Κατεβάστε το pdf
Tο κομπρεσέρ τυπώνει το πέμπτο του τεύχος σε μια περίοδο έντονης κοινωνικής αναταραχής, τόσο έντονης μάλιστα που το editorial αναγκάζεται σε καθημερινές αναπροσαρμογές επί των εξελίξεων, από την εξέγερση στην Τουρκία της “ανάπτυξης”, στο κίνημα στην ΕΡΤ της κρίσης και στην εξέγερση στη Βραζιλία, πάλι της “ανάπτυξης”. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και ας δούμε κάποια γεγονότα που συνέβησαν το οκτάμηνο που μεσολάβησε από το προηγούμενό μας τεύχος και αγγίζουν την θεματολογία του περιοδικού, η οποία παραμένει σταθερή στην διερεύνηση της πολιτικής διάστασης του αστικού χώρου και της σχέσης του με τα κοινωνικά
κινήματα.
Η μόνιμη πλέον θέση της χρυσής αυγής στο πολιτικό σκηνικό επιβεβαιώνει με τον χειρότερο τρόπο ότι η επιδιωκόμενη διαχείριση της κρίσης από το κράτος και το κεφάλαιο θα γίνεται κυρίαρχα με όρους καταστολής. Στο σκηνικό που στήνει η κρίση, μόνο τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η ιδεολογική πόλωση που επιχειρεί κυβέρνηση και ακροδεξιά. Η εθνικιστική ιδεολογία φαίνεται να αποτελεί πολύτιμη εφεδρεία στα χέρια του κράτους. Η ενίσχυσή της δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την απελευθέρωση της επιχειρησιακής ατζέντας της δικομματικής, πλέον, κυβέρνησης προκειμένου να συμπεριλάβει ακόμη πιο αυταρχικές μεθόδους και πρακτικές. Αλλά, ταυτόχρονα, δεσμεύει και το σύνολο του πολιτικού φάσματος στις απαιτήσεις ενός εθνικιστικού λόγου που διεκδικεί ολοένα και περισσότερη δημοσιότητα. Ο ρόλος των ΜΜΕ σ’ αυτό το σημείο είναι καθοριστικός, καθώς η ενσωμάτωση της ρατσιστικής και εθνικιστικής συνθηματολογίας των νεοναζί στην ημερήσια διάταξη της ενημέρωσης καλλιεργεί το έδαφος για τον εξορθολογισμό και τη φυσικοποίηση του φασιστικού λόγου στην “κοινή συνείδηση”.
Η επίθεση στις καταλήψεις της περιοχής Πατησίων-Κυψέλης εντάσσεται υποδειγματικά στην πολιτική στρατηγική που χτίζεται μεταξύ κυβέρνησης και ακροδεξιάς. Μέσα σε λιγότερο από τέσσερις μήνες η αστυνομία εισέβαλε στην Αγορά της Κυψέλης, στη Villa Amalia και στην κατάληψη Σκαραμαγκά. Φυσικά μετά από κάθε εισβολή ακολουθούσε και μια δήλωση του δημάρχου Καμίνη, ο οποίος τυπικά είχε την πολιτική ευθύνη- για να εξαγγείλει τη δημιουργία κάποιου κτιρίου πολιτιστικής χρήσης. Η Αγορά της Κυψέλης, όπως έλεγε και ο ίδιος στα “Νέα” τον Σεπτέμβρη του ’12, θα λειτουργούσε “ως αγορά αγαθών αλλά και ‘αγορά’ ιδεών”, αλλά και ότι θα διατηρούσε “κάθε επωφελή για τους κατοίκους δραστηριότητα”. Σήμερα είναι ΚΕΠ. Η Villa θα γινότανε ξανά σχολείο, ενώ η Σκαραμαγκά μουσείο Κάλλας(!). Τίποτα βέβαια από αυτά δεν έγινε, γεγονός που επιβεβαιώνει με τον πιο άμεσο τρόπο ότι το θέμα δεν ήταν αυτό. Το θέμα ήταν η καταπολέμηση της κοινωνικής πολιτικής αντιφασιστικής δράσης που ανέπτυσσαν οι συγκεκριμένοι χώροι σε μια περιοχή κομβικής σημασίας για την δράση της χρυσής αυγής. Βεβαίως, μια τέτοια κίνηση εντάσσεται πλήρως στο πλαίσιο που θέτει το ψηφοθηρικό παιχνίδι με τον φασισμό, αλλά θα θέλαμε εδώ να επισημάνουμε και μια χωρική διάσταση του ζητήματος. Ότι, δηλαδή, και οι τρεις χώροι βρίσκονται στην ίδια γεωγραφική περιοχή της πόλης η οποία έχει μπει επανειλημμένως στο στόχαστρο της προπαγανδιστικής και της εγκληματικής δράσης της χρυσής αυγής, αλλά και ότι ανέπτυσσαν σημαντική δράση αλληλεγγύης στους μετανάστες, είτε αντιστεκόμενοι
στα φασιστικά πογκρόμ, είτε αποτελώντας χώρους κοινωνικοποίησης και κοινωνικής ένταξης των μεταναστών στην πόλη.
Ας περάσουμε όμως σε ένα άλλο θέμα που εξελίσσεται εδώ και έναν χρόνο πλέον και το οποίο θα δούμε εκτενέστερα στο τελευταίο άρθρο του τεύχους. Αναφερόμαστε στον αγώνα που εξελίσσεται στην Χαλκιδική ενάντια στα μεταλλεία χρυσού, όπου η τοπική κοινότητα αντιστέκεται στην καταστροφή της φύσης που προωθείται μέσω ενός σχεδίου καπιταλιστικής ανάπτυξης που είναι προϊόν της σύμπραξης μιας πολυεθνικής και μιας ελληνικής εταιρίας. Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε μια σύγκρουση μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου όπου διακυβεύεται η διαχείριση της γης. Από τη μια μεριά το αίτημα για γη και ελευθερία, για αυτονομία στη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη διαχείριση της γης από αυτούς που την κατοικούν, αλλά και η υποχρέωση απέναντι σ’ αυτούς που την κατοίκησαν στο παρελθόν και σ’ αυτούς που θα την κατοικήσουν στο μέλλον. Και από την άλλη το ιδεολόγημα της ανάπτυξης το οποίο προτάσσοντας τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την κίνηση της οικονομίας επιχειρεί να συγκαλύψει την θεμελιώδη λειτουργία του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, δηλαδή την αυξανόμενη ανάγκη κερδοσκοπίας πάνω στη γη. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει την αλόγιστη εκμετάλλευσή της και τη συνεπαγόμενη οικολογική καταστροφή.
Το ιδεολόγημα της ανάπτυξης, όμως, δεν φαίνεται να είναι όσο ισχυρό θα ήθελαν κράτος και κεφάλαιο. Εμφανίζεται σε παγκόσμια κλίμακα ολοένα και πιο ευάλωτο καθώς προσκρούει σε εσωτερικές αντιφάσεις. Δεν έχουμε παρά να δούμε τις δύο εξεγέρσεις σε Τουρκία και Βραζιλία. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι και οι δύο πυροδοτήθηκαν σε μια περίοδο φαινομενικής ηρεμίας με κυρίαρχη την μυθολογία της εθνικής επιτυχίας. Φαραωνικά έργα, γιγαντιαίες επενδύσεις, αυξανόμενες θέσεις εργασίας, διεθνείς διοργανώσεις και συνεχείς επευφημίες στον διεθνή οικονομικό τύπο συνέθεταν συστηματικά τα τελευταία χρόνια την εικόνα των δύο χωρών στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, χωρίς να αναφέρουν το κοινωνικό, το πολιτικό και το οικολογικό κόστος που κρύβει πίσω του κάθε καπιταλιστικό “θαύμα”. Αλλά αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι και οι δύο εξεγέρσεις ξεκίνησαν με αφορμή περιθωριακά, σε σχέση με την έκταση που πήραν εντέλει, πολιτικά ζητήματα: την καταστροφή ενός πάρκου απ’ την μια και μια αύξηση στην τιμή των εισιτηρίων στα μέσα μεταφοράς απ’ την άλλη.
Καθώς η παγκόσμια κρίση του νεοφιλελευθερισμού βαθαίνει μπορούμε να πούμε πλέον με αρκετή βεβαιότητα ότι βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο. Γεγονός που αφενός εξαναγκάζει σε ανακατανομές από την πλευρά των κυρίαρχων, αλλά και που αφετέρου ανοίγει τη δυνατότητα σε νέες δοκιμές από την πλευρά των καταπιεσμένων. Θέτει τα “συστατικά στοιχεία” του κοινωνικού συστήματος σε κίνηση και μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε σε πλήρη ανάπτυξη τη δομή των κοινωνικών σχέσεων στη δεδομένη χρονική στιγμή της κρίσης. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι σήμερα γίνονται περισσότερο από ποτέ φανερές οι μεταλλαγές που προκάλεσε η νεοφιλελεύθερη διαχείριση στους τρόπους με τους οποίους παράγεται η υποκειμενικότητα. Η εγγενής απαίτηση για αλλαγή του κυρίαρχου μοντέλου μέσω του οποίου επιβάλλεται η εκμετάλλευση οδήγησε και στην αλλαγή του τρόπου οργάνωσης των χώρων της παραγωγής και της αναπαραγωγής. Έτσι, μπορούμε να δούμε την αυστηρή κατανομή στο χώρο και στον χρόνο (εργοστάσιο, οικογένεια, σχολείο κλπ) να διαταράσσεται διαρκώς από τάσεις διασποράς στις οποίες καθοριστικό ρόλο έχει αναλάβει η ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας. Η διασπορά, όμως προκαλεί μια αδυναμία συγκρότησης συλλογικών υποκειμένων και άρα περιορισμό της δυνατότητάς τους να διεκδικούν ως τέτοια την ανάληψη πολιτικής δράσης. Αυτή η απουσία συλλογικών υποκειμένων που να θέλουν και να μπορούν να αποκτήσουν ηγεμονικό ρόλο θεωρούμε ότι είναι και το βασικό χαρακτηριστικό των τελευταίων εξεγέρσεων. Ωστόσο, αυτό που παραμένει σταθερό είναι η ιδιότητα του χώρου της πόλης να συντάσσει την κοινωνική πραγματικότητα, να φέρνει σε επαφή ετερόκλητες ταυτότητες, επιθυμίες, φαντασιακά και να εξαναγκάζει τη διαπλοκή τους. “Η πόλη είναι προβολή της κοινωνίας πάνω στο έδαφος”, όπως έγραφε ο Lefebvre, και μ΄αυτό εννοούσε ότι η πόλη διαμεσολαβεί στις κοινωνικές σχέσεις και τις εγγράφει στον πραγματικό χώρο, τις διαμορφώνει και τις ανασυντάσσει σε μια βάση υλική και χειροπιαστή.
Μέσα από αυτό το διπλό πρίσμα θα προτείναμε να δούμε τις εξεγέρσεις στην Τουρκία και στην Βραζιλία, όπου παρατηρείται αφενός μια ριζική μεταβολή στον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται οι εξεγερμένοι, αλλά και αφετέρου μια κομβική λειτουργία του αστικού χώρου στην ανάπτυξη της εξέγερσης. Δηλαδή από τη μια έχουμε την απουσία ηγεμονικών συλλογικών υποκειμένων και την οργάνωση των εξεγερμένων κυρίως με την χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης τα οποία παρουσιάζουν τέτοια δυναμική που δύσκολα θα μπορούσαμε να πούμε ότι αφήνουν ανεπηρέαστη την οργανωτική δομή των εξεγερμένων. Βλέπουμε, λοιπόν, να αναπτύσσονται νέες δομές συλλογικής οργάνωσης που πειραματίζονται με τις δυνατότητες που προσφέρει η νεοφιλελεύθερη οργάνωση του καπιταλισμού που θίξαμε παραπάνω. Δημιουργούν δηλαδή δομές που διασπείρονται στον χώρο και ανασυντάσσονται συνεχώς στον χρόνο, δομές που απομακρύνονται δυναμικά από οποιεσδήποτε ιεραρχικές συγκροτήσεις. Από την άλλη, βλέπουμε ότι η πόλη δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη συλλογικής δράσης, συγκροτεί το πεδίο σύντηξης των διαφορετικών ταυτοτήτων και δίνει την αφορμή για κοινή δράση μέσα από μια συγκεκριμένη διεκδίκηση. Μια διεκδίκηση που αποτελεί για τους εξεγερμένους ένα κοινό σημείο αναφοράς το οποίο άλλοτε έχει περισσότερο σαφή χωρική έκφραση, όπως η ύπαρξη του πάρκου Gezi, και άλλοτε λιγότερο, όπως το δικαίωμα στη μετακίνηση σε μια μητρόπολη της περιφέρειας που βρίσκεται μπροστά σε φαινόμενα αστικής διάχυσης (urban sprawl), όπως το Rio de Janeiro. Ωστόσο, αυτή η αρχική αφορμή φαίνεται να διεκδικεί τη συμβολική της θέση ακόμη και όταν η εξέγερση εκ των πραγμάτων την ξεπερνά. Άλλωστε αυτό είναι φανερό και στον τρόπο με τον οποίο αυτοπροσδιορίζονταν οι εξεγερμένοι, ως occupy Gezi στην Τουρκία και Passe livre στην Βραζιλία.
Αντίστοιχες προεκτάσεις θα μπορούσε να δώσει κανείς και στο κίνημα που αναπτύσσεται γύρω από το κλείσιμο της ΕΡΤ, αν το δούμε όχι μόνο σαν έναν αγώνα εργατικής διεκδίκησης και απάντησης στον κυβερνητικό αυταρχισμό, αλλά και σαν ένα κίνημα που αφορά την ύπαρξη ενός δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού δικτύου και τη διεκδίκηση της κοινωνικής του διάστασης ως κοινού μέσου επικοινωνίας και ενημέρωσης. Άσχετα αν λειτουργούσε ως τέτοιο ή όχι το συμβολικό είναι που μετράει σ’ αυτή την περίπτωση, το κοινωνικό δίκτυο ραδιοτηλεόρασης και όχι η ίδια η ΕΡΤ. Και νομίζουμε ότι είναι φανερό ότι αυτή η δεύτερη διάσταση του κινήματος είναι που του έδωσε και τη δυναμική του. Άλλωστε μπροστά στις καταπατήσεις εργασιακών δικαιωμάτων των τελευταίων χρόνων λίγο θα μπορούσε να συγκινήσει πλέον το κλείσιμο μιας ΔΕΚΟ, ακόμη κι αν αυτή έχει 2.700 εργαζόμενους…
Ας αφήσουμε όμως την επικαιρότητα και ας γυρίσουμε πίσω στον χρόνο για να δούμε την θεματολογία του πέμπτου κομπρεσέρ. Σε αυτό το τεύχος, θα προσεγγίσουμε μια σειρά από επαναστατικά γεγονότα σε μια προσπάθεια να δούμε πώς εμφανίζεται η πόλη και ο χώρος της επανάστασης στην ιστορική προοπτική. Ιστορία και επανάσταση είναι λοιπόν οι δύο λέξεις που χαρακτηρίζουν τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται αυτό το τεύχος. Ας προσπαθήσουμε, όμως, να προσδιορίσουμε σαφέστερα τι αναζητάμε και με ποιόν τρόπο, βλέποντας ποια σημασία αποκτούν αυτές οι έννοιες στον λόγο για την πόλη και τον χώρο. Η χρήση της ιστορίας καταρχήν υποδεικνύει έναν τρόπο για να δούμε πώς συγκροτείται ο χώρος της επανάστασης σε διαφορετικά χωρο-χρονικά πεδία, πράγμα που θα μας δώσει και τη δυνατότητα να αναδείξουμε διαφορετικές πτυχές του ζητήματος. Ήδη η αναφορά σε επαναστατικά γεγονότα κατευθύνει την αναζήτησή μας στις ασυνέχειες του ιστορικού χρόνου, στα σημεία ρήξης με την παραδοσιακή οργάνωση του χώρου και του χρόνου της πόλης, όχι σε μακρές χρονικές περιόδους, αλλά αντίθετα σε στιγμές όπου ανατρέπεται η κανονική ροή του χρόνου. Αυτό που επιχειρούμε να δούμε εδώ είναι πώς ανταποκρίνεται ο χώρος σε μια γενικότερη απαίτηση επαναδιαπραγμάτευσης των κοινωνικών σχέσεων, ποια χωρική έκφραση παίρνει κάθε φορά η αμφισβήτηση των σχέσεων κυριαρχίας και πώς οι επαναστάτες μέσα από τις πράξεις τους προσπάθησαν κάθε φορά να αλλάξουν την πόλη.
Ίσως θα ήταν χρήσιμο να ξεκαθαρίσουμε γιατί μιλάμε για επανάσταση και όχι, για παράδειγμα, για εξέγερση ή για ξεσηκωμό. Ήδη, μπορούμε να παρατηρήσουμε πόσο αποκλίνουν αυτές οι λέξεις ως προς τη σημασία που έχουν στην καθημερινή χρήση της γλώσσας, παρότι συναφείς μεταξύ τους. Κάθε μια φέρει συνδηλώσεις, δημιουργεί συνειρμούς, προκαταβάλλει σχετικά με γεγονότα, τόπους, ή ακόμα και πολιτικά υποκείμενα. Τι εννοούμε λοιπόν επανάσταση και γιατί εμφανίζεται εδώ; Την ειδοποιό διαφορά της επανάστασης, τουλάχιστον ως προς την χωρική της
έκφραση, θα θέλαμε να την εντοπίσουμε στην ύπαρξη ενός συνολικού προτάγματος για την αλλαγή της κοινωνίας. Ενός προτάγματος όπου η καθολική αμφισβήτηση της κατεστημένης τάξης συνυπάρχει με μια σαφή πρόθεση για την ανατροπή της και την εγκαθίδρυση στη θέση της μιας επαναστατικής αντι-τάξης. Η ύπαρξη αυτής της διπλής πρόθεσης των δρώντων υποκειμένων να μετασχηματίσουν το παρόν και να συλλάβουν ταυτόχρονα το μέλλον θεωρούμε ότι δίνει στα επαναστατικά γεγονότα τη δύναμη να συσχετίζουν την πραγματικότητα με την ουτοπία και να μετατρέπουν τον αστικό χώρο σε ένα πειραματικό εργαστήριο νέων κοινωνικών σχέσεων.
Η επανάσταση αλλάζει τη λειτουργική συνθήκη οργάνωσης του χώρου της πόλης καθώς αυτός περνάει στα χέρια των εξεγερμένων και καλείται να προσαρμοστεί στη νέα συγκρουσιακή πραγματικότητα. Οι δρόμοι μετατρέπονται από χώρους κίνησης παραδομένους στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων σε χώρους στάσης οριοθετημένους με οδοφράγματα, σε τόπους συνεύρεσης των εξεγερμένων και σύγκρουσης με τον στρατό. Οι πλατείες, τα κρατικά κτίρια, οι εκκλησίες, ακόμα και οι ίδιοι οι τοίχοι παύουν να υφίστανται ως χώροι προβολής και αναπαραγωγής της κυρίαρχης τάξης και καλούνται να στεγάσουν τις συγκεντρώσεις και την πολιτιστική δραστηριότητα των εξεγερμένων, την από κοινού οργάνωση του παρόντος και του μέλλοντος της επανάστασης. Πέρα όμως από τη λειτουργία, είναι και η συμβολική τάξη του αστικού χώρου που μεταβάλλεται. Ο χώρος καλείται να παραλάβει και να διαδώσει τα επαναστατικά μηνύματα, να αποκτήσει νέες σημασίες ικανές να εκφράσουν το διπλό πρόταγμα αλλαγής του τώρα και του μετά. Ο χώρος καλείται, εντέλει, να εκφράσει τη σχέση πραγματικότητας και ουτοπίας. Υπό αυτό το πρίσμα έρχεται στο προσκήνιο ο ρόλος της συλλογικής φαντασίας στην παραγωγή του επαναστατικού χώρου καθώς αυτή γίνεται το όχημα για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ πραγματικότητας και ουτοπίας. Ωστόσο, αυτό που θα θέλαμε να θίξουμε εδώ είναι ότι η φαντασία αποκτά χωρική έκφραση, συνδέει το όραμα ενός μέλλοντος ελευθερίας με λιγότερο ή περισσότερο συγκεκριμένες αναπαραστάσεις του χώρου οι οποίες κατευθύνουν τις πρακτικές των επαναστατών. Ο μετασχηματισμός του παρόντος που διεκδικεί η επανάσταση φιλτράρεται μέσα από αναπαραστάσεις του μέλλοντος, προϊόντα μιας επαναστατικής φαντασίας. Μιας φαντασίας που προκειμένου να συλλάβει το μέλλον είναι αναγκασμένη να κοιτάζει στο παρελθόν, αντλεί την ιδεολογική της δύναμη από την απαίτηση για δικαίωση ενός παρελθόντος καταπίεσης. Κάθε επαναστατικό όραμα καλείται να αναλάβει την ευθύνη του απέναντι
στην κληρονομιά του παρελθόντος, σχηματίζεται στο όνομα των ηττημένων προγόνων. Γιατί η επανάσταση κινείται στο παρόν για να δικαιώσει το παρελθόν κατασκευάζοντας το μέλλον.
Θα προτείναμε, λοιπόν, να δούμε τα επαναστατικά γεγονότα που παρουσιάζονται σε αυτό το τεύχος, από την Παρισινή Κομούνα του 1871 έως τη Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και την Βαρκελώνη του 1936, ως καταστάσεις όπου ο ουτοπικός χώρος και χρόνος επιχειρεί να εισβάλλει στον πραγματικό και να πραγματώσει στο εδώ και στο τώρα, συλλογικές αναπαραστάσεις του μέλλοντος δικαιώνοντας τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις του παρελθόντος.
Καλή ανάγνωση!
Υ.Γ. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τον ναζιστή χρυσαυγίτη Γιώργο Ρουπακιά μας βρήκε επί του πιεστηρίου. Για άλλη μια φορά μερίδες της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος “έπεσαν από τα σύννεφα”. Το “κυνηγητό” απέναντι σε κάποιους οργανωτικούς πυρήνες της χρυσής αυγής, οι μεταθέσεις δέκα μπάτσων και η διαπόμπευση του ναζιστικού κόμματος μέσω των ΜΜΕ, προφανώς και δεν πιστεύουμε ότι σηματοδοτούν ούτε πόντο οπισθοχώρησης του κράτους από την αυταρχική και κατασταλτική διαχείριση της παρούσας φάσης της κρίσης. Οι φασίστες είναι ουσιαστικό εργαλείο αυτής της διαχείρισης. Θα αναλάβουν όποιο πόστο τους ανατεθεί από το κεφάλαιο και το κράτος. Οι αντιφασίστες και οι αντιφασίστριες ξέρουν όμως να τους αναγνωρίζουν είτε φορούν κοινοβουλευτικά κοστούμια, είτε βγάζουν μαχαίρια τις νύχτες. Και ήδη βρίσκουν τρόπους να τους αντιμετωπίσουν.