Eίναι που ο πόλεμος ερχότανε για πολύ καιρό στην πόρτα μας και κάναμε ότι δεν το ξέρουμε, ή καλύτερα, όπως με κάθε δυσάρεστη κατάσταση, κλείναμε μάτια, αυτιά και μύτες στην αναδυόμενη οσμή του μπαρουτιού. Και όταν τελικά αυτός ξεχύθηκε από τις χαραμάδες, μείναμε έκπληκτοι λες και ο θάνατος σπέρνεται σε άλλον πλανήτη, από μη ανθρώπους, σε μη πραγματικό χρόνο.
Είναι που οι αναπαραγόμενες εικόνες και ο λόγος δεν αρκούν πια για να περιγράψουν μια κατάσταση και οι αριθμοί έχουν χάσει την απόλυτη σημασία τους. Ο βομβαρδισμός πληροφοριών για τα εκατομμύρια των συναλλαγών σε χρήμα έχει αφαιρέσει ακόμα και την αντίληψη του μεγέθους του θανάτου. Δεν είναι παράλογο να μιλάμε με νούμερα, είναι ακόμα ένας τρόπος με τον οποίο ο καπιταλισμός έχει εισβάλλει στα πρωτογενή ανθρώπινα συναισθήματα και έχει νεκρώσει την ικανότητα αντίληψης τους.
Έτσι και στη Λέσβο, από το καλοκαίρι του 2015 οι αριθμοί τρέχουν και αυξάνονται ιλιγγιωδώς σε μια κούρσα αναμέτρησης του κεφαλαίου με τη ζωή. Και φυσικά, τίποτα το παράδοξο δε συμβαίνει εδώ: όσο αυξάνονται οι ροές του χρήματος τόσο αυξάνεται και ο θάνατος. Η απόβαση του ΝΑΤΟ στο Βορειοανατολικό Αιγαίο αυτές τις ώρες επιβεβαιώνει το μέγεθος του κεφαλαίου που διακινείται και την υπόθεση ότι τα θύματα θα αυξηθούν για τη διαφύλαξή των κερδών τους.
Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που προέκυψε στη Λέσβο ήταν αναμενόμενη όσο και ο δεκαπενταύγουστος και η αγνόηση της, ο μόνος τρόπος διαχείρισης της. Το κύκλωμα των διεθνών οργανώσεων, των απανταχού μκο, της ευρωπαϊκής ένωσης, των τουρκικών αρχών και των διακινητών ανθρώπινων ζωών εκατέρωθεν των συνόρων, γνώριζαν ήδη τα μεγέθη της προσφυγικής ροής, μιας μαζικής μετακίνησης πληθυσμού, που καθότι ανεπιθύμητος, δεν ήθελαν να τον προστατεύσουν. Στόχος είναι η συνέχιση της εξόντωσης του, καθώς όσο φτηνά και να είναι τα νέα εργατικά χέρια στην Ευρώπη, το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων είναι άχρηστο: παιδιά, γυναίκες, ηλικιωμένοι, ευάλωτες ομάδες. Ή. Όσο κέρδος και αν προκύψει από τη φτηνή εργασία, δε μπορεί με τίποτα να ξεπεράσει το κέρδος από την εκμετάλλευση της ανάγκης τους για επιβίωση που τους οδηγεί στο μεγάλο, επικίνδυνο και ακριβοπληρωμένο ταξίδι προς τα ασφαλή εδάφη της Ευρώπης.
Η βιομηχανία του πολέμου επεκτάθηκε σε ένα νέο πεδίο επένδυσης. Από τις πλαστικές βάρκες και τα ψεύτικα σωσίβια, στις σκηνές και τις τηλεφωνικές υπηρεσίες, στα ταξιδιωτικά γραφεία και τα ταξιδιωτικά χαλάκια προσευχής, από τις νέες επιδοτούμενες ακτοπλοϊκές γραμμές (με ακριβότερο εισιτήριο για τους πρόσφυγες) μέχρι κάθε είδους τρόφιμο από κάθε μέρος της γης, έχει φτάσει στη Λέσβο για κατανάλωση από τον πληθυσμό που ακροβατεί μεταξύ ζωής και θανάτου σε κάθε στάδιο του νομιμοποιημένου παράνομου ταξιδιού.
Και συνέβη ταυτόχρονα μια δεύτερη μετακίνηση πληθυσμού, εκείνου από το δυτικό πολιτισμό που κατέφτασε για να σώσει ότι σώζεται από την αξιοπρέπεια του, με το αζημίωτο φυσικά. Γιατί ανθρώπινες ζωές δε σώζονται με δωρεές σε energy bars και φορτιστές iphone, και ακόμα και οι γκρι κουβέρτες της ύπατης αρμοστείας του ΟΗΕ ανακουφίζουν πρόσκαιρα από τη νησιωτική υγρασία και σίγουρα δεν προστατεύουν από τα γκλομπ στο hot spot της Μόριας.
Το μπουλούκι των ανθρωπιστικών οργανώσεων που κατέπλευσε στη Λέσβο για την «αντιμετώπιση της κρίσης» πλαισιώνει το θέατρο του παραλόγου, με έναν κακοπαιγμένο ρόλο, σε μια ακριβοπληρωμένη παράσταση, όπου ο κομπάρσος έγινε πρωταγωνιστής και αντίστροφα. Οι μκο κατασκήνωσαν στις παραλίες ποζάροντας πριν ακόμα φτάσουν οι παραφορτωμένες βάρκες, γιατί η σωστή φωτογραφική λήψη αυξάνει τη χρηματοδότηση της εταιρίας. Ο θίασος της ύπατης αρμοστείας είναι ανίκανος να συντονίσει και να δράσει στα πλαίσια της γραφειοκρατίας και της νομικής αγκύλωσης. Οι τοπικές αρχές αντιλαμβανόμενες το κέρδος καλωσορίζουν πρόσφυγες και δυτικούς σωτήρες, χωρίς να μπορούν να προσφέρουν αξιοπρεπή διαμονή στους πρώτους και κολακεύοντας τους δεύτερους. Ο χιπστερ εθελοντικός τουρισμός κατέκλυσε τα καφενεία και τα μπαρς της Μυτιλήνης με μια πρωτοφανή ποικιλία δυτικών γλωσσών και πολιτισμικών καταβολών, που ωστόσο μεταφράζεται από τους ντόπιους αποκλειστικά σε χρήμα.
Το ταξικό κάδρο συμπληρώνεται με τους απ’έξω: τους αραβόφωνους, τους φαρσόφωνους, τους κούρδους, τους πέρσες, τους αφρικανούς, που σχεδόν δε γνωρίζουν πού ακριβώς βρίσκονται, πού θα περάσουν το βράδυ, πόσο ακόμα ταξίδι τους απομένει για τη γη της επαγγελίας, μήπως έχουν φτάσει στη γη της επαγγελίας; Θα τους δώσουν σπίτι ή διαμέρισμα εκεί που πάνε; Θα μπορέσουν να ικανοποιήσουν την παρηγορητική και ονειροπόλα υπόσχεση που έδωσαν στα παιδιά τους πριν ανέβουν στη βάρκα; Σώθηκαν από τους βομβαρδισμούς, αλλά γιατί νιώθουν ακόμα κυνηγημένοι; Και είναι και εκείνοι που είναι καταδικασμένοι να εγκλωβιστούν σε κάποιο στρατόπεδο στην Ελλάδα μέχρι να απελαθούν και πάλι πίσω, αυτοί που δε δικαιούνται άσυλο. Πρόσφυγες πολλών ταχυτήτων, ένα ωμό ξεσκαρτάρισμα για να βγουν τα νούμερα.
Και η ταξική αλληλεγγύη στήθηκε στα χαρακώματα αυτού του πολέμου, είτε στην εμπροσθοφυλακή, είτε στα μετόπισθεν. Σώζει παιδιά βγάζοντας τα από τις βάρκες ασφαλή, μοιράζει στεγνά ρούχα, οργανώνει αποθήκες και ταξινομεί είδη πρώτης ανάγκης, μαγειρεύει και πλέκει, προστατεύει τους νεοαφιχθέντες από την αισχροκέρδεια και την εκμετάλλευση από ντόπιους και ξένους εμπόρους, προσφέρει ιατρική βοήθεια και φροντίδα, λίγες στιγμές ανακούφισης και ψυχαγωγίας, προσπαθεί να θάψει με σεβασμό τα ξεβρασμένα πτώματα. Εμμένει στην αξιοπρέπεια, την ανιδιοτέλεια και την ανθρώπινη παρά ανθρωπιστική αντιμετώπιση των προσφύγων, μέσα από συλλογικές δομές, που χωρίς προηγούμενη εμπειρία δημιουργήθηκαν αυθόρμητα για να καλύψουν το τεράστιο κενό που αφήνουν το ανύπαρκτο κράτος και οι καλοπληρωμένες οργανώσεις. Ένα διαρκές πείραμα αντοχής, συλλογικών διαδικασιών, διαπολιτισμικής επικοινωνίας. Μια διαρκής μάχη με κάθε μορφής αντίπαλο. Τον αέρα, τη θάλασσα, τη βροχή, το χρόνο, το κράτος, τη φρόντεξ, τους διεθνείς οργανισμούς, τους τοπικούς άρχοντες και τις δυνάμεις καταστολής.
Γι’ αυτό και η αυτοοργανωμένη αλληλεγγύη διώκεται, με το πρόσχημα της νομιμότητας. Έχεις διαπίστευση; Είσαι νόμιμος ανθρωπιστής. Δεν έχεις; Είσαι παράνομος αλληλέγγυος. Γιατί καταφέρει μικρές οικονομικές απώλειες στους επαγγελματίες ανθρωπιστές και στους εργολάβους τους, είναι το τρίτο μάτι που ελέγχει τη δράση τους και καταγγέλλει, γιατί στόχος της δεν είναι η προσφορά θεάματος αλλά η ουσιαστική βοήθεια κατά το σύντομο πέρασμα των προσφύγων από το νησί. Γιατί η δράση της θέλει να υπερβεί την αντιμεταναστευτική πολιτική και το δόγμα των κλειστών συνόρων. Γιατί η παρουσία της δε μπορεί άμεσα να ματαιώσει τα σχέδια τους, αλλά σίγουρα αποτελεί απειλή δείχνοντας ότι υπάρχει και εναλλακτικός τρόπος οργάνωσης και κοινωνικής δομής, με πρόταγμα την ισότητα και υπέρτατο αγαθό την ανθρώπινη ζωή.
Έτσι κάπως, η καθημερινότητα ενός ολόκληρου νησιού άλλαξε ριζικά, από την αδιαφορία μέχρι τα ψυχικά τραύματα, ένας πληθυσμός παραπαίει μεταξύ ρατσισμού, απληστίας, φιλανθρωπίας και αλληλεγγύης. Αντιλήφθηκε ότι πόλεμος είναι τα ναυάγια, τα βρεγμένα ρούχα, τα πνιγμένα μωρά, οι ουρές στη διανομή φαγητού, τα αντίσκηνα παντού στην πόλη, τα τρομαγμένα μάτια. Ένας ετερόκλιτος πληθυσμός αναγκάστηκε βίαια να συμβιώσει και να αποφασίσει σε ποια μεριά στέκεται. Και να περιμένει μόνο το χειρότερο. Αν μη τι άλλο, εδώ στη Λέσβο εκπαιδευόμαστε να ζούμε σε μια διαρκώς έκρυθμη κατάσταση και αν ζωγραφίζαμε αυτή τη λεπτή γραμμή που χωρίζει τη ζωή από το θάνατο, θα ζωγραφίζαμε μια λεπτή λωρίδα θάλασσας.