Το κομπρεσέρ, σε πείσμα των δύσκολων καιρών, φτάνει να κυκλοφορεί το 8ο πλέον τεύχος του και με την ελπίδα το περιεχόμενό του να αποζημιώσει τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες για την όποια καθυστέρηση. Όπως συνηθίσαμε να κάνουμε στα τελευταία τεύχη, επιλέξαμε και αυτή τη φορά μια θεματική, την: πόλη και καθημερινότητα.
Κάνοντας μια γρήγορη ανασκόπηση της συγκυρίας διεθνώς, βλέπουμε πως στην αδυναμία του καπιταλισμού να ξεπεράσει την κρίση με έναν θετικό – ηγεμονικό τρόπο, δοκιμάζονται λύσεις που φαινομενικά μοιάζουν με αναδίπλωση στο έθνος-κράτος. Στην πραγματικότητα, αυτό δεν σημαίνει τίποτα παραπάνω από μια όξυνση των ανταγωνισμών μεταξύ των διαφορετικών εθνικών κεφαλαίων σε μια διεθνοποιημένη και κυρίαρχη πάντα ελεύθερη αγορά. Βέβαια, αυτή η διαδικασία δεν λέει και πολλά στους από κάτω, αφού ο βασικός προστατευτισμός στον οποίο γίνεται εμφατικά επίκληση δεν αφορά τις δυνάμεις της αγοράς, αλλά τον εσωτερικό, εξωτερικό ή ταξικό εχθρό, τον κάθε “άλλο” που είναι πλεονάζον, ξένος ή απλά διαφορετικός. Εξάλλου, αν υπάρχει κάπου μια συνέχεια, αυτή θα βρεθεί στην ανύψωση φρακτών και την εδραίωση πολιτικών ελέγχου και διαχείρισης του κάθε φορά πλεονάζοντος ανθρώπινου δυναμικού (όταν αυτό δεν πνίγεται σε κάποιο βυθό της Μεσογείου).
Στα “του οίκου μας”, είμαστε αντιμέτωποι με την ίσως πιο επιτυχημένη και μακροβιότερη κυβέρνηση μνημονιακής διαχείρισης. Δια στόματος του ίδιου του υφυπουργού Οικονομίας Στέργιου Πιτσιόρλα, η αριστερή κυβέρνηση “κατάφερε να ολοκληρώσει βήματα που δύσκολα θα μπορούσε να κάνει άλλη κυβέρνηση.” Πράγματι, συνέχισε ότι οι άλλοι είχαν ξεκινήσει και με το παραπάνω. Δημιούργησε ένα θολό τοπίο ως προς σε ποιο μνημόνιο βρισκόμαστε (3ο, 4ο, τελευταίο αλλά διάχυτο στον χωροχρόνο;), ψηφίζοντας μέτρα που δεσμεύουν και τις μέλλουσες κυβερνήσεις. Ιδιωτικοποίησε και ιδιωτικοποιεί λιμάνια, σιδηροδρόμους, αεροδρόμια κ.α., δρομολογεί την νομιμοποίηση/απελευθέρωση των μαζικών απολύσεων, καταργεί την κυριακάτικη αργία. Εγκαινιάζει πλειστηριασμούς και άρση της προστασίας της πρώτης κατοικίας ενώ ποινικοποιεί στοχευμένα οποιαδήποτε αντίσταση σε αυτούς τους σχεδιασμούς. Τέλος, το τελευταίο πολυνομοσχέδιο μεταξύ πολλών άλλων, έρχεται να ανασχέσει την δυνατότητα των εργαζομένων να απεργούν. Και όλα αυτά πείθοντας πως έκανε ότι καλύτερο μπορούσε, ενώ όταν αυτό που μπόρεσε ξεπερνάει και τους προηγούμενους σε καφρίλα, ότι ρίχνει μαύρο δάκρυ: “μα είναι όλα για καλό σκοπό” (αξιολόγηση – επόμενη δόση, έξοδος στις αγορές, σκίσιμο των μνημονίων και άλλα ευχάριστα).
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν αρκείται, όμως, μόνο σε μια απολογητική στάση λόγω της καπιταλιστικής περικύκλωσης της σοσιαλιστικής μας χώρας. Το “φαντάσου τι θα έκαναν οι άλλοι στην θέση τους” απασχολεί όλο και μικρότερα ακροατήρια, στον βαθμό που όλο και περισσότερο ο λόγος και οι πρακτικές ταυτίζονται με τους σαμαροβενιζελικούς προκατόχους. Υπό την εξουσία αυτής της κυβέρνησης βρίσκονται η Ηριάννα και ο Περικλής ακόμα στην φυλακή, ενώ ταυτόχρονα ψηφίζεται ένας κατάπτυστος σωφρονιστικός κώδικας. Η αστυνομία ξυλοκοπεί διαδηλωτές χωρίς την παραμικρή πρόκληση, και άλλες φορές συνεργάζεται απροκάλυπτα με φασίστες. Ψηφίζονται νόμοι που ποινικοποιούν δίκτυα αλληλεγγύης και αλληλέγγυους, εκκενώνονται καταλήψεις αλληλεγγύης ή κοινωνικά και πολιτικά κέντρα. Μέσω του ηλεκτρονικού εισιτηρίου δημιουργούνται νέοι αποκλεισμοί για τους φτωχούς, τους ανέργους και τους μετανάστες. Τέλος το κερασάκι, η προσπάθεια της κυβέρνησης να πουλήσει όπλα στην Σαουδική Αραβία ενώ αυτή διεξάγει γενοκτονικό πόλεμο, και ενώ λίγες μέρες μετά ακόμα και η ΕΕ θα ψηφίσει εμπάργκο (πολεμικών όπλων). Όλο και πιο συστηματικά η συγκυβέρνηση αποκτά συνοχή ως ένας συνασπισμός ο οποίος δεν είναι ανίερος αλλά απλά ακολουθεί τις τελευταίες τάσεις της μόδας διεθνώς, προσαρμοσμένες στην ελληνική πραγματικότητα. Αλλά, αν η κεντρική πολιτική σκηνή φανερώνει τα όρια και τα αδιέξοδά της πιο έντονα από ποτέ, άλλο τόσο γίνεται πιο επιτακτικό τα κοινωνικά κινήματα να εφεύρουν τρόπους αυτόνομης παρέμβασης και εμπλοκής σε όλο το εύρος της βιοπολιτικής πραγματικότητας.
Εξ’ άλλου, πέραν την μνημονιακής επικαιρότητας, διάφορα άλλα “καθημερινά” συμβάντα μας αναγκάζουν να αναιρέσουμε τυπικούς διαχωρισμούς μεταξύ “κεντρικών” και “επουσιωδών” ζητημάτων. Όπως, για παράδειγμα, η μετατροπή κάθε σπιθαμής γης εντός της πόλης ή πέριξ αυτής σε εμπόρευμα, με τρόπο που η καταπάτηση όχι μόνο νομιμοποιείται αλλά και αποτελεί βασικό πυλώνα κερδοφορίας και ανάπτυξης για το κεφάλαιο. Όπως, ακόμα, η καταπάτηση από τους ίδιους τους Δήμους ή η μετατροπή σε άξονες κυκλοφορίας, του φυσικού δικτύου υδάτινων ρεμάτων, που τυπικά βρίσκονται υπό τη διαχείριση του δημοσίου . Πέραν της οικολογικής καταστροφής και της υποβάθμισης της ζωής στην πόλη, το αποτέλεσμα είναι πως αν βρέξει πολύ, κάποιοι πνίγονται.
Έχει σημασία να αναφερθούμε και στις δίκες δύο γυναικών που καταδικάστηκαν χωρίς καν να τους αναγνωριστεί το ελαφρυντικό της αυτοάμυνας. Η μια αφορά την 22χρονη Τσιγγάνα που τραυμάτισε θανάσιμα τον υποψήφιο βιαστή της, όπως και την φίλη της που κατηγορήθηκε ως συνεργός, και η άλλη την 40χρονη Ρωσίδα που αμύνθηκε σε μια ακόμα βίαιη επίθεση του συζύγου της, τραυματίζοντάς τον θανάσιμα. Οι δύο αυτές δίκες αποδεικνύουν πως οι έμφυλες διακρίσεις έχουν πολύ βαθιά κοινωνική ρίζα και υφίστανται δομικά μέχρι σήμερα σε μηχανισμούς όπως το δικαστικό σύστημα. Η πατριαρχία δεν αναπαράγεται μόνο μέσω της καταπίεσης αλλά και μέσω του ρεβανσισμού. Στη μη αναγνώριση της αμυντικής τους θέσης, έπαιξαν ρόλο και άλλοι παράγοντες. Εκτός του ότι είχαν την ατυχία να γεννηθούν γυναίκες, παρέκλιναν και ως προς την “ελληνικότητα” της καταγωγής τους, και ως προς την επισφαλή συνθήκη της ζωής τους γενικά, είτε στο προσωπικό-οικογενειακό είτε στο οικονομικό επίπεδο. Στοιχεία δηλαδή που θεωρητικά αποτελούν ελαφρυντικά, ως μια εξωτερική συσσωρευμένη πίεση, χρησιμοποιήθηκαν εναντίον τους ως τεκμήρια αναξιοπρεπούς και μη ηθικού βίου. Διαφαίνεται έτσι και μια επιπλέον κατεύθυνση αποστέρησης ακόμα και των πιο στοιχειωδών δικαιωμάτων των κοινωνικά αδύναμων να υπερασπιστούν την θέση τους, ακόμα και σε οριακές καταστάσεις όπου η βία που τους ασκείται φαντάζει προφανής.
Σε κάθε περίπτωση, τα παραπάνω δεν πρέπει να γίνονται αντιληπτά ως περιγραφή μιας ζοφερής και αναπόφευκτης ενιαίας πραγματικότητας. Ούτε ως μια απόπειρα να αναδειχτούν οι ευθύνες για αυτούς που έτσι κι αλλιώς εξυπηρετούν τους προφανείς σκοπούς τους. Η παραπάνω περιγραφή της συγκυρίας έχει σαν στόχο να συνδέσει κάπως σχηματικά ορισμένα συμβάντα με γενικές τάσεις και κοινωνικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς, που όμως αφήνουν πάντα κάπως τον δρόμο για την όξυνση των αντιφάσεων από όπου θα προκύψουν οι μελλοντικές μικρές και μεγάλες εξεγέρσεις. Ό,τι διαφαίνεται σαν δυσμενές και ασφυκτικό σήμερα υφίστανται σαν τέτοιο στον βαθμό που το πολύμορφο ανταγωνιστικό κίνημα αδυνατεί μέχρι στιγμής να το αποδομήσει ιδεολογικά και υλικά, δημιουργώντας μια άλλη καθημερινότητα και εφευρίσκοντας πρακτικές αμφισβήτησης του καθημερινού, ρήξης και ανατροπής του.
Ας περάσουμε τώρα στα περιεχόμενα του τεύχους. Στο πρώτο κείμενο με τίτλο Καθημερινότητα στα Κέντρα Κράτησης παρουσιάζεται η συνέντευξη του 30χρονου Αμίρ, μετανάστη από την Τεχεράνη. Παρά την αποσπασματικότητα που μπορεί να έχει μια μόνο συνέντευξη, οι περιγραφές του Αμίρ είναι αποκαλυπτικές, καθώς εστιάζουν συγκεκριμένα στην περίπτωση του Ελληνικού, μια εμβληματική περίπτωση εγκλωβισμού ανθρώπων σε ένα μεταμοντέρνο στρατόπεδο συγκέντρωσης, εντός της πρωτεύουσας πόλης της φιλόξενης χώρας μας.
Στην συνέχεια ακολουθεί το κείμενο με τίτλο Καθημερινή ζωή: Πεδίο Μάχης, που μας εισάγει και στην βασική θεματική του τεύχους. Η έννοια της καθημερινής ζωής κάποιες φορές μοιάζει να περιλαμβάνει τα πάντα ενώ άλλες φορές τίποτα το σημαντικό. Για εμάς ο όρος αυτός, αν και παρεξηγημένος ή συχνά υποτιμημένος, αποτελεί καταλύτη για την δημιουργία μιας ενοποιητικής θεωρίας. Ενοποιητικής, όχι με σκοπό την δημιουργία μια καθολικής αλήθειας, αλλά την αναίρεση των πολλαπλών κατακερματισμών που το ίδιο το κεφάλαιο δημιουργεί και επιβάλει σαν αυτονόητους και δεδομένους σε κάθε πτυχή της ζωής. Η διασύνδεση που μπορεί να υπάρχει λόγω της χωρικής ή χρονικής συσχέτισης μεταξύ φαινομενικά διαφορετικών πρακτικών, εμπειριών και καταστάσεων, αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για την κατανόηση των διαδικασιών του κοινωνικού μετασχηματισμού. Ομοίως, είναι χρήσιμη η κατανόηση της σχέσης μεταξύ της κανονικότητας και της ρήξης, του πως δηλαδή μια κυρίαρχη κανονικότητα, διακόπτεται από καταστάσεις που τοπικά ή υπερτοπικά, προσωρινά, συστηματικά ή διαχρονικά, αλλάζουν τους όρους του παιχνιδιού. Όλοι οι μικροί και μεγάλοι αγώνες συμβαίνουν εντός του καθημερινού, είτε διαταράσσοντας, είτε αναμορφώνοντας, είτε ανατρέποντάς το. Και αντίστροφα, η αναγνώριση του επιδίκου μιας άλλης καθημερινής ζωής, ως αναπόσπαστο κομμάτι κάθε αγώνα, γειώνει κοινωνικά τους διαφορετικούς αγώνες και τους διασυνδέει μεταξύ τους.
Ανατρέχοντας σε μια λογοτεχνική απόπειρα μελέτης και κριτικής του καθημερινού, στο κείμενο Αποσυναρμολογώντας το καθημερινό: αφηγήσεις χώρων στο έργο του Ζωρζ Περέκ, γίνεται μια στοχευμένη παρουσίαση και ανάλυση της δουλειάς του συγγραφέα, και της σχέσης της με άλλες κριτικές προσεγγίσεις όσον αφορά την καθημερινότητα και τον καθημερινό χώρο. Ο Περέκ εστιάζει ενδελεχώς στην καθημερινότητα ως μια απόπειρα υπέρβασης της κοινωνίας του θεάματος, όπου μένει στο απυρόβλητο οτιδήποτε παραπέμπει στο σύνηθες, που κατά τα άλλα κυριαρχεί στην ζωή μας σαν κάτι που μας υπερβαίνει. Έχοντας κατ’ αρχήν γυρίσει την πλάτη σε οποιοδήποτε συμβάν (θεαματικό ή μη), μέσω του ρεαλισμού του, περιγράφει χώρους και αντικείμενα απογυμνωμένα από την εμπορευματική ή ακόμα και την χρηστική τους αξία, συνθέτοντας τον λογοτεχνικό του χώρο ο οποίος, κατά τα άλλα, δεν φαίνεται να διαφέρει από τον πραγματικό. Εξάλλου, αυτόν περιγράφει, θα έλεγε κανείς, εμμονικά. Όμως, η απουσία οποιασδήποτε πλοκής, η εστίαση στο προφανές, συνθέτουν μια εικόνα της πραγματικότητας ανοικτής πλέον για νέους συνειρμούς και συσχετίσεις. Έννοιες όπως η ρουτίνα, ο καταναλωτικός φετιχισμός, η ικανοποίηση ή η απογοήτευση δεν υφίστανται δίχως την χρονική αλληλουχία πράξεων, ανταλλαγών ή την έκφραση τυπικών παθών και επιθυμιών. Παγώνοντας τον χρόνο, τα πράγματα απομυθοποιούνται και ταυτόχρονα αποκτούν μια πολλαπλή και καινοφανή σχεσιακότητα αν τολμήσει κανείς να διεκδικήσει την μη προφάνειά τους.
Εστιάζοντας στο ζήτημα της κατοίκησης, στο πεδίο δηλαδή της αναπαραγωγής της καθημερινής ζωής, αλλά και της αποκρυστάλλωσης των έμφυλων σχέσεων, το τρίτο άρθρο έχει τίτλο Έμφυλες σχέσεις στην Συλλογική Κατοικία. Η ρητή ή άρρητη θεώρηση του πεδίου της αναπαραγωγής σαν ένα πεδίο δευτερεύουσας σημασίας, αποκρύπτει συχνά τις δυνατότητες που μπορεί να υπάρχουν εκεί για την ανάπτυξη καθημερινών συλλογικών πρακτικών που αποκαθιστούν έναν έλεγχο των από κάτω σε τομείς που συχνά το κεφάλαιο, το κράτος ή η πατριαρχία, δεν μπορούν ή αποτυγχάνουν να ρυθμίσουν πλήρως. Έτσι και ιστορικά, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου κάποιοι/ες επινόησαν άλλα πρότυπα κατοίκησης και προσπάθησαν να τα κάνουν πράξη, άμεσα και συλλογικά. Ακόμα και σε αυτές τις απόπειρες όμως, φαίνεται πως συχνά αναπαρήχθησαν οι ίδιοι ρόλοι, και η υποτίμηση και μη επίλυση των έμφυλων αντιθέσεων οδήγησε σε συγκρούσεις, διασπάσεις ή ακόμα και την διάλυση των εγχειρημάτων. Επιπλέον, κατοπινές μαρτυρίες και καταγραφές αμέλησαν να θίξουν συστηματικά το θέμα. Στο παρόν κείμενο γίνεται μια προσπάθεια να καλυφθεί αυτό το κενό εξετάζοντας ορισμένα παραδείγματα εγχειρημάτων συλλογικής κατοικίας. Να αναδειχτούν οι γενικοί στόχοι τους, τα μοντέλα κατοίκησης, οι αρχιτεκτονικές τυπολογίες που αναπτύχθηκαν, οι αρχές καταμερισμού των καθημερινών εργασιών που ακολούθησαν, αλλά και οι δυσκολίες ή οι προβληματισμοί που προκύπτουν, πάντα με γνώμονα την προσπάθεια άρσης της έμφυλης καταπίεσης της γυναίκας στο νοικοκυριό.
Στο επόμενο κείμενο με τίτλο Ζωή στην Επισφάλεια, εξετάζονται οι πολλαπλές επιπτώσεις της αλλαγής παραδείγματος στο επίπεδο της οργάνωσης της εργασίας, που ωστόσο δεν περιορίζονται στον τομέα αυτό. Η επισφαλής εργασία αποτελεί ένα μόνο κομμάτι της επισφαλούς ύπαρξης των από κάτω. H αλλαγή αυτή συνδέεται άρρηκτα με την εξέλιξη της βιοπολιτικής κυριαρχίας, δηλαδή του πως τα ίδια τα υποκείμενα εγγράφονται σε μοντέλα διαχείρισης και εξουσίας. Έτσι, δεσπόζον σημείο της αλλαγής είναι τελικά η ίδια η αποικιοποίηση της καθημερινής ζωής από τον καπιταλισμό. Αυτή η μεταστροφή είναι ακόμα σε εξέλιξη και συνεχίζει να αποδιαρθρώνει τις ζωές των πολλαπλών επισφαλών υποκειμένων που παράλληλα βιώνουν κάθε φορά διαφορετικά ή με άλλη ένταση τον αποκλεισμό. Ομοίως, αποδιαρθρώνονται και οι συλλογικοί αγώνες, τουλάχιστον όπως τους ξέραμε μέχρι πρόσφατα. Παρόλα αυτά, ήδη βλέπουμε να επινοούνται και να δοκιμάζονται νέες πρακτικές αντίστασης και συλλογικής διαφυγής.
Στο πλαίσιο μελέτης κριτικών προσεγγίσεων που αφορούν το πεδίο της καθημερινής ζωής, ακολουθεί το κείμενο Η Πολιτική Οικολογία της Καθημερινότητας: ο επαναπροσδιορισμός της καθημερινής ζωής στην προοπτική της Αποανάπτυξης. Εδώ, γίνεται μια συνοπτική παρουσίαση του ρεύματος της Πολιτικής Οικολογίας και του κινήματος της Αποανάπτυξης. Ζητήματα όπως η οικολογική βιωσιμότητα, οι συνθήκες και οι όροι διαβίωσης στην πόλη, το μοντέλο εργασίας, παραγωγής και κατανάλωσης και η δυνατότητα συλλογικού ελέγχου και αυτοδιαχείρισης πέραν του πεδίου της διακυβέρνησης, διαμορφώνουν τελικά συγκεκριμένες αρχές και στρατηγικές που αντί να περιγράφουν ένα ιδεατό μοντέλο μελλοντικής κοινωνικής οργάνωσης, αποσκοπούν στην συγκρότηση δημιουργικών κινηματικών πρακτικών στο σήμερα. Αυτή η ταύτιση μέσων και σκοπών έχει σαν προϋπόθεση πως η αλλαγή της καθημερινότητας ταυτίζεται με την πολιτική πρακτική, κάτι που εξάλλου διατυπώνεται ρητά στις θεωρίες αυτές. Το μοντέλο της Αυτόνομης Ελευθεριακής Οικοκοινότητας αποτελεί ίσως την πιο χαρακτηριστική και ολοκληρωμένη κατεύθυνση αυτής της λογικής. Έτσι, στο δεύτερο μέρος του κειμένου γίνεται αναφορά σε τρεις περιπτώσεις οικοκοινοτήτων μέσα από αποσπάσματα κειμένων από ανθρώπους που συμμετείχαν ενεργά σε αυτές.
Στο τελευταίο κείμενο με τίτλο Documenta: σύντομη αποικιοκρατική ιστορία ενός καλλιτεχνικού θεσμού θα αναφερθούμε στην πρόσφατη έκθεση που αν και “συντάραξε” την καθημερινότητά της πόλης της Αθήνας, διατηρεί την αυτονομία της ως προς την θεματική του παρόντος τεύχους. Ξεκινώντας από το ερώτημα του πως η χώρα που τα τελευταία χρόνια βρέθηκε στο επίκεντρο της νεο-αποικιακής συνθήκης, έγινε και το επίκεντρο ενδιαφέροντος του εμβληματικού καλλιτεχνικού θεσμού της Documenta, εξετάζεται ποια είναι τελικά η σχέση των τριών αυτών όρων (Nεοαποικιοκρατία – Αθηναϊκή Μητρόπολη – Documenta). Αφού γίνει μια σύντομη περιγραφή του όρου της νεοαποικιοκρατίας, στο πρώτο μέρος του κειμένου γίνεται μια ιστορική αναδρομή του θεσμού από την εποχή που πρωτοξεκίνησε έως σήμερα. Το δεύτερο κομμάτι εστιάζει συγκεκριμένα στην σημασία της φιλοξενίας της Documenta14 στην Αθήνα και το πως αυτή συνδέεται με τον αστικό μετασχηματισμό με όρους ελεύθερης αγοράς. Τέλος, στο τρίτο μέρος αναδεικνύεται η κεντρικότερη μάλλον πτυχή της τελευταίας έκθεσης, ως μια απόπειρα αποικιοποίησης του ριζοσπαστικού λόγου, αναλύοντας τα ίδια τα κείμενα και τις δηλώσεις του κύριου εκπροσώπου της έκθεσης, Άνταμ Σίμτσικ1.
Καλούς αγώνες και καλή ανάγνωση!
Υ.Γ.
Το εθνικιστικό παραλήρημα με αφορμή τα συλλαλητήρια για το μακεδονικό αναδεικνύει άλλη μια θλιβερή πτυχή της συγκυρίας. Αν στην πρόσφατη ένταση με την Τουρκία αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, ο επικίνδυνος ανταγωνισμός των εθνικών αστικών τάξεων για το μονοπώλιο πόρων και τον έλεγχο των θαλάσσιων περασμάτων, στο ζήτημα του ονόματος της ΠΓΔΜ αποτυπώνεται ο αυτιστικός ανταγωνισμός για την μονοπώληση της ιστορίας, με επίκεντρο και πρωταγωνιστές τα εσωτερικά ακροατήρια. Το ότι η φαντασιακή αξιοπρέπεια ενός μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας εκφράστηκε μέσω του “Μακεδονία = Ελλάδα” υπό την καθοδήγηση ψεκασμένων, στρατόκαβλων, φασιστών, και ακροδεξιών παρατρεχάμενων αποτελεί, με κάποιον τρόπο, μια ακόμη επιτυχία της κυβέρνησης και του αστισμού γενικότερα. Παράλληλα, αναδεικνύεται πως ο εθνικισμός εξακολουθεί να αποτελεί κομβικό μέσο για την εδραίωση της κυριαρχίας, έναν αντιεξεγερτικό άσσο του συστήματος, που ενίοτε λαμβάνει κινηματικά χαρακτηριστικά ενάντια στους “ξένους” και εχθρούς στο εσωτερικό και το εξωτερικό.