωριστεί από αυτόν που το παράγει και άρα ιδιωτικοποιημένου αν και σε θεσμοθετημένη κρατική μορφή, και ενός αγαθού πραγματικά κοινού.[30] Μέχρι τώρα χρειάστηκε πολύ αποφασιστικότητα και μια δόση τύχης. Μόνο από την εξάπλωση και άλλων αγώνων για τα κοινά αγαθά, αν τέτοιοι δοθούν, θα μπορέσει να προκύψει κάποια απάντηση…
Το κίνημα NoTav διαθέτει το χάρισμα να έχει θέσει στην Ιταλία πολύ συγκεκριμένα το ζήτημα – τοποθετημένο σε γενικές γραμμές και στην «ηθική» της αντι-παγκοσμιοποίησης- χάρη στον αγώνα αντίστασης. Περισσότερα από αυτό, στις συγκεκριμένες συνθήκες, δε μπορούσε και δε μπορεί να κάνει. Απομονωμένο, σε σχέση με το θλιβερό σήμερα εθνικό πλαίσιο[31] και παρά τις προσπάθειες να βγει έξω από την κοιλάδα, παραμένει μεταξύ των ακτιβιστών μια αίσθηση αποκλεισμού, που γίνεται αντιληπτή σαν εμπόδιο που δύσκολα μπορεί να ξεπεραστεί αυτή τη στιγμή.[32] Το κίνημα είναι αναγκασμένο να παίζει σε άμυνα κι έτσι δε μπορεί να περάσει από την αντίσταση σε μια διαδικασία επανοικειοποίησης και παραγωγής των κοινών αγαθών. Το ερώτημα, όμως, κάθε τόσο τριγυρίζει ανάμεσα στους ακτιβιστές: τι θα είμαστε σε θέση να κάνουμε, στην περίπτωση που κερδίσουμε τη μάχη με την υψηλή ταχύτητα; Θα καταφέρουμε να πάμε παραπέρα, στις μορφές της ζωής και της εργασίας;[33]
Σημειώσεις
1. Στμ. Το κείμενο βρέθηκε στο 2ο φύλλο των Quaderni di San Precario http://quaderni.sanprecario.info/media/San_Precario_Quaderno_2.pdf
2. Αυτές οι σημειώσεις, που σίγουρα δε μπορούν να αναπαράγουν τον πλούτο της κοινής επεξεργασίας στο σύνολο του κινήματος, οφείλουν πολλά στη μακρά συζήτηση με τους ακτιβιστές της Επιτροπής του Λαϊκού Αγώνα ΝοΤαv: Luigi Robaldo, Ermelinda Varrese και Luigi Casel. Σε μεγάλο βαθμό αυτό το άρθρο μπόρεσε να γραφτεί χάρη στη συνεισφορά τους. Στο κείμενο θα ανακληθούν μόνο μερικά από τα πολυάριθμα στοιχεία που αναδύθηκαν στη συνέντευξη.
3. Στμ. Αναφέρεται στον Ιούνιο του 2011. Το Μάιο το κίνημα εγκαταστάθηκε στο εργοτάξιο, απελευθερώνοντας το και κάνοντας το κέντρο του αγώνα (Libera Repubblica della Maddalena). Στις 27 Ιουνίου ο χώρος εκκενώθηκε από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις και τις επόμενες μέρες καλέστηκε πανιταλικό συλλαλητήριο, που συγκέντρωσε στην περιοχή 70.000-100.000 διαδηλωτές. Μετά από πολύωρες μάχες και έντονη καταστολή, η ανάκτηση του εργοταξίου δεν επιτεύχθηκε και ξεκίνησαν οι εργασίες των εταιριών. Στο τέλος της ημέρας υπήρχαν τουλάχιστον 200 τραυματισμένοι διαδηλωτές, 200 τραυματισμένοι μπάτσοι (σύμφωνα με την αστυνομία) και 4 συλληφθέντες, που κατήγγειλαν άγριο ξυλοδαρμό μετά τη σύλληψη τους. Δες http://vimeo.com/42490121
4. IlSole24ore, 12 Ιανουαρίου.
5.http://www3.lastampa.it/torino/sezioni/cronaca/articolo/lstp/393264/. Βλέπε επίσης στο site του κινήματος: http://www.notav-valsangone.eu/
7. http://www.youtube.com/watch?v=KoYj1tSH1Lg
8. Στμ. η έδρα της κυβέρνησης
9. Στμ. από τo κόμμα Movimento 5 stelle, που αυτοχαρακτηρίζεται ως «ελεύθερη συνεργασία πολιτών». Προέκυψε από τον κωμικό και πολιτικό ακτιβιστή Beppe Grillo, γι’ αυτό και οι συμμετέχοντες στο κόμμα αποκαλούνται grillini.
10. Ermelinda και Luigi R. στη συνέντευξη. Ο ευρωπαϊκός επίτροπος συγκοινωνιών έκανε δηλώσεις διφορούμενες σχετικά με τη γραμμή Τορίνο-Λυών, σχετικά με τις καθυστερήσεις, τη δυσκολία να προχωρήσουν οι εργασίες, κτλ. Πρόκειται για πιέσεις από τις Βρυξέλλες για να επιταχυνθούν οι χρόνοι ή να βάλουν το χέρι τους σε διαφορετικές προτεραιότητες; Θα πρέπει έπειτα να δούμε την πορεία των γαλλο-ιταλικών σχέσεων ακόμη και μετά από την υπόθεση της Λιβύης. Δεν αποκλείεται η κατασκευή κάποιου φρεατίου από την άλλη πλευρά: θα μπορούσαν κάλλιστα να τα χρησιμοποιήσουν, όπως ακούγεται, για την απόθεση πυρηνικών αποβλήτων κεντρικά στις Άλπεις.
11. Luigi C. στη συνέντευξη.
12. Ακόμα και το άνοιγμα των καταλόγων πολιτών σε δεκατέσσερις κοινότητες για συμμετοχή στις περσινές εκλογές δε βιώθηκε σαν η πιο σημαντική στιγμή και ακόμα λιγότερο σαν η πολιτική διέξοδος του αγώνα, όπως η «απόσχιση» της κοινότητας της Μοντάνα με σημερινό επικεφαλή έναν αντιφρονούντα δημοκρατικό. Επίσης, το κίνημα απορρίπτει πάντα το εργαλείο του μνημονίου, που στη δεδομένη κατάσταση δε θα μπορούσε παρά να χρησιμοποιηθεί εναντίον του (Luigi C. Στη συνέντευξη). Δεν υπάρχει φετιχισμός ως προς τις «μορφές» αλλά πλήρης και συνειδητή πρακτική της ουσιώδους δημοκρατίας της κινητοποίησης.
13. Στμ. Με τον όρο αυτό περιγράφουν οι Ιταλοί τη διάχυτη διαφθορά που αποκαλύφθηκε στο πολιτικό σύστημα από τις δικαστικές έρευνες με την ονομασία Mani pulite (Καθαρά χέρια), τη δεκαετία του ’90.
14. Από αυτή την άποψη ήταν σημαντική για το κίνημα η συμβολή του Ivan Cicconi. Βλέπε για παράδειγμα τη δουλειά του Τα μεγάλα έργα του καβαλιέρε, Ρώμη 2004. Ο τίτλος δεν απατά: υπάρχει ακόμα και για την κεντρο-αριστερά.
15. Βλέπε Loris Caruso, Il territorio della politica. La nuova partecipazione di massa nei movimenti. No Tav e NoDal Molin, Franco Angeli, Milano 2010. (Το έδαφος της πολιτικής. Η νέα συμμετοχή της μάζας στα κινήματα. No Tav και NoDal Molin.)
16. Emanuele Leonardi, Foucault in Valle di Susa, Introduzione, tesi di laurea in filosofia politica, 2006 (Ο Foucault στη Valle di Susa, Εισαγωγή, διπλωματική εργασία στην πολιτική φιλοσοφία). Δες επίσης Federico Chicchi, E. Leonardi, Profanazioni Notav, riappropriazioni del comune e processi di soggettivazione (Βεβηλώσεις Notav, επανοικειοποίηση των κοινών και διαδικασίες υποκειμενικοποίησης) www.posseweb.net, 2006.
17. Ermelinda στη συνέντευξη.
18. βλέπε http://www.notav.eu/article5138.html.
19. Romano Alquati, Per fare conricerca (Κάνοντας συν-έρευνα), Calusca Edizioni, Padova 1993.
20. E.Armano, R. Sciortino, Inchiesta and global social movements : a renewing? έκθεση που παρουσιάστηκε στο Centre of Philosophy and Political Economy του πανεπιστημίου του Leicester στο συνέδριο The Future in The Present : Occupying the Social Factory, Μάιος 2006.
21. Μεταξύ των ακτιβιστών αστειεύονταν συχνά, αλλά αργότερα όχι τόσο, με το γεγονός ότι στην Κοιλάδα υπάρχει η μεγαλύτερη συγκέντρωση ειδικών στις μεταφορές ανά τον κόσμο. Emanuele Leonardi, Foucault in Valle di Susa, ό.π.
22. Eleonora Marchioni, Corpus linguistics: analisi di un anno di informazione giornalistica sul Tav, tesi di laurea in Scienze della Comunicazione, Torino, 2010 (Corpus γλωσσολογίας: ανάλυση ενός χρόνου δημοσιογραφικής πληροφόρησης σχετικά με το Tav, διπλωματική στις Επιστήμες της Επικοινωνίας, Τορίνο 2010).
23. Ο ήδη αναφερμένος Ivan Cicconi επέμενε πάνω σ’ αυτή την εκδοχή στις δικές του παρεμβάσεις στις συνελεύσεις του κινήματος.
24. βλέπε την πρόσφατη Lettera aperta del movimento No Tav agli artigiani e imprenditori della Val Susa (Ανοιχτή επιστολή του κινήματος No Tav προς τους τεχνίτες και απασχολούμενος στης Κοιλάδας) : http://www.infoaut.org/blog/no-tavabenicomuni/item/966-lettera-aperta-del-movimento-no-tav-agli-artigiani-ed-imprenditori-della-val-susa. Δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο εύρημα του Παρατηρητηρίου της Τορίνο-Λυών ήταν, με λίγες λέξεις, να αντικαταστήσει τις μεγα- συμβάσεις με πιο μικρούς πλειστηριασμούς, στους οποίους μπορούν να συμμετέχουν μικρές εταιρίες των εμπλεκόμενων εδαφών. Βλέπε http://www.ilsole24ore.com/art/economia/2011-03-29/lotti-tornano-binari-torinolione-195857.shtml?uuid=AaTvLaKD.
25. Το οποίο, αφετέρου, βάζει το κίνημα μπροστά στην αναγκαιότητα να λάβουν υπόψη τους την επιχείρηση εκβιασμού των pro – Tav (Ermelinda στη συνέντευξη)
26. V. Raffaele Sciortino, No Tav no global?, στο Centro Sociale Askatasuna και Comitato di lotta popolare NO TAV, la valle che resiste (η κοιλάδα που αντιστέκεται) Ed. Velleità Alternative, Torino 2006.
27. Η κοιλάδα που άλλοτε ήταν ένα βιομηχανικό κέντρο, σήμερα σε μεγάλο βαθμό παρατημένο, με μια αξιοσημείωτη μετανάστευση από τη Νότια Ιταλία, διατρέχεται από έναν αυτοκινητόδρομο (autostrada) στην οποία προστέθηκαν δύο κρατικοί, ένας σιδηρόδρομος και ένας ηλεκτροκίνητος σιδηρόδρομος.
28. Εδώ εντάσσεται το ζήτημα της αποανάπτυξης, παρόν στις συζητήσεις που στην κοιλάδα τείνουν να αποκτήσουν μια πιο ευρεία προοπτική, περίπου προγραμματική στο κίνημα. Δεν είναι αυτός ο χώρος για να συζητήσουμε αυτή τη θεωρητική προοπτική, το νόημα της υποδοχής της από τον αγώνα NoTav αλλά επίσης και τα αδύναμα αναλυτικά και πολιτικά σημεία της.
29. Το οποίο τοποθετεί και πάλι το ζήτημα της εργασίας: Πώς μπορούν οι αγώνες των εργατών/τριών να ξαναδυναμώσουν σήμερα; Πρέπει ίσως να δημιουργήσουν και να παρουσιάσουν την εργασία σαν κοινό αγαθό παραπάνω από ένα δικαίωμα; Αλλά είναι δυνατόν με την απομονωμένη εργασία σε μια επιχείρηση; Ή τίθεται εδώ η αναγκαιότητα να γίνει ένα άλμα προς την κοινωνική διάσταση του μισθού, της νέας ευημερίας;
30. Αυτό το κομβικό σημείο θα μπορούσε να συνδεθεί με μια εσωτερική κριτική και όχι με μια εξωτερική ή ιδεολογική, των «αυθόρμητων» εκείνων τάσεων δηλαδή ενός μέρους του κινήματος ή της μέσης αποδεκτής αντίληψης, περί επανάκτησης της «αληθινής» νομιμότητας, ενός κράτους χωρίς διαφθορά, την εμπλοκή της Μαφίας κτλ. Μόνο σε αυτή την βάση μπορούν να βρουν χώρο επιχειρήματα όπως αυτά του Grillo, του Saviano και άλλων.
31. Luigi R. Στη συνέντευξη. Από αυτή την άποψη υπάρχει μια διπλή αντίληψη: το εθνικό πολιτικό χάος από τη μια μεριά ευνοεί τον αγώνα NoTav, γιατί καθιστά πιο αβέβαιο τον αντίπαλο, από την άλλη όμως προδιαγράφει μια τάση αποσύνθεσης από την οποία δεν είναι εύκολο να μη μολυνθεί ακόμα και το κίνημα.
32. Luigi C. στη συνέντευξη.
33. Ermelinda στη συνέντευξη.
Κρατούμενοι του “NO TAV”. Επιστολή των Νικολό, Κλάουντιο και Ματτία από τις φυλακές του Τορίνου
https://resistra.espivblogs.net/2014/01/torino-no-tav-niccolo-mattia-claudio-chiara/