Στη στρατιωτική επιχείρηση που διεξήγαγαν οι μονάδες των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων (IDF) στη Ναμπλούς τον Απρίλη του 2002, εφαρμόστηκε για πρώτη φορά αυτό που ο διοικητής της, ο Γενικός Ταξίαρχος Aviv Kokhavi, ονόμασε ‘ανεστραμμένη γεωμετρία’ [inverted geometry], δηλαδή αναδιοργάνωση του συντακτικού του αστικού χώρου μέσω μιας σειράς μικρο-τακτικών δράσεων. Στη διάρκεια της μάχης, οι στρατιώτες του IDF κινούνταν στην πόλη μέσα από ‘υπέργειες σήραγγες’ μήκους εκατό μέτρων, ανοιγμένες σε έναν πυκνοδομημένο και συμπαγή αστικό ιστό. Παρότι αρκετές χιλιάδες ισραηλινοί στρατιώτες και μερικές εκατοντάδες παλαιστίνιοι μαχητές ελίσσονταν ταυτόχρονα μέσα στην πόλη, ήταν τόσο αφομοιωμένοι στον αστικό ιστό, ώστε, οποιαδήποτε στιγμή, πολύ λίγοι θα ήταν ορατοί από τον αέρα. Οι στρατιώτες δεν χρησιμοποιούσαν τους υφιστάμενους δρόμους, τα στενά, τις αυλές ή και τις ταράτσες που συνθέτουν το συντακτικό της πόλης, ούτε τα κλιμακοστάσια και τα ανοίγματα που απαρτίζουν τη δομή των κτιρίων, αλλά κινούνταν οριζόντια μέσα από μεσοτοιχίες και κάθετα μέσα από τρύπες που άνοιγαν στις οροφές και τα πατώματα.1 Αυτός ο τρόπος κίνησης, στον οποίο ο στρατός αναφερόταν με τον όρο ‘παρασιτισμός’, επεδίωκε να επαναπροσδιορίσει το μέσα ως έξω, ορίζοντας το εσωτερικό των σπιτιών ως δημόσιο πέρασμα. Η κίνηση των στρατιωτών, αντί να υποταχθεί στη συμβατική λογική οριοθέτησης του χώρου, μετατράπηκε η ίδια σε συγκροτητικό στοιχείο του χώρου. Το πέρασμα μέσα από τους τοίχους, τις οροφές και τα πατώματα στο εσωτερικό ενός οικοδομικού τετραγώνου επανερμηνεύει και ανασυνθέτει τόσο το αρχιτεκτονικό όσο και το πολεοδομικό συντακτικό του χώρου. H στρατηγική του IDF, η ‘προέλαση μέσα από τοίχους’, εμπεριείχε μια κατανόηση της πόλης όχι μόνο ως του τόπου διεξαγωγής, αλλά κυρίως ως του μέσου επιτέλεσης του πολέμου — ενός εύπλαστου, σχεδόν ρευστού μέσου, που παραμένει μονίμως ενδεχομενικό και μεταβαλλόμενο.
Το γεγονός ότι οι σύγχρονες στρατιωτικές επιχειρήσεις, στην πλειονότητά τους, λαμβάνουν χώρα σε πόλεις προτάσσει μια επείγουσα ανάγκη μελέτης της αναδυόμενης σχέσης μεταξύ των ένοπλων συρράξεων και του κτισμένου περιβάλλοντος. Ο σύγχρονος αστικός πόλεμος εξελίσσεται στο εσωτερικό μιας δομημένης, πραγματικής ή φανταστικής αρχιτεκτονικής, μέσω της καταστροφής, της κατασκευής, της αναδιοργάνωσης και της υπονόμευσης του χώρου. Ως τέτοιο, το αστικό περιβάλλον προσεγγίζεται ολοένα και περισσότερο από τους θεωρητικούς του στρατού όχι μόνο ως υπόβαθρο ή συνέπεια της πολεμικής σύρραξης, αλλά ως ένα δυναμικό πεδίο που μεσολαβεί και αλληλεπιδρά με τις ποικίλες δυνάμεις που δρουν εντός του — ντόπιοι πληθυσμοί, στρατιώτες, αντάρτες, δημοσιογράφοι, φωτογράφοι, ανθρωπιστικές οργανώσεις κτλ.
Αυτό το άρθρο ανήκει σε μια ευρύτερη έρευνα των τρόπων με τους οποίους οι σύγχρονοι θεωρητικοί του στρατού προσεγγίζουν το αστικό περιβάλλον. Ποια ορολογία χρησιμοποιούν για τη μελέτη των πόλεων; Τι μπορεί να μας πει η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο στρατός για να μιλήσει για την πόλη, τόσο στο εσωτερικό του (για παράδειγμα, σε διεθνή συνέδρια που ασχολούνται με τις πολεμικές συγκρούσεις σε αστικό έδαφος) όσο και στο ευρύ κοινό (κυρίως μέσω των ΜΜΕ) για τη σχέση μεταξύ της οργανωμένης βίας και της παραγωγής του χώρου; Τι μπορεί να μάς πει αυτή η γλώσσα για τον στρατό ως θεσμό; Εξίσου σημαντικά, όμως, είναι και τα ερωτήματα σχετικά με τον ρόλο της θεωρίας σε όλες αυτές τις επιχειρήσεις.
Στη συνέχεια, θα αναζητήσουμε τις κεντρικές έννοιες, τις βασικές υποθέσεις και αρχές που κατευθύνουν τις στρατηγικές και τις τακτικές του στρατού. Το ευρύ ‘πεδίο διανόησης’, το οποίο ο γεωγράφος Steven Graham έχει περιγράψει ως έναν διεθνή ‘σκιώδη κόσμο’ στρατιωτικών κέντρων έρευνας και εκπαίδευσης που έχουν ιδρυθεί για να επανεξετάσουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις σε αστικό έδαφος, θα μπορούσε κατά κάποιον τρόπο να παρομοιαστεί με το διεθνές δίκτυο των επιφανών αρχιτεκτονικών σχολών. Ωστόσο, σύμφωνα με τον θεωρητικό της πόλης Simon Marvin, ο στρατιωτικο-αρχιτεκτονικός ‘σκιώδης κόσμος’ αυτή τη στιγμή φαίνεται να παράγει πιο συστηματικά και καλύτερα χρηματοδοτούμενα ερευνητικά προγράμματα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα των πανεπιστημίων, παρακολουθώντας στενά την πρωτοπόρα έρευνα που διενεργείται στις αρχιτεκτονικές σχολές, κυρίως σε ό,τι αφορά τον τρίτο κόσμο και τις αφρικανικές πόλεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι υπάρχει μια αξιοσημείωτη σύμπτωση μεταξύ των κειμένων που θεωρούνται θεμελιώδη στις στρατιωτικές και τις αρχιτεκτονικές σχολές. Όντως, οι βιβλιογραφικές λίστες των σύγχρονων στρατιωτικών σχολών περιλαμβάνουν έργα της περιόδου γύρω από το 1968 (με ιδιαίτερη έμφαση στα γραπτά των Deleuze, Guattari και Debord), καθώς και πιο σύγχρονα γραπτά σχετικά με την πολεοδομία, την ψυχολογία, την κυβερνητική, τις μετα-αποικιακές σπουδές και τη μεταδομιστική θεωρία. Αν έχουν δίκιο οι συγγραφείς που ισχυρίζονται ότι, στην καπιταλιστική κουλτούρα του τέλους του εικοστού αιώνα, η κριτική σκέψη έχει ως ένα βαθμό ατονήσει, έχει σίγουρα βρει χώρο να αναπτυχθεί στο πλαίσιο του στρατού.
Η επίμονη μελέτη αυτού του φαινομένου έχει δείξει μια σύγκλιση μεταξύ των διαφορετικών κατευθύνσεων που ακολουθεί η πρακτική εφαρμογή των ριζοσπαστικών θεωριών. Οι θεωρητικές διαμάχες που χαρακτήρισαν διάφορα ακαδημαϊκά πεδία προς το τέλος του εικοστού αιώνα έχουν χρησιμοποιηθεί με εργαλειακό και μηχανιστικό τρόπο (και συνεπώς χωρίς επιτυχία) τόσο για την παραγωγή νέων αρχιτεκτονικών μεθοδολογιών, όσο και για την αναζωογόνηση της πρακτικής του πολέμου. Παρότι δεν θα συγκρίνω εδώ τη χρήση της ριζοσπαστικής θεωρίας στην αρχιτεκτονική με την αντίστοιχη εφαρμογή της από τον ισραηλινό στρατό, εκτιμώ πως μια λεπτομερής μελέτη της δεύτερης αντανακλά ικανοποιητικά την πρώτη, στο βαθμό που σκιαγραφεί ένα πιο γενικό πρόβλημα, το οποίο αφορά τη σχέση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, θα ήθελα να επικεντρωθώ στους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιείται ο θεωρητικός λόγος από το IDF, εστιάζοντας στις εννοιολογικές κατασκευές, οι οποίες, όπως ισχυρίζονται οι στρατηγοί του, είχαν εργαλειακό ρόλο στην ανάπτυξη των σύγχρονων τακτικών πόλεμου σε αστικό έδαφος.