κατεβάστε το pdf εδώ
Οι πολιτικές επιδιώξεις της κυρίαρχης τάξης επεμβαίνουν με πολυεπίπεδο τρόπο στον χώρο της πόλης όπου ζούμε. Οι νομοθετικές διευκολύνσεις που παρέχονται, ταυτόχρονα με τους πολεοδομικούς και αστικούς μετασχηματισμούς που υλοποιούνται, διαμορφώνουν χωρικά ολόκληρες περιοχές σύμφωνα με τα συμφέροντα των κυρίαρχων. Ώστε προοδευτικά, η ασταμάτητη κερδοσκοπία πάνω στον χώρο συνθέτει αυτή τη διαδικασία που ο David Harvey χαρακτηρίζει ως συσσώρευση δια της υφαρπαγής.
Η στεγαστική κατάσταση στην Ελλάδα μεταβάλλεται ραγδαία, όσο η οικονομική κρίση βαθαίνει και μετατρέπεται σε κοινωνική, επηρεάζοντας ολοένα και περισσότερους κατοίκους στα ελληνικά αστικά κέντρα. Επικεντρώνοντας στην πόλη της Αθήνας οι όροι πρόσβασης σε αξιοπρεπή κατοικία ή η συνέχιση της κατοίκισης με όρους αξιοπρεπών στεγαστικών συνθηκών γίνονται όλο και πιο δύσκολοι. Ο αποκλεισμός όλο και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού από αξιοπρεπή κατοικία, ο εγκλωβισμός σε ένα κυνήγι επιβίωσης ώστε να ανταποκριθούν οικονομικά στους διαρκώς αυξανόμενους στεγαστικούς φόρους σε συνδυασμό με τα μέτρα οικονομικής αφαίμαξης των νεοφιλέλευθερων πολιτικών λιτότητας, δημιουργούν μια τεράστια κατηγορία εν δυνάμει αστέγων, ανθρώπων που αναγκάζονται σε υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους και ίσως στην απώλεια οποιασδήποτε δυνατότητας αξιοπρεπούς κατοίκησης.
Ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού οδηγείται στον κίνδυνο της στεγαστικής επισφάλειας και των εξώσεων. Αυτές οι συνθήκες στεγαστικής επισφάλειας που οφείλονται σε μία σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων και μέτρων εξαιτίας πολιτικών επιλογών της κρατικής εξουσίας[1], αποτυπώνονται στην εικόνα της πόλης δίνοντας της μία καινούρια όψη. Μία όψη που όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με την αντίστοιχη κατάσταση των παρηκμασμένων μεγαλουπόλεων των Η.Π.Α. της δεκαετίας του ΄80. Παρά τις μεγάλες διαφορές που μπορούν να επισημανθούν, εδώ θα επικεντρωθούμε στο πιο έντονα οπτικό κομμάτι αυτής της αστικής παρακμής που είναι η δραματική αύξηση του πληθυσμού των αστέγων, χωρίς να διαφαίνεται καμία προοπτική κοινωνικής προστασίας και υπεράσπισης του δικαιώματος όλων σε επαρκή κατοικία (Μπαλαμπανίδης Δ. et al, 2013).
Από το ξέσπασμα της κρίσης μέχρι σήμερα, αυτό που είναι εμφανές είναι ότι οι πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, άνεργοι/ες, μετανάστες, γυναίκες, ηλικιωμένοι, δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις ολοένα και πιο απαιτητικές, οικονομικά, στεγαστικές ανάγκες με αποτέλεσμα πέρα από τους εμφανείς αστέγους, δηλαδή τους ανθρώπους που ζούν στο δρόμο, να προστίθονται ολόκληρα νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν συνδυαστικά προβλήματα στεγαστικής αβεβαιότητας και σοβαρών ελλείψεων. Η μη δυνατότητα εξόφλησης λογαριασμών νερού και ρεύματος, η απειλή έξωσης από τις τράπεζες και η συνένωση πολλών νοικοκυριών σε συνθήκες συνωστισμού, είναι μόνο μερικές από τις καταστάσεις στεγαστικής επισφάλειας τις οποίες είτε αντιμετωπίζει είτε βρίσκεται σε επιρρεπή θέση να βρεθεί αντιμέτωπο μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού της Αθήνας.
Πολιτικές ανάπλασης
Η αιτία που μέχρι σήμερα δεν έχουμε αξιόπιστες εκτιμήσεις για τον αριθμό των αστέγων από τους αρμόδιους κρατικούς φορείς είναι η ίδια που συναντάμε στην βιβλιογραφία των Η.Π.Α. και οφείλεται στις πολιτικές επιπτώσεις και συνέπειες που εμπλέκονται στην πραγματική εκτίμηση της έκτασης του προβλήματος της έλλειψης στέγης (Αράπογλου Β., Γκούνης Κ., 2014). Επιπλέον, οι πολιτικές ανάπλασης και εξευγενισμού της πόλης που στρέφονται στην ποινικοποίηση των αστέγων και στην κοινωνική τους απομόνωση καθορίζουν την επιδιωκόμενη λύση του προβλήματος από το κράτος.
Οι διαρθρωτικές κοινωνικές πολιτικές, όπως η μη διαθεσιμότητα χαμηλού κόστους στέγασης, οι γενικότερες πολιτικές αστικής ανάπλασης, οι περικοπές στην πρόνοια και η παγκόσμια οικονομική αναδιάρθρωση του κεφαλαίου μέσω της οικονομικής κρίσης συνέβαλαν στην αύξηση του άστεγου πληθυσμού.
Όσοι τάσσονται αλληλέγγυοι με τους άστεγους, αντιλαμβάνονται ότι η έλλειψη των προγραμμάτων στεγαστικής βοήθειας για τους κατοίκους χαμηλού εισοδήματος αυξάνει τις πιθανότητές τους να ενταχθούν στον άστεγο πληθυσμό. Όπως από τις Η.Π.Α. ξεκίνησε μια νέα πρωτοβουλία κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980, που προσέβλεπε στην αναζωογόνηση των περιοχών στο κέντρο της πόλης, προκειμένου να προσελκύσει κατοίκους υψηλού εισοδήματος και τουρίστες, ώστε να μετατρέψει το κέντρο της πόλης σε μια παραγωγική οικονομία (Aguirre Ad., Brooks J., 2001), έτσι και στην Ελλάδα σήμερα, οι κρατικές πολιτικές υπονομεύουν την κατασκευή οικονομικά προσιτής στέγασης για τα χαμηλά εισοδήματα και οι άστεγοι απελαύνονται εκτός περιοχών που αποτελούν ή θα αποτελέσουν το νέο αναμορφωμένο brand name της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Στις προσπάθειες των αρμόδιων φορέων να «αναζωογονηθούν» περιοχές στο κέντρο της πόλης, οι άστεγοι ορίζονται ως ανεπιθύμητοι στη χρήση του δημόσιου χώρου. Την αιτία αυτής της διαμάχης τη βρίσκουμε στα έργα του Henri Lefebvre, όπου προσδιορίζονται δύο διαστάσεις του χώρου στην καθημερινή ζωή, ο κοινωνικός και ο αφηρημένος χώρος. Ο κοινωνικός χώρος αναφέρεται στο πώς οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το χώρο ως ένα βιωματικό μέρος όπου αλληλεπιδρούν με τους άλλους. Οι άστεγοι άνθρωποι τείνουν να σκέφτονται το δημόσιο χώρο με αυτό τον τρόπο, οριοθετώντας τον ως χώρο από την άποψη της αξίας χρήσης του. Αντίστοιχα ο Μαρξ γράφει στο κεφάλαιο ότι η χρησιμότητα ενός πράγματος διαμορφώνει την αξία χρήσης του. Οι αξίες χρήσεις γίνονται αντιληπτές σε σχέση με τη χρηστική ή την καταναλωτική τους αξία (Aguirre Ad., Brooks J., 2001). Επιπλέον, κάποιος μπορεί να κάνει τη γενική παρατήρηση ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το χώρο ή καταναλώνουν στο χώρο στη διάρκεια των καθημερινών τους δραστηριοτήτων. Οι άστεγοι, ωστόσο, δεν έχουν πουθενά αλλού να πάνε, αν δεν βρούν προσωρινή στέγαση σε κάποιο ξενώνα, οπότε χρησιμοποιούν τον δημόσιο χώρο ως ένα μέρος για να ζουν και να υλοποιούν τις καθημερινές τους δραστηριότητες. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι για τους άστεγους ο δημόσιος χώρος γίνεται ο κοινωνικός τους χώρος.
Από την άλλη, ο αφηρημένος χώρος αναφέρεται στις αφηρημένες ιδιότητες του μεγέθους, της διάστασης, του πλάτους, της περιοχής, της τοποθεσίας και του κέρδους (Gottdiener, 1994,p.127).
Οι πολιτικοί της κυρίαρχης ελίτ, το κεφάλαιο του real estate και οι επενδυτές είναι τα υποκείμενα που αντιλαμβάνονται το χώρο με αυτούς τους αφηρημένους όρους, ιδίως όσον αφορά την ανταλλακτική του αξία.
Η ανταλλακτική αξία αναφέρεται στην «ποσοτική σχέση, στην αναλογία, με την οποία οι αξίες χρήσης ενός είδους ανταλλάσονται για αξίες χρήσης άλλου είδους».
Ο δημόσιος χώρος, με αυτή την έννοια, είναι ένα εμπόρευμα, επειδή «κάθε ακίνητη περιουσία έχει μια αξία χρήσης και μία ανταλλακτική αξία». Έτσι οι αστικές αναπλάσεις στις πόλεις βρίσκονται σε σύγκρουση με τους αστέγους όσον αφορά το δημόσιο χώρο, διότι για τους άστεγους ο δημόσιος χώρος είναι ο κοινωνικός τους χώρος αφού έχει αξία χρήσης χωρίς την ανάγκη κατανάλωσης ή κέρδους. Αντίθετα, για την επιχειρηματική ελίτ, ο δημόσιος χώρος είναι αφηρημένος χώρος, λόγω της ανταλλακτικής αξίας του. Ο Foscarinis (1996, σ. 30), παρατηρεί ότι σε μερικές πόλεις οι αρχές δηλώνουν ρητώς ότι πρόθεσή τους είναι να οδηγήσουν τους άστεγους κατοίκους έξω από αυτές με την ποινικοποίηση συμπεριφορών που σχετίζονται με την αστεγία.
Στην περίπτωση της Αθήνας, τα δείγματα άσκησης πολιτικής είναι παρόμοια. Οι αρμόδιες αρχές κυρίως θέλουν να διαχειριστούν τις αναδυόμενες καταστάσεις που προκαλούνται από την έλλειψη στέγης παρά να εξαλείψουν τις αιτίες που προκαλούν το φαινόμενο των αστέγων.
Οι τοπικές αρχές πρωτίστως ενδιαφέρονται για την οικονομική ανάπτυξη, αφού η αυτή αποτελεί το καθοριστικό ζήτημα της αστικής πολιτικής. Οι άστεγοι που θεωρούνται απειλή για την προσέλκυση επενδύσεων πρέπει να εξαλειφθούν από τις περιοχές στο κέντρο της πόλης, καθώς το πρόβλημα των αστέγων έχει καταθλιπτική επίδραση στην ανταλλκτική αξία της γης (Goetz, 1992). Επιπλέον, οι υπηρεσίες για τους άστεγους, όπως οι ξενώνες ή τα προγράμματα σίτισης, θεωρούνται αντιπαραγωγικά, επειδή υποτίθεται ότι θα μπορούσουν να “προσελκύσουν” ακόμα περισσότερο άστεγο πληθυσμό.
Οι πολιτικές ανάπλασης της πόλης στην παρούσα συγκυρία αναγνωρίζονται ως μία πολιτική, που μεταξύ των άλλων οικονομικών συμφερόντων που εμπεριέχει, αποσκοπεί και στη μεταμόρφωση του δημόσιου χώρου σε αμφισβητούμενη περιοχή στην οποία οι άστεγοι μετατρέπονται σε θύματα των συμφερόντων των επιχειρηματικών ελίτ. Άλλωστε, ο στόχος ενός αναμορφωμένου κέντρου είναι να αποκρύψει ή να απομονώσει τους άστεγους με οποιοδήποτε κόστος.
Οι κρατικές πολιτικές ποινικοποίησης του φαινομένου της αστεγίας δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης του ρόλου που το κράτος επιτελεί.
Ενώ, η εξασφάλιση επακρούς και κατάλληλης στέγης αναγνωρίζεται ως βασικό δικαίωμα και όρος αξιοπρεπής διαβίωσης για όλους, στην πράξη η αναγνώριση αυτή ανατρέπεται. Το βασικό ζήτημα είναι η ανύπαρκτη κοινωνική προστασία ιδιαίτερα από το 2010 και μετά. Το κλείσιμο του ΟΕΚ (Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας), που παρά τις τεράστιες ελλείψεις του, αποτελούσε στην περίπτωση της χώρας μας το μοναδικό δομημένο κρατικό οργανισμό κοινωνικής κατοικίας ήταν η αρχή του τέλους της ελλειπούς κοινωνικής προστασίας δεκαετιών. Έκτος βέβαια από αυτού του τύπου τις πολιτικές, κυρίαρχες είναι σήμερα οι πρακτικές που οδηγούν στη δίωξη ακόμα και στην τιμωρία των αστέγων. Οι επαναλαμβανόμενες «εκκαθαρίσεις» στο κέντρο της Αθήνας με σκοπό την απομάκρυνση των «ενοχλητικών» εμφανών αστέγων του δρόμου αποτελούν μόνο κάποιες από τις δράσεις ποινικοποίησης των αστέγων στην Ελλάδα. Οι κατασταλτικές πρακτικές από την πλευρά της κυβέρνησης και τοπικών φορέων ποικίλλουν. Το χειμώνα του 2012, ο δήμαρχος της Αθήνας Γιώργος Καμίνης έστειλε τα ΜΑΤ και την Δημοτική αστυνομία για να εκκενώσουν το προσωρινό καταφύγιο για άστεγους που είχε δημιουργηθεί στο κλειστό καφενείο του Πνευματικού Κέντρου και μήνυσε τους αλληλέγγυους και τους άστεγους (Καραγιάννη Μ., Καψάλη Μ., 2013). Οι διάφορες ρατσιστικές επιχειρήσεις-σκούπα που ανακοινώνονται και υλοποιούνται με υποτιθέμενο στόχο την πάταξη της εγκληματικότητας, αρχικά με το όνομα Ξένιος Δίας, όπως και η διαπόμπευση των «οροθετικών», εντάσσονται στο πολιτικό πλαίσιο της ασκούμενης πολιτικής για πάταξη της «ανομίας». Μόνο που η ανομία μόνο ως κρατική μπορεί να οριστεί. Είναι αυτή που στρέφεται ενάντια στους αγωνιζόμενους ανθρώπους, στους απόκληρους και στους αδύναμους δείχνοντας την πυγμή και τη βιαιότητα της εκτελεστικής εξουσίας μόνο εκεί που μπορεί, στο επίπεδο της αστυνομικής καταστολής και της ρατσιστικής ρητορικής. Ένα ακόμα δείγμα αυτής της κατασταλτικής πολιτικής ενάντια στους «ανεπιθύμητους» είναι οι επιχειρήσεις εκκένωσεις πολιτικών καταλήψεων στο κέντρο της Αθήνας στα τέλη του 2012 που μεταξύ άλλων είχαν κάνει πράξη την επανάχρηση κενών και εγκαταλελειμμένων κτιρίων, αλλά και την πρακτική της κατάληψης στέγης ως μια απάντηση στα οξυμένα στεγαστικά προβλήματα και δημιουργώντας έμπρακτα δικούς τους χώρους και χρόνους ανάλογα με τις ανάγκες των χρηστών τους. Αντίστοιχα στη Θεσσαλονίκη το 2011, η κατάληψη ‘Επιβίωση’ στην οδό Φράγκων και σε κτίριο της ‘Μονής Βικεντίου Αδελφών Ελέους Αγ. Παύλου’ (καθολική εκκλησία) από άστεγους εκκενώθηκε βίαια από τα ΜΑΤ. Εκεί είχαν βρει καταφύγιο μέσω της δημιουργίας ενός αυτοδιαχειριζόμενου χώρου 30 άστεγοι της πόλης, ανάμεσά τους ακόμη και παιδιά με τις οικογένειές τους (Καραγιάννη Μ., Καψάλη Μ., 2013).
Τα παραπάνω περιστατικά αποτελούν τις πρώτες ενδείξεις κατασταλτικών δράσεων ώστε να υποβαθμίσουν το κοινωνικό πρόβλημα της αστεγίας σε μη-εμφανές, μη-οπτικό. Οι επιθέσεις ενάντια στους αστέγους εντάσσονται στο προαναφερθέν πλαίσιο της πολιτικής για πάταξη της «ανομίας» και αποτελούν μία κατάσταση μόνιμης εξαίρεσης, που αποσκοπεί στην καταστολή και περιθωριοποίηση κάθε ομάδας και υποκειμένου που εμποδίζει τους χώρους συσσώρευσης να «αξιοποιηθούν».
Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αλλά η αίσθησή μας είναι ότι η ελληνική περίπτωση φαίνεται να μοιράζεται πολλά χαρακτηριστικά με την εμπειρία των ΗΠΑ της δεκαετίας του 1980, όταν η ορατή αστεγία ήταν το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του αστικού τοπίου, δηλαδή, η περίοδος των βραχυπρόθεσμων, έκτακτης ανάγκης, πρόχειρων μέτρων: συναθροίση σε εγκαταστάσεις ξενώνων, συσσίτια, κέντρα επίσκεψης, και ομάδες στο δρόμο που διανέμουν κουβέρτες, προσπαθώντας να υποκινήσουν τους αστέγους του δρόμου να πάνε σε κάποιο ξενώνα. Ένα άλλο σημείο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι ίσως η αφάνεια των αστέγων από το κέντρο της πόλης οφείλεται στη σκληρή επιβολή της αστυνομίας που σαρώνει τους δρόμους στο κέντρο της Αθήνας (Αράπογλου Β., Γκούνης Κ., 2014).
Τυπολογία άστεγου πληθυσμού
Τα στοιχεία που θα αναλυθούν στη συνέχεια, όπως και κάποια πρωταρχικά συμπεράσματα απορρέουν από την ημερίδα για την έλλειψη στέγης στην Ελλάδα που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή, 17/10/2014, Διεθνή Ημέρα για την εξάλειψη της Φτώχειας, από το Τμήμα Ψυχολογίας του Hellenic American College και το Ελληνικό Δίκτυο για το Δικαίωμα στη Στέγη και την Κατοικία. Κυρίως δε, από την παρουσίαση του τελικού προσχεδίου των Βασίλη Αράπογλου και Κώστα Γκούνη, με τη συνεργασία της Δήμητρας Σιατίτσα, που φέρει τον τίτλο «Caring for the homeless and the poor in Greece: implications for the future of social protection and social inclusion – Φροντίζοντας για τους άστεγους και τους φτωχούς στην Ελλάδα: συμπεράσματα για την μελλοντική κοινωνική προστασία και την κοινωνική ένταξη». Η συγκεκριμένη έρευνα αποτελεί την πρώτη αξιόπιστη ερευνητική προσπάθεια από το τμήμα κοινωνιολογίας του Πανεπιστήμιου Ρεθύμνου.
Αρχικά θεωρούμε ότι πρέπει να γίνει εκτενής αναφορά στην ‘ταυτότητα’ του αστέγου με βάση τη διεθνή έρευνα και βιβλιογραφία. Από το 2005, η FEANTSA (European Federation of National Organisations working with the Homeless – Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εθνικών Οργανισμών που εργάζονται με τους Άστεγους) έχει αναπτύξει μια ευρωπαϊκή τυπολογία για την έλλειψη στέγης και τον αποκλεισμό από την κατοικία (τυπολογία ETHOS), ως ένα μέσο βελτίωσης της κατανόησης και της μέτρησης του φαινομένου των αστέγων στην Ευρώπη, καθώς και για να παρέχει «μια κοινή ορολογία για διακρατικές ανταλλαγές σχετικά με το πρόβλημα των αστέγων»[2].
Οι ακόλουθες κατηγορίες ETHOS επιχειρούν να συμπεριλάβουν στις μετρήσεις όλες τις περιπτώσεις και μορφές αστεγίας στην Ευρώπη. Οι κατηγορίες είναι:
- άνθρωποι στο δρόμο, χωρίς οποιουδήποτε είδους στέγη
- άνθρωποι στερούμενοι στέγασης που διανέμουν προσωρινά σε ιδρύματα ή ξενώνες
• άνθρωποι που ζουν σε επισφαλείς συνθήκες στέγασης, π.χ. αυτοί που απειλούνται σοβαρά λόγω ανασφαλών μισθώσεων, έξωσης, ενδοοικογενειακής βίας - άνθρωποι που ζουν σε ακατάλληλες συνθήκες στέγασης, π.χ. σε τροχόσπιτα σε καθεστώς παράνομης κατασκήνωσης, σε ακατάλληλη στέγαση χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, σε συνθήκες συνωστισμού.
Στην ελληνική νομοθεσία ο ορισμός διαφέρει. Συγκεκριμένα στις 29 Φλεβάρη του 2012 ψηφίστηκε ο νόμος 4052, όπου ορίζεται ο ορισμός των αστέγων, για πρώτη φορά σε ελληνικό νομοθετικό έγγραφο. Οι άστεγοι αναγνωρίζονται ως ευάλωτη κοινωνική ομάδα στην οποία παρέχεται κοινωνική προστασία και ορίζονται ως εξής: «Όλα τα πρόσωπα που διαμένουν νόμιμα στη χώρα, οι οποίοι δεν έχουν πρόσβαση σε ασφαλή και κατάλληλη στέγαση». Επίσης, στους άστεγους περιλαμβάνονται ιδίως εκείνοι που ζουν στους δρόμους ή σε προσωρινά καταφύγια και όσοι φιλοξενούνται, από ανάγκη, σε ιδρύματα ή σε άλλες κλειστές μορφές φροντίδας. Αυτό που πρέπει να επισημανθεί ότι ο ορισμός είναι πολύ πιο συγκεκριμένος και στενός από τον παραπάνω (κατηγορίες ΕΤΗΟS) και αποκλείει ευρείες κοινωνικές ομάδες, όπως είναι για παράδειγμα οι μετανάστες χωρίς χαρτιά αφού υπάρχει η διάταξη «που διαμένουν νομίμως», έτσι ώστε να εξαιρεθούν από τις διατάξεις οι άνθρωποι στα πρώτα στάδια αίτησης τους για άσυλο.
Βέβαια, αυτά τα χρήσιμα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία που παρέχονται από τις διεθνείς τυπολογίες αποτελούν προσπάθειες διαχείρισης του φαινομένου της αστεγίας, υποβαθμίζοντας το σε παιχνίδι αριθμών. Κάθε αναζήτηση για τον «σωστό αριθμό» φέρει την παραδοχή ότι ενδεχομένως κάποια στιγμή μπορεί επιτέλους να καταλήξουμε σε έναν αποδεκτό αριθμό. Αυτό που είναι ξεκάθαρο για εμάς είναι ότι υπάρχουν πάρα πολλοί άστεγοι άνθρωποι στην Ελλάδα, οπότε η οποιαδήποτε προσπάθεια χαρτογράφησης τους θα πρέπει να αποδέχεται τη μη ύπαρξη ανεκτικότητας στην διαιώνιση του φαινομένου της αστεγίας.
Η βασική προβληματική και κριτική στις περισσότερες έρευνες εκτίμησης του αριθμού των αστέγων είναι ότι προσπαθούν να μετρήσουν μόνο τους εμφανείς αστέγους, τα άτομα που διαβιούν σε ξενώνες βραχείας διαμονής ή στο δρόμο. Ωστόσο, αποτυγχάνουν να συμπεριλάβουν τον κρυμμένο πληθυσμό αστέγων, δηλαδή άτομα που ζουν σε κατειλημμένα κτίρια, σε συνθήκες συνωστισμού, σε αυτοκίνητα, ή άλλους ακατάλληλους χώρους μη συμβατικών κατοικιών. Σε περίπτωση που συμπεριληφθούν αυτά τα μη-ορατά πρόσωπα στις εκτιμήσεις του άστεγου πληθυσμού, παρατηρούμε ότι το μέγεθός του αυξάνει σημαντικά και φτάνουμε στις εκτιμήσεις του διαγράμματος και του πίνακα που ακολουθεί:
Διάγραμμα 1 (Πηγή ΕΚΚΑ, Αράπογλου Β., Γκούνης Κ., 2014).
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΕΤΗΟS / ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ | ΣΥΝΟΛΟ | Χώροι Hopper | |
ΑΣΤΕΓΟΙ | 1.200 | Ορατή – Άτυπη | 4.624 |
1. Άνθρωποι που μόλις επιβιώνουν | 1.200 | ||
1.1. Δημόσιος χώρος ή εξωτερικός χώρος. Διαβίωση σε δρόμους ή δημόσιους χώρους (ενήλικες) | 1.200 | ||
2. Άνθρωποι σε καταλύματα έκτακτης ανάγκης | |||
2.1. Νυχτερινά καταλύματα/ Καταφύγια μίας διανυκτέρευσης/Άνθρωποι χωρίς κανονικό τόπο κατοικίας | |||
ΧΩΡΙΣ ΣΠΙΤΙ | 12.124 | Ορατή – Επίσημη | |
3. Άνθρωποι σε καταλύματα για αστέγους | 1.360 | ||
3.1. Hostel για άστεγους/Νυχτερινά καταφύγια | 580 | ||
3.2. Προσωρινά καταλύματα όπου η περίοδος διαμονής πρόκειται να είναι μικρή | 170 | ||
3.3. Μεταβατικά υποστηριζόμενα καταλύματα κυρίως σε Έλληνες ή μικτά | |||
3.4. Επιδόματα για φτωχούς και άνεργους Έλληνες ή μικτά | 450 | ||
4. Άνθρωποι σε καταφύγια γυναικών | 80 | ||
4.1. Καταφύγια γυναικών | 80 | ||
5. Άνθρωποι σε καταλύματα για μετανάστες | 1.940 | ||
5.1. Προσωρινά καταλύματα / κέντρα υποδοχής / καταφύγια προσφύγων | 860 | ||
5.2. Καταλύματα μεταναστών εργατών | |||
5.3. Μεταβατικά υποστηριζόμενα καταλύματα για ευάλωτους πρόσφυγες | 200 | ||
5.4. Επιδόματα σε ευάλωτους πρόσφυγες | 924 | ||
6. Άνθρωποι που πρόκειται να αφεθούν από ιδρύματα | 8.700 | Αόρατη – Επίσημη | 139.700 |
6.1. Ποινικά ιδρύματα. Μη διαθέσιμη κατοικία πριν την απελευθέρωση | 2.300 | ||
6.2. Ιδρύματα Υγείας(*) Διαμονή μεγαλύτερη της απαραίτητες λόγω έλλειψης κατοικίας | 400 | ||
6.3. Ιδρύματα/Σπίτια για παιδιά. Μη διαπιστευμένη κατοικία (π.χ. όταν κλείνουν τα 18) | 400 | ||
6.4. Κέντρα Κράτησης (μετανάστες χωρίς χαρτιά) | 5.600 | ||
7. Άνθρωποι που λαμβάνουν πιο μακροπρόθεσμη υποστήριξη (λόγω αστεγίας) | |||
7.1. Φροντίδα κατοικίας για πιο ηλικιωμένους άστεγους (Εκκλησία και ντόπιοι που δεν εμπίπτουν σε άλλες κατηγορίες) | |||
7.2. Επιδοτούμενα καταλύματα για πρώην άστεγους | |||
ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΣ | 25.500 | Αόρατη – Άτυπη | |
8. Άνθρωποι που ζουν σε επισφαλή καταλύματα | 500 | ||
8.1. Προσωρινά με οικογένεια/φίλους λόγω έλλειψης κατοικίας | |||
8.2. Παράνομη (υπ)ενοικίαση. Κατάληψη κατοικίας χωρίς νόμιμη ενοίκηση (10 κατειλημμένα κτίρια) | 500 | ||
8.3. Παράνομη κατάληψη γης/κατάληψη γης χωρίς νομικά δικαιώματα | |||
9. Άνθρωποι που ζουν υπό την απειλή έξωσης | 15.000 | ||
9.1. Έχουν κινηθεί νομικές εντολές (ενοικίαση). Όπου οι διαταγές έξωσης είναι εν ενεργεία | 5.000 | ||
9.2. Εντολές κατάσχεσης. Όταν η υποθήκη περιλαμβάνει νομικές εντολές κατάσχεσης (αιτήματα για προστασία από κατασχέσεις των κόκκινων δανείων) | 10.000 | ||
10. Άνθρωποι που ζουν υπό την απειλή βίας | 200 | ||
10.1.Περιστατικά καταγεγραμμένα από την αστυνομία | 200 | ||
ΣΕ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ | 105.500 | ||
11. Άνθρωποι που ζουν σε προσωρινές / μη συμβατικές κατασκευές | 1.300 | ||
11.1.Κινητά σπίτια. Δεν προορίζονταν για τόποι κανονικής κατοικίας | |||
11.2.Μη συμβατικά κτίρια, αυτοσχέδια καταφύγια, παράγκες ή καλύβες | |||
11.3.Προσωρινές κατασκευές. Ημι-μόνιμες κατασκευές καλύβες ή καμπίνες | |||
12. Άνθρωποι που ζουν σε ακατάλληλες κατοικίες | 9.000 | ||
12.1.Κατειλημμένα καταλύματα ακατάλληλα για κατοίκηση | 9.000 | ||
13. Άνθρωποι που ζουν σε ακραίο συνωστισμό | 95.200 | ||
13.1.Υψηλότερο εθνικό πρότυπο συνωστισμού. Ορίζεται σαν αυτοί που ξεπερνούν το εθνικό πρότυπο πυκνότητας για τον χρησιμοποιούμενο χώρο (<10 τ.μ./άτομο) | 95.200 |
Πίνακας 1: Αντιστοιχίες μεταξύ δύο τυπολογιών. Αριστερά της ETHOS εμπλουτισμένης με υποκατηγριές για προσαρμογή στις ελληνικές συνθήκες και δεξιά της Hopper (ταξινόμηση βάσει ορατής/αόρατης, επίσημης/άτυπης έλλειψης). (Αράπογλου Β., Γκούνης Κ., 2014).
Τα ευρήματα της έρευνας των Αράπογλου, Γκούνη δείχνουν μια σημαντική αύξηση του ορατού φαινομένου των αστέγων και το υπερβολικό μέγεθος της μη-ορατής φτώχειας, στέγασης, ανεπάρκειας και ανασφάλειας. Επίσης, συμπεραίνει ότι τα ποσοστά ανεργίας και η στέρηση στέγης είναι άνισα κατανεμημένα μεταξύ των Ελλήνων πολιτών και των ξένων υπηκόων.
Χαρτογράφηση διαδρομών
Όσον αφορά το χώρο της Αθήνας, τα έκτακτης ανάγκης, προσωρινά καταφύγια και ξενώνες, όπου επιτρέπεται ο ύπνος για χρονικό διάστημα 7-15 ημερών, βρίσκονται μέσα ή κοντά σε υποβαθμισμένες περιοχές. Επίσης, οι οι εθελοντές δρόμου (street workers), κινούνται κοντά στο «ιστορικό κέντρο», στις πλατείες και τα δημόσια πάρκα. Η πρωτοβουλία της «Σχεδίας» με τη διοργάνωση των «αόρατων διαδρομών» είναι μία πολύ σημαντική προσπάθεια να γίνει ορατό το ζήτημα της έλλειψης στέγης στην πόλη της Αθήνας. Η διαδρομή κινείται στο ιστορικό κέντρο της πόλης και περνά από την πλατεία Βάθης, τη Σωκράτους, την Πειραιώς, τη Μενάνδρου, τη Ζήνωνος, τη Δεληγιώργη, τη Σοφοκλέους και την οδό Αθηνάς, μπαίνει στη γειτονιά του Ψυρρή και καταλήγει στο Μοναστηράκι. Στις περιοχές αυτές είναι χωροθετημένες πολλές από τις δομές πρόνοιας που αναλύονται παρακάτω, και είναι παραπάνω από εμφανές το ζήτημα της αστεγίας.
Ο χάρτης που ακολουθεί προέρχεται από την έρευνα των Αράπογλου – Γκούνη και απεικονίζει τη θέση των διαφόρων κατηγοριών αστέγων και των συνθηκών διαβίωσης τους.
Χάρτης 1: Στέρηση κατοικίας στην Αττική: Χαρτογράφηση της χωρικής κατανομής του ορατού / επίσημου ποσοστού των αστέγων σε 118 δήμους στην ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας (Αράπογλου Β., Γκούνης Κ., 2014).
Πολιτικές διαχείρισης του φαινομένου στην Ελλάδα
Στη δημοσίευση «On the Way Home? FEANTSA Monitoring Report on Homelessness and Homeless Policies in Europe, 2012 – Στο Δρόμο για το Σπίτι; Έκθεση Παρακολούθησης της Αστεγίας και των Πολιτικών για τους Άστεγους στην Ευρώπη της FEANTSA », η Ελλάδα ξεχωρίζει με αναφορά στις θλιβερά ανεπαρκείς, αν όχι εξευτελιστικές συνθήκες στις οποίες οι πρόσφυγες και οι αιτούντες ασύλου αναγκάζονται να επιβιώνουν, σε συνδυασμό με τον αυξημένο εξαναγκασμό από την αστυνομία και την άσκηση βίας σε βάρος τους (σελ.28). Η έκθεση κάνει επίσης λόγο για το ότι σύμφωνα με τη ΜΚΟ Κλίμακα, η σημερινή κρίση έχει οδηγήσει σε ένα πληθυσμό «νεοεισερχόμενων» και πρότεινε μια νέα μορφή των αστέγων η οποία σχηματιζόταν. Αυτό σχετίζεται με την δραματική αύξηση της ανεργίας, η οποία επηρέασε Έλληνες πολίτες και οικογένειες που μέχρι τότε ήταν σχετικά ασφαλείς. Παρ ‘όλα αυτά, ο όρος νεοάστεγοι σχετίζεται με διαρθρωτικές συνθήκες και μεταβολές οι οποίες δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι περιλαμβάνουν μόνο την ανεργία. Όπως προτείνεται παραπάνω, το φαινόμενο των νεοαστέγων στην Ευρώπη έχει αρχίσει να παίρνει μορφή από το 1990 με τη σταδιακή εξαφάνιση των διατάξεων περί καθολικής κοινωνικής πρόνοιας, της διάβρωσης της κοινωνικής ιδιότητας του πολίτη και της ανικανότητας να θεσπίσουν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών στις χώρες υποδοχής της ΕΕ (FEANTSA, 2012).
Η πίεση για κοινωνική λύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι άστεγοι εξακολουθεί να γίνεται και να προπαγανδίζεται κυρίως από λίγες εξειδικευμένες μη κύβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) και από κάποια ελπιδοφόρα τοπικά δίκτυα αλληλεγγύης που επικετρώνονται στη δυναμική προστασία της κατοικίας από τις εξώσεις που προσπαθούν να επιβάλλουν οι τράπεζες, π.χ. η «Κίνηση Ενάντια στους Πλειστηριασμούς» που όπως δηλώνει, «μέσω πλειστηριασμών οι τράπεζες επιδεινώνουν τη γενική εξαθλίωση και δημιουργούν νέες στρατιές αστέγων».
Απέναντι στην επιδείνωση του φαινομένου, το υπουργείο Εργασίας έχει εισάγει ένα μοντέλο «έκτακτης ανάγκης». Νυχτερινά καταφύγια – ξενώνες, κέντρα ημέρας, τράπεζες τροφίμων, κοινωνικά φαρμακεία και παντοπωλεία έχουν καθιερωθεί στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου. Αυτά τα στεγαστικά μέτρα (νυχτερινά καταφύγια – ξενώνες) παρότι έχουν δώσει μια προσωρινή λύση για πολλούς αιτούντες, εφαρμόζουν συχνά αυστηρούς κανονισμούς για την πρόσβαση σε αυτά. Είναι πρόωρο να εκτιμηθεί η επίπτωσή τους, αλλά η αμερικανική εμπειρία δείχνει την αναποτελεσματικότητα των διατάξεων έκτακτης ανάγκης (Αράπογλου Β., Γκούνης Κ., 2014) και τελικά τη διαιώνιση του προβλήματος που η παροδικότητα των μέτρων την εντείνει, αφού δεν στοχεύουν στη λύση του αλλά στην απόκρυψη και στην υποβάθμιση του. Επίσης, τα κέντρα ημέρας προσελκύουν όχι μόνο τους άστεγους στο δρόμο, αλλά και έναν μεγάλο αριθμό αόρατων φτωχών π.χ. σε υπηρεσίες υγείας. Οι εκτιμήσεις είναι ότι ο αριθμός αυτός θα πρέπει να είναι περίπου 200.000 άτομα στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών (Αράπογλου Β., Γκούνης Κ., 2014).
Τελικά, η σημερινή στεγαστική κατάσταση μπορεί να περιγραφεί ως υπερβολικά επίπεδα ανασφαλούς και ανεπαρκούς στέγασης, τα οποία δημιουργούν την ανάγκη για φτηνή, κοινωνική κατοικία που δύσκολα μπορεί να ικανοποιηθεί.
Η σημαντική αύξηση στους αριθμούς αφορά ανθρώπους σε καταλύματα για άστεγους, Έλληνες και μετανάστες. Αυτό που αντανακλά την αύξηση των αναγκών του μη-ορατού άστεγου πληθυσμού είναι το ανεπαρκές σύστημα φροντίδας που ανταποκρίνεται στις ανάγκες με έναν αποσπασματικό τρόπο. Πολλές ανθρωπιστικές οργανώσεις καταγγέλλουν πως βασικός στόχος είναι η εξαφάνιση αυτών των ανθρώπων, τους οποίους οι αρχές εγκαταλείπουν στη μοίρα τους και ουσιαστικά τους κρύβουν κάτω από το χαλί.
Σήμερα, όπως περιγράφηκε αναλυτικά στο κείμενο του παρόντος τεύχους, «Οι Γειτονιές των Κολασμένων – Η χωροθέτηση της κατοικίας στην σύγχρονη μητροπολιτική Αθήνα», είναι περισσότερο από εμφανές ότι ο πλούτος της μητροπολιτικής Αθήνας είναι άνισα μοιρασμένος. Η φτώχεια είναι γενικά συγκεντρωμένη χονδρικά στους επόμενους τόπους: στο τρίγωνο μεταξύ των εθνικών οδών (Κηφισός, λ. Αθηνών) και την Πειραιώς, στη λωρίδα μεταξύ Αχαρνών και Λένορμαν μέχρι τα Άνω Πατήσια και στους βορειοδυτικούς δήμους του Μενιδίου και του Ζεφυρίου, διαπίστωση που είναι κοινή με τον τελευταίο χάρτη που ακολουθεί (Αράπογλου Β., Γκούνης Κ., 2014), όπου απεικονίζει πολύ παραστατικά πως η Αθήνα χωρίζεται σε δύο πόλεις, στις δύο πλευρές των οδών Πατησίων και Πειραιώς.
Χάρτης 2. Από το ανοικτό προς το σκούρο οι γειτονιές με τις λιγότερες προς τις γειτονιές με τις περισσότερες ελλείψεις
Ολοκληρώνοντας
Μέσω αυτών των πολιτικών που περιγράφηκαν και των στοιχείων που αναλύθηκαν, η κοινωνική κρίση που παράγεται, επηρεάζει πολυδιάστατα τις ζωές όλο και μεγαλύτερου τμήματος της κοινωνίας, με αποτέλεσμα την παραγωγή ενός αυξανόμενου αριθμού άδειων σπιτιών, ταυτόχρονα με την παραγωγή μίας αυξανόμενης στέρησης του δικαιώματος σε αξιοπρεπή κατοικία για ένα ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Όλα αυτά κάνουν πολυδιάστατο το θέμα, αφού απλά η εύρεση χώρου για την στέγαση όσων αντιμετωπίζουν τέτοιες δυσκολίες δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκή απάντηση στο πρόβλημα. Επιπλέον, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες μελέτες, τα ενδιάμεσα στάδια επισφαλούς, μερικής και μη αξιοπρεπούς στέγασης όπως τα υπνωτήρια, οι ξενώνες και οι προσωρινές μονάδες πρέπει να περιοριστούν, καθώς έχει αποδειχθεί ότι στην ουσία ανακυκλώνουν τον αποκλεισμό (Σιατίτσα, 2014).
Οι αλλαγές στη σύνθεση των αστέγων παρέχουν μια καλή ένδειξη ότι οι εκτεταμένοι κοινωνικο-οικονομικοί κίνδυνοι είναι εν μέρει αποτέλεσμα των πολιτικών που περιορίζουν ακόμη περισσότερο τα περιορισμένα δικαιώματα σε εκείνους που πλήττονται περισσότερο από αυτούς τους κινδύνους. Σε χώρες όπως η Ελλάδα, είναι αμφίβολο αν οι στρατηγικές των φτωχών νοικοκυριών μπορούν να αντιμετωπίσουν τόσο τις ανάγκες στέγασης, όσο και πρόσθετα καθήκοντα για την κοινωνική φροντίδα των ευάλωτων μελών τους (άτομα με ειδικές ανάγκες, ηλικιωμένοι, ψυχικά ασθενείς, γυναίκες, παιδιά και νέοι).
Η συνδυαστική κρατική πολιτική της κατάργησης των ελάχιστων δομών στεγαστικής πρόνοιας (π.χ. Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας) και της αποφυγής συγκρότησης ενός δικτύου κοινωνικής προστασίας οδηγεί στην αύξηση του αριθμού των αστέγων και στην απεμπόλιση από το κράτος στοιχειωδών κοινωνικών προγραμμάτων. Αυτή η μετάθεση ευθύνης (με κρατικό ανθρωπιστικό μανδύα) για κοινωνικές πολιτικές στέγασης και ένταξης στις καλές διαθέσεις συγκεκριμένων ΜΚΟ, καθιστά το πρόβλημα της στεγαστικής επισφάλειας αδύνατο να λυθεί με αυτούς τους όρους. Οι προσπάθειες των ΜΚΟ και των τοπικών αρχών να χρησιμοποιήσουν τα νέα χρηματοδοτικά μέσα της ΕΕ και άλλων διεθνών οργανισμών παραμένουν κατακερματισμένες και η ικανότητα για την ανάπτυξη ολοκληρωμένων πολιτικών κοινωνικής ένταξης καθίσταται εξαιρετικά περιορισμένη.
Ο επιδιωκόμενος στόχος φαίνεται ότι δεν είναι άλλος από την αναθέρμανση της κτηματαγοράς και τη συγκέντρωση της ακίνητης περιουσίας σε λίγους μόνο μεγάλους ιδιοκτήτες (Μπαλαμπανίδης Δ. et al, 2013).
Τα μεγάλα ποσοστά ιδιοκατοίκησης χωρίς οικονομική συνεισφορά, μαζί με τους εναπομείναντες οικογενειακούς πόρους φαντάζουν ώς το τελευταίο ανάχωμα ώστε να μην εκτροχιαστεί η στεγαστική κατάσταση στην Ελλάδα. Αυτό όμως που πλέον διαφαίνεται, ταυτόχρονα και με την κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας από τις αρχές του 2015 είναι ο ορατός κίνδυνος αντιμετώπισης εκρηκτικών στεγαστικών καταστάσεων. Ίσως σε αυτή τη δυσοίωνη προοπτική η λύση αντίστασης να είναι αυτό που ο Stuart Hodkinson αναφέρει ως την ανάγκη δημιουργίας ενός κοινού κινήματος κατοικίας, που θα ενώσει τους ιδιοκατοικούντες, τους ενοικιαστές, τους δικαιούχους κοινωνικής κατοικίας, τους καταληψίες, τους άστεγους και τους μετανάστες γύρω από μια πολιτική ατζέντα που θα διεκδικεί την παραγωγή και διαχείριση της κατοικίας έξω από το πλαίσιο των αγοραίων σχέσεων της ιδιωτικής περιουσίας, με τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η προσβάσιμη, ασφαλής, συλλογικά ελεγχόμενη κατοικία για όλους (Hodkinson 2012). Οι άμεσες απαντήσεις που οφείλουμε να δώσουμε δεν μπορεί να είναι άλλες από έμπρακτη αλληλεγγύη σε κάθε μορφή αγώνα του καθενός και της καθεμίας που διεκδικεί το δικαίωμα στη στέγη και στην αξιοπρεπή κατοικία.
Η αντίφαση των άδειων, ακατοίκητων σπιτιών από τη μία και του αυξανόμενου πληθυσμού των αστέγων από την άλλη, φανερώνει τις προθέσεις της κεντρικής εξουσίας στην αντιμετώπιση του φαινομένου και περιγράφει τι σημαίνει καπιταλισμός, ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης. Η ανάγκη και η επιλογή να δώσεις ζωή σε ένα νεκρό κτίριο θεωρείται έγκλημα στην Ελλάδα και μόνο μέσα από δυναμικές δράσεις διεκδίκησης, κατάληψης, επανάχρησης του ακατοίκητου οικιστικού αποθέματος είναι δυνατόν να ανατραπεί η αντίληψη περί ατομικής ιδιοκτησίας, ώστε να επικρατήσουν μορφές συλλογικής διεκδίκησης κοινών στεγαστικών αναγκών.
Βιβλιογραφία
Βαρελίδου Ελ., Μιχαήλ Ξ., (2013), Η ‘πόλη των αστέγων’ – Θεωρητική διερεύνηση/ Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης, διαθέσιμο στο: http://akea2011.wordpress.com/2014/03/04/ipolitonastegon/.
Καραγιάννη Μ., Καψάλη Μ., (2013), Κρίση, φτώχεια και το δικαίωμα στη κατοικία: Η πραγματικότητα των εξώσεων στην ενοικιαζόμενη κατοικία, διαθέσιμο στο: http://www.alterthess.gr/content/krisi-ftoheia-kai-dikaioma-sti-katoikia-i-pragmatikotita-ton-exoseon-stin-enoikiazomeni
ΜΚΟ Κλίμακα (2012), Η έλλειψη στέγης στην Ελλάδα του 2012, διαθέσιμο στο: http://www.klimaka.org.gr/newsite/downloads/Research%202012_Homelessness.pdf
Μπαλαμπανίδης Δ., Πατατούκα Ε., Σιατίτσα Δ. (2013), Το δικαίωμα στην κατοικία την περίοδο της κρίσης στην Ελλάδα, Γεωγραφίες. Ν. 22. σσ 31-42.
Σιατίτσα Δ. (2014), Κοινωνική κατοικία: φιλανθρωπία ή δικαίωμα;, διαθέσιμο στο: http://enthemata.wordpress.com/2014/04/27/siatitsa/
Aguirre Ad., Brooks J. (2001), City redevelopment policies and the criminalization of homelessness: A narrative case study, In Critical Perspectives on Urban Redevelopment, V6:75-105.
Arapoglou V.P., Gounis K., (2014), Draft report: «Caring for the homeless and the poor in Greece: implications for the future of social protection and social inclusion», Ημερίδα για την έλλειψη στέγης στην Ελλάδα, διοργάνωση: Hellenic American College και Ελληνικό Δίκτυο για το Δικαίωμα στη Στέγη και την Κατοικία, 17/10/2014.
FEANTSA (2012), Greece. FEANTSA Country Fiche, διαθέσιμο στο: http://www.feantsa.org/spip.php?article853&lang=en.
Foscarinis M. (1996), Downward Spiral: Homelessness and Its Criminalization. Yale Law and Policy Review, 14, 1-77.
Goetz, E. (1992). Land Use and Homeless Policy in Los Angeles. International Journal of Urban and Regional Research, 16(4), 540-554.
Gottdiener, M. (1994). The New Urban Sociology. New York: McGraw-Hill Inc.
Hodkinson S. (2012), The return of the housing question, ehpemera.org, V12(4): 423-444, διαθέσιμο στο: http://www.ephemerajournal.org/contribution/return-housingquestion.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Αύξηση ανεργίας, διαρκείς περικοπές σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνικά επιδόματα
[2] ETHOS – European Typology on Homelessness and Housing Exclusion, http://www.feantsa.org/spip.php?article120&lang=en