κατεβάστε το pdf εδώ
Η ανάπτυξη της πόλης στον καπιταλισμό κυριαρχείται από διαδικασίες επένδυσης και αποεπένδυσης κεφαλαίου, δίνοντας στον αστικό χώρο μια θέση ανάμεσα στα υπόλοιπα εμπορεύματα. Όπως και σε κάθε άλλη παραγωγική δραστηριότητα, το κεφάλαιο δεσμεύει την αξία χρήσης που παράγει η πόλη και τη μετατρέπει σε ανταλλακτική αξία. Υπάρχει, όμως, μια σημαντική διαφορά: ο χώρος της πόλης περικλείει και διακανονίζει την παραγωγή κάθε άλλου εμπορεύματος, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου. Κάθε κοινωνία παράγει το δικό της χαρακτηριστικό χώρο· έναν χώρο που αντικατοπτρίζει την κυρίαρχη παραγωγική διαδικασία και, ταυτόχρονα, εμφανίζεται ικανός να εγγυηθεί την αναπαραγωγή των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων. Εδώ αναδεικνύεται και η ξεχωριστή σημασία που αποκτά ο χώρος της κατοικίας, από το νοικοκυριό μέχρι τη γειτονιά, ως ο χώρος όπου αρθρώνεται η διαδικασία της αναπαραγωγής. Η καπιταλιστική διαχείριση της κατοικίας -εκτός από την παραγωγή κέρδους- επιχειρεί να κατευθύνει την αναπαραγωγική διαδικασία και να καθορίσει τις κοινωνικές σχέσεις. Στερεί από τον άνθρωπο τον έλεγχο της καθημερινής ζωής, καθώς καταστρέφει την προοπτική μιας σημαίνουσας και παραγωγικής σχέσης με το χώρο και προωθεί στη θέση της μια γενικευμένη κατανάλωση προκαθορισμένων τόπων. Η εμπορευματοποίηση της κατοικίας μπορεί να θεωρηθεί ως μόνιμη ανάσχεση απέναντι σε κάθε προσπάθεια ανάπτυξης κοινωνικών σχέσεων που αποκλίνουν από τις κυρίαρχες.
Βέβαια αυτή η σχέση δεν είναι τόσο απλή, όσο παρουσιάζεται σε μια τέτοια σύντομη περιγραφή, όμως εδώ δεν θα επεκταθούμε περισσότερο. Θα εστιάσουμε σε ένα παράδειγμα αυτοστέγασης που εμφανίστηκε την τελευταία δεκαετία στο Καράκας, το οποίο, κατά τη γνώμη μας, πειραματίστηκε με την επανεφεύρεση της κατοικίας ως αξίας χρήσης. Ένας ουρανοξύστης που κατασκευάστηκε με την προοπτική να κυριαρχήσει στην αγορά ακινήτων, τελικά μετατράπηκε σε μια κατάληψη στέγης όπου έζησαν μερικές χιλιάδες άνθρωποι για επτά περίπου χρόνια. Καταρχάς, νομίζουμε πως έχει ενδιαφέρον, σε σχέση με την τωρινή κατάσταση, να παρατηρήσουμε την εμφάνιση ενός τέτοιου φαινομένου στο περιβάλλον που δημιούργησε μια ισχυρή καπιταλιστική κρίση, όπως αυτή που αντιμετώπισε η Βενεζουέλα τη δεκαετία του ’90. Επίσης το μέγεθος του κτιρίου και η φιλοδοξία των κατασκευαστών του να αποτελέσει μια εμβληματική επένδυση για τη χώρα προσδίδουν στην κίνηση της κατάληψης έναν ισχυρό συμβολισμό που, ακόμη και αν δεν τον επεδίωξαν οι κάτοικοι, τελικά πιστεύουμε ότι καθόρισε την πορεία του εγχειρήματος. Όμως αυτό που έχει περισσότερη σημασία είναι ότι πρόκειται για μια κατάληψη στέγης στο κέντρο -και όχι στην περιφέρεια- μιας σύγχρονης μητρόπολης, η οποία παρακινήθηκε από μια άμεση υλική ανάγκη για στέγαση σε αντίθεση με αντίστοιχα εγχειρήματα που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη τις προηγούμενες δεκαετίες και είχαν κυρίως ιδεολογικά ή πολιτικά κίνητρα.
*
Η πρόσφατη ιστορία του Καράκας είναι αποκαλυπτική για τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε η σημερινή κατάσταση, όπου ο μισός πληθυσμός της πόλης, αν όχι περισσότερος, κατοικεί σε παραγκουπόλεις χτισμένες σε κατειλημμένο αστικό ή περιαστικό έδαφος. Η πόλη διήνυσε μια περίοδο έντονης οικονομικής ανάπτυξης στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, παρακινούμενη από την εκμετάλλευση των πλούσιων πετρελαϊκών κοιτασμάτων της χώρας. Ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’50 προσέλκυσε πλήθος μεταναστών από την ύπαιθρο αλλά και από άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής που αναζητούσαν καλύτερες προοπτικές για εργασία. Μέσα σε πενήντα χρόνια ο πληθυσμός τετραπλασιάστηκε και η πόλη βίωσε μια περίοδο έντονης αστικής ανάπτυξης. Όμως το Καράκας βρίσκεται εγκλωβισμένο σε ένα λεκανοπέδιο που σχηματίζουν οι γειτονικοί λόφοι, και έχει συνεπώς καθορισμένα όρια που δεν επέτρεψαν τη διάχυση της πόλης, αλλά αντίθετα οδήγησαν σε αύξηση της αστικής πυκνότητας, δηλαδή καθ’ ύψος ανάπτυξη και κάλυψη κάθε ελεύθερου αδόμητου χώρου. Κάπου εκεί, γύρω στη δεκαετία του ’60, εντοπίζονται και οι απαρχές του στεγαστικού προβλήματος, καθώς όσοι αδυνατούσαν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της αγοράς ακινήτων κατέφευγαν σε πρακτικές αυτοστέγασης — έχτιζαν οι ίδιοι τα σπίτια τους όπου είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν. Για όσους η ενοικίαση ή η αγορά ενός διαμερίσματος στο κέντρο της πόλης ήταν απαγορευτική, μοναδική λύση ήταν να εγκατασταθούν, με όποιο τρόπο μπορούσαν, στους πρόποδες των γύρω λόφων, οι οποίοι καλύφθηκαν σταδιακά από παραγκουπόλεις.
Το στεγαστικό πρόβλημα που ήδη αντιμετώπιζε το Καράκας διογκώθηκε σημαντικά μετά την κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η κρίση φυσικά προκάλεσε αύξηση της ανεργίας, ενώ η εσωτερική μετανάστευση συνεχιζόταν με σταθερό ρυθμό καθώς η επιβίωση στην ύπαιθρο έγινε ακόμη δυσκολότερη. Το άμεσο αποτέλεσμα για την πόλη ήταν η κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των αστέγων και των κατοίκων των παραγκουπόλεων. Σήμερα εκτιμάται ότι στο Καράκας το στεγαστικό έλλειμμα αγγίζει τις 400.000 κατοικίες σε έναν πληθυσμό περίπου τριών εκατομμυρίων. Η οικονομική κρίση προκάλεσε κοινωνικές αναταραχές και μεταβολές στο πολιτικό σύστημα, οι οποίες έφεραν στην εξουσία τον Τσάβες το ’99. Το νέο καθεστώς επιχείρησε μέσω της επίσημης στεγαστικής πολιτικής του να απαλλαγεί από τις παραγκουπόλεις εφαρμόζοντας προγράμματα κοινωνικής στέγασης και επανακατοίκησης της υπαίθρου. Ωστόσο η ανεπάρκεια, ή και η αποτυχία (μάλλον δομική στη σημερινή συνθήκη), τέτοιων προγραμμάτων δεν κατάφερε να περιορίσει τον αριθμό των αστέγων, ο οποίος συνέχισε να αυξάνει. Αντιμέτωπη με το πολιτικό αδιέξοδο, η κυβέρνηση παρότρυνε τους άστεγους να καταλάβουν κενά κτίρια και οικόπεδα, κυρίως πρώην βιομηχανίες και αγροτικές εκτάσεις που είχαν εγκαταλειφθεί μετά την οικονομική κατάρρευση της προηγούμενης δεκαετίας. Όπως ήταν αναμενόμενο, μια τέτοια πολιτική επιλογή ενίσχυσε τη δημοτικότητα του Τσάβες στα προλεταριακά στρώματα και τον έφερε, για άλλη μια φορά, σε ρήξη με τη μεσαία τάξη. Όμως επίσης αναμενόμενο ήταν ότι όταν άλλαζαν οι πολιτικές απαιτήσεις, θα εγκαταλείπονταν η στρατηγική υπέρ των καταλήψεων για να ανοίξει ο δρόμος για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Έτσι, τα τελευταία δύο με τρία χρόνια η κυβέρνηση συχνά διαβεβαιώνει ότι τέτοιες κινήσεις που αντιβαίνουν στη “νομιμότητα” δεν θα γίνονται πλέον ανεκτές. Ωστόσο, η ανοχή του κράτους απέναντι στις καταλήψεις στέγης κράτησε για περισσότερο από μια δεκαετία και σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ανεργία και τη μειωμένη αγοραστική δύναμη του πληθυσμού, κατέστησε την κατάληψη κοινή πρακτική για τη στέγαση των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων. Και καθώς οι αδόμητες εκτάσεις στην περιφέρεια του Καράκας λιγόστευαν, οι άστεγοι στράφηκαν στο κέντρο της πόλης καταλαμβάνοντας κενά εγκαταλελειμμένα κτίρια. Εκτιμάται ότι μόνο στο κέντρο του Καράκας μέχρι σήμερα έχουν καταληφθεί τουλάχιστον 150 κτίρια γραφείων, διαμερισμάτων, εμπορικών κέντρων και δημόσιων υπηρεσιών.
Ανάμεσα σ’ αυτά συγκαταλέγεται και ένα ημιτελές σύμπλεγμα κτιρίων γραφείων 221.000 τετραγωνικών μέτρων που βρίσκεται στο οικονομικό κέντρο της πόλης και ενώ προοριζόταν να γίνει το “Centro Financiero Confinanzas”, σήμερα είναι γνωστό ως “Torre David”. Το συγκρότημα κατασκευάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 από τον επενδυτή David Brillembourg με τη φιλοδοξία να πρωταγωνιστήσει στην αναπτυσσόμενη, τότε, οικονομική ζωή της πόλης και αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα της αρχιτεκτονικής που παρήγαγε ο ηγεμονικός χρηματοπιστωτικός τομέας της εποχής. Περιλαμβάνει έναν πύργο 45 ορόφων, που θα στέγαζε ένα ξενοδοχείο και τα γραφεία μιας χρηματοπιστωτικής εταιρείας, ένα κτίριο πολυτελών διαμερισμάτων 19 ορόφων, ένα κτίριο-πάρκινγκ 10 ορόφων, και ένα τέταρτο κτίριο με εσωτερικό αίθριο ύψους 30 μέτρων που θα αποτελούσε τον κεντρικό ημιδημόσιο χώρο του συγκροτήματος. Ο πρόωρος θάνατος του Brillembourg το ’93 και η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος τον επόμενο χρόνο οδήγησε την εταιρεία που είχε αναλάβει την ανέγερση του κτιρίου σε πτώχευση και το έργο διακόπηκε επ’ αόριστο. Το ’99 το κτίριο πέρασε στην ιδιοκτησία κάποιου κρατικού φορέα και παρέμεινε κενό για περισσότερο από μια δεκαετία, ώσπου, το φθινόπωρο του ’07, μια ομάδα περίπου 300 ανθρώπων το κατέλαβε αναζητώντας στέγη.
*
Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα ξεκινά το πείραμα της κατάληψης. Μια παράλληλη διαδικασία μετασχηματισμού του υλικού χώρου και συγκρότησης μιας πκοινότητας. Τους πρώτους μήνες οι νέοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στο ισόγειο του πύργου οριοθετώντας έναν μικρό χώρο στο εσωτερικό του. Έστησαν σκηνές και άλλες πρόχειρες αυτοσχέδιες κατασκευές, ενώ παράλληλα άρχισαν να οργανώνουν συλλογικές δομές για να καλύψουν βασικές καθημερινές ανάγκες (κουζίνα, καθαριότητα, περιφρούρηση κλπ). Πολύ σύντομα η κατάληψη προσέλκυσε μεγάλο αριθμό αστέγων και κατοίκων των παραγκουπόλεων που αναζητούσαν στέγη προστατευμένη από τις συχνές πλημμύρες και τις κατολισθήσεις που ταλαιπωρούσαν τις παραγκουπόλεις, αλλά και πιο κοντά στο κέντρο της πόλης, όπου οι ευκαιρίες για εργασία είναι περισσότερες. Μετά το πρώτο κρίσιμο διάστημα και καθώς η άμεση απειλή της έξωσης υποχωρούσε, οι νέοι κάτοικοι άρχισαν να αναζητούν τρόπους να οργανώσουν τη μελλοντική κατοίκηση του κτιρίου κατανέμοντας τον χώρο στο εσωτερικό του. Έτσι, άρχισαν να διαμορφώνονται σταδιακά διαμερίσματα, κοινόχρηστοι χώροι και στοιχειώδεις κτιριακές υποδομές. Μέχρι το 2009 περίπου 200 οικογένειες είχαν εγκατασταθεί στον κεντρικό πύργο, ενώ μέχρι το 2014, ο αριθμός τους είχε φτάσει περίπου τις 1200 οικογένειες και τους 3000 ανθρώπους. Οι περισσότεροι από αυτούς αντιμετώπιζαν την κατάληψη ως μόνιμη κατοικία, πράγμα που αποτυπώθηκε και στη διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου, την οποία θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω. Όμως πριν λίγους μήνες το κράτος αποφάσισε στο πλαίσιο της νέας στεγαστικής πολιτικής να εκκενώσει την κατάληψη και να μεταφέρει τους κατοίκους της σε νεόδμητα συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας σχεδόν 50 χιλιόμετρα έξω από την πόλη.
Στα επτά χρόνια, η κατάληψη κατάφερε να δημιουργήσει μια πολυδιάστατη κοινότητα, μετατρέποντας το κτίριο σε μια ζωντανή μικρο-πόλη. Η κατάληψη αναπαράγονταν καθημερινά ως άμεσο αποτέλεσμα της συλλογικής αλληλεπίδρασης της κοινότητας με το χώρο, δηλαδή της αμοιβαίας σχέσης μεταξύ του μετασχηματισμού του χώρου και της δημιουργίας ενός νέου δικτύου κοινωνικών σχέσεων. Βέβαια η διαδικασία αυτή δεν εξελίχθηκε χωρίς αντιφάσεις και στην βάση μιας ομοφωνίας όσον αφορά την λήψη των αποφάσεων, αλλά αντίθετα, σύντομα διαμορφώθηκαν ιεραρχίες και, λιγότερο ή περισσότερο, σταθερές εξουσιαστικές δομές. Ήδη από τη στιγμή που πάρθηκε η απόφαση να καταληφθεί το συγκρότημα άρχισε να συγκροτείται μια συλλογικότητα προκειμένου να προωθήσει το ζήτημα της νομιμοποίησης της κατάληψης, να διαχειρίζεται τον χώρο και να ρυθμίζει την καθημερινή ζωή των κατοίκων. Η συλλογικότητα έφερε την ονομασία Συνεργατικός Σύνδεσμος Κατοίκων (Asociacion Cooperativa de Vivienda) “Casiques de Venezuela” και είχε καταφέρει να αποκτήσει -μέσω δεσμών με το κόμμα του Τσάβες- επίσημη νομική αναγνώριση. Σκοπός του συνδέσμου, όπως αναφέρει το καταστατικό του, είναι “να προωθήσει την κατασκευή ενός αστικού περιβάλλοντος το οποίο να παρέχει αξιοπρεπή κατοικία”. Πιθανότατα ό,τι συνέβη στον Torre David εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο δράσης αυτής της συλλογικότητας, ενώ η ίδια ήταν που τελικά διαπραγματεύτηκε με το κράτος για την εκκένωση της κατάληψης και τη μετεγκατάσταση των κατοίκων.
Η οργάνωση της συλλογικότητας είχε μάλλον πατερναλιστικό χαρακτήρα και γραφειοκρατική δομή, αφού μέχρι το τέλος αποτελούνταν κυρίως από την ίδια ομάδα των πρώτων κατοίκων και είχε τον ίδιο πρόεδρο, ενώ λειτουργούσε με αυστηρό καταστατικό και τακτικές διαδικασίες. Ο πυρήνας αποτελούνταν από τον πρόεδρο και την υπόλοιπη ηγετική ομάδα, ενώ γύρω της συγκροτούνταν μια ιεραρχική αλληλουχία επιμέρους κύκλων εξουσιών. Πρόεδρος και παράλληλα πάστορας της ευαγγελικής εκκλησίας που λειτουργεί στο συγκρότημα ήταν ένας πρώην παράνομος που είχε γίνει πλέον ιερέας και θερμός υποστηρικτής του κόμματος του Τσάβες, με το οποίο διατηρούσε πολιτικές επαφές. Γύρω του είχε διαμορφωθεί ένας πυρήνας ανθρώπων, γνωστός ως “η Διοίκηση” (“la Directiva”), που συνεδρίαζε δύο φορές τη βδομάδα και έπαιρνε τις τελικές αποφάσεις σχετικά με τα καθημερινά ζητήματα της κατάληψης. Η διαχείριση της κατάληψης ήταν χωρισμένη σε τρεις τομείς: υγεία, ψυχαγωγία και ασφάλεια. Οι υπεύθυνοι κάθε τομέα, αλλά και όσοι διαχειρίζονταν άλλα οργανωτικά ζητήματα, αποτελούσαν το δεύτερο σκαλί της ιεραρχίας και είχαν ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ της διοίκησης και των υπόλοιπων κατοίκων. Σε αυτούς λογοδοτούσε ένας τρίτος κύκλος εξουσίας, οι συντονιστές των ορόφων. Αυτοί ήταν υπεύθυνοι για την κατανομή του χώρου σε κάθε όροφο, τον έλεγχο λειτουργίας των υποδομών και την προώθηση στη διοίκηση ζητημάτων που απασχολούν τους κατοίκους κάθε ορόφου. Aυτά συζητούνταν στις εβδομαδιαίες συνελεύσεις των ορόφων, όπου κάθε διαμέρισμα ήταν υποχρεωμένο να συμμετέχει, αλλιώς ο συντονιστής του ορόφου διέκοπτε την ηλεκτροδότησή του για μια βδομάδα, μέχρι την επόμενη συνέλευση.
Η κατάληψη δεν ήταν ανοικτή σε όλους. Ιδιαίτερα μετά από τα πρώτα χρόνια, που το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου χώρου είχε καλυφθεί, ήταν αρκετά δύσκολο για μια οικογένεια να αποκτήσει διαμέρισμα. Έπρεπε πρώτα να κάνει αίτηση στο σύνδεσμο των κατοίκων και ύστερα να περιμένει μέχρι να βρεθεί διαθέσιμος χώρος. Σε περίπτωση που μια οικογένεια έφευγε από το διαμέρισμά της, αυτό επέστρεφε στην κοινότητα για να δοθεί σε νέους κατοίκους. Υπήρχε μάλιστα και πρόβλεψη να διώχνεται κάποιος σε περίπτωση που παρέβαινε τον γενικό κώδικα συμπεριφοράς πάνω από τρεις φορές. Όλοι οι κάτοικοι πλήρωναν κάθε μήνα μια μικρή χρηματική εισφορά την οποία διαχειριζόταν ο σύνδεσμος κατοίκων και προοριζόταν για να καλύψει τα έξοδα συντήρησης και βελτίωσης του κτιρίου, καθώς και έξοδα της κοινότητας που αφορούσαν κοινωνικές εκδηλώσεις, μισθό για μόνιμους φύλακες ή οικονομική βοήθεια σε νέους κατοίκους για να χτίσουν τα διαμερίσματά τους.
Η πλειονότητα των κατοίκων έμενε στο κεντρικό κτίριο, στον πύργο, όπου είχαν καταληφθεί οι 28 από τους 45 ορόφους. Στους υπόλοιπους η πρόσβαση είχε απαγορευθεί ύστερα από απόφαση της διοίκησης για λόγους ασφάλειας και λειτουργικότητας, καθώς δεν υπήρχαν προστατευτικά κάγκελα ούτε ανελκυστήρες. Στο ίδιο κτίριο συγκεντρώνονταν και οι περισσότερες εμπορικές υπηρεσίες του συγκροτήματος, τις οποίες θα δούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια. Στο δεύτερο κτίριο, αυτό των 19 ορόφων, το ισόγειο είχε μετατραπεί σε μια εκκλησία που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ο πρώτος όροφος χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά από τη διοίκηση και οι υπόλοιποι είχαν κυρίως διαμερίσματα. Το δεκαόροφο γκαράζ συνέχιζε να λειτουργεί ως γκαράζ, αλλά χρησίμευε επίσης ως ράμπα μηχανοκίνητης πρόσβασης στους δέκα πρώτους ορόφους του συγκροτήματος καθώς συνδέθηκε με αυτοσχέδιες γέφυρες με τα δύο μεγαλύτερα κτίρια. Το τέταρτο κτίριο του συγκροτήματος, αυτό με το μεγάλο αίθριο, στέγαζε τις κοινωνικές δραστηριότητες της κοινότητας, καθώς και έναν μικρό αριθμό διαμερισμάτων.
*
Το ερώτημα όμως που παραμένει είναι πώς η κοινότητα που περιγράψαμε παραπάνω παρήγαγε κατοικημένο χώρο στο εσωτερικό του συγκροτήματος. Οι κάτοικοι παρέλαβαν ένα κενό κέλυφος στο κέντρο της πόλης και μέσα σ’ αυτό επιχείρησαν να χτίσουν μια κατακόρυφη “συνοικία”. Κατασκεύασαν διαμερίσματα για κάθε οικογένεια, εμπορικά καταστήματα και κοινόχρηστους χώρους. Επίσης εξόπλισαν την κατασκευή με τις απαραίτητες υποδομές, κατένειμαν τις χρήσεις στα κτίρια και όρισαν κανόνες. Θα μπορούσαμε ίσως να δούμε μια διάκριση ανάμεσα στις συλλογικές και τις ατομικές πρωτοβουλίες, αυτές δηλαδή που ανέλαβε η διοίκηση και αυτές που ανέλαβαν οι κάτοικοι στο πλαίσιο που έθετε η συλλογικότητα.
Στο κτίριο δεν υπήρχαν εγκατεστημένα δίκτυα, οπότε οι κάτοικοι έπρεπε να κατασκευάσουν δίκτυο ύδρευσης, αποχέτευσης και ηλεκτρικού. Η κάλυψη των σχετικών αναγκών ήταν ένα μόνιμο ζήτημα που αντιμετώπιζε η συλλογικότητα, παρότι σύντομα οι συνθήκες έγιναν αισθητά καλύτερες σε σχέση με αυτές που επικρατούσαν στις γειτονικές παραγκουπόλεις. Αρκετοί όροφοι είχαν ήδη εγκατεστημένο αποχετευτικό δίκτυο συνδεδεμένο με το κεντρικό σύστημα της πόλης, το οποίο οι κάτοικοι επέκτειναν με αυτοσχέδια μέσα για να εξυπηρετούνται και οι υπόλοιποι όροφοι. Για τις ανάγκες ύδρευσης είχε κατασκευαστεί εξαρχής αυτοσχέδιο δίκτυο, το οποίο συνδέονταν με το κεντρικό σύστημα της πόλης και χρησιμοποιώντας αντλίες νερού και μια κεντρική δεξαμενή εγκατεστημένη στον δέκατο έκτο όροφο μετέφερε νερό σε μικρές δεξαμενές εγκατεστημένες σε κάθε διαμέρισμα. Η ηλεκτροδότηση γινόταν επίσης μέσω αυτοσχέδιου δικτύου που συνέδεε κάθε όροφο και έπειτα κάθε διαμέρισμα με το κεντρικό δίκτυο της πόλης. Τα προβλήματα βέβαια ήταν αρκετά συχνά, οπότε έχει φτιαχτεί μια ομάδα ηλεκτρολόγων που ασχολούνταν σε μόνιμη βάση με την επιδιόρθωση βλαβών. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια η συλλογικότητα βρισκόταν σε επικοινωνία με τον δημόσιο φορέα παροχής ηλεκτρισμού προκειμένου να βελτιωθεί η σταθερότητα της ηλεκτρικής παροχής.
Από τα πρώτα πράγματα που έκανε η διοίκηση ήταν να ελέγξει την πρόσβαση και την κυκλοφορία στο συγκρότημα. Στόχος, όπως ισχυρίστηκαν, ήταν να περιοριστούν φαινόμενα εγκληματικότητας ανάλογα με αυτά που παρουσιάζονται στις γειτονικές παραγκουπόλεις. Βέβαια, ταυτόχρονα, ο έλεγχος της κυκλοφορίας απέκλεισε μια και καλή τη δυνατότητα να εγκατασταθούν καινούργιοι κάτοικοι χωρίς να πάρουν πρώτα την έγκριση της διοίκησης. Έτσι δημιουργήθηκε μια μόνιμη ομάδα περιφρούρησης που λειτουργούσε σε βάρδιες ελέγχοντας τις εισόδους και τους ορόφους των κτιρίων. Οι είσοδοι στο συγκρότημα είναι συνολικά τέσσερις. Οι τρεις από αυτές χρησιμοποιούνταν σε καθημερινή βάση, μια αποκλειστικά για πεζούς και δύο για οχήματα. Σε κάθε είσοδο είχε τοποθετηθεί φυλάκιο για τον φρουρό, μάλιστα στην κεντρική είσοδο είχε εγκατασταθεί και πόρτα ασφαλείας με ηλεκτρονικό σύστημα. Οι φρουροί έπαιρναν σταθερό μισθό από την κοινότητα και είχαν τη δικαιοδοσία να ελέγχουν τα στοιχεία οποιουδήποτε θεωρούσαν ύποπτο ή άγνωστο, ζητώντας του το λόγο για τον οποίο βρίσκεται στο συγκρότημα.
Ανάμεσα στις πρωτοβουλίες της διοίκησης ήταν και η διαμόρφωση δύο μεγάλων κοινόχρηστων χώρων στο ισόγειο του συγκροτήματος. Της εκκλησίας που αναφέραμε παραπάνω, η οποία λειτουργούσε τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα και ενός γηπέδου μπάσκετ, μεταξύ του πάρκινγκ και του κεντρικού κτιρίου, που αποτελούσε κεντρικό χώρο συνάντησης, καθώς φιλοξενούσε όλες τις συλλογικές δραστηριότητες της κοινότητας. Στο χώρο του γηπέδου ίσχυαν συγκεκριμένοι κανόνες που αφορούσαν τη συμπεριφορά των παιχτών και το δικαίωμα χρήσης του χώρου. Εκεί προπονούνταν και η ερασιτεχνική ομάδα μπάσκετ των κατοίκων που συμμετείχε σε συνοικιακούς αγώνες με ομάδες από άλλες γειτονιές της πόλης. Μάλιστα η συλλογικότητα κάλυπτε τα βασικά έξοδα της ομάδας σε ρούχα και μετακινήσεις και είχε προσλάβει και έναν σταθερό προπονητή.
Όπως αναφέραμε παραπάνω, η διοίκηση χώρισε κάθε όροφο σε διαμερίσματα τα οποία μοίρασε σε κάθε οικογένεια. Από εκεί και έπειτα, κάθε οικογένεια ανέλαβε μόνη της να διαμορφώσει το εσωτερικό και την εξωτερική όψη κάθε διαμερίσματος. Οπότε μπορούμε να πούμε ότι οι ατομικές πρωτοβουλίες ήταν αυτές που τελικά προκάλεσαν τις ποιοτικές μεταβολές στο κέλυφος της κατασκευής. Η έλλειψη χρημάτων συχνά καθιστούσε τη διαδικασία της κατασκευής αργή και ατελή, μετατρέποντάς πολλά διαμερίσματα σε ένα μόνιμο εργοτάξιο που άλλαζε διαρκώς μορφή. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και η εξαιρετικά μεγάλη διαφοροποίηση της μορφής του εσωτερικού χώρου μεταξύ των διαμερισμάτων, η οποία αποτυπώνει στο χώρο την πολλαπλότητα της κοινότητας. Τα εσωτερικά των διαμερισμάτων κάλυπταν ένα τεράστιο εύρος που ξεκινούσε από κατασκευές που θυμίζουν αυτές που συναντά κανείς στις παραγκουπόλεις, με τοίχους από ασοβάτιστα τούβλα ή τσιμεντόλιθους, χωρίς ταβάνι, κουρτίνες που χρησιμεύουν ως διαχωριστικά χώρου και πρόχειρη επίπλωση έως τυπικά μικροαστικά διαμερίσματα με σοβατισμένους, βαμμένους τοίχους, οροφή, ξύλινες πόρτες, ακόμη και διακοσμητικά στοιχεία, καθώς και πλήρη οικιακό εξοπλισμό. Όμως εκτός από τα διαμερίσματα, είχαν διαμορφωθεί και κοινόχρηστοι χώροι με πιο ανεπίσημο χαρακτήρα σε σχέση με αυτούς που ελέγχονταν απευθείας από τη συλλογικότητα, όπως ένα αυτοσχέδιο γυμναστήριο ή μικρά κοινόχρηστα καθιστικά σε κάθε όροφο. Επίσης, δεν ήταν λίγοι αυτοί που έκαναν διάφορες άτυπες δουλειές εντός της κατάληψης, στήνοντας μικρά καταστήματα για να καλύπτουν τις βασικές ανάγκες των κατοίκων, οι οποίοι βρίσκονταν έως και 28 ορόφους σκάλες μακριά απ’ το έδαφος. Μπακάλικα, μανάβικα, κρεοπωλείο, κουρείο, ραφείο, κατάστημα με χαρτικά, ίντερνετ καφέ και σνακ μπαρ προσέφεραν υπηρεσίες σε τιμές που ρυθμίζονταν από τη διοίκηση, ανάλογα με την απόσταση των καταστημάτων από το έδαφος και το επιπλέον κόστος μεταφοράς των προϊόντων. Άλλοι πάλι εργάζονταν ως οδηγοί μοτο-ταξί, χρησιμοποιώντας τις ράμπες του κτιρίου-πάρκινγκ για να μεταφέρουν με αυτοκίνητα ή μηχανάκια προϊόντα, υλικά και επιβάτες μέχρι τον 10ο όροφο έναντι κάποιας αμοιβής.
*
Με το πέρασμα των χρόνων η κατάληψη κατάφερε μέσα από την καθημερινή δραστηριότητα των κατοίκων να μετατοπίσει τη συμβολική αξία του Torre David και να τη συνδέσει -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- με την κοινότητα που διαμορφώθηκε στο εσωτερικό του. Νομίζουμε ότι θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε συνοπτικά την πορεία που ακολούθησε η συμβολική αναπαράστασή του Torre David στο δημόσιο λόγο. Αυτό που εξαρχής προκαλεί το ενδιαφέρον είναι ότι έχει απασχολήσει αρκετές πολύ διαφορετικές πλευρές του και φαίνεται να αντανακλά με αρκετή σαφήνεια την πολιτική πάλη που διεξάγεται την τελευταία εικοσαετία περίπου στη χώρα. Όταν χτίστηκε συμβόλιζε για το κεφάλαιο τη δυναμική της οικονομίας της χώρας, η οποία βασίζονταν στην εξόρυξη πετρελαίου και ξεκίναγε τότε έναν νέο κύκλο ανάπτυξης με όχημα τη δράση του κτηματικού κεφαλαίου στο κέντρο του Καράκας, το οποίο αποκτούσε εμβέλεια μητροπολιτικού κέντρου της ευρύτερης περιοχής. Μετά την οικονομική κατάρρευση και την εγκατάλειψη του Torre David η πολιτική συνθήκη άλλαξε και εμφανίστηκαν δύο αντικρουόμενες αφηγήσεις: η πρώτη, που εξέφραζε το καθεστώς του Τσάβες, έβλεπε τον πύργο ως σύμβολο της αποτυχίας του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και της ελεύθερης οικονομίας· η δεύτερη, που συγκροτούνταν γύρω από την αντιπολίτευση, τον αντιμετώπιζε ως σύμβολο της αποτυχίας της κοινωνικής και της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης (με βασικό επιχείρημα την αδυναμία της καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες του πληθυσμού και να προσελκύσει νέες επενδύσεις).
Η αντίθεση των δύο παραπάνω αφηγήσεων διαρρηγνύεται από μια τρίτη, αυτή που παρήγαγε η κατάληψη και στην οποία ο πύργος έγινε σύμβολο της δύναμης της κοινότητας. Ο Torre David για τους ανθρώπους που τον ζούσαν καθημερινά συμβόλιζε τη δυνατότητα να παράγουν οι ίδιοι το χώρο που κατοικούν, ως υλικό και κοινωνικό χώρο ταυτόχρονα. Όμως η ιστορία δεν σταματάει εδώ, καθώς απέναντι στην αφήγηση της κατάληψης συγκροτήθηκε μια άλλη, αυτή της “κοινής γνώμης”, ή αλλιώς της μεσαίας τάξης, η οποία δίχως καμιά πρωτοτυπία οχυρώθηκε πίσω από το διπλό δόγμα νομιμότητας-ανομίας, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της αστικής τάξης του Καράκας. Η αστική τάξη είχε κάθε λόγο να ενοχλείται από την παρουσία μερικών χιλιάδων προλετάριων στην καρδιά του οικονομικού κέντρου της πόλης, ιδιαίτερα μάλιστα από τη στιγμή που είχαν καταλάβει ένα κτίριο τέτοιας εμβέλειας. Όπως επίσης είχε κάθε λόγο να εναντιώνεται στην ανεκτική πολιτική της κυβέρνησης του Τσάβες απέναντι στις καταλήψεις, η οποία, όπως αναφέραμε και παραπάνω, απειλούσε ευθέως την ιδιοκτησία της γης που δεν είχε χρήση. Ουσιαστικά έβαζε στο στόχαστρο την ιδιοκτησία ως μορφή αποταμίευσης, και μαζί της έναν από τους βασικότερους κοινωνικούς πυλώνες της μεσαίας τάξης. Έτσι ο Torre David μετατράπηκε σε μια γιγαντιαία εστία ανομίας· γιάφκα του οργανωμένου εγκλήματος, της διακίνησης ναρκωτικών και της πορνείας. Γύρω του άρχισε να αναπτύσσεται μια μυθολογία παραβατικότητας[1] που σκοπίμως απέκρυπτε οτιδήποτε σήμαινε η κατάληψη για τους ανθρώπους που έμεναν σ’ αυτή. Η αναπαράσταση του Torre David ως εστία ανομίας τροφοδότησε το 2012 μια γενικευμένη επιχείρηση στρατιωτικού τύπου, κατά την οποία η αστυνομία εισέβαλε στην κατάληψη για να αναζητήσει έναν διπλωμάτη που είχε πέσει θύμα απαγωγής· τελικά δεν βρήκαν τίποτα, αλλά έκαναν ελέγχους σε κάθε σπίτι και σε κάθε δωμάτιο. Η ίδια εικόνα αναπαράχθηκε και στην αμερικάνικη τηλεοπτική σειρά “Homeland”, όπου ο πρωταγωνιστής βρίσκεται βαριά τραυματισμένος και όμηρος της συμμορίας που διοικεί τον Torre David, η οποία τελικά τον ρίχνει στην πρέζα (φυσικά εν αγνοία του) για να τον έχει υπό έλεγχο — κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Ίσως αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι τα πλάνα δεν γυρίστηκαν στον Torre David, αλλά κάπου στο Πουέρτο Ρίκο, πιθανότατα λόγω της αρνητικής στάσης που θα κρατούσε η συλλογικότητα απέναντι στον τρόπο με τον οποίο παρουσιαζόταν η κατάληψη. Αλλά και ότι ο αρχηγός της συμμορίας στη σειρά
είχε το ίδιο παρατσούκλι με τον πραγματικό πρόεδρο της συλλογικότητας.
Τελευταία, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται όχι οριστική, έρχεται η επίσημη αφήγηση της (σοσιαλιστικής) κυβέρνησης που, όπως ισχυρίζονται οι εκπρόσωποί της, παρακινείται από “ανθρωπιστικές ανησυχίες” και όχι από οικονομικά συμφέροντα. Ως παράδειγμα αναφέρουν ατυχήματα που προκλήθηκαν λόγω της έλλειψης προστατευτικών στηθαίων σε πολλά σημεία της κατασκευής και είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο μικρών παιδιών. Βέβαια, η απάντηση σ’ αυτήν και σε άλλες ελλείψεις των κατοίκων δεν αναζητήθηκε στις δυνατότητες της ίδιας της κοινότητας και της κατασκευής που την στέγαζε, δηλαδή στη διπλή δυναμική που δημιούργησε την κατάληψη μέχρι σήμερα. Αλλά βρέθηκε με τη μεταφορά τους σε “αξιοπρεπείς”(!) κατοικίες που, όπως υποσχέθηκαν οι αρμόδιοι φορείς, θα αποκτήσουν σύντομα και δικό τους σχολείο (sic). Σαν να λέμε, λείπουν κάγκελα, ασανσέρ και εξαερισμός, ας χτίσουμε από την αρχή σπίτια για 3000 και πλέον ανθρώπους μια-δυο ώρες μακριά από εκεί που ζουν μέχρι σήμερα, εκεί που εργάζονται και εκεί που τα παιδιά τους πηγαίνουν σχολείο. Ο παραλογισμός αυτός διαλύει και την τελευταία αμφιβολία (αν υπήρξε ποτέ) για την πολιτική στόχευση που κρύβεται πίσω από την “ανθρωπιστική” εκκένωση της κατάληψης, ενώ ήδη κυκλοφορούν φήμες για αξιοποίηση του κτιρίου από κάποια κινέζικη εταιρεία. Το κράτος, χρησιμοποιώντας ως ιδεολογικό όχημα την αξία της ζωής των παιδιών, βαφτίζει τον Torre David ως ακατάλληλη κατοικία και προβάλλει το επιχείρημα ότι σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε για να στεγάσει διαφορετικές λειτουργίες. Αλλά ακόμη και ένα τέτοιο -καθ’ όλα προβληματικό- επιχείρημα στέκεται με δυσκολία, αφού σημαντικό τμήμα του κτιρίου προοριζόταν εξαρχής για διαμερίσματα και ξενοδοχεία. Δεν προοριζόταν όμως για κατοικία προλετάριων· αυτό ακριβώς κρύβεται πίσω από τις “ανθρωπιστικές ανησυχίες” που δεν επιχειρούν τίποτα παραπάνω απ’ το να βάλουν τον καθένα στη θέση του.
Η κατάληψη δεν μπόρεσε -και ίσως δεν θέλησε- να διεκδικήσει την ύπαρξή της απέναντι στην στρατηγική του κράτους, που δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Η συνοχή της στηρίζονταν σε έναν άμεσο υλικό σκοπό, την κάλυψη της ανάγκης για στέγαση, και ως τέτοια, τουλάχιστον με την έκφραση που πήρε, αποδείχθηκε εύθραυστη. Παρότι κάποια στιγμή η κατάληψη φάνηκε να υπερβαίνει τα όρια της άμεσης υλικής διεκδίκησης και να αποκτά μια δική της δυναμική, δεν κατάφερε τελικά να δημιουργήσει μια σταθερή κίνηση, ούτε ένα συνεκτικό πλαίσιο δράσης. Πράγματι, η διεκδίκηση μιας στέγης οδήγησε στο στήσιμο μιας πολύπλευρης κοινότητας που έθιγε -απ’ ό,τι φαίνεται και για τους ίδιους τους κατοίκους- ορισμένα ζητήματα που ξεπερνούν κατά πολύ την ίδια τη στέγαση και αναδεικνύουν την κατοικία ως κρίσιμο πεδίο οργάνωσης της καθημερινής ζωής. Ωστόσο, η κοινότητα δεν απέκτησε ποτέ την πολιτική αυτοσυνείδηση που θα της επέτρεπε να ξεπεράσει την άμεση διεκδίκηση γύρω από την οποία συγκροτήθηκε και να αποτελέσει μια ανθεκτική πολιτική οντότητα. Αντίθετα, η ανάγκη στέγασης παρέμεινε, αν όχι μοναδικό, σίγουρα κυρίαρχο συνεκτικό στοιχείο της κοινότητας και έθεσε, στο τέλος, τα πολιτικά όρια του εγχειρήματος, αφού το κράτος τη διαπραγματεύτηκε προκειμένου να εκκενώσει την κατάληψη. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η κατάληψη κατάφερε, έστω και προσωρινά, να αναδείξει την κατοικία ως αξία χρήσης και να παραγάγει δικαιωματικά έναν κοινωνικό χώρο, ικανό να δημιουργεί νέες σχέσεις μεταξύ των κατοίκων του. Δεν επιχείρησε όμως ποτέ να διαπραγματευτεί τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις, πιθανά κάτω από το βάρος μιας συνεχιζόμενης αναμέτρησης με τα όρια που έθεταν οι άμεσες υλικές διεκδικήσεις στο ίδιο το εγχείρημα. Μιας αναμέτρησης που τελικά, όχι μόνο δεν κατάφερε να υπερβεί τον εαυτό της, αλλά αντίθετα, υπό την απειλή της διάλυσης, δημιούργησε μια σταθερή τάση προς την κανονικοποίηση.
1. Η οποία είχε μικρή σχέση με την πραγματικότητα. Δεν αμφιβάλουμε ότι μπορεί να υπήρχαν περιστατικά βίας και εγκληματικότητας, aκόμη και σχετικά με τον έλεγχο της κατάληψης. Αλλά συγκρινόμενα με τις γειτονικές παραγκουπόλεις φαίνεται ότι ήταν πολύ μικρότερης εμβέλειας και σημασίας για τη διμόρφωση της καθημερινότητας. Τουλάχιστον αυτή είναι η εικόνα που έχουμε από τη σχετική αρθρογραφία, η οποία περιλαμβάνει μεγάλο εύρος δημοσιευμάτων από ετερόκλητες πηγές, αλλά και από μια μεγάλης διάρκειας επιτόπια πανεπιστημιακή έρευνα, που έχει εκδοθεί στο βιβλίο, Torre David, Informal Vertical Communities, Urban-Think Tank, Lars Muller Publishers.